Η "γιάφκα" του Ολυμπιακού κι ο "ινστρούχτορας" Νίκος Γιούτσος.

Στο φύλλο της Τρίτης 16ης Μαρτίου 1965, η "Ελευθερία" απαντά στην "κινδυνολογία".
Στις 18 Φεβρουαρίου του 1964 ο πρόεδρος της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση ύστερα από την ευρύτερη εκλογική νίκη που είχε πετύχει μέχρι τότε ένα πολιτικό κόμμα στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, καθώς μόλις λίγες μέρες νωρίτερα είχε επικρατήσει με ποσοστό 52,8%. Οι εκλογές αυτές ήταν οι δεύτερες που έγιναν μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Είχαν προηγηθεί εκείνες του Νοεμβρίου της προηγούμενης χρονιάς, στις οποίες η Ένωση Κέντρου είχε επικρατήσει, αλλά με ποσοστό 42,04%, πράγμα που δεν της έδινε κοινοβουλευτική αυτονομία. Έτσι χρειάστηκε τότε την στήριξη της Ε.Δ.Α. για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Οι αντίπαλοι του Γεωργίου Παπανδρέου είχαν προφανώς δει με κακό μάτι την -έστω και περιορισμένη- συνεργασία κέντρου και αριστεράς. Δεν παρέλειπαν λοιπόν να τονίζουν τον υποτιθέμενο φιλοκομμουνιστικό χαρακτήρα της κυβέρνησης Παπανδρέου, παρά το γεγονός πως αυτή απολάμβανε ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας χωρίς να στηρίζεται πλέον στους βουλευτές της Ε.Δ.Α. και βεβαίως παρά την πολιτική ιστορία του Γεωργίου Παπανδρέου που είχε παλαιότερα διακριθεί για τον αντικομμουνισμό του.
Εκείνη την εποχή μάλιστα άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος «κινδυνολογία» και με αυτόν ο τύπος του κέντρου κατηγορούσε εκείνον της δεξιάς πως έβλεπε πίσω από κάθε κυβερνητική ενέργεια τον περιλάλητο «κομμουνιστικόν δάκτυλον».
Ο χώρος του αθλητισμού δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από αυτό το κλίμα. Τα έντυπα και οι εφημερίδες της δεξιάς αντιπολίτευσης έβλεπαν άλωση του ελληνικού αθλητισμού από τους μπολσεβίκους. Οι αιτιάσεις ήταν ποικίλες. Ανέφεραν πως στην Ελλάδα εργάζονται πολλοί προπονητές προερχόμενοι από το «παραπέτασμα», δηλαδή το ανατολικό μπλοκ και στην ουσία λειτουργούσαν ως «ινστρούχτορες» . Ισχυρίζονταν πως οι αθλητικές ομοσπονδίες είχαν αλωθεί από τους κομμουνιστές ή πως διεξάγονται πολλοί φιλικοί αγώνες με ομάδες των ανατολικών χωρών, διότι οι διοργανωτές τους κινούμενοι εκ του πονηρού επιδιώκουν με αυτόν τον τρόπο την συμφιλίωση της ελληνικής νεολαίας με τον κομμουνισμό. Έφριτταν μάλιστα βλέποντας «το λαοφιλές σωματείον του Ολυμπιακού Πειραιώς» να έχει μεταβληθεί σε γιάφκα, καθώς είχε δεχτεί στις τάξεις του τον Νίκο Γιούτσο, γεννημένο στην Καστοριά, αλλά εκ Βουδαπέστης ορμώμενο καθώς ήταν παιδί πολιτικών προσφύγων που είχαν βρεθεί εκεί μετά τον Εμφύλιο. Μάλιστα ο Ολυμπιακός ετοιμαζόταν να φέρει και άλλους ποδοσφαιριστές ελληνικής καταγωγής από ανατολικές χώρες και -άκουσον, άκουσον- Ούγγρο προπονητή, πράγμα μάλιστα που οι υπεύθυνοι του σωματείου είχαν το θράσος να το διατυμπανίζουν. Όλοι καταλαβαίνουμε φυσικά πως πρόκειται για τον Ούγγρο Μάρτον Μπούκοβι, που λίγο διάστημα μετά τα σχετικά «κινδυνολογικά» δημοσιεύματα θα έρθει πράγματι στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ολυμπιακού και θα αλλάξει την ιστορία του συλλόγου, αλλά και συνολικά του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Έγραφαν λοιπόν σχετικά « Μια επιπόλαια και επικίνδυνος πολιτική έχει αρχίσει να αναπτύσσεται εις τον λαοφιλέστατον  Ολυμπιακόν, με κίνδυνον να μεταβάλη το ιστορικό αυτό σωματείο σε «γιάφκα». Εκεί ανεκαλύφθη μια μέθοδος «επαναπατρισμού» από το παραπάτεσμα, φυγάδων Ελλήνων, προς ενίσχυσιν του δυναμικού της ομάδος! Και ήδη μετά την έλευσιν εκ Βουδαπέστης του Γιούτσου, αγγέλλεται η προσεχής άφιξης εξ Ουγγαρίας των Σινάκτα, Τσάτσου, αδελφών Δινοπούλου κ.ά. Ταυτοχρόνως έχει εξαγγελθή η πρόσληψις δύο Ούγγρων προπονητών. Όλα δε αυτά επραγματοποιήθησαν με την άμεσον επέμβασιν και δραστηριοτάτην ανάμιξιν βουλευτού της ΕΔΑ και σημαίνοντος παράγοντός της.»

Ο "ινστρούχτορας" Νίκος Γιούτσος με τη φανέλα της "γιάφκας" του Ολυμπιακού.
Στην «κινδυνολογία που αντικατέστησε την σοβιετολογία» έρχεται να απαντήσει η εφημερίδα «Ελευθερία», μια από τις σημαντικές εφημερίδες του κεντρώου πολιτικού χώρου της εποχής, με άρθρο του συντάκτη της Σπύρου Γιαννάτου, στις 16 Μαρτίου 1965.  Εκεί διαβάζουμε πως είναι αστεία τα κινδυνολογικά δημοσιεύματα του αντιπολιτευόμενου τύπου καθώς ανέκαθεν στην Ελλάδα έρχονταν προπονητές προερχόμενοι από ανατολικές χώρες. Ακόμη και προπολεμικώς, όταν φυσικά οι χώρες αυτές δεν ανήκαν στον «κομμουνιστικό κόσμο». Άλλωστε -σημειώνει ο συντάκτης της «Ελευθερίας»- και στα 1963, όταν την Ελλάδα κυβερνούσε η δεξιά με την Ε.Ρ.Ε., είχαν έρθει πολλοί ανατολικοί προπονητές να εργασθούν στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια 5 Γιουγκοσλάβοι και 3 Ούγγροι. Συνολικά οκτώ, δηλαδή ένας περισσότερος από τους επτά ανατολικούς προπονητές που εργάστηκαν στην Ελλάδα την επόμενη χρονιά, επί κυβερνήσεως Ένωσης Κέντρου. Γιατί, αναρωτιέται η εφημερίδα, «κινδυνεύει ο ελληνικός αθλητισμός σήμερα και δεν κινδύνευε επί ΕΡΕ;».  Επίσης ανατρέπεται η άποψη πως διεξάγονται πολλοί φιλικοί διεθνείς αγώνες με ομάδες από χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού κι αυτό γιατί οι ελληνικές ομάδες έχουν αγωνισθεί περισσότερες φορές με δυτικές, παρά με ανατολικές ομάδες, παρ’ ότι οι ανατολικές βρίσκονται εγγύτερα στην χώρα μας και άρα τα έξοδα μετάκλησης ή ταξιδιού για αγώνες είναι αισθητά χαμηλότερα. Ακλόνητο επιχείρημα αν σκεφτεί κανείς πως το σημαντικότερο εμπόδιο για διεθνείς αγώνες εκείνη την εποχή ήταν το κόστος μετακίνησης.
Η «Ελευθερία» επισημαίνει επίσης πως καθόλου δεν έχουν περάσει οι αθλητικές ομοσπονδίες στα χέρια κομμουνιστών ή «συνοδοιπόρων» καθώς πολλές από αυτές διοικούνται από προβεβλημένα στελέχη της δεξιάς παράταξης. Τρανό παράδειγμα η ομοσπονδία της κολύμβησης στην οποία προεδρεύει ο σημαίνων παράγοντας της δεξιάς ναύαρχος Τούμπας. Για τον Ολυμπιακό τέλος παρατηρεί πως είναι δύσκολο να μεταβληθεί σε γιάφκα με πρόεδρο τον πρώην υπουργό και νυν βουλευτή της ΕΡΕ Ανδριανόπουλο.
Τελικά λέτε να μην ήταν «ινστρούχτορας» ο Γιούτσος;

Η "Λαϊκή Ολυμπιάδα" που δεν έγινε ποτέ.


Οι «Εργατικές Ολυμπιάδες» γεννήθηκαν από την αντίθεση της ευρωπαϊκής -κυρίως - αριστεράς στους παραδοσιακούς ολυμπιακούς αγώνες και στα αριστοκρατικά, αλλά και εμπορευματικά χαρακτηριστικά που ξεκάθαρα πια άρχισε να προσλαμβάνει το αθλητικό φαινόμενο μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Προκαθορισμένος σκοπός των «Εργατικών Ολυμπιάδων» ήταν η προώθηση του αθλητισμού σαν δικαίωμα της εργατικής τάξης που αποσκοπεί στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των λαϊκών στρωμάτων, που προωθεί το διεθνιστικό πνεύμα και την εργατική αλληλεγγύη ανάμεσα στους προλετάριους όλων των χωρών. Είναι χαρακτηριστικό πως στις Εργατικές Ολυμπιάδες δεν αναρτούσαν σημαίες εθνικών κρατών , αλλά μόνο μία κόκκινη σημαία που συμβόλιζε το παγκόσμιο εργατικό κίνημα.
Στην εποχή του Μεσοπολέμου αναπτύχθηκαν δύο μεγάλες διεθνείς εργατικές αθλητικές ομοσπονδίες. Η Σοσιαλιστική Εργατική Αθλητική Διεθνής («SASI» από τα αρχικά του τίτλου της στα γερμανικά: Sozialistische Arbeiter Sport Internationale) και η Διεθνής Ομοσπονδία των Ερυθρών Αθλητικών και Γυμναστικών Ενώσεων (International Association of Red Sports and Gymnastics Associations) πιο γνωστή ως Ερυθρά Αθλητική Διεθνής ή RSI ή Sportintern. Οι συζητήσεις για τη δημιουργία της πρώτης είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1913, αλλά τελικώς ιδρύθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα 1919. Στην αρχή συμμετείχαν όλες οι εργατικές αθλητικές ενώσεις και ομοσπονδίες, αλλά σύντομα η SASI κατέληξε να πρόσκειται στην σοσιαλδημοκρατική Β’ Διεθνή, ενώ κάποιες εργατικές αθλητικές ομοσπονδίες αποχώρησαν και σχημάτισαν στα 1921 την Sportintern που εξέφρασε την Γ’ Διεθνή και την Σοβιετική Ένωση.
Πιστές στην «παράδοση» της αριστεράς οι δύο εργατικές αθλητικές ομοσπονδίες διατήρησαν σημαντική αντιπαλότητα μεταξύ τους. Παρά ταύτα η SASI κατάφερε να διοργανώσει με εξαιρετική επιτυχία πέντε Διεθνείς Εργατικές Ολυμπιάδες, τρεις θερινές (1925, 1931, 1937) και δύο χειμερινές (1925, 1931). Εντυπωσιακό είναι μάλιστα το γεγονός πως η δεύτερη θερινή και η δεύτερη χειμερινή Ολυμπιάδα της SASI στα 1931 (σε Βιέννη και Μίρτσουσλαγκ της Αυστρίας αντίστοιχα) είχαν πολύ περισσότερες συμμετοχές από τους θερινούς και τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1932 που διοργάνωσε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή στο Λος Άντζελες και στο Λέικ Πλάσιντ των Η.Π.Α.
Η Sportintern από τη μεριά της διοργάνωνε κι εκείνη αγώνες ίδιου διαμετρήματος. Τους ονόμαζε «Σπαρτακιάδες» και έγραψαν σπουδαία ιστορία που συνεχίστηκε και μεταπολεμικά. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την ποδοσφαιρική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, που προφανώς ήταν προσκείμενη στην Γ’ Διεθνή και άρα στην Sportintern να συμμετάσχει και να κερδίσει στους αγώνες της 3ης Εργατικής Ολυμπιάδας της SASI, στην Αμβέρσα στα 1937.

Στα 1936 επρόκειτο να γίνουν οι «επίσημοι» ολυμπιακοί αγώνες της Δ.Ο.Ε. στο Βερολίνο. Η αλήθεια είναι πως οι αγώνες είχαν ανατεθεί στην Γερμανία πολύ πριν την άνοδο στην εξουσία των ναζιστών. Όμως η νέα πολιτική κατάσταση στη χώρα είχε θορυβήσει την παγκόσμια κοινότητα και - προφανώς - την αριστερά και τα συνδικάτα. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ζήτησε κάποιες εγγυήσεις από τον Χίτλερ, που αφορούσαν κυρίως στην χωρίς διακρίσεις συμμετοχή όλων στους αγώνες και εκείνος φυσικά έσπευσε να διαβεβαιώσει για τις αγνές προθέσεις του. Παρά ταύτα κατάφερε με διάφορες μεθοδεύσεις να μην συμμετέχει ούτε ένας αθλητής ή αθλήτρια εβραϊκής καταγωγής στην πολυπληθέστατη γερμανική ολυμπιακή ομάδα.
Όπως και νά ‘χει πάντως το εργατικό κίνημα αποφάσισε να οργανώσει μια «αντιολυμπιάδα» στην οποία δήλωσε συμμετοχή και η SASI και οι εθνικές εργατικές αθλητικές ομοσπονδίες που ανήκαν στη δύναμή της, αλλά και πολλές από τις αθλητικές εργατικές ομοσπονδίες που ανήκαν στην Ερυθρά Αθλητική Διεθνή, δηλαδή την Sportintern. Ιδανικότερη πόλη για την τέλεση της «Λαϊκής Ολυμπιάδας» όπως ονομάστηκε, ιδανικό «αντιΒερολίνο» δεν μπορούσε να είναι άλλο από τη Βαρκελώνη του κυβερνώντος Λαϊκού Μετώπου. Άλλωστε η νεοεκλεγμένη ισπανική δημοκρατική κυβέρνηση, είχε αποφασίσει να μποϋκοτάρει τους αγώνες του Βερολίνου.
Για τους αγώνες έφτασαν στη Βαρκελώνη περισσότεροι από 6000 αθλητές από πολλές χώρες της Ευρώπης, από τις Η.Π.Α., από τη Λατινική Αμερική, την Αλγερία, αλλά και εξόριστοι αθλητές εργάτες και συνδικαλιστές από τη Γερμανία (άλλωστε η Γερμανική Εργατική Αθλητική Ομοσπονδία ήταν η μεγαλύτερη από τις ομοσπονδίες της SASI) και την Ιταλία. Υπήρχαν επίσης αθλητές από συνδικάτα της Γαλικίας, της Καταλωνίας, της Χώρας των Βάσκων, της Αλσατίας και άλλων «αλύτρωτων» περιοχών της Ευρώπης. Εκτός από τα κλασικά ολυμπιακά αθλήματα , όπως ο στίβος, η γυμναστική, η ποδηλασία, το ποδόσφαιρο, η κολύμβηση κ.λπ. ήταν προγραμματισμένοι και αγώνες σκάκι, καθώς και αγώνες θεάτρου, μουσικής και λαϊκών χορών. Ημερομηνία έναρξης της Λαϊκής Ολυμπιάδας είχε προγραμματιστεί να είναι η 22 Ιουλίου του 1936. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 17 Ιουλίου, θα ξεσπάσει ο Ισπανικός Εμφύλιος και οι αγώνες θα ματαιωθούν. Από τους αθλητές που βρέθηκαν στη Βαρκελώνη για τους αγώνες, κοντά δύο χιλιάδες δεν θα φύγουν από την Ισπανία, αλλά θα μείνουν να πολεμήσουν στο πλευρό των δημοκρατικών από τις γραμμές των Διεθνών Ταξιαρχιών. Περισσότεροι από 300 θα θυσιαστούν στον αγώνα.





Περί εισβολών εντός του αγωνιστικού χώρου και άλλων παρεμφερών δαιμονίων.

Το ποδόσφαιρο είναι αρένα.Παιδί της βιομηχανικής επανάστασης και του καπιταλισμού. Βαλβίδα ασφαλείας του συστήματος. Πάντα έτσι ήταν. Ο Εγγλέζος βιομηχανικός εργάτης που είχε παρατήσει το χωριό του για να δουλέψει στο εργαστάσιο της πόλης, έπαιζε μπάλα κάθε Κυριακή για να εκτονώσει την ανάγκη του για επαφή με το χώμα, με τη γη που είχε χάσει. Ο χιλιανός οπαδός μόνο στο γήπεδο μπορούσε να φωνάξει και μόνο εκεί να βρεθεί με άλλους μαζί. Γιατί η ομάδα είναι ένταξη, συλλογικότητα και ταυτότητα. Γύρω από αυτά χτίζεται ένας ουρανοξύστης κερδών για πολλούς από τους εμπλεκόμενους στο χώρο. Πόσες πιθανότητες έχει ένας έφηβος στην σημερινή ελληνική κοινωνία (αλλά και έξω από αυτή σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες) να μην πορωθεί με την ομάδα του; Ελάχιστες. Στην πραγματικότητα αν δεν το κάνει θα μείνει στην άκρη της παρέας και θα θεωρείται "παράξενος". Πόσο χρήμα θα καταναλώσει ο έφηβος για την ομάδα και εξ αιτίας της ομάδας. Κυρίως μάλιστα το δεύτερο: εξ αιτίας της ομάδας. Όσο πιο "άρρωστος" είναι τόσο πιο πολύ χρήμα.

Παρακάτω: Ελλάδα=κοινωνία σε κρίση. Σφοδρή κρίση. Η βαλβίδα ασφαλείας που λέγαμε. Ε, όσο πιο μεγάλη κρίση, τόσο πιο συχνά θ' ανοίγει η βαλβίδα. Τόσο πιο συχνά θα μπουκάρουν στο γήπεδο. Μήπως μόνο εκεί άραγε θέλουν να μπουκάρουν; Για άστους ελεύθερους να δεις αν θα μείνει όρθιο πεζοδρόμιο.

Ακόμα παρακάτω: Το ποδόσφαιρο είναι το ομορφότερο παιχνίδι. Για να παίζεις. Όχι όμως στην Ελλάδα.Εδώ είσαι στην περιφέρεια του καπιταλισμού με τα ειδικά τοπικά σου σύνδρομα. Είσαι θεατής. Εδώ είσαι στην κυριαρχία της εικόνας. Παθητικός μέχρι τελικής. Δεν παίζεις ποδόσφαιρο, βλέπεις. Όπως βλέπεις στα κανάλια να χορεύουν, αλλά δεν χορεύεις ή να μαγειρεύουν, αλλά παραγγέλνεις ντιλίβερι. Ελλειπής και ημιμαθής, αγόμενος και φερόμενος.Ζυμάρι πού 'λεγε κι ο Μακρυγιάννης.