Ποδόσφαιρο στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο (3ο μέρος).

Ο Νίκος Γόδας στις φυλακές της Κέρκυρας
Από τη χρονιά 1942-1943 η Ένωση Ελλήνων Αθλητών οργανώθηκε καλύτερα και οι ποδοσφαιρικές εκδηλώσεις που έγιναν με πρωτοβουλία της είναι πολύ πιο συστηματικές. Μια πρώτη προσπάθεια έχουμε με την οργάνωση ενός μικρού πρωταθλήματος από την Ένωση. Γνωρίζουμε μόνο λίγα από τα αποτελέσματα εκείνου του τουρνουά. Αυτά της Α.Ε.Κ., που κέρδισε με 3-1 την Προοδευτική, με 2-1 τον Απόλλωνα και με 4-1 τον Παναθηναϊκό, ενώ έχασε με 2-1 από τον Ολυμπιακό. Πάντως κι αυτή η διοργάνωση δεν τελείωσε ποτέ.


Το ζήτημα ήταν πως η αυτοοργάνωση των ποδοσφαιριστών δεν άρεσε καθόλου στην Ομοσπονδία. Στην πραγματικότητα βλέπουμε πως και στο ποδόσφαιρο επαναλαμβάνεται ένα σχήμα πολύ συχνό στα χρόνια της Κατοχής. Νέες δομές δημιουργούνται σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, ακόμα και στρατιωτικό επίπεδο. Είναι δομές που εν πολλοίς προέρχονται από τη βάση και καλύπτουν το κενό που με την κατοχική λαίλαπα είχαν μείνει κενό από τους κρατικούς ή ημικρατικούς φορείς που λειτουργούσαν πριν τον πόλεμο. Όταν τα πράγματα επανέρχονται σε μια νέα ομαλότητα, έστω και στην έκτακτη ομαλότητα της Κατοχής, οι παλαιότεροι φορείς επιδιώκουν να ανακτήσουν την εξουσία που έχασαν, σε συνεργασία μάλιστα με τις αρχές κατοχής. Έτσι η διαμάχη ανάμεσα στο παλιό και το νέο παίρνει και πολιτικό χαρακτήρα. Αυτό γίνεται και με τη σύγκρουση της Ένωσης Ελλήνων Αθλητών με την Ε.Π.Ο. Το αποτέλεσμα είναι να διακοπούν οι αγώνες του συγκεκριμένου τουρνουά και να ξεκινήσει ένα νέο, υπό την αιγίδα της Ε.Π.Ο. αυτή τη φορά, που πάντως δεν θα έχει καλύτερη τύχη καθώς θα διακοπεί επίσης πριν φτάσει στο τέλος του. Συμμετείχαν σίγουρα η Α.Ε.Κ., ο Αρίωνας, το Παγκράτι, ο Εθνικός, η Άμυνα, ο Αστέρας, ο Ατρόμητος και ο Θησέας.

Τον Μάιο του ‘43 διοργανώθηκαν ποδοσφαιρικοί αγώνες από τον Δήμο Πειραιά στους οποίους γνωρίζουμε ότι συμμετείχαν σίγουρα ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, ενώ τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς έγινε και ένα Κύπελλο Χριστουγέννων στο οποίο επικράτησε ο Ολυμπιακός καθώς κέρδισε 5-2 τον Π.Α.Ο. στον τελικό. Αυτή είναι και η μόνη διοργάνωση μέσα στην Κατοχή που γνωρίζουμε σήμερα πως ολοκληρώθηκε, καθώς ένα πολύ φιλόδοξο Κύπελλο Παναθηναϊκού, σε δύο ομίλους, έναν στην Αθήνα και έναν στον Πειραιά, που προσπάθησε να διοργανώσει ο αθηναϊκός σύλλογος τον Φεβρουάριο του 1944, δεν κατάφερε να τελειώσει.



Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα έβγαινε από την Κατοχή για να περάσει στα «Δεκεμβριανά» και λίγο αργότερα στον Εμφύλιο. Όπως είναι λογικό τα γεγονότα δεν άφησαν απ’ έξω το ποδόσφαιρο. Πολλοί ποδοσφαιριστές θα χαθούν τότε. Άλλοι όπως Αναματερός του Ολυμπιακού, μαχητής του ΕΛΑΣ της Αθήνας θα σκοτωθούν στα Δεκεμβριανά ή αργότερα στο βουνό, άλλοι θα δολοφονηθούν στις φυλακές του εμφυλιακού καθεστώτος. Ο Νίκος Γόδας, λοχαγός του ΕΛΑΣ Πειραιώς, κοκκινιώτης από τ’ Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και δεξί χαφ του Ολυμπιακού, θα εκτελεστεί στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας στις 19 Νοεμβρίου του ‘48. Στην εκτέλεσή του φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα της ομάδας του.

Πολλοί ποδοσφαιριστές θα διωχθούν για τις ιδέες τους. Πολλοί άλλωστε είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜικό κίνημα και στην ΕΠΟΝ. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο πως η ΕΠΟΝ Πειραιά και Αθήνας είχαν δημιουργήσει πολύ αξιόλογες ποδοσφαιρικές ομάδες με ποδοσφαιριστές που έκαναν μεγάλη καριέρα αργότερα, όπως ο θρυλικός Ανδρέας Μουράτης του Ολυμπιακού.

Στα χρόνια του Εμφυλίου μάλιστα συνέβη να διοργανωθούν αγώνες ανάμεσα στους κρατούμενους της Μακρονήσου και σε μεγάλους ποδοσφαιρικούς συλλόγους. Ο Παναθηναϊκός έπαιξε φιλικό αγώνα στην Μακρόνησο με ομάδα κρατουμένων, ενώ στο γήπεδο της Λεωφόρου διοργανώθηκε άλλος αγώνας ανάμεσα στο Ολυμπιακό και ομάδα από το Α’ και το Γ’(ή κατ’ άλλους Β’) Τάγμα Σκαπανέων της Μακρονήσου. Ήταν στις 26 Ιανουαρίου του 1949 και με τη Μικτή Μακρονήσου αγωνίστηκαν και οι Διονύσης Γεωργάτος, Παπαδόπουλος, Ιωαννίδης, Γιώργος Δαρίβας και Ηλίας Μαλαμόπουλος του Ολυμπιακού, ο Γιώργος Πατηνιώτης του Εθνικού, ο Αντώνης Παπαντωνίου του Παναθηναϊκού και ο Νίκος Λιάρος του Ηρακλή. Για την ιστορία (αλλά και ενδεικτικό του πόσοι καλοί ποδοσφαιριστές υπήρχαν ανάμεσα στους «μακρονησιώτες» ) η ομάδα της Μακρονήσου κέρδισε με 2-1.



Με τη απελευθέρωση πάντως ξεκίνησαν πάλι οι επίσημες διοργανώσεις της Ε.Π.Ο. και το πρώτο σημαντικό ζήτημα που μπήκε είχε να κάνει με τη συμμετοχή των ποδοσφαιριστών που στη διάρκεια της Κατοχής αγωνίστηκαν σε μία ομάδα ενώ πριν από αυτή αγωνιζόντουσαν σε κάποια άλλη. Το θέμα ήταν μείζον διότι στα κατοχικά χρόνια λίγες μόνο ομάδες, κατά βάση οι μεγαλύτερες, μπόρεσαν να διατηρούσουν μια έστω υποτυπώδη όπως είδαμε αγωνιστική δράση. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποίησαν και ποδοσφαιριστές που δεν ανήκαν στη δύναμή τους. Από την άλλη καθώς τα μικρά σωματεία δεν είχαν τη δυνατότητα, μέσα στις ειδικές συνθήκες της περιόδου, να δίνουν αγώνες, πολλοί παίκτες προκειμένου να παίξουν μπάλα πήγαν στις μεγαλύτερες ομάδες. Με το πέρας της Κατοχής οι μικρότερες ομάδες, θεωρώντας - και σωστά - πως έληξε η περίοδος της ανωμαλίας, ζητούσαν τους ποδοσφαιριστές τους πίσω, ενώ οι άλλες αρνούνταν να τους παραχωρήσουν. Το θέμα έληξε με την απόφαση της ΕΠΟ που κατοχύρωνε τους αθλητές στη δύναμη των σωματείων με τα οποία αγωνίστηκαν επί Κατοχής. Φυσικά αυτό ευνόησε πολύ τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ, καθώς επίσης και τον Πανιώνιο που από τότε πέρασε οριστικά στις σημαντικές ποδοσφαιρικές ομάδες της χώρας. Αντίθετα ομάδες όπως ο Αρίωνας, ο Ατρόμητος, ο Θησέας ή ο Κεραμικός Πειραιά, σχεδόν χάθηκαν.



Το πρώτο επίσημο τουρνουά μετά την απελευθέρωση υπήρξε το Κύπελλο Πάσχα του 1945 που δεν τελείωσε και από την επόμενη χρονιά άρχισε κανονικά η διοργάνωση των τοπικών και του εθνικού πρωταθλήματος. Στα 1946 πρωταθλητής αναδείχτηκε για τρίτη φορά στην ιστορία του ο Άρης Θεσσαλονίκης, τις δύο επόμενες μονοπώλησε τους τίτλους ο Ολυμπιακός, ενώ στα 1949 ήταν ο Παναθηναϊκός εκείνος που πήρε το εθνικό πρωτάθλημα. Η επόμενη χρονιά,1949-1950, πρώτη μετά τη λήξη του εμφυλίου, είναι η τελευταία μέχρι σήμερα χρονιά που δεν έγινε εθνικό πρωτάθλημα.



(Τέλος)

Ποδόσφαιρο στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο (2ο μέρος).

Η χρονιά 1941-1942 είναι εκείνη με τη λιγότερη αγωνιστική δράση μέσα στα χρόνια της Κατοχής. Σήμερα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι διοργανώθηκαν δύο αγώνες. Ο ένας ήταν ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Εθνικό Πειραιώς με αποτέλεσμα 4-0 υπέρ του πρώτου στον οποίο μάλιστα σκόραρε και ο Νίκος Γόδας που όπως θα δούμε πιο κάτω υπήρξε η πιο εμβληματική φιγούρα ποδοσφαιριστή στη δίνη των γεγονότων της εποχής. Ο άλλος δεν έγινε ποτέ. Νά γιατί: Ήδη από τις αρχές του 1942 οι αθλητές του στίβου οργανώθηκαν στην Ένωση Ελλήνων Αθλητών με σκοπό να διατηρήσουν μέσα στις συνθήκες τις εποχής μια υποτυπώδη έστω αθλητική δραστηριότητα και παράλληλα να ενισχύσουν τους συναθλητές τους που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση λόγω ασθενειών ή της περίφημης κατοχικής πείνας. Σύντομα στην Ένωση προσχώρησαν και αθλητές άλλων αθλημάτων, μαζικά μάλιστα οι ποδοσφαιριστές. Η ένωση οργάνωσε στο γήπεδο της Λεωφόρου ένα φιλικό παιχνίδι ανάμεσα στον Π.Α.Ο. και την Α.Ε.Κ. Οι αντίπαλοι θα έπαιζαν πλήρεις και το γεγονός απετέλεσε όαση σε μια χρονιά που κάθε σχεδόν αθλητική δραστηριότητα είχε σταματήσει. Φυσικά η προσέλευση του κόσμου ήταν τεράστια και το ενδιαφέρον μεγάλο. Πολλοί θεατές δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στο γήπεδο καθώς τα 15 χιλιάδες εισιτήρια που είχαν εκδοθεί έγιναν ανάρπαστα.


Κλεάνθης Μαρόπουλος

Νά πως αφηγείται ο αρχηγός της Α.Ε.Κ., ο Κλεάνθης Μαρόπουλος τα συμβάντα: «Αποφασίσαμε να γίνει αυτός ο αγώνας από τη μια για να μαζικοποιήσουμε την Ένωση Ελλήνων Αθλητών κι από την άλλη για να ενισχύσουμε με τις εισπράξεις τούς φυματικούς συναθλητές μας που έλιωναν στη «Σωτηρία». O κόσμος, που είχε χρόνια να δει ποδόσφαιρο, γέμισε ασφυκτικά το γήπεδο της Λεωφόρου. Πάνω από 15.000 ήταν μέσα στο γήπεδο, ενώ πολλοί έμειναν απ’ έξω. Οι δύο ομάδες θα έπαιζαν με πλήρεις συνθέσεις. Λίγο πριν τον αγώνα, όπως είχαμε συμφωνήσει, φτιάξαμε μια επιτροπή από ποδοσφαιριστές και πήγαμε στο γραφείο του Απ. Νικολαΐδη, του πρόεδρου του ΠΑΟ. Στην επιτροπή ήταν ο Κρητικός από τον Παναθηναϊκό, ο Τζανετής κι εγώ. Ζητήσαμε από τον Νικολαΐδη να μας δώσει ένα μέρος από τις εισπράξεις, για να ενισχύσουμε τους φυματικούς. Μας απάντησε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει κάτι τέτοιο και μάλιστα μας ανακοίνωσε ότι διαιτητής στον αγώνα θα έπαιζε ένας Αυστριακός, αξιωματικός των δυνάμεων Κατοχής. Μετά από την απάντηση εκείνη, εμείς αποφασίσαμε να μην παίξουμε. Αν το κάναμε, θα ήταν σαν να συμφωνούσαμε με τους κατακτητές.
Βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο και οι δύο ομάδες μαζί, χαιρετίσαμε τους φιλάθλους, κι αντί ν’ αρχίσουμε τον αγώνα, ανεβήκαμε στις εξέδρες κι αρχίσαμε να εξηγούμε στον κόσμο τι ακριβώς είχε γίνει. Ο κόσμος δέχτηκε τις εξηγήσεις μας. Αυτό που επακολούθησε δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Αγανακτισμένοι οι φίλαθλοι όρμησαν στον αγωνιστικό χώρο και κυριολεκτικά δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Οι ξύλινες εξέδρες ξηλώθηκαν, τα δοκάρια ξεριζώθηκαν, συνθήματα υπέρ των ποδοσφαιριστών και κατά του Απόστολου Νικολαΐδη αλλά και της διοίκησης του ΠΑΟ ακούγονταν. Τα επεισόδια πήραν έκταση και γρήγορα σχηματίστηκε αντιφασιστική διαδήλωση, που έφτασε μέχρι την Ομόνοια. Οι φίλαθλοι-διαδηλωτές διαλύθηκαν μόνο με την εμφάνιση των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής...».

Έτσι, από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που ποτέ δεν έγινε, γεννήθηκε μια από τις πρώτες (αν όχι η πρώτη) αντικατοχικές διαδηλώσεις στην Ελλάδα. Σήμερα, είναι θλιβερό, αλλά η στάση του Απόστολου Νικολαΐδη, η δική του άρνηση (και όχι των Γερμανών όπως μερικοί παρουσιάζουν) απόδοσης μέρους των εσόδων του αγώνα στους ασθενείς αθλητές της «Σωτηρίας» και το γεγονός πως η διαδήλωση έγινε όχι μόνο εναντίον των κατακτητών, αλλά και εναντίον εκείνου, έχει αποσιωπηθεί.

Με αυτόν τον τρόπο ο Νικολαΐδης , μια από τις πιο σκοτεινές μορφές για τον Παναθηναϊκό και το ελληνικό ποδόσφαιρο, μένει ακόμα στο απυρόβλητο.



(συνεχίζεται...)

Ποδόσφαιρο στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο (1ο μέρος).

Μίμης Πιερράκος
Στα δύο τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο του 1940 η ΑΕΚ υπήρξε η καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα. Η ομάδα του Κλεάνθη Μαρόπουλου κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1938-’39 και του 1939-’40 αντικαθιστώντας τον Ολυμπιακό στην κορυφή του ελληνικού ποδοσφαίρου.


Τον Ιούνιο του 1940 πρόλαβε να διοργανωθεί το πρωτάθλημα πόλεων, ανάμεσα στις μεικτές ομάδες μεγάλων ελληνικών πόλεων, ένας θεσμός σημαντικός μια και έδινε τη δυνατότητα να αγωνιστούν σε υψηλό επίπεδο ποδοσφαιριστές που έπαιζαν μπάλα σε πόλεις εκτός κέντρου και Θεσσαλονίκης. Άλλωστε τα περισσότερα από τα επαρχιακά ποδοσφαιρικά σωματεία είχαν ήδη δημιουργηθεί. Στο Πρωτάθλημα Πόλεων συμμετείχαν μεικτές της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Ξάνθης, της Καβάλας, της Πάτρας, του Αιγίου, του Βόλου και της Λάρισας. Τελικώς επικράτησε η ομάδα του Πειραιά.

Τον επόμενο μήνα, Ιούλιο του 1940 γίνεται στη Θεσσαλονίκη το Κύπελλο Στρατού, ανάμεσα στον Άρη, τον Ηρακλή και τον ΠΑΟΚ με σκοπό τα έσοδα να διατεθούν για την ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού. Ενώ τον Σεπτέμβριο στην Αθήνα γίνεται το Κύπελλο Αεροπορίας, πάλι για τη συλλογή χρημάτων υπέρ της Πολεμικής (Βασιλικής τότε) Αεροπορίας. Οι δύο αυτές διοργανώσεις δείχνουν πως μάλλον η προοπτικής της πολεμικής εμπλοκής της χώρας δεν ήταν κάτι που οι ιθύνοντες θεωρούσαν απίθανο. Εκτός αυτού βεβαίως δείχνουν και την διαρκώς αυξανόμενη δημοφιλία που κατακτούσε το σπορ, καθώς πια το κοινό που παρακολουθούσε τους αγώνες ήταν μεγάλο και η εισπρακτική επιτυχία τόσο εξασφαλισμένη που γινόταν δυνατόν μέσω του ποδοσφαίρου να ενισχυθούν οικονομικά και άλλοι τομείς. Η εποχές που πρωταρχικός σκοπός του αθλήματος ήταν η αυτοσυντήρηση έχουν περάσει. Για την ιστορία πάντως το Κύπελλο Στρατού το κατέκτησε ο ΠΑΟΚ που κέρδισε τον Άρη με 2-1 και τον Ηρακλή με 2-0, ενώ το Κύπελλο Αεροπορίας ο Παναθηναϊκός που κέρδισε στον τελικό τον Εθνικό με 3-1.



Στις 6 Οκτωβρίου του 1940 ξεκίνησε η πρώτη φάση Πανελληνίου Πρωταθλήματος εκείνης της χρονιάς με τα τοπικά πρωταθλήματα Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα και στον Πειραιά πρόλαβαν να διεξαχθούν τρεις αγωνιστικές που έφεραν μόνους πρώτους με τρεις νίκες στους ομίλους τους, την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό αντίστοιχα. Στη Θεσσαλονίκη έγινε και τέταρτη αγωνιστική, στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα της γιορτής του πολιούχου Άγιου Δημήτρη. Ο ΠΑΟΚ και ο Άρης ήταν μαζί στην πρώτη θέση μέχρι τότε, με τρεις νίκες ο καθένας και μια ισοπαλία στο μεταξύ τους παιχνίδι. Προφανώς στις 28 του μήνα σταμάτησαν τα πάντα.



Φυσικά το ποδόσφαιρο, ένα σπορ που αφορά νέους ανθρώπους, δηλαδή στρατεύσιμους, πλήρωσε βαριά τον πόλεμο. Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών που σκοτώθηκαν στα μέτωπα είναι μεγάλος και μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστος. Πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ποδοσφαιριστών βρέθηκαν στρατευμένοι και πολέμησαν. Συχνά μάλιστα μαζί, στους ίδιους λόχους καθώς το στρατολογικό σύστημα της εποχής βασιζόταν στον τόπο καταγωγής του στρατεύσιμου, πράγμα που έφερνε τους παίκτες μιας ομάδας ή της διπλανής να πολεμούν ο ένας πλάι στον άλλο. Ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, τερματοφύλακας του Ολυμπιακού πολεμούσε δίπλα στον Μίμη Πιερράκο, έναν από τους καλύτερους επιθετικούς της εποχής -πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος στα 1936, με 18 γκολ σε 10 ματς, όταν ο Μίμης σκοτώθηκε έξω από το Πόγραδετς, τον Νοέμβριο του ‘40. Νά το γράμμα με το οποίο ο διοικητής του συντάγματός τους ενημέρωνε την μητέρα του για το θάνατό του (Το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της καθώς της το έκρυψε ο αδελφός του. Ήταν άρρωστη και σε λίγο καιρό πέθανε γνωρίζοντας μόνο πως ο Μίμης αγνοείται.)
Σ’ ΣΥΝΤΑΓΜΑ


Β΄ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ

Αρ.Πρωτ. 858

Προς Κυρίαν Πιερράκου

Αθήνα



Κυρία,

Το Σύνταγμα με μεγάλην θλίψην λαμβάνει την τιμήν να σας αναγγείλει ότι ο προσφιλής υιός σας δεν ζη πλέον.

Φονικόν βλήμα ανάνδρου εχθρού απεστέρησε την οικογένειάν του, το Σύνταγμα, την Πατρίδα, προσφιλούς και πολυτίμου τέκνου.

Εις τα ψυχάς όλων ημών μένει αλησμόνητον το αγέρωχον παράστημα, η μεγαλειώδης ψυχραιμία και ο τίμιος ηρωϊσμός του εκλιπόντος υιού σας.

Ήρωες, ωσάν τον Μίμη Πιερράκον δεν αποθνήσκουν, αλλά ζουν εις τα καρδίας όλων των Ελλήνων και ως λαμπρός φάρος καταυγάζουν την οδόν της Δόξης και της Νίκης της μεγάλης μας Πατρίδος.

Ο Πανάγαθος Θεός ας απαλύνη την καρδίαν δεινώς τρωθείσης μητρός, αδελφών και συγγενών και ας ελαφρύνει την γην ήτις τον εδέχθη εις μνήνην αιωνίαν.

Εν ΤΤ 212 τη 16η Δεκεμβρίου 1940

Ο Διοικητής του Συντάγματος





Πάντως ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου η ποδοσφαιρική δραστηριότητα δεν σταμάτησε εντελώς. Έχουμε σίγουρες πληροφορίες για δύο τουλάχιστον αγώνες που έγιναν όσο διαρκούσε ο πόλεμος στην Αλβανία. Στις 5 Ιανουάριου του 1941 στο Γήπεδο της Λεωφόρου (που παρεμπιπτόντως είχε ήδη αποκτήσει προβολείς εξ Ηνωμένων Πολιτειών, πράγμα πρωτοπόρο για την εποχή) μια ομάδα επίλεκτων της Αθήνας κέρδισε με 4-2 του επίλεκτους του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος που βρισκόταν στην Ελλάδα, ενώ στις 9 Μαρτίου του 1941 πάλι οι επίλεκτοι της Αθήνας κέρδισαν στη Λεωφόρο με 6-2 τους επίλεκτους της Βρετανικής Αεροπορίας. Το πρώτο παιχνίδι το παρακολούθησαν 18 χιλιάδες θεατές και το δεύτερο 15 χιλιάδες. Και το σκορ των αγώνων και ο αριθμός των θεατών θα ήταν αδιανόητα μερικές δεκαετίες νωρίτερα.



(συνεχίζεται...)

Αμφοτέρωθεν έλαβον μέρος ανά ένδεκα...

«Εις το γυμναστήριον του Παναχαϊκού Συλλόγου διηγωνίσθησαν χθες εις το αγγλικόν παιγνίδιον της πλαστικής σφαίρας, εις το foot - ball Άγγλοι ναύται των ενταύθα ορμούντων αγγλικών σκαφών και μέλη του Παναχαϊκού, εν οις ο κ. Κρωββ και οι τρεις υιοί του κ. Μάρσαλ. Αμφοτέρωθεν έλαβον μέρος ανά ένδεκα, υπερίσχυσαν δε εν τω διαγωνισμώ οι Παναχαϊκοί νικήσαντες τετράκις αυτοί, δις δε οι Άγγλοι. Εις το γυμναστήριον προσήλθεν πυκνόν πλήθος (εν τω οποίω διεκρίνοντο πολλαί κυρίαι) και παρηκολούθησε το γυμναστικώτατον και διασκεδαστικώτατον αγγλικόν παιγνίδιον, ούτινος η εν τω Παναχαϊκώ εισαγωγή δίδει νέαν ζωήν εις τον σύλλογον.»


"Αι Πάτραι" κάποτε
Το απόσπασμα είναι από την εφημερίδα «Νεολόγος» της Πάτρας, έχει ημερομηνία 19 Ιανουαρίου του 1899 και περιγράφει έναν από τους πρώτους ποδοσφαιρικούς αγώνες που έλαβαν χώρα εν Ελλάδι. Το μεταφράζω σύντομα: «Στο γήπεδο του Παναχαϊκού έγινε ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα σε ομάδα ναυτικών από τα αγγλικά πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι της πόλης και στην ομάδα του Παναχαϊκού. Το ματς παρακολούθησαν πολλοί θεατές (μεταξύ τους και πολλές γυναίκες) και έληξε με σκορ 4-2 υπέρ του Παναχαϊκού.»



«Αι Πάτραι» του 19ου αιώνα, από τα πρώτα αστικά κέντρα της χώρας, λιμάνι και τόπος κοσμοπολίτικος, στην ουσία η πιο ανοιχτή προς τη Δύση πόλη της Ελλάδας, με σημαντικό όγκο εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών, έδρα πολλών ευρωπαϊκών οίκων και παραδοσιακή έδρα προξενείων όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών που ασχολούνται με τις υποθέσεις των πολλών υπηκόων τους που ζουν και δραστηριοποιούνται στην αχαϊκή πρωτεύουσα. Λίγο-πολύ η πύλη του ελληνικού κρατιδίου προς την «Εσπερία», ευημερεί, ακμάζει και επηρεάζει καίρια την εθνική πολιτική. Στο λιμάνι της φτάνουν τα προϊόντα της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παραγωγής. Από εδώ (κι απ’ το Κατάκολο της γειτονικής Ηλείας) γίνεται η μαζική εξαγωγή της σταφίδας σε εποχές που το συγκεκριμένο προϊόν αποτελεί τον μοναδικό οικονομικό πνεύμονα της χώρας. Εδώ και λίγα χρόνια έχει αποκτήσει σιδηρόδρομο που τη συνδέει με την Αθήνα, ή μάλλον που συνδέει την Αθήνα με την Πάτρα και ακόμη - παρά την διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου- το λιμάνι της το προτιμούν πολλά ξένα πλοία. Όπως σε όλα τα λιμάνια του κόσμου έτσι κι εδώ, οι ναύτες των εγγλέζικων πλοίων συνηθίζουν να κατεβαίνουν στη στεριά και να παίζουν ποδόσφαιρο μεταξύ τους. Καμιά φορά, όμως, όπως γράφει ο «Νεολόγος» πιο πάνω «διαγωνίζονται» με αντιπάλους τοπικές ομάδες που ακριβώς τότε πρωτοσχηματίζονται.

Η αλήθεια είναι πως ο Παναχαϊκός Γυμναστικός Σύλλογος υπήρξε από τους πρώτους αθλητικούς συλλόγους της χώρας. Ιδρύθηκε στα 1891 και εκτός του κλασικού αθλητισμού καλλιέργησε τη σκοποβολή, την κωπηλασία, τη γυμναστική, την κολύμβηση, την ποδηλασία. Διοργάνωσε αγώνες στίβου, κολύμβησης και λεμβοδρομίες, ίδρυσε εκδρομικό τμήμα και παράλληλα βιβλιοθήκη, φροντιστήριο ξένων γλωσσών, σχολείο μουσικής με μπάντα και εσπερινή εμπορική σχολή. Δηλαδή εξελίχθηκε σε σπουδαίο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό φορέα όλης της πόλης.

Να μερικά από τα ονόματα των ιδρυτών και πρωτοστατών του Συλλόγου: Αθηνόδωρος Σωτηριάδης, Κων. Πράτσικας, Δ. Σ. Πράτσικας, Στεφ. Θωμόπουλος, Γεώργιος Τζίνης, Ευάγ. Καρόκης, Προκλής Παπαρρούπας, Γ. Τριάντης, Μιχ. Φραγκόπουλος, Γ. Χαραλάμπης, Βασ. Γκολφινόπουλος, Άρθουρ Μόρφυ. Σημαντικότερος όμως παράγοντας, ιδρυτής και ψυχή του συλλόγου υπήρξε ο πατρινός γιατρός Χρήστος Κορύλλος.



Οι Νικηταί της "Γυμναστικής Εταιρίας" Πατρών
Στα 1894 ένα μέρος των αθλητών και των παραγόντων του «Παναχαϊκού» (ενδεικτικά τα ονόματα των: Αιμίλιου Γερούση, Κων. Πράτσικα, Λουκά Καραμπίνη, Δημ. Μπουκαούρη, Κων Φινόπουλου, Δημ. Σωτηριάδη, Στεφ. Τζίνη) έφυγαν απ’ τον σύλλογο και ίδρυσαν την Γυμναστική Εταιρία Πατρών που σταδιακά απέκτησε τμήματα γυμναστικής, στίβου, κολύμβησης, άρσης βαρών, πάλης και από το 1902 ποδοσφαίρου.

Ο Παναχαϊκός και η Γυμναστική Εταιρία Πατρών μαζί με τον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και τον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο στην Αθήνα, τον Όμιλο Ερετών του Πειραιά και τον Πειραϊκό Σύνδεσμο, υπήρξαν οι σύλλογοι που ανέλαβαν το μεγαλύτερο βάρος της διοργάνωσης των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα στα 1896.

Λίγο μετά, στα 1897, με πρωτοβουλία του Παναχαϊκού και τη συμμετοχή του Πανελληνίου και της Γυμναστικής Εταιρίας Πατρών, ιδρύθηκε και ο ΣΕΓΑΣ.




Δαβουρλής-Στραβοπόδης-Μιχαλόπουλος, Παναχαϊκάρα...
Από τις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησαν συζητήσεις για την επανένωση των δύο μεγάλων συλλόγων της Πάτρας. Αυτές κατέληξαν σε αποτέλεσμα μετά από είκοσι χρόνια και έτσι στα 1923 με τη συγχώνευση των δύο σωματείων ιδρύθηκε η «Παναχαϊκή Γυμναστική Εταιρία» που στα χρόνια που θα έρθουν θα αποτελέσει τον σημαντικότερο αθλητικό φορέα της πόλης και που σήμερα είναι ο μόνος αθλητικός σύλλογος στη χώρα που στο σήμα του με τον Ηρακλή που στεφανώνεται από τη Νίκη, αναγράφονται τρεις χρονολογίες ίδρυσης. 1891-1894-1923, δηλαδή εκείνες του Παναχαϊκού, της Γυμναστικής Εταιρίας και της Παναχαϊκής αντίστοιχα. Πάντως το σημαντικότερο κομμάτι της πατρινής ποδοσφαιρικής ιστορίας θα γραφτεί από την Παναχαϊκή με την ομάδα κόσμημα των αρχών της δεκαετίας του ‘70 με τους Στραβοπόδη, Ρήγα, Μιχαλόπουλο, Λεβεντάκο και φυσικά τον μεγάλο Κώστα Δαβουρλή.

«Γεια σου Άγγελε Μεσσάρη»

Η δεκαετία του ‘30 υπήρξε στην ουσία η πρώτη δεκαετία της οργανωμένης ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το εθνικό, αλλά και τα τοπικά πρωταθλήματα διοργανώθηκαν με συνέπεια και συνέχεια όλες σχεδόν τις χρονιές, η Ε.Π.Ο. απέκτησε - όχι χωρίς συγκρούσεις και παλινωδίες- τον πραγματικό έλεγχο του αθλήματος στην Ελλάδα και η δημοφιλία του παιχνιδιού απλώθηκε σε όλη τη χώρα.


Η δεκαετία ξεκίνησε με τον εντυπωσιακό Παναθηναϊκό του Άγγελου Μεσσάρη, ενός ποδοσφαιριστή που υπήρξε το πρώτο μεγάλο ίνδαλμα του χώρου και βρέθηκε στον Παναθηναϊκό με μεταγραφή από τον Π.Ο. Γουδί, την σπουδαιότερη από τις ποδοσφαιρικές ομάδες των προηγούμενων δεκαετιών. Είχε γεννηθεί στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής στα 1910 και στην Αθήνα ήρθε με την οικογένειά του σε ηλικία 14 ετών. Στην τελική φάση του πρωταθλήματος της χρονιάς 1929/1930 ο Παναθηναϊκός πέτυχε δύο εντυπωσιακές νίκες, εναντίον του Ολυμπιακού στη Λεωφόρο με 8-2 και εναντίον του Άρη στη Θεσσαλονίκη με 4-0. Και στις δύο πρωταγωνιστής υπήρξε ο Μεσσάρης, ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που έγινε σύνθημα. Τραγουδούσαν τότε οι οπαδοί του ΠΑΟ: «Εβάλαμε οκτώ στον Ολυμπιακό/κι άλλα τέ- κι άλλα τέσσερα στον Άρη/ γεια σου Άγγελε Μεσσάρη.»

Ο «ξανθός Άγγελος» αγωνιζόταν στη θέση του μέσα δεξιά και στην καριέρα του πέτυχε 52 γκολ, αριθμός εκπληκτικός για χαφ και για ποδοσφαιριστή που αγωνίστηκε τόσο λίγα χρόνια. Γιατί δυστυχώς σταμάτησε το ποδόσφαιρο πολύ νωρίς. Αιτία οι πολιτικές του πεποιθήσεις και οι πιέσεις που δέχτηκε γι αυτές από τη διοίκηση του Παναθηναϊκού. Ο Μεσσάρης ήταν μέλος της ΟΚΝΕ, δηλαδή της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και υποψήφιος φοιτητής του Πολυτεχνείου. Για την εισαγωγή του στο Πολυτεχνείο λοιπόν, ζήτησε τη βοήθεια του Απόστολου Νικολαΐδη, προέδρου του Π.Α.Ο. και βετεράνου αθλητή. Ο Νικολαΐδης απαίτησε να σταματήσει ο ποδοσφαιριστής την πολιτική του δράση. Ο τελευταίος δεν το σκέφτηκε καν, απάντησε αρνητικά στην πρόταση του προέδρου και εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο για να συγκεντρωθεί στις σπουδές του. Ήταν στα 1931 και ο Άγγελος Μεσσάρης δεν είχε καλά-καλά κλείσει τα 21.



Ο Απόστολος Νικολαΐδης συνέχισε να είναι πρόεδρος και πάντα προβεβλημένος παράγοντας του Παναθηναϊκού, οι συντηρητικές του θέσεις θα απασχολήσουν τον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου και λίγο αργότερα, στη διάρκεια της κατοχής, όπως θα δούμε σε ένα επόμενο σημείωμα. Μέσα στα άλλα ο Νικολαΐδης κατάφερε να διαγράψει από τον Παναθηναϊκό και τον ιδρυτή του συλλόγου, τον Γιώργο Καλαφάτη, ο οποίος μάλιστα υπήρξε ο άνθρωπος που πήγε στον Π.Α.Ο. τον Άγγελο Μεσσάρη. Σήμερα το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας φέρει το όνομά του. Του Νικολαΐδη, όχι του Καλαφάτη...



Ο Άγγελος Μεσσάρης κατάφερε τελικώς να εισαχθεί στο Πολυτεχνείο και ασχολήθηκε με την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Ποδόσφαιρο έπαιξε μόνο μία φορά ακόμα, σε ένα φιλικό μεταξύ ΠΑΟ και ΑΕΚ με τελικό αποτέλεσμα 2-2 που έγινε στα 1935. Πέθανε σε ηλικία 68 χρονών στα 1978 και την κηδεία του παρακολούθησαν πολλοί φίλαθλοι που ακόμα τον είχαν στη μνήμητους σαν έναν πραγματικά ξεχωριστό ποδοσφαιριστή.



Η ομάδα του τριφυλλιού χωρίς αυτόν δεν μπόρεσε να ξαναφτάσει μέσα στα χρόνια πριν τον πόλεμο το αγωνιστικό επίπεδο της χρονιάς 1929/1930 και θα χρειαστεί να περάσουν 19 χρόνια, καθώς μεσολάβησε και ο πόλεμος, για να κερδίσει εκ νέου ένα πρωτάθλημα.

Το ελληνικό ποδόσφαιρο συνολικά έχασε το μεγαλύτερο από τα ταλέντα της περιόδου.


Υ.Γ.)Η ιστορία ανάμεσα στον Άγγελο Μεσσάρη και στον Απόστολο Νικολαΐδη είναι η κορυφή του παγόβουνου της ιδεολογικής διαμάχης που γινόταν εκείνα τα χρόνια για την οριστική κοινωνική φυσιογνωμία του Παναθηναϊκού, αλλά και άλλων αθλητικών σωματείων. Σχεδόν για την ιδεολογική κυριαρχία επί του αθλητισμού γενικότερα.


Μέχρι τότε η αθλητική δραστηριότητα ήταν μάλλον προοδευτική συνήθεια. Καλύτερα θα λέγαμε, συνήθεια των προοδευτικών. Κυρίως των προοδευτικών αστών βεβαίως, αλλά και αρκετών πολιτικά συνειδητοποιημένων και αριστεριζόντων νεαρών από το προλεταριάτο. Στο ποδόσφαιρο αυτό ήταν ακόμα πιο εμφανές. Ξεκίνησε σαν παιχνίδι που σχεδόν το κακόβλεπαν οι επίσημοι αθλητικοί φορείς γιατί απομάκρυνε τους νέους από τον "γνήσιο αθλητισμό" των ατομικών αγωνισμάτων, κυρίως του στίβου, που σκοπό είχαν να δημιουργήσουν μια σφριγηλή νεολαία ικανή να πραγματώσει στα πεδία των μαχών τη Μεγάλη Ιδέα. Δεν είναι τυχαίο πως η ραγδαία ανάπτυξη του ποδοσφαίρου συμβαδίζει με την οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας μετά το '22. Τουλάχιστον στο επίπεδο των ποδοσφαιριστών, δηλαδή των βασικών φορέων του αθλήματος, η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων είναι συντριπτική. Διακρίνονται σ' αυτό πειραιώτες εργάτες, προλεταριοποιημένοι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (είναι άραγε τυχαίο που τα μισά σχεδόν μεγάλα ποδοσφαιρικά σωματεία της χώρας έχουν προσφυγική καταγωγή;), φτωχόπαιδα απ' τις παράγκες των Αμπελοκήπων ή του Ρέντη.



Στην προπολεμική Ελλάδα οι καθώς πρέπει άνθρωποι και η επίσημη εκπαίδευση έβλεπαν το ποδόσφαιρο σαν την κακή συνήθεια που κάνει τους νέους να γυρνούν στις αλάνες, τον δε αθλητισμό συνολικά ως πάρεργο, κάτι σαν αναγκαίο (ή σχεδόν) κακό, παρένθεση στο πρόγραμμα της κλασικής παιδείας που όφειλαν να λαμβάνουν όλοι οι νέοι. Από την άλλη η Αριστερά έβλεπε στον αθλητισμό τη σύγχρονη προοδευτικότητα και στο ποδόσφαιρο μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο λαϊκή συλλογικότητα. Είναι τυχαίο πως ο Λαμπράκης υπήρξε προπολεμικώς βαλκανιονίκης ή πως η ΕΠΟΝ Πειραιά και Αθήνας είχαν ποδοσφαιρικές ομάδες;

Αργότερα, λίγες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, ο αθλητισμός είχε γίνει μάλλον αστική συνήθεια ενώ "αριστερό" ήταν το ποτό και το τσιγάρο.

Βέβαια τα παραπάνω είναι υποθέσεις δικές μου που ελπίζω κάποτε να επαληθευτούν ή όχι από κοινωνιολόγους και ιστορικούς που θα μελετήσουν σοβαρά την υπόθεση του ελληνικού αθλητισμού.



Όπως και να έχει πάντως πιστεύω πως η σύγκρουση Μεσσάρη-Νικολαΐδη δείχνει αυτή ακριβώς τη διαμάχη. Το ίδιο και η σύγκρουση Νικολαΐδη-Καλαφάτη, αφού σίγουρα ο Γιώργος Καλαφάτης ήταν αστός μεν, εμφορούμενος όμως από προοδευτικές ιδέες. Νομίζω πως η ουσιαστική επικράτηση Νικολαΐδη καθόρισε εν πολλοίς και για πολλές δεκαετίες τη φυσιογνωμία του ΠΑΟ, αλλά και ΄του συνόλου του ελληνικού ποδοσφαίρου (τουλάχιστον σε διοικητικό επίπεδο).



Γι αυτό όμως θα επανέλθω. 

Αθλητικοί Σύλλογοι στον Πειραιά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο Πειραιάς υπήρξε ανέκαθεν αστικός, πράγμα που για την Ελλάδα του 19ου αιώνα αποτελεί εξαίρεση. Πράγματι είναι λίγες οι ελληνικές πόλεις της εποχής που δημιουργήθηκαν απευθείας ως αστικές συνοικίσεις (ο Πειραιάς, η Ερμούπολη κι ο Βόλος είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα) ή που δεν κουβαλούν στις πολύ πρόσφατες αναμνήσεις τους τις εποχές που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από διαμετακομιστικά κέντρα της τριγύρω τους υπαίθρου, περισσότερο αγροτικά κεφαλοχώρια παρά πόλεις στην κυριολεξία.

Ένα λοιπόν από τα πράγματα που κάνουν οι αστοί μόλις συνειδητοποιήσουν ως τέτοιους τους εαυτούς τους είναι η ίδρυση και η οργάνωση σωματείων κάθε είδους. Φιλανθρωπικών, κοινωνικών, πολιτιστικών εν γένει ή ιδιαιτέρως φιλολογικών, λογοτεχνικών και μουσικών. Φυσικά και αθλητικών. Η αστική παράδοση των σωματείων έφτανε πολύ περισσότερο έντονη στα λιμάνια της Μεσογείου, που εκείνα τα χρόνια ήταν περίπου μια βρετανική λίμνη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε στην οικονομία της. Και είναι γνωστή η εμμονή των αγγλοσαξόνων αστών με τους κάθε λογής συλλόγους. Ως μεσογειακό λιμάνι λοιπόν ο Πειραιάς έτρεξε σύντομα να αντιγράψει τις βρετανικές συνήθειες. Άρα δεν είναι καθόλου παράξενο που «εν πειραιεί» στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα συνέβη ένας οργασμός δημιουργίας αθλητικών σωματείων.



Από την άλλη ο αθλητισμός ήταν μια επικροτούμενη (αν και όχι επιδοτούμενη ακόμα) από το κράτος δραστηριότητα. Όχι μόνο από το κράτος, αλλά από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας της εποχής που εμφορούμενη από το απόλυτο ιδεολόγημα εκείνων των ετών, δηλαδή τη Μεγάλη Ιδέα, προσδοκούσε από την γυμναστική δραστηριότητα και τα σπορ, τα ατομικά κυρίως σπορ, την δημιουργία μιας σφριγηλής και εύρωστης νεολαίας που θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει στα πεδία των μαχών το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Εν ολίγοις οι κοινωνία ήθελε γυμνασμένα, δυνατά, γρήγορα και με αντοχές παιδιά που θα ήταν σε θέση να πάρουν πίσω την Πόλη.



Μεγάλη ώθηση στον πειραιώτικο αθλητισμό της εποχής έδωσε το γεγονός πως το Νέο Φάληρο, ήδη από τη δεκαετία του 1870, είχε καθιερωθεί σαν το κατεξοχήν κοσμικό, μεγαλοαστικό θέρετρο της πρωτεύουσας. Ο αθλητισμός ήταν η νέα ενασχόληση του συρμού στους μεγαλοαστικούς κύκλους της Αθήνας που ανακάλυπταν ότι τις ώρες της διασκέδασής τους μπορούσαν να τις διανθίζουν με γυμναστικές ασκήσεις ή γυμναστικά παιχνίδια. Κοντά στη μουσική, στο θέατρο και στους θιάσους που μετακαλούσαν από την Ιταλία κυρίως, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη, ήρθαν να προστεθούν ανάμεσα στις αγαπημένες συνήθειες της ελληνικής «μπελ επόκ» οι μοντέρνες αθλητικές ή παρααθλητικές δραστηριότητες. Το θαλάσσιο κολύμπι, η ποδηλασία, το τένις, το κρόκετ (πρόδρομος του γκολφ), η κωπηλασία και η ιστιοπλοΐα, η πεζοπορία, η ξιφασκία και η σκοποβολή, η ιππασία, το κυνήγι φυσικά που τότε εθεωρείτο σπορ (για τους κυνηγούς, όχι για τα θηράματα). Όλα ή περίπου όλα τα σπορ νέα και παλαιότερα μπορούσε κανείς να τα εξασκήσει στο διασκεδαστήριο των εύπορων αθηναίων, στο Νέο Φάληρο.



Δεν είναι τυχαίο πως ο πρώτος αθλητικός σύλλογος της χώρας, ο Όμιλος Ερετών (δηλαδή κωπηλατών) ιδρύθηκε στα 1885 ακριβώς εδώ, στο Νέο Φάληρο, με την πλήρη ονομασία: Όμιλος Ερετών Φαλήρου, για να μετονομαστεί τρία χρόνια αργότερα όταν και μετακόμισε στο Πασαλιμάνι σε απλώς «Όμιλος Ερετών».



Πάντως συχνότατα οι αθλητικοί σύλλογοι που ιδρύονταν μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στις τρεις πρώτες του 20ου, δεν είχαν αποκλειστικά αθλητικούς σκοπούς. Συχνά ήταν σωματεία που δίπλα στο ενδιαφέρον τους για τον αθλητισμό έβαζαν και άλλες κοινωνικές ή πολιτιστικές δραστηριότητες. Μπορούσαν να συντηρούν αγωνιστικά τμήματα αθλημάτων και αθλοπαιδιών, ενώ ταυτοχρόνως δημιουργούσαν θεατρικές ομάδες, φιλαρμονικές και μπάντες ή οργάνωναν μέσω του εκδρομικού τους τομέα περιηγήσεις ανά την Ελλάδα, σε εποχές που τα ταξίδια ήταν δύσκολα λόγω έλλειψης μέσων και υποδομών.



Το πιο προφανές παράδειγμα τέτοιου πολυσυλλεκτικού συλλόγου στον Πειραιά είναι ο Πειραϊκός Σύνδεσμος. Το κατεξοχήν πειραϊκό σωματείο που ιδρύθηκε στα 1894 από μια παρέα πειραιωτών με αγάπη για τη μουσική και εξελίχθηκε στον σημαντικότερο αθλητικό, κοινωνικό και πολιτιστικό φορέα της πόλης. Καλλιέργησε όλα σχεδόν τα ατομικά και ομαδικά σπορ,διέθετε στίβο με καρβουνόσκονη, είχε έντονη κοινωνική δράση σε όλα τα επίπεδα και από αυτόν δημιουργήθηκε το Ωδείο Πειραιώς, η φημισμένη μέχρι σήμερα Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου, εργαστήριο φωτογραφίας και μια σειρά από άλλες πολιτιστικές προσπάθειες.



Η ποδηλασία υπήρξε ένα από τα πολύ μοντέρνα αθλήματα της εποχής καθώς μετέφερε τη σωματική άσκηση πάνω στη σέλα της τεχνολογικής προόδου που εξέφραζε τότε το ποδήλατο. Σε έναν κόσμο με μεγάλη πίστη ακόμα στο λαμπρό μέλλον που επεφύλασσαν οι τεχνικές και οι επιστήμες για τον σύγχρονο άνθρωπο, σε μια Ευρώπη αισιόδοξη- πριν ακόμα βυθιστεί ο Τιτανικός ή ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος - το ποδήλατο ήταν το πιο απλό σύγχρονο μέσο μεταφοράς και ακολουθούσαν τα συνθετότερα μηχανοκίνητα οχήματα και το νεογέννητο αυτοκίνητο. Όλα αυτά έδιναν μια αίσθηση ελευθερίας στη μετακίνηση και συνακόλουθα γενικότερης ελευθερίας και άνοιγαν νέους ορίζοντες στον άνθρωπο της εποχής. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως η ανάπτυξη της ποδηλασίας στην Ελλάδα πάνω στο γύρισμα του αιώνα από τον 19ο στον 20ο ήταν εφάμιλλη με χώρες πλούσιας ποδηλατικής παράδοσης σαν την Ιταλία και την Γαλλία όπου η ποδηλασία είναι σήμερα εθνικό σπορ. Άλλωστε οι ποδηλατικοί δρόμοι συμπεριλήφθηκαν στο ολυμπιακό πρόγραμμα ήδη από την πρώτη σύγχρονη διοργάνωση στα 1896. Μέσο-μεγαλοαστικό άθλημα στην αρχή απλώθηκε σύντομα και στα λαϊκότερα στρώματα του Πειραιά αν και θα χρειαστεί να περάσει σχεδόν ένας αιώνας για να πάψει το ποδήλατο να είναι το άπιαστο (λόγω έλλειψης χρημάτων) όνειρο πολλών παιδιών της πόλης. Πάντως από τους πρώτους αθλητικούς συλλόγους της πόλης υπήρξε ο Όμιλος Ποδηλατών Πειραιώς που συγκροτήθηκε στα 1891, ενώ η Ποδηλατική Ένωσις Πειραιώς ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά στα 1895.



Αλλά και στα υπόλοιπα αθλήματα ο Πειραιάς πρωταγωνίστησε. Ο Γυμναστικός Σύλλογος «Τα Ολύμπια» ιδρύθηκε στα 1893, μόλις ένα χρόνο μετά ο Όμιλος Κυνηγών Πειραιώς, ενώ ο Κολυμβητικός Όμιλος Πειραιώς-Αθηνών, που ανάμεσα στους σκοπούς του ήταν η διάδοση των «θαλασσίων λουτρών», στα 1899.



Ο Πειραιάς απετέλεσε όπως ήταν φυσικό λόγω της ύπαρξης υποδομών και σχετικού με το αντικείμενο ανθρώπινου δυναμικού την κοιτίδα των ναυταθλητικών προσπαθειών της Ελλάδας. Ο Ναυτικός Όμιλος Νέου Φαλήρου που έλαβε σάρκα και οστά στα 1903 υπήρξε ο πρώτος ναυταθλητικός, κυρίως ιστιοπλοΐκός, σύλλογος της πόλης και αργότερα θα ακολουθήσουν στα 1929 ο Ναυτικός Αθλητικός Σύνδεσμος και στα 1937 ο Ιστιοπλοϊκός Όμιλος Πειραιώς, ενώ σημαντικό ιστιοπλοϊκό τμήμα ανάπτυξε και ο Ολυμπιακός Σ.Φ.Π.



Εκτός όμως από τα αστικά στρώματα του μεγάλου λιμανιού της χώρας που είχε ήδη εξελιχθεί στο σπουδαιότερο βιομηχανικό της κέντρο, στην «Μαγχεστρίαν» της Ανατολής όπως έφτασε να χαρακτηριστεί, στον Πειραιά ζούσε η πολυπληθέστερη μικροαστική και προλεταριακή τάξη της Ελλάδας. Οι βιομηχανικοί εργάτες, οι εργάτες του λιμανιού, οι αμαξάδες, οι μικροτεχνίτες κι οι ψαράδες έμεναν μάλλον αδιάφοροι για αθλήματα όπως το τένις, η ιστιοπλοΐα και το κρόκετ. Το δικό τους σπορ ήταν το ποδόσφαιρο. Παιδί κι αυτό της βιομηχανικής επανάστασης και της συνακόλουθης βίαιης συχνά προλεταριοποίησης της αγροτικής τάξης, το ποδόσφαιρο διαδόθηκε κυρίως από τους Εγγλέζους ναυτικούς που το μετέφεραν από λιμάνι σε λιμάνι. Γι αυτό κι ο Πειραιάς μαζί με τα υπόλοιπα λιμάνια του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, όπως η Πάτρα, η Θεσσαλονίκη και η Σμύρνη βρέθηκαν σε προνομιακή θέση καθώς ήταν οι πρώτοι που ήρθαν σε επαφή με το νέο παιχνίδι.



Στον Πειραιά πάντως για άλλη μια φορά ο Πειραϊκός Σύνδεσμος ήταν αυτός που καλλιέργησε το σπορ. Υπήρξε Πρωταθλητής Ελλάδος στα πρωταθλήματα ποδοσφαίρου που διοργανώθηκαν απ’ τον ΣΕΓΑΣ στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα πριν ακόμα ιδρυθεί η Ε.Π.Ο. Από τις τάξεις του άλλωστε προήλθαν οι αθλητές και οι παράγοντες που στα 1925 δημιούργησαν τις μεγάλες ομάδες του πειραϊκού ποδοσφαίρου, ανάμεσά τους και τον Ολυμπιακό Πειραιώς.