Ποιητική Αδεία.


Στη νεοελληνική ποίση το ποδόσφαιρο είναι το -μακράν- πιο "μιλημένο" αθλητικό παιχνίδι. Θα έλεγα υμνημένο, αλλά θυμάμαι τώρα ένα ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου για το "Ματς" που δεν υμνεί ακριβώς τη μπάλα:

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΜΑΤΣ

Εικοσιδυό λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
με ιδανικά τις γέμισαν μεγάλα,
να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας.
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια,
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια!

Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη,
όλο τους το μυαλό πήγε στα πόδια
και λες κλοτσούν πια τ’ άδειο τους κεφάλι
και ζουν κι αυτοί κι ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσο στην ήττα και στη νίκη.


Νοικοκυραίοι φτωχοί μαγαζατόροι
κινούν νωρίς τ’ απόγεμα σα λύκοι,
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν τ’ αλκολίκι
και κλειουν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και τη συντέλεια.

Κι ύστερα χουγιαχτό, βουή και χτύπος
και δεν έχει προβλήματα η ζωή,
καλά που ’ναι κι ελεύτερος ο τύπος,
για να μαθαίνει ο κόσμος το πρωί
πόσο κλοτσάει με νόηση ένα χαϊβάνι
κι η Λίζα η Τέιλορ έρωτα πώς κάνει.

Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή,
παράγουν ήρωες μαζικά στους τόπους,
ω κι αν βρισκόταν δυο άνθρωποι δειλοί,
να σώσουν απ’ τους ήρωες τους ανθρώπους
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη,
για να ξεσυνηθίζουν την Ειρήνη.

Κι ω να βρισκόταν και στον κόσμο μια άκρη
που η χλαλοή του ματς να μην τη σκιάζει
να υπάρχει μια χαρά και μες στο δάκρυ
κι ένας καημός στων κοριτσιών το νάζι,
της Κυριακής χρυσή να πέφτει η εσπέρα
χωρίς κραυγή πολέμου και φοβέρα.

Ελαφρά σκωπτικό μάλλον, αλλά λογικό για τον άνθρωπο που την κριτική του δεν ξέφυγε ούτε ο Παρθενώνας (καλύτερα η αντίληψη που έχουμε για τον Παρθενώνα):

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

Του απολύτου ωραίου είσαι κορώνα,
το μάρμαρό σου είν’ άσπιλο σαν κρίνο…
(κάτι αν δεν πω για σένα, ω Παρθενώνα,
σπουδαίος ποιητής πώς θες να γίνω;)


Η Ελλάδα η ιερή κι η θεσπεσία
κοιτάει μια εσένα, μια τον αφαλό της,
όλη των Δυνατών η υποκρισία
έχει ανεβάσει εσένα σύμβολό της


Στο μάρμαρό σου ρέει θείος ιχώρας·
το λένε κι οι Ευρωπαίοι που είναι ωραίοι
στο νου και στην ψυχή, οι τρανοί της χώρας
και όλοι οι διεθνείς κατεργαραίοι


Ο δάσκαλός μου σ’ έβρισκε κολάι
ο γαλονάς για σένα θριαμβεύει
κι ο ποιητής, λεν, όταν καλοφάει,
μονάχα εσένα βλέπει και χωνεύει


Κι ο μπάρμπα Γιαννακός σα φέρει πράμα,
τραβάει πελάτες γέρους, νιους, κοπέλες,
γιατί σ’ έχει κολλήσει για ρεκλάμα,
σ’ ένα βαρέλι απάνου με σαρδέλες

Εδώ ένα σύντομο βιογραφικό του καλού (και αιχμηρού) ποιητή:

Ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903, 1984) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος, έως ότου συνταξιοδοτήθηκε για λόγους υγείας. Το 1921 βραβεύτηκε για ένα αφήγημά του στο περιοδικό Μυτιληνιός του Θεόδωρου Θεοδωρίδη (Ντορή Ντόρου), όπου στη συνέχεια θα δημοσιεύσει ποιήματα και πεζά. Θα συνεργαστεί με πολλά περιοδικά, της Αθήνας και της επαρχίας, χρησιμοποιώντας ποικίλα ψευδώνυμα (Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος, Λεσβιακή Μούσα, Λεσβιακές Σελίδες, Νέοι Πρωτοπόροι, Νεοελληνικά Γράμματα, Μάχη, Πολιτική, Ελεύθερα Γράμματα κ.α.). Στη δικτατορία του Μεταξά συνελήφθη για αντικαθεστωτική δράση και στην Κατοχή εντάχτηκε στην Αντίσταση. Φυλακίστηκε αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια, μετά τα Δεκεμβριανά, από τους Άγγλους. Δραπέτευσε από το Χασάνι όπου κρατούνταν και το 1945 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, Μέρες οργής. Από το 1945 συνεργαζόταν με την εφημερίδα Μάχη, των Σβώλου-Τσιριμώκου, ως βιβλιοκριτικός, αλλά και με την Πολιτική του Τσιριμώκου και μετά το τέλος του Εμφυλίου διετέλεσε βουλευτής Λέσβου (1950, 1951) με το κόμμα της ΕΛΔ. Στη δικτατορία συμμετείχε στον κύκλο του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα, που συσπείρωσε τους αντίπαλους της χούντας. Το 1974 εξέδωσε το πεζογράφημα Τότε που ζούσαμε, με το οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Εκτός από τα πολυάριθμα κείμενά του στα περιοδικά, τα οποία δεν έχουν δυστυχώς ακόμα συγκεντρωθεί, ο Ασημάκης Πανσέληνος έγραψε ποίηση, ταξιδιωτικά αφηγήματα, δοκίμια, αυτοβιογραφικά κείμενα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις δύο ποιητικές συλλογές του Ταξίδια με πολλούς ανέμους και το Καφενείο του άλλου δρόμου τα ταξιδιωτικά του Στη Μόσχα με τα νιάτα του κόσμου και Η Κίνα η δική μου το δοκίμιό του Η παράξενη φιλία μας με το Γ. Θεοτοκά, το αυτοσατιρικό κείμενο Συνέντευξη με τον εαυτό μου, κ.α. Ο Ασημάκης Πανσέληνος διέθετε ένα ιδιαιτέρως οξυμμένο κριτικό πνεύμα και μια ανατρεπτική σατιρική φλέβα, η οποία έδινε τον τόνο στη γραφή του. Υποστηρίζοντας με πάθος έναν καλύτερο κόσμο, συνέθεσε την τοιχογραφία του μεσοπολέμου και του μεταπολέμου, στο αυτοβιογραφικό κυρίως Τότε που ζούσαμε, αλλά και στα Νερά και χώματα και άλλα πολλά.


Κι εδώ "η άλλη πλευρά του λόφου". Ένα εξαιρετικό ποίημα του σύγχρονού μας Ηλία Λάγιου για τον μεγαλύτερο ποιητή του ποδοσφαίρου:

ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΠΕΡΧΟΜΕΝΟΥ ΝΤΡΙΜΠΛΕΡ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ

Στη δίψα μου ονειρεύομαι τον Ντιέγκο,
νεροσυρμή στην εσχατιά του πόνου·
με τον Μακρή, τη Νοταρά, τον Βέγγο.
Ένας χωριάτης, πάνω στου ημιόνου
την πλάτη, με την έλλαμψη του μόνου
Έλληνος, που θα χτίσει Παρθενώνα.
Να θεωρή με την πίκρα του αυτοκτόνου
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Θολωμένο και γύφτικο το μάτι·
το εναρκτήριο λάκτισμα δικό του
σ' όλα της Γης τα μήκη και τα πλάτη.
Να κουβαλά τα φτωχικά του Νότου
στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του.
Ως τέλειωνε της θλίψης τον αγώνα
τον είδα: είχε κακό το ριζικό του
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Εκεί, στη μακρινότατη Αρτζεντίνα
η οδύνη του είναι η οικεία μας οδύνη
(κάπου στο Μετς, Μουσούρου, στην Αθήνα).
Μ' απόκαμε η ψυχούλα και της δίνει
παρηγοριά ψυχρή την κοκαΐνη.
Α! στην οθόνη κλίναμε το γόνα,
λέγοντας: ας χαρή λίγη γαλήνη
το περιστέρι ο Ντιέγκο Μαραντόνα.


Ο Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα στα 1948, μεγάλωσε στο Ναύπλιο, σπούδασε Φαρμακευτική στην Αθήνα και στις 5 Οκτωβρίου του 2005, στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, υπέκυψε στα τραύματα που του προκάλεσε η πτώση του από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Άφησε πίσω του μια απορία για τον θάνατό του (να πρόκειται άραγε για αυτοχειρία;)και την αίσθηση πως υπήρξε ο σπουδαιότερος ποιητής της γενιάς του. Αντί άλλης πολυλογίας μου μεταφέρω εδώ ένα κείμενο του φίλου του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη δημοσιευμένο στο περιοδικό "Αντί":

Κάναμε παρέα, στενή, πολύ στενή, κοντά μιάμιση δεκαετία, και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα γέλια, πάντα βροντερά, και τα κλάματα, πάντα γοερά, αυτών των δεκαπέντε χρόνων. Ο William S. Burroughs είχε πει για τον Brion Gysin ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο θα μπορούσε ευθαρσώς να πει ότι τον σεβόταν. Το έχω πει, πολλές φορές, σε φίλους, σε καφενεία, όχι κατ’ ανάγκην κακόφημα, και σε μπαρ, στα οποία πολλοί ευυπόληπτοι Αθηναίοι δεν έχουν πατήσει το πόδι τους ποτέ, ότι ο φίλος μου, ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, είναι ο μόνος άνθρωπος που σεβάστηκα. Και φαντάσου, αναγνώστη, ότι στη διάρκεια των κάπου πέντε χιλιάδων εικοσιτετραώρων της φιλίας μας, από τα οποία καμιά τριακοσαριά τα περάσαμε στην ίδια κάμαρα, στο σπίτι μου, στην Κυψέλη, στην οδό Σύρου, ήπιαμε την αξία πάνω από δύο διαμερισμάτων σε ουίσκι, βότκες, ούζα, κρασιά, τεκίλες, και μπίρες, μας δόθηκαν, με εβδομάδες ή άλλοτε μήνες, και σε μία περίπτωση με χρόνια, διαφορά, μερικές πανέμορφες και γενναίες κοπέλες, διαβάσαμε, τουλάχιστον μία φορά, τα έργα του Μεγάλου Βάρδου, διανύσαμε πολλές εκατοντάδες φορές πεζοπορώντας και μιλώντας βραχνά την απόσταση Κυψέλη-Καλλιδρομίου, σπάσαμε κάμποσα ποτήρια, σταχτοδοχεία, βάζα, καρέκλες, προσφέραμε ο ένας στον άλλον πάμπολλα potlatch (στυλό διαρκείας μάρκας Parker, αναπτήρες Zippo, αλλά και Bic, μπλούζες, κασέτες, κασκέτα, και, φυσικά, βιβλία βιβλία βιβλία), παίξαμε άπαξ σκάκι στο «Πανελλήνιον», μια παρτίδα αλλόκοτη λόγω προκεχωρημένης μέθης, κάναμε καντάδες, μεταξύ άλλων, στην Άννα (αντάρτικα, οι αθεόφοβοι!), στην Μαριάννα (λαϊκά), στην Δηώ (ελαφρά), συνεργαστήκαμε στην τελική σύνθεση και στην έκδοση της Έρημης Γης, κάναμε δεκάδες φάρσες, όχι πάντα καλόγουστες, όχι πάντα ευγενικές, είδαμε φίλους μας να αναχωρούν για τους Λειμώνες τ’ Ουρανού (τον Βακαλόπουλο, τον Μπαλή, τον Μιχαηλίδη, τον Τζουράκη, ω Χρήστο, ω Νικόλα, ω Σταμάτη, ω Ανδρέα, αθάνατοι!), αφήσαμε εμβρόντητους κάποιους πιτσιρικάδες φίλους μας όταν στου «Γλυκύ» αρχίσαμε να μιλάμε με τη δέουσα παθιασμένη σοβαρότητα για τον στρατάρχη Γκουντέριαν και για την Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου του Ουίνστον Τσόρτσιλ, διαφωνήσαμε έως παρ’ ολίγον ξυλοδαρμού για κοινωνικά, πολιτικά και λογοτεχνικά ζητήματα, περάσαμε όλους τους καύσωνες στην Αθήνα (ω Βεϊκου, ω Ουίλιαμ Κινγκ!), κάναμε παρέα όχι μονάχα με τον Κακουλίδη αλλά και με τον Βλαβιανό, φάγαμε και ήπιαμε όχι μονάχα με τον Αρανίτση αλλά και με τον Βαγενά, μπεκρουλιάσαμε όχι μονάχα με τον Γουδέλη αλλά και με τον Τριάντη, καταφύγαμε όχι μονάχα σε μπουζουκομάγαζα αλλά και σε απαστράπτοντα εστιατόρια, χορέψαμε ξανά και ξανά και ξανά ζεϊμπέκικους, βαλς, τάνγκο, αλλά και με τις ώρες τον Χορό του Αλοζανφάν, στις 10 Απριλίου του 1993, αναστατώνοντας τη γειτονιά, καλύψαμε ο ένας τον άλλον πλειστάκις όταν του ενός ή του άλλου η ευφρόσυνη αφροσύνη χτύπαγε κόκκινο, ζήσαμε επί πιστώσει πολλούς απανωτούς μήνες, κουμπαριάσαμε ένα σωρό φορές αλλά μονάχα στα λόγια και ποτέ στην πράξη, τάξαμε γάμους σε τουλάχιστον δέκα εύμορφες, κάναμε ένα μάλλον επικίνδυνο μικροσκάνδαλο στην κηδεία ενός λαοφιλέστατου πολιτικού ηγέτη, δίχως ευτυχώς να ποδοπατηθούμε από το σαστισμένο πλήθος, καταστρώσαμε το σχέδιο συγγραφής ενός βιβλίου αφιερωμένου στους πατεράδες μας, το οποίο όμως ποτέ δεν στρωθήκαμε να γράψουμε, είπαμε εκατοντάδες ανέκδοτα, μας γέμισε τα ποτήρια πάλι και ξανά η Αφροδίτη, μας πρόσφερε ουίσκι πάλι και ξανά η Μάρθα, μας φίλεψε πάλι και ξανά η Μαρία, απείλησε να μας ξεκάνει πάλι και ξανά η Μάγδα, καπνίσαμε πέντε καπνοβιομηχανίες, διαβάσαμε τουλάχιστον πεντακόσια βιβλία από κοινού και χιλιάδες ο καθένας μόνος του, γλεντήσαμε με τον Κοροβέση και με τον Παπαγιώργη και με τον Λεοντάρη και με τον Ροζάνη, εγκωμιάσαμε το φιλμικό western, το noir μυθιστόρημα, τον Παναθηναϊκό της δεκαετίας του εξήντα, τον ακραιφνή επαναστάτη Άγι Στίνα, τον αγέρωχο ποιητή Dylan Thomas, τον μεγάλο κινηματογραφιστή Νίκο Φατούρο, την ανοξείδωτη θεά Άννα Φόνσου, το έξοχο ουζομεζεδοπωλείον «Μετέωρα», μαγειρέψαμε αναρίθμητες φορές για φίλους και φίλες, ήπιαμε και ξαναήπιαμε και δώσ’ του πάλι ήπιαμε, και κάτω, Λάγιο μου, όχι, κάτω, Ηλία μου, δεν το βάλαμε ποτέ!



5 σχόλια:

  1. Συνειρμικά δε, ο συνδυασμός Κακίσης & ΑΕΚ μου φέρνει πάντοτε στο μυαλό και τον καλό ποιητή & φίλο του Σωτήρη, Γιώργο Μαρκόπουλο, και την μοναδική – απ’ όσο γνωρίζω – για τα ελληνικά δεδομένα “Ωδή στον Παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου“, ένα (Καβαφικό) ποίημα – ύμνο στον μεγαλύτερο Ελληνα σουρρεαλιστή ποδοσφαίριστή!

    ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΙΚΤΗ ΤΗΣ Α.Ε.Κ. ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟ ΑΡΔΙΖΟΓΛΟΥ

    Από το ότι, ορμώμενος,
    τα χρόνια περνούν γρήγορα
    και αυτό το βρίσκω πικρό και άδικο
    και από το ότι
    ο ποιητής παλαιότερα Δικταίος Άρης
    εκράτησε ως αφιλοκερδής τεχνίτης
    στην πενιχρή αθανασία του
    τον άλλοτε σπουδαίο παίκτη
    της ποδόσφαιρας
    Ηλία υιόν του Υφαντή
    -του Ολυμπιακού Πειραιώς-
    τονίζοντας τα κάλλη του
    και την ευμορφία του
    παράλληλα με τον μακαρισμό
    ευτυχισμένος (να ‘ν’) ο Πειραιάς
    που έχει φορτώσει τόσες απ’ τις ελπίδες του
    πάνω σε τέτοια αγόρια
    θα υμνήσω και εγώ
    με τη φτωχή την πένα μου
    τον μοναχικό πλην όμως φιλότιμο χαρακτήρα
    του παίκτου της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής
    Χρήστο Αρδίζογλου.

    Θα υμνήσω

    Γιατί το παιδί αυτό
    από τις ταπεινές τις γειτονιές του Περισσού
    προερχόμενο.

    Της Ριζουπόλεως και της Σαφράμπολης.
    Ήταν το μόνο από πολλούς άλλους
    που παρά την υπεροψία της νεότητάς του
    εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή
    για τους αποχωρήσαντες βετεράνους
    που δεν επέτυχαν πολύτιμο γκολ
    σε κρίσιμη στιγμή
    απορρίπτοντας έτσι ακόμα και τον θάνατο
    μια και αγνόησε όλους αυτούς τους αθλητές
    που τώρα βρίσκονται στο χώμα.

    Θα υμνήσω.

    Γιατί το παιδί αυτό
    κατεβαίνοντας –όπως προείπα-
    από τους καλύτερους αέρηδες,
    ήταν το μόνο
    που πάντα με εύστροφες κινήσεις
    επετύγχανε την εκπόρθηση
    της αντίπαλης εστίας
    σε ξένα γήπεδα προπάντων
    κάνοντας έτσι να ακουστεί ανά την υφήλιο
    το όνομα της μικρής πατρίδας μας
    ενώ συνάμα εχάριζε
    λέγω εχάριζε με την πράξη του αυτή
    μια ολοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
    στους αστέγους της πλατείας Ομονοίας
    παρά το ότι ετούτο
    εστοίχιζε εις τον ίδιο αρκετά
    τον έκλεινε μόνο σε ένα σπίτι
    αγρίμι τρομαγμένο
    που έβλεπε το κορμί του
    ακρωτήρι, ερημικό ακρωτήρι.

    Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας
    στα αλογίσια πόδια
    του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.

    Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα
    που τα παπούτσια του θε να κρεμάσει
    θα φύγει από τα γήπεδα
    θα σταδιοδρομήσει
    ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω
    και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη
    Στην Αταλάντη και πάλι λέγω
    όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας
    από γήπεδα, «αστέγους»,
    φιστίκια – αστέρια
    στα πανέρια των μικρών του σινεμά
    θα γράφει στις εκθέσεις του
    «Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.
    Ήρθε στην Αταλάντη
    προς αναζήτηση εργασίας
    όπου εγεννήθηκα και εγώ».

    Τιμή και δόξα
    στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου

    Που θα σηκώσει για άλλη μια φορά
    τελεσίδικα πια
    όπως ο τρελοί
    τους επιταφίους των νεκροταφείων
    την ασήκωτη μοναξιά μας
    και θα φύγει.

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι, απ' όσο κι εγώ προχείρως γνωρίζω πρόκειται για μοναδική περίπτωση ποιήματος. Όπως βεβαίως μοναδική περίπτωση ποδοσφαιριστή (υπερεύστοχος ο όρος "σουρρεαλιστής ποδοσφαιριστής" που εισάγεις) υπήρξε και ο Χρήστος Αρδίζογλου. Οπωσδήποτε θα κάνω κάποιο αφιέρωμα στο τρελό άτι των ελληνικών γηπέδων με τις κατεβασμένες κάλτσες. (Για κάποιον απροσδιόριστο σημειολογικό λόγο ως σήμα καταταθέν του Αρδίζογλου μου έμειναν οι κατεβασμένες του κάλτσες.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Παρεμπιπτόντως, μήπως αναγνωρίζεις τον ποδοσφαιριστή με τον αριθμό "5" στην φωτογραφία;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Νόμιζα πως είναι ο Ηλίας Μαρούλης ( κατά Νατάβανον, Έλιοτ!!!!!!!!!!!!)αλλά στέλνω διόρθωση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μα σίγουρα είναι ο Κώστας Καββαδίας, το...θωρηκτό της άμυνας!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή