Ένα αρχαίο παιχνίδι, το Χάος των Taviani και του Pirandello, "T' Aμπαλί" της Λευκάδας και το "Μπαζ" των παιδικών μας παιχνιδιών.

του Νίκου Γ. Λεμονή
 
 
Το "Χάος", με πρωτότυπο τίτλο "Kaos", είναι μια από τις σπουδαιότερες ταινίες των Paolo και Vittorio Taviani. Μοναδικοί σκηνοθέτες οι αδελφοί Ταβιάνι συναντιούνται σ' αυτή την ταινία με μια ανυπέρβλητη φυσιογνωμία της ιταλικής κουλτούρας του 20ου αιώνα, τον Luigi Pirandello στήνοντας πάνω σε μερικές δικές του νουβέλες και στο σικελικό τοπίο (που τόσο επίμονα θυμίζει τη Μάνη ή τις άγονες Κυκλάδες) ένα σπονδυλωτό κινηματογραφικό αριστούργημα.


Στο πρώτο μέρος της ταινίας οι Taviani μεταφέρουν ελαφρώς τροποποιημένη τη πιραντελική νουβέλα ΄"Ο Άλλος Γιος" ("L' Altro Figlio"). Την ιστορία μιας ηλικιωμένης Σικελής που όλοι στο χωριό την έχουν για τρελή. Έχει τρεις γιους εκ των οποίων οι δύο βρίσκονται στην Αμερική μετανάστες, αγνοώντας εδώ και 14 χρόνια τη μητέρα τους. Ο τρίτος γιος, ο "άλλος γιος" του τίτλου, είναι καρπός της ακούσιας και βίαιης σχέσης της μητέρας του με τον Rocco Trupia έναν ληστή της περιοχής που απελευθερώθηκε όταν ο Garibaldi κατέβηκε στην Νότια Ιταλία ως στρατιωτικός ηγέτης του επαναστατικού κινήματος, που έβαλε τις βάσεις για την ένωση της Ιταλίας και την κατάργηση της δυναστείας των Βουρβόνων. "Όταν ο Γαριβάλδης άνοιξε τις φυλακές, όπως αφηγείται η μάνα στην ταινία, βγήκαν οι καλοί, βγήκαν όμως και οι κακοί...". Ανάμεσα στους τελευταίους ο αιμοδιψής ληστής Comizzi (Κομίτσι) και το πρωτοπαλίκαρό του Rocco Trupia (Ρόκο Τρουπία). Αυτοί θα στρατολογήσουν βίαια στην ομάδα τους τον σύζυγο της πρωταγωνίστριας, εκείνος θα τους ξεφύγει και θα επιστρέψει στο σπίτι του, όμως καθώς θα χρειαστεί να φύγει πάλι απ' αυτό για να δουλέψει, θα τον ανακαλύψουν και θα τον σκοτώσουν. Όταν η γυναίκα βγει να τον αναζητήσει θα βρει τον Κομίτσι και τους άντρες του να παίζουν με κεφάλια δολοφονημένων, ανάμεσα σ' αυτά κι εκείνο του συζύγου της, ένα πανάρχαιο παιχνίδι που στα ιταλικά λέγεται "Bocce" (Μπότσε). Ο Κομίτσι θα της επιτεθεί, αλλά θα την γλιτώσει από τα χέρια του ο Ρόκο Τρουπία (προκαλώντας μάλιστα την εξέγερση των ανδρών κατά του δεσποτικού Κομίτσι) και θα την κρατήσει μαζί του, χωρίς πάντως την θέλησή της, μέχρι που θα τον συλλάβουν οι αρχές (κατά τη νουβέλα του Πιραντέλο) ή μέχρι που θα την βαρεθεί (κατά την ταινία των Ταβιάνι). Από τη βίαιη σχέση τους γεννιέται ο τρίτος γιός της γυναίκας αυτής, που παρ' ότι δείχνει πάντα ιδιαίτερη αγάπη για τη μητέρα του, παρ' ότι είναι εργατικός και τίμιος, η μητέρα του τον απεχθάνεται κι αυτό γιατί έχει εκπληκτική φυσική ομοιότητα με τον βιολογικό του πατέρα, πράγμα που την κάνει να τρομοκρατείται όποτε τον βλέπει.

Στην ταινία το παιχνίδι των "bocce", έτσι λέγονται η μικρές μπάλες με τις οποίες παίζεται, έχει κεντρικό ρόλο. Αφ' ενός στην έντονη σκηνή που παίζεται με τα κεφάλια των αποκεφαλισμένων θυμάτων των ληστών, αλλά και στο τέλος του επεισοδίου όταν η πρωταγωνίστρια δείχνει την σταθερή απόφασή της να μην συνδεθεί με τον τρίτο της γιο πετώντας του πίσω, με την ίδια κίνηση των παικτών του παιχνιδιού, κάποια φρούτα που εκείνος της έχει αφήσει.

Οι "Bocce" είναι ίσως το αρχαιότερο εν ζωή παιχνίδι στον πλανήτη. Τα ίχνη του χάνονται πολλές
χιλιετίες προ Χριστού και δείγματα του ίδιου ή παρεμφερών παιχνιδιών έχουμε σε όλους τους γνωστούς πολιτισμούς. Από την Κίνα ως τη Μεσοποταμία, την Αρχαία Αίγυπτο και την Ελλάδα, μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή όπου καθίσταται μια από τις δημοφιλέστερες διασκεδάσεις στον ελεύθερο χρόνο των Ρωμαίων ανεξαρτήτως ταξικής ένταξης, πατρικίων και πληβείων. Φυσικά οι μπάλες των πρώτων ήταν πολύ ποιοτικότερες από εκείνες των υπολοίπων. Με τους Ρωμαίους θα διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη και στα χρόνια του Μεσαίωνα θα τύχει διαφόρων απαγορεύσεων (κυρίως στη Βρετανία), όπως όλα τα παιχνίδια ή τα αθλήματα με μπάλα, αφ' ενός γιατί αποσπούσε τους άντρες (αν και δεν είναι λίγες οι γυναίκες που επίσης έπαιζαν) από πιο χρήσιμα για στρατιωτικούς σκοπούς γυμνάσματα, όπως η τοξοβολία ή η σκοποβολή, αφ' ετέρου διότι (ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή) είχε συνδεθεί με παράνομα στοιχήματα και τζόγο.

Από τις "Bocce" (η λέξη προέρχεται από το ρήμα "bocciare" ("μποτσάρε") που σημαίνει απορρίπτω-διώχνω-εξοστρακίζω) προήλθαν μια σειρά από πολύ διαδεδομένα σήμερα σφαιριστικά παιχνίδια όπως το bowling και τα παιχνίδια του μπιλιάρδου. Και το ίδιο όμως το παιχνίδι γνωρίζει σήμερα μεγάλη άνθιση καθώς έχει πια μετατραπεί σε κανονικό άθλημα, όχι μόνο στην Ιταλία που θεωρείται η σύγχρονη πατρίδα του και οπουδήποτε στον κόσμο βρίσκονται Ιταλοί μετανάστες, αλλά και παντού στον πλανήτη με κυρίαρχες τις χώρες με λατινογενή παράδοση όπως η Γαλλία, η Ισπανία και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, καθώς κι εκείνες της Αδριατικής (Σλοβενία-Κροατία κ.λπ.). Είναι ενταγμένο στο επίσημο πρόγραμμα των Παραολυμπιακών Αγώνων, ενώ μετράει και μια συμμετοχή σαν άθλημα επίδειξης στου Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924. Φυσικά έχει τα δικά του εθνικά πρωταθλήματα σε όλες τις κατηγορίες για άνδρες και γυναίκες, τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις.

Το παιχνίδι παίζεται συνήθως σε ανοιχτό χώρο, σχεδόν σε κάθε είδος εδάφους, από δύο αντιπάλους
παίκτες ή δύο αντίπαλες ομάδες των δύο, τριών ή το πολύ τεσσάρων παικτών η κάθε μία. Σκοπός τους είναι να πετάξουν τις μπάλες τους (από τέσσερις μπάλες κάθε παίκτης ή κάθε ομάδα) όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα μικρότερο μπαλάκι που λέγεται "pallino" ("παλίνο"). Στην προσπάθειά τους αυτή μπορούν να σημαδέψουν τις μπάλες του αντίπαλου παίκτης ή της αντίπαλης ομάδας με σκοπό να τις απομακρύνουν από το μικρό μπαλάκι ή να κάνουν τις δικές τους να το προσεγγίσουν περισσότερο. Γενικά πρόκειται για ένα παιχνίδι υψηλής δεξιοτεχνίας που επιπλέον χρειάζεται άριστη στρατηγική προσέγγιση. Η μπάλες ("μπότσε") πετιούνται με τα χέρια, πίσω από μια ορισμένη γραμμή, αφού πρώτα έχει πεταχτεί το μπαλάκι ("παλίνο") μέσα στο πεδίο του παιχνιδιού.
Υπάρχου δύο τρόποι για να γίνει μία ρίψη και υπάρχουν παίχτες που ειδικεύονται στον έναν ή στον άλλο τρόπο. Ο ένας είναι με κύλιση της μπάλας στο έδαφος από την αρχή της πορείας της και ο άλλος με πέταγμα της μπάλας στον αέρα. Ο δεύτερος τρόπος χρησιμοποιείται κυρίως όταν σκοπός είναι ο εξοστρακισμός μιας μπάλας του αντιπάλου με σκοπό να απομακρυνθεί από το μικρό μπαλάκι. Παλαιότερα οι μπάλες ήταν ξύλινες, ενώ πλέον χρησιμοποιούνται μεταλλικές ή άλλες από συνθετικό υλικό. Σήμερα υπάρχουν δεκάδες παραλλαγές του παιχνιδιού, με διαφορετικά στυλ ρίψης και με διαφορετικές επιδιώξεις, ενώ αναπτύσσονται με βάση τις "bocce" ακόμα και υβριδικά παιχνίδια, όπως το "soccer-bocce" αντικαθιστώντας τις κλασικές μπάλες του παιχνιδιού με μπάλες ποδοσφαίρου και παίζοντας με τα πόδια.

Σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία είναι πολύ συνηθισμένη και καθημερινή η εικόνα του παιχνιδιού στα πάρκα ή σε άλλους ελεύθερους χώρους. Καθώς μάλιστα το σπορ είναι πραγματικά κατάλληλο για κάθε ηλικία εντυπωσιάζεσαι βλέποντας ανθρώπους αρκετά ηλικιωμένους να παίζουν με συμπαίκτες ή αντιπάλους πολύ νεότερους.

Στον ελληνικό χώρο πολύ διαδεδομένο υπήρξε μέχρι και τη δεκαετία του '80 στη Λευκάδα, "τ' αμπαλί", που είναι η ντόπια εκδοχή του παιχνιδιού. Με σκοπό και κανόνες σχεδόν ίδιους με εκείνους που παίζεται στην Ιταλία, αποτελούσε κληρονομιά της βενετικής περιόδου του νησιού. "Αμπαλί" έλεγαν οι Λευκαδίτες το μικρό μπαλάκι που έπρεπε να προσεγγίσουν με τις μπάλες τους στην διάρκεια του παιχνιδιού, το "παλίνο" δηλαδή. Από αυτό πήρε το όνομά του το παιχνίδι. Ο τελευταίος χώρος που παιζόταν ήταν έξω απ' το "καφενείο του Πάλλα". Δυστυχώς έχει σχεδόν εκλείψει πια απ' το νησί και κάποιες προσπάθειες για την αναβίωσή του προς το παρόν δεν έχουν αποδώσει.

Παρεμφερές με τις "bocce" παιχνίδι, καλύτερα παιχνίδι της ίδιας ευρείας οικογένειας, υπήρξε στα παιδικά μας χρόνια το περίφημο "Μπαζ-Παράμπαζο" που παίζαμε με λείες πέτρες ή κομμάτια μαρμάρου μέχρι και τις αρχές τις δεκαετίας του '80, συχνά μάλιστα με έπαθλο για τον νικητή παιδικά περιοδικά κόμικς. Το "μπαζ" μαζί με τη μπάλα, τα φυσοκάλαμα, το κρυφτοκούτι, το παιχνίδι με τα "τσιγκάκια" και δυο-τρία ακόμη ανήκε στην κατηγορία των ευρύτερα διαδεδομένων και αγαπημένων παιχνιδιών μας. Να δούμε αν θα έχει την τύχει κι αυτό να σκηνοθετηθεί ποτέ από κάποιον σαν τους Taviani...


Τη νουβέλα του Πιραντέλο (στα ιταλικά) θα την βρείτε εδώ.

Το Kaos με ελληνικούς υπότιτλους (ελαφρώς άθλιους, αλλά υπομονή...) το βλέπετε εδώ.

Ένα υπέροχο τραγούδι από την ίδια ταινία. Όλη τη μουσική της ταινίας την έχει γράψει ο Nicola Piovani.

Ένα πολύ κατατοπιστικό άρθρο για "τ' αμπαλί" της Λευκάδας εδώ.








      
  

Γίγας...

του Νίκου Γ. Λεμονή




Αναφορές για την ύπαρξη τερματοφυλάκων σε ποδοσφαιρικούς αγώνες έχουμε πολύ πριν από την πρώτη κωδικοποίηση των κανόνων του αθλήματος στα 1863. Ακόμα και μερικούς αιώνες πίσω από εκείνη την χρονιά, στα 1400 και στα 1500 έχουμε γραπτές περιγραφές που παρουσιάζουν ποδοσφαιρικά παιχνίδια και αναφέρουν την δυνατότητα που ένας μόνο ποδοσφαιριστής από κάθε ομάδα είχε, να μπορεί να αποκρούσει ή και να μεταφέρει τη μπάλα με τα χέρια του. Παρά ταύτα η πρώτη "θεσμική" καθιέρωση του ρόλου του τερματοφύλακα συμβαίνει με την τροποποίηση των κανόνων παιδιάς ("Laws of the game") από την Αγγλική Ομοσπονδία (F.A.) το έτος 1871.

Στην αρχή ο τερματοφύλακας είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα χέρια του σε όλο το γήπεδο, αργότερα μόνο στο δικό του μισό και από το 1892 κι ύστερα μόνο μέσα στα όρια της δικής του μεγάλης περιοχής. Μέχρι τότε όμως και εφ' όσον μπορούσε να κρατά και να μεταφέρει τη σφαίρα με τα χέρια του στο μισό γήπεδο, οι κανόνες έδιναν τη δυνατότητα στους αντίπαλους ποδοσφαιριστές να τον καταπλακώνουν στην προσπάθειά τους να του αποσπάσουν τη μπάλα, κατά τα συνήθη στον πρώτο ξάδελφο του ποδοσφαίρου, στο ράγκμπι. Αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που για τη θέση του τερματοφύλακα προκρίνονταν οι πιο σωματώδεις από τους ποδοσφαιριστές.

Κανείς όμως δεν υπήρξε ογκωδέστερος από τον William Henry Foulke, που έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο"Fatty", δηλαδή "χοντρούλης", καθώς στη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας έφτασε να ζυγίζει μέχρι και 170 κιλά για 193 εκατοστά ύψους.

Ο Foulke γεννήθηκε στα 1874 και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το κρίκετ όπου αγωνίστηκε με την ομάδα της περιοχής του Ντέρμπι, έγινε επαγγελματίας τερματοφύλακας και διακρίθηκε ιδιαίτερα με την Σέφιλντ, τον αρχαιότερο ποδοσφαιρικό σύλλογο του πλανήτη, την Τσέλσι, στην οποία μεταγράφηκε έναντι του ποσού των 50 στερλίνων, την Μπράντφορντ, στην οποία έκλεισε την καριέρα του και την Εθνική Αγγλίας.

Το παρουσιαστικό του ήταν τέτοιο που ενέπνεε το φόβο στους αντιπάλους.Λέγεται μάλιστα πως η Σέφιλντ για να τονίζει τις διαστάσεις του έβαζε μόνιμα πίσω από την εστία που αγωνιζόταν δυο μικρά παιδιά, με τον επίσημο τίτλο του ball boy, δηλαδή των παιδιών που τρέχουν για να μαζέψουν τις μπάλες, αλλά στη πραγματικότητα για να δείχνει ανάμεσά τους ο Foulke ακόμα ογκωδέστερος.

Για τον βίο και την πολιτεία του ακούγονται διάφορα ανέκδοτα. Ένα από αυτά και μάλιστα το πιο επιβεβαιωμένο, λέει πως μετά τον πρώτο τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας στα 1902, όπου η Σέφιλντ στην οποία αγωνιζόταν ο "Fatty" αντιμετώπισε την Σαουθάμπτον, βγήκε έξαλλος και γυμνός από τα αποδυτήρια και πήρε στο κυνήγι τον άτυχο διαιτητή της συνάντησης Tom Kirkham, διαμαρτυρόμενος για το οφσάιντ γκολ με το οποίο είχε ισοφαρίσει στα τελευταία λεπτά του αγώνα η Σαουθάμπτον. Ο διαιτητής για να σωθεί χρειάστηκε να κρυφτεί σε έναν φωριαμό του γηπέδου, την πόρτα του οποίου ο Foulke θα ξερίζωνε από τους μεντεσέδες αν δεν επενέβαιναν αρκετοί παράγοντες της ομνοσπονδίας για να εκτονώσουν την κατάσταση. Στον επαναλήπτικο τελικό η Σέφιλντ κατέκτησε το κύπελλο νικώντας με 2-1 μετά από εντυπωσιακή εμφάνιση μάλιστα του τερματοφύλακά τηςWilliam Henry"Fatty" Foulke.

Η μορφή του William Foulke ενέπνεσε ένα θεατρικό χαρακτήρα στα επιθεωρησιακά νούμερα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα στην Αγγλία. Ήταν ο "Stiffy the Goalkeeper", δηλαδή ο "Στίφι ο Τερματοφύλακας", που δεν έκανε άλλο τίποτα απ' το να τρώει υπερβολικά, να πίνει ανεξέλεγκτα και να δέχεται γκολ με το τσουβάλι. Τον χαρακτήρα ερμήνευε ο καλός ηθοποιός Harry Weldon και υπήρξε πολύ δημοφιλής, αλλά είναι αλήθεια πως λίγη δικαιοσύνη απέδιδε στον αληθινό Foulke, οποίος υπήρξε ένας εξαίρετος τερματοφύλακας που στα χρόνια που έπαιξε κατέκτησε ένα πρωτάθλημα και δύο κύπελα Αγγλίας, ενώ υπήρξε δύο φορές δευτεραθλητής και άλλες δύο φιναλίστ του κυπέλλου.

Ο "Fatty" σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 1907 σε ηλικία 33 ετών και πέθανε μόλις εννιά χρόνια αργότερα την πρωτομαγιά του 1916. Ήταν 42 χρονών και οι εκδοχές για τον θάνατό του διίστανται. Η επίσημη είναι πως υπέκυψε λόγω κίρρωσης του ήπατος. Η ανεπίσημη λέει πως αιτία του θανάτου του υπήρξε μια πνευμονία από την οποία προσεβλήθη ενώ, όντας πάμπτωχος, εργαζόταν  σε ένα πλανόδιο τσίρκο παριστάνοντας τον τερματοφύλακα στο παιχνίδι  "beat the goalie", όπου οι θεατές προσπαθούν να πετύχουν γκολ σε έναν τερματοφύλακα. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση η ιστορία του δεν διαφέρει καθόλου από άλλους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές εκείνης της εποχής στην βιομηχανική Αγγλία, που ακολουθούσαν τη μοίρα της υπόλοιπης εργατικής τάξης, πεθαίνοντας από αλκοολισμό ή φτώχεια.

Εδώ μια σπάνια ταινία από τον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας στα 1901 ανάμεσα στην Σέφιλντ και την Τότεναμ. Ο Foulke βεβαίως ξεχωρίζει εύκολα από τη σωματοδομή του:


 

Τσιμέντο.

 
 του Νίκου Γ. Λεμονή

Είμαι παιδί της Μεταπολίτευσης. Θέλω να πω ότι τα παιδικά μου χρόνια είναι τα χρόνια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '70 και των αρχών εκείνης του '80. Ήδη από τότε στο κέντρο της Αθήνας που μεγάλωσα εγώ, αλλά και στις υπόλοιπες γειτονιές του λεκανοπεδίου, στην Αθήνα ή στον Πειραιά ή στα περίχωρα οι αλάνες ήταν σπάνιο είδος. Όχι ανύπαρκτο σίγουρα, αλλά πάντως αρκετά σπάνιο.
Το παιδικό μας ποδόσφαιρο λοιπόν περισσότερο από χωμάτινο ήταν τσιμεντένιο. Περισσότερο από ποδόσφαιρο αλάνας ήταν ποδόσφαιρο δρόμου κι αυτό γιατί μαζί με τις αλάνες έλειπε και κάτι άλλο: τα πολλά αυτοκίνητα. Στην εποχή μου αν έστηνες ένα "δίτερμα" σε έναν οποιονδήποτε κάπως ολιγοσύχναστο δρόμο της γειτονιάς, μπορούσες να υπολογίζεις βάσιμα πως δεν θα στο διέκοπτε η διέλευση κάποιου οχήματος πάνω από μία ή δύο φορές ανά ημίχρονο.

Όχι πως οι συνθήκες στο δρόμο ήταν ιδανικές, αλλά το ποδόσφαιρο είναι ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα αθλητικά παιχνίδια που επινόησε ο ανθρώπινος νους. Παίζεται παντού, σε οποιαδήποτε επιφάνεια, στο χώμα ή στη χλόη, στην άσφαλτο ή στην άμμο, στη στεριά ή - με λίγη φαντασία και αρκετή τεχνική - ακόμα και στη θάλασσα (τουλάχιστον στα ρηχά).
Προφανώς δεν μιλάμε για ποδόσφαιρο με όλες τις τυπικότητες. Με γκολπόστ στις κανονικές διαστάσεις, αγωνιστικό χώρο οριοθετημένο επακριβώς, μπάλες σωστού μεγέθους, πίεσης και βάρους. Πολλές φορές δεν είχαμε τίποτα απ' όλα αυτά. Αλλά δεν τα χρειαζόμασταν κιόλας.

Ο αγωνιστικός χώρος ήταν μια έννοια εξαιρετικά ευπροσάρμοστη. Μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα πάντα. Ένας δρόμος, μια αυλή, μισή πλατεία, ένα φαρδύ πεζοδρόμιο, κάποιο μεγάλο πλατύσκαλο εκκλησίας ή ένα παρτέρι με χλόη και οποιοσδήποτε άλλος ελεύθερος χώρος προσφερόταν κατά την παιδική φαντασία μας.
Βάσει του χώρου προσαρμόζονταν και οι κανόνες παιδιάς. Μπορούσαμε να παίζουμε διπλό ή μονότερμα, να μετράμε το νικητή με γκολ ή με άλλους τρόπους, όπως πόσες πάσες θα αλλάξουμε χωρίς να πέσει η μπάλα κάτω ή πόσες κεφαλιές θα κερδίσουμε. Μπορεί ακόμα το γήπεδό μας να ήταν ένας τοίχος ή μια μάντρα που κλωτσούσαμε τη μπάλα και οι αντίπαλοι όφειλαν να την επιστρέψουν πίσω σ' εμάς πάλι, αφού όμως πρώτα κι εκείνοι την έκαναν να χτυπήσει στον τοίχο. Κάτι σαν ποδοσφαιρικό σκουός δηλαδή.

Μπορεί ακόμα το γήπεδο σαν στοιχείο ορισμένο και σαφές να μην υπήρχε καν, όπως όταν συναγωνιζόμασταν για το ποιος θα καταφέρει να διανύσει περισσότερα μέτρα παίζοντας ταυτοχρόνως την μπάλα με γκελ στα πόδια του χωρίς φυσικά αυτή να του πέσει στο έδαφος. Σ' ένα τέτοιο παιχνίδι γήπεδο είναι εν δυνάμει όλη η Γη, το σύμπαν ολόκληρο.
Μπορεί το γήπεδο να ήταν μια κυκλική ή ημικυκλική ακτίνα γύρω από έναν στόχο, τον οποίο προσπαθούσαμε να πετύχουμε με κάποιο επιδέξιο σουτ. Στόχος άλλωστε ήταν τα πάντα. Ένα παγκάκι στην πλατεία, ένας κάδος σκουπιδιών, για τους πιο ατίθασους το μπουκάλι με το αναψυκτικό που κρατούσε ο συμμαθητής μας στο χέρι του ή ένας αμέριμνος περαστικός γάτος.

Ύστερα η μπάλα. Ήταν κι αυτή μια πολύ εύπλαστη έννοια. Έχω παίξει ποδόσφαιρο με άδεια πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας, με μερικές παλιές κάλτσες διπλωμένες μαζί, με μικρές πέτρες, με βιδωτά καπάκια μπουκαλιών ή τσιγκάκια, με μια σακούλα παραγεμισμένη με άλλες σακούλες, με ένα νεράντζι και άλλη φορά με μία πατάτα, με ένα μπαλόνι, με αλουμινένια κουτάκια μπύρας ή κόκα κόλας, με οποιαδήποτε πλαστική ή  χάρτινη συσκευασία βρισκόταν στη διάθεσή μας. Ναι, ορισμένες φορές έπαιξα και με μπάλα.
Τέλος το τέρμα. Έγραψε κάποτε ο Αλμπέρ Καμύ την πιο εμβληματική και έκτοτε χιλιοειπωμένη αποστροφή για το παιχνίδι: "όλα όσα γνωρίζω γύρω από την ηθική και το χρέος, τα έμαθα από το ποδόσφαιρο". Το ίδιο ακριβώς μπορώ να πω κι εγώ για το τέρμα των παιδικών μας αγώνων. Που περισσότερο από χειροπιαστή οντότητα ήταν μια αφηρημένη ιδέα. Τόσο ευγενής όμως ιδέα που τη σεβόσουν, ακόμα κι όταν αυτός ο σεβασμός μπορούσε να σε οδηγήσει στην ήττα.

Η οριοθέτηση των γκολπόστ στις πλείστες των περιπτώσεων, γινόταν κατά προσέγγιση και κυριολεκτικά επαφιόταν στην εντιμότητά μας. Δυο πέτρες ή οποιαδήποτε δύο άλλα σημάδια, όπως δυο μικρές στοίβες ρούχων ή δύο παγκάκια, δύο κάδοι σκουπιδιών ή απλώς δυο σταθμευμένα αυτοκίνητα στις άκρες του δρόμου, παρίσταναν τα κάθετα δοκάρια. Οριζόντιο δεν υπήρχε και ήταν στη διακριτική μας ευχέρεια να το φανταστούμε ψηλότερο ή χαμηλότερο, αναλόγως του ύψους και των αλτικών ικανοτήτων του εκάστοτε τερματοφύλακα. Συχνά ξεσπούσαν διαφωνίες για την επιτυχημένη ή όχι κατάληξη ενός σουτ, ειδικά όταν αυτό περνούσε πάνω από το τεντωμένο χέρι του τερματοφύλακα.

Έπρεπε να αξιολογήσουμε αν ο τελευταίος, με μια διαφορετική αντίδραση, μια καλύτερη τοποθέτηση και ένα καλύτερο άλμα θα μπορούσε να έχει αποκρούσει. Αν ναι κατακυρωνόταν το γκολ. Αν όχι θεωρούσαμε πως η μπάλα είχε βγει άουτ. Σε κάθε περίπτωση τίποτα δεν προπόνησε και δεν καλλιέργησε πιο πολύ το αίσθημα δικαίου που έχω σαν άνθρωπος απ’ όσο η ιδιομορφία των εστιών του παιδικού μας ποδοσφαίρου.

«Οι ασυμβίβαστοι: λαϊκοί κι αυθόρμητοι, άσωτοι κι αλάνια» - Μέρος πρώτο




του Δημ. Ναπ. Γιαννάτου

 

Ιδιαίτερη θέση στην ποδοσφαιρική μυθολογία της γειτονιάς μας, αποτελούσαν οι …αμφισβητίες. Ενίοτε πολιτικά εκκεντρικοί, αντισυμβατικοί και μοναχικοί! Λαϊκοί, αυθόρμητοι, συχνά …ασουλούπωτοι, άσωτοι κι αλάνια. Καπνίζανε, πίνανε, χαστούκιζαν, αλλά ήταν αυθεντικά ταλέντα και όχι προϊόντα μιας μηχανής. Με τους δικούς τους, «αναρχικούς» κανόνες, δημιουργούσαν μια ιδιότυπη αίγλη γύρω από το όνομά τους. Αποδεκτοί από «δεξιούς» κι από «αριστερούς», ήταν οι …παθιασμένοι αισθηματίες της στρογγυλής θεάς! Οι  απόλυτοι εκφραστές  του «επαναστατικού ρομαντισμού» του ποδοσφαίρου.

 

Συναισθηματικός φόρος τιμής η ανάμνησή τους. Άγγιγμα, στις αμέτρητες ώρες της παιδικής ποδοσφαιρικής ηλικίας μας. Στις ώρες που ξοδέψαμε στα σοκάκια και την πλατεία της γειτονιάς, κλωτσώντας το τόπι, βιώνοντας τον λαϊκό πολιτισμό μας και οραματιζόμενοι τη ζωή που θέλαμε ν’αλλάξουμε…

 

«Πειραιώτες κύριε, Πειραιώτες…»

Αν και αθεράπευτα ΑΕΚτζής, θ’αρχίσω με τον Γιώργο Δεληκάρη.  Παρόλο που ο  Μουράτης, είναι η αρχετυπική μορφή του Ολυμπιακού, εκφράζοντας την αναφορά του Πειραϊκού Σωματείου στα εργατικά και φτωχικά σοκάκια που τον γέννησαν, ο Δεληκάρης ήταν ο απόλυτος μονομάχος ενός προσωπικού, υπαρξιακού αγώνα. Αγώνα που συμβολικά θύμιζε και την ίδια την περιπέτεια της Ελλάδας και του λαού της, τη δεκαετία του ΄70.  Και «συναίνεση» στη χούντα και αντίσταση, «εκσυγχρονισμός» και αποθέωση του Τόμ Πάπας και των διυλιστηρίων, αλλά και προσπάθεια να κρατηθούν οι αυθεντικές αρχές της λαϊκής κουλτούρας. Γρήγορα αυτοκίνητα και μαζικός πολιτισμός αλλά και επιμονή να μην σβήσουν οι αξίες της φιλίας, της ταπεινής αλλά μπεσαλίδικης καταγωγής, της περηφάνιας, της συλλογικότητας. Νταραβέρια με την αεριτζίδικη και παρασιτική εφοπλιστική τάξη, αλλά και απαξίωσής της όταν ο αυταρχισμός και η αλαζονεία της, συνέθλιβε τον άνθρωπο.

Ο Δεληκάρης, αυθεντικός, λαϊκός και μυστηριώδης. Δαντελένιος στο γήπεδο και ατίθασος απέναντι στην κάθε εξουσία, που τον εμπόδιζε να βιώνει την πειραιώτικη αύρα του Ολυμπιακού, όπως την όριζε μοναδικά ο ίδιος. Δημοφιλής και τραγικός, λιμανίσια βεντέτα των περιοδικών της εποχής και θλιμμένος ιππότης της υπαρξιακής του δίνης.  Ο Έλληνας Τζόρτζ Μπέστ, στα λόγια της παρέας. Στις 19 0κτωβρίου 1981, στα 30 του χρόνια σταμάτησε το ποδόσφαιρο, στοιχείο κι αυτό μυθοποίησης και μυστηρίου, αφού ποτέ δεν μάθαμε πραγματικά αν αυτό έγινε για κάποιους κρυφούς ιατρικούς λόγους ή επειδή θέλησε να μείνει αγνός και καθαρός απέναντι στη σαπίλα των παραγόντων.  Άλλωστε δε μας ενδιέφερε και πολύ να το μάθουμε Ο Δεληκάρης ήταν ότι νοιώθαμε. "Είναι ένα μυστικό που θα κρατήσω για τον εαυτό μου. Ίσως δεν το αποκαλύψω ποτέ. Πληγώθηκα, υπέφερα, πονάω ακόμα για την απόφαση να εγκαταλείψω το ποδόσφαιρο", είχε δηλώσει στην τελευταία συνέντευξή του.

Το 1969, από τον Αργοναύτη, στον Ολυμπιακό της καρδιάς του, με 150 χιλιάρικα, αρνούμενος το 1.000.000 δρχ. του Εθνικού. Έγινε ένα με τον κόσμο και τη φανέλα και δήλωνε πάντα Πειραιώτης, ποτέ Αθηναίος. Κάποτε σ' έναν αγώνα στην επαρχία, ο πρόεδρος της τοπικής ομάδας, κολλημένος στα κάγκελα τού φώναξε: «Πούστηδες, Αθηναίοι, εδώ θα γίνει ο τάφος σας». ». Γύρισε ψύχραιμα προς το μέρος του και απάντησε: «Πειραιώτες κύριε, Πειραιώτες…».

Γρήγορα αμάξια, όμορφες γυναίκες και μια καριέρα που «κόπηκε» απότομα, αφού όμως είχε ήδη δώσει πολλά τόσο στον ίδιο, στο ποδόσφαιρο και τους συμπαίκτες του. Ο Δεληκάρης πρωτοστατεί στην εξέγερση των ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού που ζητούν να  τις καθυστερούμενες πληρωμές τους. Σαν πραγματικός ηγέτης, υπογράφει πρωτόκολλο στο οποίο τονίζεται, ότι οι ποδοσφαιριστές δε θα κατέβουν στον επόμενο αγώνα της ομάδας, εάν δεν πληρωθούν. Η προσβολή στην εξουσία της διοίκησης που δεν συγχωρούσε ο ποδοσφαιριστής να έχει προσωπικότητα. Ευαίσθητος και περήφανος, υπέμενε την άγρια παρεμβατικότητα στο ποδόσφαιρο από το δικτατορικό καθεστώς. Ένας από τους «διορισμένους» από την χούντα προπονητές του Ολυμπιακού ήταν ο Λάκης Πετρόπουλος που την περίοδο 1970-1971 τον είχε θέσει εκτός ομάδας παρότι την ίδια περίοδο, ο Δεληκάρης κένταγε  με την Εθνική ομάδα. Χρόνια όμως μετά, θα βρίσκεται στην κηδεία του Πετρόπουλου, δείχνοντας αυτή τη ατόφια λαϊκή συνείδηση που ξέρει να συγχωρεί. Κάθισε στη σκιά, δάκρυσε. Δε μίλησε σχεδόν σε κανέναν. Οι κάμερες και τα μικρόφωνα δεν τον πρόλαβαν.

 

Ήταν ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του, οι αρνήσεις και οι κόντρες στους  «ισχυρούς» της εποχής – που τον είχαν ανάγκη για να στήνουν τις «λαοφιλείς» εξουσίες τους - προσωπικά και αγωνιστικά, που τον οδήγησαν να σταματήσει το ποδόσφαιρο στην πιο ώριμη ηλικία για ποδοσφαιριστή ; Για μας τους οπαδούς της μικρής γειτονιάς ήταν μια αξία που αδικήθηκε, που έδωσε πολλά, χωρίς την αντίστοιχη αναγνώριση. Όμως ο Δεληκάρης, δεν νοιάζονταν για τα λεφτά αλλά για τη αλαζονεία αυτών που κονομούσαν από τις  αγωνιστικές του αρετές. Ο ίδιος είχε πει: «Δεν απαίτησα χρήματα. Δεν έχω πάρει πριμ ποτέ. Οι λόγοι της απουσίας μου δεν είναι οικονομικοί. Είμαι ευαίσθητος και με επηρέασε η ψυχρή στάση της διοίκησης Σίγουρα πάντως προτίμησε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, παρά να κάνει συμβιβασμούς. Όπως συμβιβασμούς δεν έκανε και με την ψυχή του, όταν διωγμένος από τον Ολυμπιακό, μεταγράφηκε στον …μισητό αντίπαλο Παναθηναϊκό. Λέγεται, μάλιστα, ότι στο πρώτο παιχνίδι, που βρέθηκε αντίπαλος με τους «ερυθρόλευκους», ζήτησε να μην παίξει. Κάθισε στον πάγκο, και όταν του ζητήθηκε να μπει στο δεύτερο ημίχρονο αρνήθηκε. «Θα σε τελειώσω», του είπε ο προπονητής. Η απάντηση του Δεληκάρη ήταν χαρακτηριστική και … λιτή :       «Στ’ αρχ…α  μου», είπε και  κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γηπέδου. Άλλωστε η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό, έμοιαζε σαν αντίδραση σε κείνους που ένιωθε πως  του φέρθηκαν σαν σκουπίδι στον Ολυμπιακό ενώ εκείνος πρόσφερε την ψυχή του. Κάποιοι δεν τον ήθελαν με τίποτα στο λιμάνι και ακούστηκε ότι κάποτε είχαν πάει την «Άμεση Δράση» στου Ρέντη για να μην του επιτραπεί να προπονηθεί με την ομάδα. Επέλεξε τον αιώνιο αντίπαλο για να μπει στο μάτι εκείνων που νόμιζαν ότι εξαιτίας της αγάπης του θα τον είχαν εξαρτημένο για πάντα. Έμοιαζε με την ερωτική απιστία κάποιου που πρώτος απατήθηκε, πόνεσε και ήθελε να πληγώσει με το ίδιο νόμισμα, μένοντας πάντα όμως, βαθιά ερωτευμένος με τον πρώτο του δεσμό. Ήταν η αντίστασή του στην αδικία που έβλεπε να πνίγει την ομάδα από τα αποδυτήρια μέχρι τη διοίκηση. Παντού, ψίθυροι, μυστικοπάθεια και μισόλογα. 

 

Από τότε ο μύθος θέριεψε, ο Δεληκάρης χάθηκε. Για δεκαετίες δε γνωρίζαμε τίποτα γι’αυτόν. Μόνο φήμες και υποθέσεις. Από τότε εμφανίζεται από ελάχιστα έως καθόλου διατηρώντας αυτό το συνεσταλμένο ύφος, ενός «καταραμένου ειδώλου». 

Πάντα αναρωτιόμασταν: «Που να βρίσκεται ο Δεληκάρης. Τι να κάνει;» Κατά καιρούς μαθαίναμε ότι ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες και δουλειές όχι πάντα πετυχημένες. Αιωρούμενος, ανάμεσα στην επιχειρηματική επιτυχία και στην χρεοκοπία και το κυνήγι του μεροκάματου. (παπούτσια, κόσμημα, εμφιαλωμένα νερά στην Αλβανία με τον φίλο του και μακαρίτη πια, Λάκη Γκλέζο,  ψαροταβέρνα στον Άγιο Νείλο, αυτοκίνητα, απλός εργαζόμενος σε σνακ μπαρ στον Πειραιά, χρηματιστηριακή εταιρεία, κ.α ).

 Μόλις το 2005 εμφανίστηκε στην μπουτίκ του Ολυμπιακού για να υπογράψει κάποια αυτόγραφα, δηλώνοντας μετανοιωμένος που έφυγε το 1978 από τους Πειραιώτες.

 

Να ναι καλά ο Γιώργος Δεληκάρης, όπου κι αν βρίσκεται, ότι κι αν κάνει. Μαζί με τους υπόλοιπους «θεούς της Κυριακής» που χόρευαν στο χορτάρι και μας έκαναν μύστες ενός απαράμιλλου θεατρικού είδους, γεμάτο από μπάλα και ζωή.

 

Συνεχίζεται…

Στο επόμενο : «Χρήστος Αρδίζογλου: ο απόλυτος σουρεαλιστής του ποδοσφαίρου»