"...se hace camino al andar...." ή μια σύντομη ιστορία του βάδην.

"...se hace camino al andar...", δηλαδή ο δρόμος δεν υπάρχει, αλλά δημιουργείται από εκείνον που τον βαδίζει, λέει ένα από τα αμεσότερα ποιήματα του σπουδαίου Ισπανού ποιητή Antonio Machado και θα μπορούσε να ήταν αυτός ο ύμνος του βάδην.
 Το βάδην είναι ένα από τα τεχνικότερα αγωνίσματα που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του στίβου. Είναι επίσης το άθλημα που πιο πολύ από κάθε άλλο βασίζεται σε μια από τις αυθόρμητες κινήσεις του ανθρώπου. Για την ακρίβεια στην κίνηση που περισσότερο τον διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα ζώα και τον χαρακτηρίζει, το βάδισμα. Η κίνηση της βάδισης διαφέρει τόσο αισθητά από άνθρωπο σε άνθρωπο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση του καθένα μας όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα ή ο γραφικός χαρακτήρας. Στον "Κύκλο των χαμένων ποιητών", σπουδαία ταινία με τον Ρόμπιν Ουίλιαμς, υπάρχει μια σκηνή που δείχνει αυτό ακριβώς:

 
 
 
 Πάρα ταύτα το αθλητικό βάδην αυτό καθεαυτό δεν είναι φυσική ανθρώπινη κινητική συμπεριφορά. Αντίθετα πρόκειται για τεχνική ενέργεια που εμπλέκει όλο το σώμα και σκοπό έχει να μεγιστοποιήσει την ταχύτητα του βαδίσματος, χωρίς να το μετατρέψει σε τρέξιμο. Για να εξασφαλιστεί αυτό ο βαδιστής είναι υποχρεωμένος να πατά πάντα με τα ένα πόδι στο έδαφος, δηλαδή το πόδι που έχει ολοκληρώσει το βήμα του να μην σηκώνεται απ' τη γη πριν το άλλο πόδι πατήσει. Ο κανονισμός είναι πιο γνωστός ως "φτέρνα-μύτη", όρος που συνοψίζει την υποχρέωση να πατά η φτέρνα του ενός πέλματος, πριν η μύτη του άλλου σηκωθεί. Ένας δεύτερος, αλλά εξίσου δεσμευτικός κανόνας είναι εκείνος που καθορίζει ότι το πόδι στήριξης πρέπει να είναι τεντωμένο από τη στιγμή που θα έρθει σε επαφή με την επιφάνεια βάδισης μέχρι που θα βρεθεί σε κάθετη θέση ως προς το έδαφος. Μόνο απ' αυτό το σημείο και μετά μπορεί να λυγίσει στην άρθρωση του γονάτου. Τα χέρια, αντίθετα με το απλό βάδισμα, λυγισμένα στους αγκώνες σχεδόν σε ορθή γωνία, ενισχύουν με την κίνησή τους την ταχύτητα του βαδίσματος, με τρόπο αρκετά πιο ενεργητικό απ' όσο στο τρέξιμο. Για να διατηρηθεί η ταχύτητα και η ρυθμική συνέχεια της κίνησης πολλοί βαδιστές χρησιμοποιούν μια τεχνική περιστροφής της λεκάνης που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του αθλήματος. Όπως και να έχει πάντως οι αθλητές μεγάλων επιδόσεων ξεπερνούν σε ταχύτητα τα 15 χιλιόμετρα την ώρα, δηλαδή βαδίζουν πολύ πιο γρήγορα από όσο τρέχει ένας μέσος άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι ένας τέτοιος αθλητής θα έφτανε από την Αθήνα στον Ισθμό σε περίπου πέντε ώρες. Αυτό που σκεφτόμαστε όλοι μας δηλαδή όταν πέφτουμε σε ατέλειωτο μποτιλιάρισμα στα πανάκριβα διόδια...

 Αναφορές -κάπου ανάμεσα στον θρύλο και στην ιστορία- για αγώνες βάδην έχουμε ήδη εδώ και μερικούς αιώνες. Το άθλημα, όπως πολλά από τα σύγχρονα σπορ, έλκει οπωσδήποτε την καταγωγή του από τις πολεμικές ανάγκες. Το στρατιωτικό βάδισμα ιδίως που συμβαίνει για διαφόρους λόγους. Για τη μετακίνηση πεζοπόρων στρατιωτικών τμημάτων σε μάχες ή όχι, για την στρατιωτική εκπαίδευση, για επετείους και εορτασμούς όπως συμβαίνει με τις παρελάσεις, ακόμα και για επίδειξη ισχύος.

 Ένας από τους πρώτους βαδιστικούς άθλους στην ιστορία του δυτικού κόσμου είναι η πορεία των δύο χιλιάδων Σπαρτιατών οπλιτών που διήνυσαν 1200 στάδια, δηλαδή σημερινά 240 χιλιόμετρα, μέσα σε μόνο τρεις μέρες για να συμμετάσχουν στη Μάχη του Μαραθώνα κατά των Περσών στα 490 π.Χ. σε βοήθεια των Αθηναίων. Έστω και μ' αυτή την ασύληπτη επίδοση πάντως, δεν πρόλαβαν να φτάσουν παρά μόνο την επομένη της μάχης. Όμως πολύ λίγο θυμόμαστε σήμερα πως η τελική νίκη των Αθηναίων συνδέεται στενά με την εξαιρετική δυνατότητα πεζοπορίας του στρατεύματος τους. Όταν οι Πέρσες συνειδητοποίησαν την ήττα τους στον Μαραθώνα, επιβιβάστηκαν στα πλοία με κατεύθυνση τον Φαληρικό Όρμο και πρόθεση να κυριεύσουν την απροστάτευτη Αθήνα, καθώς το σύνολο σχεδόν του στρατού της βρισκόταν στο πεδίο της μάχης. Οι Αθηναίοι με μια εντυπωσιακά γρήγορη πορεία, παρά τη ζέστη της εποχής, παρά τις κακουχίες από την προηγηθείσα σύγκρουση και παρά το γεγονός ότι το μέσο φορτίο του Αθηναίου οπλίτη ανερχόταν σε 32 κιλά, κατάφεραν να φτάσουν στην πόλη τους σε 8 μόνο ώρες μέσω ενός δρομολογίου που με σύγχρονους όρους τοποθετείται στον άξονα Νέας Μάκρης - Διονύσου -Κηφισιάς. Παρατάχθηκαν στο Κυνόσαργες, κοντά στη συμβολή των σημερινών οδών Καλλιρρόης και Βουλιαγμένης και όταν τους είδαν οι καταπλεύσαντες στο Φάληρο Πέρσες, προτίμησαν να επιβιβαστούν εκ νέου στα πλοία τους και να αποχωρήσουν οριστικά.

 Μια ακόμη εμβληματική ιστορία για την σημασία της πεζοπορίας στην στρατιωτική πρακτική του αρχαίου κόσμου έχουμε με την περιλάλητη Κάθοδο των Μυρίων που περιγράφεται από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της, τον Ξενοφώντα. Το έργο είναι η Κύρου Ανάβασις που ξεκινά με τη μνημειώδη για την νεοελληνική εγκύκλιο εκπαίδευση αποστροφή: "Δαρείου και Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες δύο, πρεσβύτερος μεν Αρταξέρξης, νεώτερος δε Κύρος..." και πραγματεύεται τις περιπέτειες του εκστρατευτικού σώματος των δέκα χιλιάδων Ελλήνων (εξ ού και "μύριοι") οι οποίοι πολέμησαν στα 401 π.Χ. στην Βαβυλώνα σαν μισθοφόροι του Κύρου στην σύγκρουσή του με τον αδελφό του Αρταξέρξη για το μηδικό στέμμα. Κυρίως όμως αναφέρεται στην επιστροφή τους, την "κάθοδο" προς τη θάλασσα δηλαδή, όπου κατάφεραν, με ουσιαστικό ηγέτη τους τον Ξενοφώντα, να ανταπεξέλθουν σε τεράστιες αντιξοότητες και μέσα από μια μακρά και συνήθως εμπόλεμη πορεία στην αφιλόξενη ασιατική ενδοχώρα να επιστρέψουν στην πατρίδα.

 Πάντως ένας από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος απολύτως, αγώνας βάδην για τον οποίον έχουμε πληροφορίες ανάγεται στα 1485. 'Εγινε στη Γαλλία, σε μια απόσταση 140 χιλιομέτρων από το Semur στο Autun και πάλι πίσω. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, στα 1583, ένας Ιρλανδός ονόματι Lengham ξεκίνησε 240 χιλιόμετρα μακρυά από το Λανδίνο και έφτασε σ' αυτό σε 42 ώρες, χρόνος που κάνει την επίδοσή του εξαιρετική. Το 1589 ο σερ Robert Carey στοιχημάτισε πως θα βαδίσει από το Λονδίνο στο Berwick, μια απόσταση 550 χιλιομέτρων και το έκανε με επιτυχία. Ο Ρώσος Βρονώφ έγινε διάσημος όταν στα 1709 βάδισε το 380 χιλιόμετρα που χωρίζουν τη Μόσχα από το Σμόλενσκ.

 Πραγματικοί θεμελιωτές όμως του αγωνιστικού βάδην πρέπει να θεωρούνται οι χαρακτηριστικοί Βρετανοί "footmen", δηλαδοί οι μπάτλερ, που διοργάνωναν συστηματικά αγώνες βαδίσματος σε ιδιαίτερα μεγάλες αποστάσεις από τα τέλη του 18ου αιώνα. Το 1779 ο Foster Powell έκανε την απόσταση Λονδίνο - York μετ' επιστροφής, που φτάνει τα 647 χιλιόμετρα, σε 5 μέρες και 18 ώρες. Είκοσι χρόνια αργότερα κι ενώ ήταν ήδη 59 ετών θα βελτίωνε την επίδοσή του στην ίδια διαδρομή κατά 3 ώρες και 45 λεπτά. Ο captain Barclay, που δεν είναι άλλος από τον θρυλικό Σκωτσέζο βαδιστή Robert Barclay Allardice κερδίζει χίλιες γκινέες, μία για κάθε μίλι που βάδισε σε μια προσπάθεια που άρχισε την 1η Ιουνίου του 1809 και ολοκληρώθηκε στις 12 Ιουλίου του ίδιου έτους.

 Στα μισά του 19 αιώνα πια διοργανώνονται πολύ συχνά αγώνες βάδην. Πολλοί από αυτούς γίνονται σε σημαντικά μεγάλες αποστάσεις που ενίοτε ξεπερνούν αισθητά τα 100 χιλιόμετρα, ενώ διαδίδονται ιδιαίτερα και οι αγώνες 24 ωρών, όπου οι άθλητές βαδίζουν συνεχώς για μία ημέρα και κερδίζει εκείνος που θα διανύσει τη μεγαλύτερη απόσταση. Αναπτύσεται λοιπόν ραγδαία το φαινόμενο του βρετανικού "pedestrianism", που θα περάσει γρήγορα στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού και στο πρόσωπο του Edward Payson Weston θα βρει τον μεγαλύτερο προφήτη του...

(συνεχίζεται...)