Τα μικρά μουντιάλ της ζωής μου (μέρος β', Δ.Γερμανία 1974)

του Νίκου Γ. Λεμονή

Το Μουντιάλ του 1974 λέγεται πως άλλαξε την ιστορία του ποδοσφαίρου. Ίσως, όμως εγώ από αυτή τη διοργάνωση θυμάμαι ελάχιστα πράγματα.Για την ακρίβεια έχω μόνο μια πολύ θολή εικόνα στο μυαλό μου. Μάλλον ήταν ο τελικός κι ενώ παρακολουθούσαν οι μεγάλοι (είχαμε πλέον αγοράσει τηλεόραση) εγώ προσπαθούσα να μιμηθώ τους ποδοσφαιριστές βρίσκοντας προφανώς πολύ πιο ενδιαφέρον να παίζεις ο ίδιος παρά να βλέπεις τους άλλους να παίζουν.
Φαντάζομαι πως ήμουν ιδιαίτερα ενοχλητικός για όσους έβλεπαν το ματς, όμως τότε στην προεκσυγχρονιστική Ελλάδα οι άνθρωποι ήταν πολύ ανεκτικοί με ένα παιδί της πρώτης δημοτικού. Έτσι κανείς δεν μου έκανε την παρατήρηση.

Υποθέτω πως επρόκειτο για τον τελικό, διότι η μία ομάδα φορούσε ασπρόμαυρα σαν τη Δ.Γερμανία. Εντάξει στην ασπρόμαυρη οθόνη μας όλα ασπρόμαυρα τα βλέπαμε, αλλά όταν είναι πράγματι σ' αυτά τα χρώματα μια εμφάνιση ξεχωρίζει. Όλοι οι υπόλοιποι χρωματικοί τόνοι αποδίδονταν σε αποχρώσεις του γκρι. Το μπλε πιο σκούρο γκρι απ' το κόκκινο, το κίτρινο πιο ανοιχτό γκρι απ' το γαλάζιο και πάει λέγοντας. Έτσι λοιπόν μια από τις πιο αδιάφορες ενδυματολογικά εθνικές ομάδες, εκείνη της Δυτικής Γερμανίας κατάφερνε να αιχμαλωτίσει το βλέμμα.

Κάπου εδώ τελειώνει η μοναδική προσωπική μου ανάμνηση από το Μουντιάλ του '74. Και κάπου εδώ αρχίζει ο μύθος τον αφηγήσεων των μεγαλυτέρων. Των λίγο μεγαλυτέρων, αδελφών, ξαδέλφων, φίλων που το παρακολούθησαν καλύτερα και πιο εμπεριστατωμένα λόγω της ηλικίας τους.
Αυτοί λένε πρώτα απ' όλα για την Εθνική Ελλάδος, που βεβαίως δεν κατάφερε να φτάσει στη Γερμανία, αν και μάλλον περιείχε την πλέον ταλαντούχα γενιά ποδοσφαιριστών που έβγαλε η ελληνική χερσόνησος. Ονόματα μύθοι: Δεληκάρης, Κούδας, Δομάζος, Μίμης Παπαϊωάννου κι άλλοι πολλοί, ο καθένας ήθελε μια μπάλα μόνος του κι όλοι μαζί κατάφεραν ν' αποκλειστούν από την τελική φάση σχετικά εύκολα.

Ύστερα λένε για τη Δυτική Γερμανία, για τον Μπεκεμπάουερ φυσικά και τους υπολοίπους και κυρίως για έναν τύπο δεινό σκόρερ και κατά τη γνώμη μου περίπου άμπαλο, ονόματι Μύλερ. Γκερτ Μύλερ για την ακρίβεια και πρέπει να το προσδιορίζουμε, διότι το Μύλερ που αν δεν λανθάνω σημαίνει "μυλωνάς" στα γερμανικά, φαίνεται πως είναι τόσο συνηθισμένο επώνυμο στη Γερμανία όσο και το Παπαδόπουλος στην Ελλάδα. Δεν ερμηνεύεται αλλιώς το γεγονός πως σχεδόν ποτέ δεν υπάρχει Εθνική Γερμανίας χωρίς τουλάχιστον έναν Μύλερ στη σύνθεσή της. Αυτός ο μάγκας έβαλε κάμποσα γκολ στη διοργάνωση, τα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο και έτσι η Δ. Γερμανία κατάφερε να κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο στην έδρα της.

Ήταν το 2ο μουντιάλ που κέρδιζαν οι Γερμανοί. Το πρώτο το είχαν κατακτήσει 20 χρόνια νωρίτερα, στα 1954 στην Ελβετία. Και τα δύο έμειναν στην ιστορία και μάλιστα και τα δύο για τον ίδιο λόγο: ο δεύτερος, δηλαδή ο χαμένος του τελικού έγινε θρύλος, ο πρώτος, δηλαδή ο νικητής του τελικού, τουτέστιν οι εθνικές της Δ. Γερμανίας, παρέμεινε μάλλον αδιάφορος. Στην πρώτη περίπτωση ήταν η τεράστια Ουγγαρία του Πούσκας, του Χιντεκούτι, του Κόσιτς, μια ασύλληπτη ομάδα, μύθος της ποδοσφαιρικής ιστορίας. Η δεύτερη ήταν η πορτοκαλί ολλανδοί, του Κρόυφ, του Ρέζεμπρικ, του Νέσκενς, του μεγάλου δασκάλου-προπονητή Ρίνους Μίχελς και τόσων άλλων, που μετέτρεψαν οριστικά, μέσα από ένα παιχνίδι διαρκών εναλλαγών θέσεων ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές, τη μοίρα και τη μορφή του ποδοσφαίρου. Όπως άλλωστε λένε οι μεγαλύτεροι: αν δεν είχε υπάρξει αυτή η ομάδα ό,τι βλέπουμε και ξέρουμε σήμερα για ποδόσφαιρο απλά δεν θα υπήρχε επίσης.

Το Μουντιάλ του '74 τέλειωσε στις 7 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς. Λίγες μέρες μετά στην Ελλάδα θα πέσει η χούντα, αφού πρώτα προσφέρει στον τουρκικό ιμπεριαλισμό τη μισή σχεδόν Κύπρο. Με την πτώση της χούντας θα νομιμοποιηθεί μετά από τρεις σχεδόν δεκαετίες το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά μεγαλύτερο ακόμα αντίκτυπο ανάμεσα στους κομμουνιστές του κόσμου, θα έχει ένα από τα ματς εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Στις 22 Ιουνίου του 1974 στο Αμβούργο η φτωχή Ανατολική Γερμανία θα κερδίσει με 0-1 τα πλούσια αδέλφια της Δυτικής (δηλαδή εκείνους που σε λίγες μέρες θα κατακτούσαν το Μουντιάλ), δείχνοντας για μια ακόμα φορά ότι στη μπάλα, άρα μπορεί και στη ζωή, δεν κερδίζει πάντα ο πλουσιότερος...



Τα μικρά μουντιάλ της ζωής μου. (μέρος α', Μεξικό 1970)

του Νίκου Γ. Λεμονή

Οι άνθρωποι σαν κι εμένα, πάει να πει εκείνοι που στην πραγματικότητα δεν ενηλικιωθήκαμε ποτέ, που ακόμα πετάμε τη σκούφια μας για μια μπάλα κι ένα δίτερμα στην πλατεία, μετράμε τη ζωή μας με μουντιάλ. Σχεδόν σαν άλλοι αρχαίοι έλληνες που χρονολογούσαν με ολυμπιάδες.

Το πρώτο μου μουντιάλ δεν το θυμάμαι. Δυστυχώς στα 1970 ήμουν μόνο 2,5 ετών, ευτυχώς άλλωστε δεν είχαμε καν τηλεόραση στο σπίτι. Όπως και οι περισσότεροι έλληνες φυσικά.
Ακόμα κι αν είχαμε το μαγικό κουτί, πολύ αμφιβάλω αν θα ήμουν σε θέση να καταλάβω το παραμικρό από έναν αγώνα ποδοσφαίρου ή να συγκρατήσω κάτι στη μνήμη μου.
Λίγο μετά από εκείνα τα χρόνια όμως θυμάμαι καθαρά την εικόνα πολλών ανθρώπων μαζεμένων στα πεζοδρόμια, έξω από τις βιτρίνες των καταστημάτων που πουλούσαν τηλεοράσεις να παρακολουθούν όρθιοι τους σπάνιους ολόκληρους αγώνες που μετέδιδαν τα ελληνικά κανάλια. Θυμάμαι πως προσπαθούσα να τρυπώσω ανάμεσά τους για να βρω μια γωνία να βλέπω ή κάποιον καλόβολο ευεργέτη που με σήκωνε στους ώμους του για να έχω την απόλυτη θέα και τον πατέρα μου βιαστικό πάντα να με τραβάει να φύγουμε αμέσως. Ένα κατάστημα που βρισκόταν Ηπείρου και Πατησίων, απέναντι απ'το Μουσείο ήταν το πιο χαρακτηριστικό. Μαγαζί γωνία με βιτρίνες και στους δυο δρόμους, με πολλές τηλεοράσεις να παίζουν δημιουργούσε το αδιαχώρητο στο πεζοδρόμιο.

Τέλος πάντων, το Μουντιάλ του '70 στο Μεξικό στην ουσία δεν το πρόλαβα κι αυτό θα με στιγματίζει σε όλη μου τη ζωή. Είναι το πιο δυσβάσταχτο βάρος, το μεγαλύτερο όνειδος, η απόλυτη ντροπή, η ολοκληρωτική απαξίωση και ο πλήρης αποσεβασμός που μπορεί να τύχει σε έναν ποδοσφαιρόφιλο. Ας είδες την Ολλανδία του Μίχελς και του Κρόυφ στα 1974 να αλλάζει την ιστορία του ποδοσφαίρου, ας είδες έντεκα αργεντινούς μακρυμάλληδες που ο καλύτερος είχε σκοτώσει τη μάνα του το 1978, ας είδες τον Ταρντέλι να πανηγυρίζει τέσσερα χρόνια αργότερα και τον Μαραντόνα το '86 να ντριμπλάρει ολόκληρο το εγγλέζικο έθνος από τον μικροπωλητή του Νότινγκ Χιλ μέχρι τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, ας είδες τον Μπάτζο και τον Ρομάριο, τον Ζιντάν ή τον Ματέους, τον Ριβάλντο ή τον Κασίγιας. Αν δεν είδες το Μουντιάλ του '70 θα πρέπει εις τους αιώνας των αιώνων να ανέχεσαι τη συγκαταβατική αποστροφή των γεροντότερων: "α... εσείς δεν προλάβατε το μουντιάλ του '70..."

Διότι το Μουντιάλ του '70, δεν είναι ποδοσφαιρική διοργάνωση, δεν είναι γεγονός, δεν είναι καν ιστορικό συμβάν. Όχι. Το Μουντιάλ του '70 είναι τίτλος σπουδών, αυτό που ξεχωρίζει τον πρύτανη του πανεπιστημίου από τον λειτουργικά αναλφάβητο. Είναι γαλόνι που διαφοροποιεί τον στρατηγό απ' τον δεκανέα. Είναι το υπέρτατο μέτρο αξιολόγησης που ξεχωρίζει τον επαΐοντα από τον αδαή, τον εμβριθή απ'τον αλμπάνη, τον ηθικό απ' τον εκμαυλισμένο.

Στο Μουντιάλ του '70 φαίνεται πως σταμάτησε ο ποδοσφαιρικός χρόνος, φαίνεται πως το σπορ αυτό τότε και μόνο τότε έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη κι ύστερα απότομα βυθίστηκε στα τάρταρα. Στο Μουντιάλ του '70 έλαμψε ο Πελέ, ο Τοστάο, ο Ρίβα, ο Μπεκεμπάουερ. Ονόματα μυθικά, τόσο πολύ μυθικά που φορές-φορές σκέφτεσαι μήπως δεν υπήρξαν πραγματικά, μήπως είναι πλάσματα της φαντασίας του Τόλκιν από τις σελίδες του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ή έστω βγαλμένα από τις περιπέτειες της Ζίνα.

Όντας μεγάλος οπαδός του ιταλικού ποδοσφαίρου και της Εθνικής Ιταλίας και ενθυμούμενος τη Squadra Azzurra να κατακτά δύο (2) Μουντιάλ αρκετά πιο μετά από εκείνο του '70 στο οποίο είχε χάσει στον τελικό με 4-1 από τη Βραζιλία, είχα την ελπίδα πως τουλάχιστον στην ιταλική χερσόνησο δεν θα βασίλευε η ίδια με την ελληνική υστερία περί του εν λόγω μουντιάλ. Εις μάτην... Διαπίστωσα σύντομα πως ο ημιτελικός του '70 Ιταλία-Γερμανία 4-3 είναι η κορωνίδα των ποδοσφαιρικών φετίχ της γείτονος. Ολόκληρες γενιές ανθρώπων ταυτίζουν εκείνον τον αγώνα με τον εαυτό τους. Υμνήθηκε από σκηνοθέτες, μουσικούς και τραγουδοποιούς, εικαστικούς, ποιητές. Ταυτίστηκε με την κοινωνική ιστορία της γενιάς της αμφισβήτησης του '60. Έγινε το ορόσημο της προσωπικής ζωής των ανθρώπων. Η συμβολική αναφορά στη χαμένη αθωότητα και στις παιδικές φιλίες, έγινε με δυο λόγια το σύμβολο των πάντων. Αδύνατο να βγει απ'το μυαλό όσων έζησαν το ματς και αδύνατο για όλους εμάς του υπόλοιπους να καταλάβουμε.

Παίζω μπάλα από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου, βλέπω μπάλα ακόμα νωρίτερα, ζω απ'τη μπάλα, αγαπάω τη μπάλα, ξέρω μπάλα.
Όχι! Χίλιες φορές Όχι. Αφού δεν είδα αυτό το ματς, δεν ξέρω τίποτα. Και να σου πω κάτι: μπορεί να μην έχουν κι άδικο...