Σαν σήμερα δολοφονήθηκε από το εμφυλιακό καθεστώς ο Νίκος Γόδας.

Σαν σήμερα πριν 64 χρόνια δολοφονήθηκε στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας ο Νίκος Γόδας. Λοχαγός του ΕΛΑΣ Πειραιά, πρωταγωνιστής σε όλες τις σημαντικές μάχες της Εθνικής Αντίστασης στην ευρύτερη περιοχή, στην περίφημη μάχη της Ηλεκτρικής και σ΄εκείνη της Ανάστασης. Κοκκινιώτης με μικρασιατική καταγωγή, σπουδαίο δεξί χαφ του Ολυμπιακού στα χρόνια της κατοχής. Τελευταία του επιθυμία να φορά τη στιγμή της εκτέλεσής του την ερυθρόλευκη φανέλα. Έτσι κι έγινε. Ο Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς τιμά σήμερα τη μνήμη του. Εδώ η σχετική ανακοίνωση:

"Ο Ολυμπιακός Σ.Φ.Π. τιμά σήμερα τη μνήμη του Νίκου Γόδα, του ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού ο οποίος στις 19 Νοεμβρίου 1948 εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα όπως ήταν η τελευταία του επιθυμία.
Ο Νίκος Γόδας πολέμησε τους Γερμανούς κατακτητές στην Ηλεκτρική και στην Ανάσταση στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά, στο Πέραμα με θάρρος και αυταπάρνηση.
Με ακόμη μεγαλύτερο θάρρος και με ολυμπιακή υπερηφάνεια αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα και τον θάνατο, υποχρεώνοντας ακόμη και τους εχθρούς του να υποκλιθούν στο μεγαλείο του.
Μία ιστορική στιγμή με τόσους συμβολισμούς, δύναμη και πίστη σε μεγάλα ιδανικά.

Ολυμπιακός Σ.Φ.Π."


Εδώ ένα ενδιαφέρον σύντομο αφιέρωμα στον Νίκο, από το "Ερυθρόλευκο Μετερίζι" του Γιώργου Κεντρωτή. 

Carlo Airoldi, από το Milano στην Αθήνα με τα πόδια...

Ο Carlo Airoldi έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του αθλητή της εποχής του. Μιας εποχής που ο αθλητισμός αντιμετωπίζεται περισσότερο σα λαϊκό θέαμα και οι αθλητές δείχνουν τις ικανότητές τους σε τοπικά πανηγύρια και γιορτές, όπως οι πλανόδιοι σαλτιμπάγκοι, οι θεατρίνοι και οι μουσικοί. Που  η εξειδίκευση σε πολλά γνωστικά αντικείμενα και ανθρώπινες δραστηριότητες είναι ακόμη περιορισμένη και που στον αθλητισμό παραμένει άγνωστη, καθώς ο ίδιος αθλητής μπορεί να καταπιάνεται με μια σειρά από διαφορετικά σπορ και αγωνίσματα, άλλοτε συναφή μεταξύ τους όπως οι δρόμοι μεγάλων αποστάσεων και η ποδηλασία, άλλοτε πάλι εντελώς ξεχωριστά και με διαφορετικές αθλητικές απαιτήσεις, όπως η πάλη ή η άρση βαρών και οι δρόμοι αντοχής. Αυτά άλλωστε ήταν τα αθλήματα- λαϊκά θεάματα με τα οποία είχε ασχοληθεί κι ο Carlo Airoldi που γεννήθηκε στα 1869 στο Origgio του Varese, λίγο βορειότερα από το Μιλάνο στην όμορφη περιοχή των λιμνών της Βόρειας Ιταλίας, κοντά στα ιταλοελβετικά σύνορα.

Ως δρομέας και ποδηλάτης συμμετείχε σε μια σειρά από αγώνες με εξαιρετικά αποτελέσματα, συγκεντρώνοντας 108 πρώτες νίκες. Κορυφαία του στιγμή όμως θεωρείται η επικράτησή του στον υπερμαραθώνιο Τορίνο - Μασσαλία - Βαρκελώνη, έναν αγώνα δώδεκα σταθμών που διεξήχθη στα 1895 και σε συνολική απόσταση 1050 χιλιομέτρων. Στην εκκίνηση βρέθηκαν τριάντα αθλητές, αλλά στο τέλος  τερμάτισαν μόλις δύο. Ο μαρσεγιέζος Louis Orteque και ο Carlo Airoldi, με τη διαφορά ότι τον πρώτο τον κουβαλούσε στους ώμους του ο δεύτερος, καθώς ο Γάλλος λίγο πριν από τον τερματισμό έπεσε εξαντλημένος στο δρόμο. Όταν ο Airoldi είδε τι είχε συμβεί, γύρισε πίσω, φορτώθηκε τον Orteque στην πλάτη του και τερμάτισε φωνάζοντας στους κριτές του αγώνα πως ο ίδιος είναι πρώτος κι ο Γάλλος συναθλητής του δεύτερος.  Από εκείνον τον αγώνα ο Airoldi κέρδισε ένα αναμνηστικό κύπελλο και το μάλλον ευτελές ποσό των δύο χιλιάδων πεσετών.

Την επόμενη χρονιά, στα 1896, θα θελήσει να τρέξει στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Στον Μαραθώνιο φυσικά. Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο απλό. Τα έξοδα για το ταξίδι στην Ελλάδα πολλά και δύσκολα μπορεί κάποιος να τα καλύψει. Ούτε καν ένας καταξιωμένος αθλητής όπως αυτός. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι περισσότερες από τις ξένες αποστολές στους αγώνες, όπως η βρετανική, η γαλλική ή η αμερικάνική αποτελούνται από «πλουσιόπαιδα» της εποχής. Μιας εποχής εξ άλλου που ο αθλητισμός έχει ακόμη σαφώς ελιτίστικα - σχεδόν αριστοκρατικά- χαρακτηριστικά.

Η λύση βρίσκεται στη συνεργασία του Carlo με μια τοπική εφημερίδα του Milano η οποία προσφέρεται να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του στην Αθήνα. Η χρηματοδότηση βεβαίως είναι τόσο μικρή που δεν του επιτρέπει να ταξιδέψει προς την Ελλάδα παρά μόνο με τα ...πόδια. Σε αντάλλαγμα ο Airoldi θα στείλει στην εφημερίδα μια σειρά ανταποκρίσεις από τον δρόμο.

Ξεκίνησε στις 23 Φεβρουαρίου από το Milano για να βρεθεί στις 9 Μαρτίου στο Σπλιτ βαδίζοντας κατά μέσο όρο 60 με 90 χιλιόμετρα κάθε μέρα. Στο Σπλιτ συμμετέχει σε έναν αγώνα γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης, αντιμετωπίζοντας τον τοπικό πρωταθλητή. Κερδίζει, αλλά οι Κροάτες που είχαν στοιχηματίσει υπέρ του πρωταθλητή τους τον απειλούν με μαχαίρι και έτσι όχι μόνο αναγκάζεται να επιστρέψει το κερδισμένο στοίχημα, αλλά του κλέβουν και τις προμήθειες του σε τρόφιμα για το ταξίδι. Συνεχίζει να βαδίζει την δαλματική ακτή προς τα νότια, αλλά όταν φτάνει κοντά στα αλβανικά βουνά τον συμβουλεύουν να μην δοκιμάσει να τα διασχίσει πεζός, καθώς βρίθουν από ομάδες ληστών. Έτσι θα βρεθεί σε ένα πλοίο και λίγες μέρες μετά θα αποβιβαστεί στην Πάτρα. Από εκεί περπατώντας πάνω στην σιδηροδρομική γραμμή, καθώς άλλος δρόμος τότε δεν υπήρχε, φτάνει στην Αθήνα στις 2 Απριλίου, ακριβώς 39 μέρες αφότου ξεκίνησε από το Milano.

Στην Αθήνα όμως θα διαλυθούν σε μια στιγμή όλα του τα όνειρα, καθώς όταν εμφανίζεται για να δηλώσει συμμετοχή στον Μαραθώνιο, τον πληροφορούν ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι είχε βραβευθεί με χρηματικό έπαθλο (αυτές τις ασήμαντες δύο χιλιάδες πεσέτες) για τη νίκη του στο Τορίνο-Βαρκελώνη. Μάλιστα λέγεται πως υπήρξε ένας Ιταλός, μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, που έθεσε το θέμα. Στον Carlo Airoldi όλο αυτό φαίνεται απολύτως παράδοξο. Τη μέρα του αγώνα πηγαίνει στον Μαραθώνα και εκκινεί κανονικά μαζί με τους υπόλοιπους. Η παρουσία του όμως γίνεται αντιληπτή, συλλαμβάνεται και κρατείται μία μέρα για να μην δημιουργήσει άλλα προβλήματα στους διοργανωτές. Όταν τον αφήνουν ελεύθερο συνεχίζει να απορεί πως είναι δυνατόν να προσάπτουν σ’ εκείνον επαγγελματισμό και να μην απασχολεί καθόλου την Επιτροπή ότι ο Σπύρος Λούης, νικητής εκείνου του αγώνα, γέμισε με δώρα (συμβολικά, ηθικά, αλλά και απολύτως υλικά) από πολλούς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς του ελληνικού κράτους.

Για την περίπτωση του Carlo Airoldi έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις. Οι περισσότερες από αυτές, ειδικώς εκείνες που προέρχονται από ιταλούς μελετητές, συγκλίνουν στην άποψη πως η κατηγορία για επαγγελματισμό υπήρξε απλή πρόφαση με σκοπό να αποκλειστεί ο αθλητής που ήταν κατά τεκμήριο ο επικρατέστερος για την νίκη και έτσι να ευνοηθεί κάποιος έλληνας αθλητής. Σε ένα άθλημα μάλιστα που οι Έλληνες για ιστορικούς λόγους θεωρούσαν δική τους υπόθεση και που σίγουρα είχε αυξημένο ειδικό βάρος γι αυτούς.  Κάποιοι αναφέρονται ειδικά στον Σπύρο Λούη και συνδυάζουν τον αποκλεισμό του Carlo Airoldi με άλλα συμβάντα που διευκόλυναν τη συμμετοχή του Λούη στον Μαραθώνιο ή και με κατηγορίες για ανέντιμο αγώνα από πλευράς του μαρουσιώτη που άμεσα ή έμμεσα διατύπωσαν κάποιοι συναθλητές του στον αγώνα, μεταξύ αυτών μάλιστα και ο δεύτερος εκείνης της μέρας, ο Χαρίλαος Βασιλάκος.

Όπως και νά ‘χει οι Α’ Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896, τέλειωσαν για τον Carlo Airoldi πριν καλά- καλά αρχίσουν. Λίγες μέρες μετά ξεκίνησε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Με τα πόδια φυσικά...

Κολυμπώντας στο "Κανάλι". Ο θρύλος του Ιάσωνα Ζηργάνου.


Το έτος 1909 είναι περασμένο στα χρονικά ως η χρονιά που συνέβη το κίνημα του Γουδή και άλλαξε τη ροή της νεοελληνικής ιστορίας. Τον ίδιο χρόνο όμως γεννήθηκε στο Βόλο και ο άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία της κολύμβησης στην Ελλάδα.

Ο Ιάσωνας Ζηργάνος ήταν ένα δραστήριο και κινητικό παιδί που, όπως πολλά παιδιά της εποχής του, εκμεταλλευόταν τον φυσικό στίβο του περιβάλλοντος για να αθληθεί. Σε μια εποχή που οι αθλητικές υποδομές  στην Ελλάδα είναι μάλλον λίγες (στην ουσία ό,τι είχε απομείνει από τους Ολυμπιακούς του 1896 και τη Μεσολυμπιαδα του 1906) και αφορούν κυρίως τα αγωνίσματα του στίβου, τα παιδιά και οι έφηβοι ανακαλύπτουν τους δικούς τους προνομιακούς χώρους άθλησης στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον και στα προσφερόμενα από αυτό υλικά. Δυο κλαδιά ή δυο πέτρες αντικαθιστούν τα δοκάρια για να στηθεί ένα ποδοσφαιρικό τέρμα,  μια μάντρα μετατρέπεται εύκολα σε πεδίο αναρρίχησης, η θάλασσα, μια λίμνη, ένα ποτάμι, καμμιά φορά ακόμη κι ένα αρδευτικό κανάλι αντικαθιστούν εύκολα το ανύπαρκτο κολυμβητήριο. Ιδιαιτέρως εκεί λοιπόν, στην κολύμβηση στον Παγασητικό, θα ξεχωρίσει ο Ζηργάνος από τους συνομίληκούς του. Για την ταχύτητα, αλλά κυρίως για τις αντοχές του, που του επιτρέπουν να κολυμπά αισθητά μεγάλες αποστάσεις όπως το πέρασμα από την ηπειρωτική ακτή της Μαγνησίας στο νησάκι Τρίκερι ή ακόμα και από το Τρίκερι ως τη Σκιάθο.

Ο χαρακτήρας του Βόλου πάντως στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα είναι αρκετά αστικός και τα αθλητικά μέσα δεν λείπουν εντελώς. Έτσι ο Ζηργάνος, ένα από τα δέκα παιδιά της οικογένειάς του, θα ασχοληθεί με ιδιαίτερη επιτυχία και με άλλα σπορ. Άλλωστε είμαστε στην εποχή που ο αθλητισμός δεν παρουσιάζει τη σημερινή έντονη εξιδίκευση. Ακόμα τότε ο αθλητής είναι πρώτιστα αθλητής και όχι ειδικευμένος αποκλειστικά σε ένα άθλημα ή ένα μεμονομένο αγώνισμα. Δεν είναι σπάνιο κάποιος να κάνει πρωταθλητισμό στον στίβο, στη σκοποβολή και στην άρση βαρών ταυτόχρονα, άλλος να πρωταγωνιστεί σαν ποδοσφαιριστής και την ίδια στιγμή να ρίχνει ακόντιο ή να τρέχει μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις, κάποιος να κερδίζει πρωταθλήματα στην ποδηλασία και να διακρίνεται και στο ξίφος ασκήσεως επίσης. Στο πνεύμα αυτό κι ο Ιάσωνας θα διακριθεί σε μια σειρά από αθλήματα όπως στον ακοντισμό στις καταδύσεις από τον παλιό φάρο του Βόλου που χρησιμοποιούσαν ως αυτοσχέδιο βατήρα, στην ορειβασία, στην ιππασία, στην πυγμαχία και στο μονόζυγο, στην ξιφασκία, στους δρόμους ημιαντοχής, ειδικότερα στα 1500 μ., στην πάλη.

Στα 1933 θα αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο πόλεμος θα τον βρει λοχαγό στο μέτωπο, όπου θα τιμηθεί με τέσσερα παράσημα για τη δράση του. Ακόμα όμως και στις ακραίες συνθήκες του αλβανικού μετώπου βρίσκει χρόνο να προπονηθεί, βουτώντας στα παγωμένα νερά των ποταμών της Πίνδου. Από τότε εκδηλώνει την επιθυμία του να παραγματοποιήσει κολυμπώντας τον διάπλου της Μάγχης, του Αγγλικού Καναλιού ή απλώς του "Καναλιού" όπως συνήθιζαν να το ονομάζουν οι παλιοί ναυτικοί, που αποτελούσε ανέκαθεν το απόλυτο φετίχ για του κολυμβητές μεγάλων αποστάσεων. Εμπιστεύεται την επιθυμία του αυτή και στον Γρηγόρη Λαμπράκη, που τότε δεν έχει γίνει ακόμη ο θρύλος του παγκόσμιου κινήματος ειρήνης, αλλά είναι σημαίνων αθλητής της εποχής και σπουδαίος γιατρός. Στις δεκαετίες του '40 και του '50 οι δύο τους βρίσκονται πολύ συχνά και συζητούν προσπαθώντας να βρουν τρόπους για να εμπλέξουν στον αθλητισμό την ελληνική νεολαία.

Ακολουθώντας τη στρατιωτική καριέρα που συνεπάγεται πολλές μεταθέσεις θα κολυμπήσει σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας. Οι διαδρομές του στον Αώο ποταμό ή από το Έντεμ στην Καστέλλα σε καθημερινή βάση, τα περάσματα Καβάλα-Θάσος, Αίγινα- Παλιό Φάληρο, Ζάκυνθος-Κυλλήνη, Πάτρα-Κρυονέρι, Τήνος-Σύρος, Ντία-Ηράκλειο Κρήτης, Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα και Λουτράκι-Κόρινθος αποτελούν γι αυτόν καλές προπονήσεις και μεγάλα αθλητικά γεγονότα για τους φιλάθλους και για τους τυχερούς συναθλητές του που κολυμπούν μαζί του (και αρκετά πίσω του προσπαθώντας να τον φτάσουν...). Χαρακτηριστική των συνθηκών της εποχής είναι η αφήγηση ενός νεαρού τότε κρητικού που στη διαδρομή Ντία-Ενετικό Λιμάνι Ηρακλείου βρισκόταν μέσα σε μια βάρκα φορτωμένη με εκατό πιάτα κουζίνας, εντεταλμένος να τα πετάξει ένα-ένα στη θάλασσα σε περίπτωση που κάποιος καρχαρίας απειλούσε τους κολυμβητές. Καθώς τα πιάτα θα βυθίζονταν στο νερό θα αποσπούσαν με τη γυαλάδα τους την προσοχή του κήτους και έτσι δεν θα κινδύνευαν οι κολυμβητές...

Τελικώς στα 1949, στα σαράντα του χρόνια, όντας πια ταγματάρχης, θα καταφέρει για πρώτη φορά να διαπλεύσει τη Μάγχη. Του χρειάστηκαν κάτι περισσότερο από 16 ώρες συνεχούς κολύμβησης. Το κατόρθωμα θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα και θα ενθουσιάσει τον κόσμο. Πρόκειται πραγματικά για σπουδαίο αθλητικό επίτευγμα καθώς είναι ένας από τους ελάχιστους κολυμβητές (μόλις τέσσερις) που το έχουν καταφέρει μέχρι τότε. Ενδεχομένως όμως να μην είναι ο πρώτος έλληνας που πραγματοποίησε τον άθλο. Στα 1930 αναφέρουν μερικές ανεπίσημες πηγές ότι το ίδιο είχε κάνει και ο Μανώλης Βελισσαρίου, ένας σαμιώτης ναύτης του -τότε- "Βασιλικού Ναυτικού". Όπως και να έχει πάντως ο Ζηργάνος με τη Μάγχη πέρασε και στον χώρο του θρύλου καθώς καταγράφηκε στην ελληνική συλλογική μνήμη δίπλα σε τεράστιες μορφές του ελληνικού αθλητισμού.

Τη Μάγχη θα την περάσει άλλες τέσσερις συνολικά φορές, στα 1950, '51, '54 και '59. Τη δεύτερη φορά μάλιστα, στα 1950, θα το κάνει στα πλαίσια του αγώνα διάπλου του "Καναλιού" που είχε προκηρύξει η αγγλική εφημερίδα "Ντέιλι Μίρορ". Θα τερματίσει στην έκτη θέση με χρόνο λίγο πάνω από τις 14 ώρες, δηλαδή βελτιωμένο κατά δύο και πλέον ώρες σε σχέση με τον πρώτο διάπλου ένα χρόνο νωρίτερα. Σ΄αυτόν τον αγώνα συμμετείχε και ένας άλλος έλληνας που προπονείτο μαζί με τον Ζηργάνο, ο Καμπέρος, ο οποίος όμως δυστυχώς δεν θα καταφέρει να τερματίσει καθώς δέχτηκε επίθεση από καρχαρίες και ως φαίνεται οι διοργανωτές δεν είχαν προβλέψει να εφοδιαστούν με πιάτα...  Οι επιδόσεις πάντως του Ιάσωνα θα συνεχίσουν να βελτιώνονται και στις δύο επόμενες προσπαθειές του, το 1951 και το 1954.

Για να αφοσιωθεί συστηματικά στις προπονήσεις του αποφασίζει να παραιτηθεί απ' τον στρατό όπου οι συνεχείς μεταθέσεις δεν διευκολύνουν το πρόγραμμά του, καθώς τον φέρνουν συχνά σε περιοχές που απέχουν χιλιόμετρα από τη θάλασσα και σε χρόνια που κολυμβητήρια δεν υπήρχαν στην Ελλάδα.

Σε κατάδυση από τον παλιό Φάρο του Βόλου
Η παραίτηση απ' το στράτευμα βέβαια δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Θα χρειαστεί για να την πετύχει, να εφαρμόσει την πιο συνηθισμένη τότε πρακτική που δεν ήταν άλλη από την κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές, καθώς μόνο με αυτό τον τρόπο γινόταν αποδεκτή η παραίτηση ενός αξιωματικού καριέρας που δεν είχε συμπληρώσει τα απαιτούμενα χρόνια υπηρεσίας. Έτσι είναι υποψήφιος στις εκλογές του 1950, που αποτελούν μια ειδική περίπτωση μέσα στο πανόραμα των δεκάδων εκλογικών αναμετρήσεων του 20 αιώνα στην Ελλάδα, γιατί σ' αυτές συμμετείχαν πολλά κόμματα που κανενα δεν κατάφερε να περάσει σε ποσοστά το 20%. Ο Ζηργάνος κατήλθε με έναν πολύ μικρό συνασπισμό κομμάτων, την Ε.Π.Ε.Λ. (Εθνική Παράταξη Εργαζόμενου Λαού). Απροσδιόριστος ιδεολογικά σχηματισμός που κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα από τις παρυφές της αριστεράς έως τη λαϊκή δεξιά, δεν πέτυχε παρά το πενιχρό 1,59% χωρίς βεβαίως να εκλέξει κάποιον βουλευτή και αμέσως μετά τις εκλογές εξαϋλώθηκε οριστικά. Πάντως ο Ζηργάνος μετά την αποστρατεία του πραγματικά εκτοξεύεται σαν κολυμβητής και εκτός από τους διάπλους της Μάγχης θα επιτύχει και άλλα απίθανα για το αθλητικό επίπεδο της εποχής στην Ελλάδα και μάλιστα χωρίς καμμιά ουσιαστική βοήθεια από κανέναν άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα πλην του εαυτού του. Θα διαπλεύσει δύο φορές τον Βόσπορο, τον Νείλο επίσης δύο φορές, θα κάνει άλλες δύο φορές τον περίπλου του νησιού του Μαγχάταν στη Νέα Υόρκη και θα διασχίσει τα 23 μίλια του Ειρηνικού Ωκεανού που χωρίζουν το νησί Σάντα Καταλίνα από το Λονγκ Μπίτς της Νότιας Καλιφόρνια, θα κολυμπήσει από το Κάπρι στη Νάπολι και στις λίμνες Οντάριο του Καναδά και Γουίντερμερ της Σκωτίας.

Ο Ζηργάνος είχε πάθος με τον αθλητισμό, ειδικά με τον ναυταθλητισμό. Αυτό τον έκανε να εκδώσει και μια εφημερίδα για τα θαλάσσια αθλήματα, ενώ στο βιβλίο του "Πως πέρασα την Μάγχην" περιγράφει το χρονικό της προετοιμασίας και του πρώτου διάπλου της Μάγχης στα 1949. Δέκα χρόνια μετά από εκείνον θα πραγματοποιήσει το πέμπτο πέρασμα του "Καναλιού" και στη συνέχεια θα επιχειρήσει ένα ακόμα πιο προκλητικό στόχο: να διασχίσει το Κανάλι της Ιρλανδίας ή Βόρειο Κανάλι όπως το λένε σήμερα, από το Ντονάχαντι της Βόρειας Ιρλανδίας ως το Πορτ Πάτρικ της Σκωτίας. Το κάνει στις 27 Σεπτεμβρίου του 1959. Φτάνει σχεδόν στο ένα μόλις μίλι από τη σκωτσέζικη ακτή όταν η παλίρροια τον τραβά πάλι πίσω όπου και χάνει τις αισθήσεις του από τον συνδιασμό κόπωσης και κρύου. Όταν τον ανασύρουν ο γιατρός του κάνει καρδιακές μαλάξεις με το μόνο διαθέσιμο εκείνη τη στιγμή μέσο, έναν απλό σουγιά. Ο Ιάσωνας ζητά ένα ζεστό τσάι, πίνει λίγο και αμέσως μετά πεθαίνει.







Με αφορμή τα γεγονότα της Αιγύπτου. Ποδόσφαιρο και βία.

Δυστυχώς πρέπει να δεχτούμε το προφανές: Οι κοινωνίες των χωρών του Μαγκρέμπ, αλλά και πολλές άλλες αραβικές κοινωνίες, είναι ιδιαιτέρως βίαιες. Η βιαιότητα αυτή δεν είναι βεβαίως φυλετικό ιδίωμα, αλλα έχει τις ρίζες της στις συνθήκες της οικονομικής και συνακόλουθα κοινωνικής υπανάπτυξης που βιώνουν οι αραβικοί πληθυσμοί εδώ και δεκαετίες.




Μπορεί οι αριθμοί να είναι σοκαριστικοί, 74 νεκροί και άπειροι τραυματίες μετά από συμπλοκή στο τέλος του αγώνα ανάμεσα στην Αλ Μασρί και την Αλ Αχλί, στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, αλλά δεν είναι καθόλου παράξενο που η περιρρέουσα βία της κοινωνίας ξεσπάει στο ποδόσφαιρο. Γιατί το ποδόσφαιρο διατηρεί τρία χαρακτηριστικά που το καθιστούν μια από τις ελάχιστες ανθρώπινες εκδηλώσεις τόσο πρόσφορες για την έκρηξη των παθών. Το ποδόσφαιρο είναι συναγωνιστικό, όπως όλα τα σπορ, μαζικό, όπως πολλές άλλες σύγχρονες δραστηριοτητες και με έντονες κοινωνικές αναφορές. Κι η ορειβασία είναι συναγωνιστική, αλλά δεν είναι μαζική και δεν περιβάλλει κοινωνικές αντιπαλότητες. Μια συναυλία μπορεί να είναι μαζική και με έντονες κοινωνικές αναφορές, αλλά δεν είναι ανταγωνιστική, μια διαδήλωση είναι κατά κανόνα ανταγωνιστική και εξ ορισμού κοινωνικά συνδεδεμένη, όταν γίνει και μαζική, πολύ μαζική, λέγεται πια επανάσταση. Κι η επανάσταση είναι το πεδίο που ξεσπά πάντα η βία (αν δεν έχει προλάβει να εκτονωθεί στη μπάλα...)

Obdulio Varela, μπάλα και ταξική συνείδηση.

Η Ουρουγουάη είναι ένας από τους λόγους που κάνουν το ποδόσφαιρο δημοφιλές. Δημοφιλές γιατί είναι ένα από τα ελάχιστα πεδία δραστηριοποίησης του ανθρώπου όπου όλοι έχουν ελπίδες διάκρισης. Μια χώρα με πληθυσμό μόλις λίγο πιο πάνω από τα τρία εκατομμύρια ανθρώπους, έχει καταφέρει να κατακτήσει άπειρες φορές τον τίτλο της πρωταθλήτριας Λατινικής Αμερικής και σαν να μην έφτανε αυτό, άλλες δύο φορές στην ιστορία έγινε και παγκόσμια πρωταθλήτρια. Η πρώτη φορά ήταν στα 1930, στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που διοργανώθηκε ποτέ, στην έδρα της. Η δεύτερη, είκοσι χρόνια αργότερα, στα 1950, στην Βραζιλία, νικώντας μάλιστα με 2-1 στον τελευταίο αγώνα της διοργάνωσης την οικοδέσποινα μέσα στο νεόδμητο τότε και κατάμεστο από διακόσιες χιλιάδες βραζιλιάνους, στάδιο Μαρακανά, έναν χώρο που για το ποδόσφαιρο έχει τόση ιερότητα, όση οι Δελφοί για το Ολύμπιο Δωδεκάθεο και η Ιερουσαλήμ για τις θρησκείες της Βίβλου. Μεγάλος προφήτης εκείνης της εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης υπήρξε χωρίς αμφισβήτηση ο Ομντούλιο Βαρέλα.




Ο Ομπντούλιο ήταν κεντρικό χαφ, ύψος 1.78 και 80 κιλά βάρος, ώμοι μάλλον στενοί, φαρδύ μέτωπο και το κεφάλι πάντα ψηλά. Έπαιζε πάνω στον άξονα του γηπέδου, αρκετά μπροστά από τα σέντερ μπακ και έκανε σχεδόν τα πάντα μέσα στο γήπεδο. Μάρκαρε, έκοβε, ανέβαζε την ομάδα, μοίραζε το παιχνίδι, σκόραρε αν χρειαζόταν, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Τον φώναζαν «el negro jefe » που θα πει «ο νέγρος αρχηγός» καθώς είχε σκουρόχρωμα μιγαδικά χαρακτηριστικά δείγμα κάποιας απώτερης αφρικανικής καταγωγής, όπως πολλοί λατινοαμερικάνοι. Η ηγετικές του ικανότητες έλαμψαν στο κρισιμότερο τελευταίο παιχνίδι εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Δεν ήταν τυπικά τελικός, αλλά είχε αξία τελικού καθώς συγκρούονταν η Βραζιλία με την Ουρουγουάη, δηλαδή οι δύο ομάδες που προπορεύονταν στην βαθμολογία. Στην πρώτη αρκούσε μια ισοπαλία για να κατακτήσει το Κύπελλο, η Ουρουγουάη αντίθετα χρειαζόταν οπωσδήποτε τη νίκη. Ο αγώνας έγινε στις 16 Ιουλίου του 1950 και τον παρακολούθησε το μεγαλύτερο πλήθος που ήταν ποτέ παρόν στις κερκίδες ενός γηπέδου. Είχαν εκδοθεί 174 χιλιάδες εισιτήρια που φυσικά εξαντλήθηκαν όλα, αλλά ο ακριβής αριθμός των θεατών υπολογίστηκε σε κάτι παραπάνω από 203 χιλιάδες ανθρώπους. Όλοι τους σχεδόν οπαδοί της Βραζιλίας.

Στον διάδρομο που οδηγούσε από τ΄ αποδυτήρια στον αγωνιστικό χώρο ο Βαρέλα εμψύχωνε τους συμπαίκτες του γι αυτό που πρόκειται να αντικρύσουν μόλις βγουν εκεί έξω: «Μην κοιτάξετε στις κερκίδες, μη σηκώσετε τα μάτια σας ψηλά, το παιχνίδι παίζεται κάτω. Όσοι και να είναι από πάνω σας, να σκέφτεστε ότι είναι μόνο ξύλινα ομοιώματα κι όχι πραγματικό πλήθος. Μέσα στο γήπεδο θα είμαστε έντεκα εμείς κι έντεκα αυτοί. Και μην νομίζετε ότι θα μας συμβεί κάτι κακό όταν νικήσουμε. Τίποτα δεν θα συμβεί. Για να κερδίσουμε όμως πρέπει να βάλουμε τ’ «αυγά» μας στις άκρες των παπουτσιών μας. Πάμε να κερδίσουμε λοιπόν!» Έτσι κι έγινε με ένα γκολ του Σκιαφίνο και άλλο ένα του Γκίχια, παρόλο που οι Βραζιλιάνοι είχαν προηγηθεί με 1-0.



Ο ίδιος ο Ζιλ Ριμέ, εμπνευστής της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου, περιγράφει ως εντυπωσιακότερη ανάμνηση από εκείνο το μουντιάλ τη ζοφερή σιωπή που ακολούθησε το σφύριγμα της λήξης του αγώνα. Πρέπει να ήταν αυτό το μεγαλύτερο πλήθος που έμεινε ποτέ σιωπηλό.
Το ίδιο βράδυ ο Ομντούλιο ήπιε σ’ ένα μπαρ του Ρίο δυο ποτά, παρέα με βραζιλιάνους που δεν τον αναγνώρισαν.



Κι όμως ο Ομντούλιο Βαρέλα λίγο έλειψε να μην αγωνιστεί σ΄ εκείνους τους αγώνες. Κι αυτό γιατί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα. Την ποδοσφαιρική σεζόν 1948-1949 είχε πρωταγωνιστήσει στις απεργιακές κινητοποιήσεις των ποδοσφαιριστών στην πατρίδα του. Ήταν αυτή η πρώτη απεργία ποδοσφαιριστών στον κόσμο με σαφή εργασιακά αιτήματα. Οι παίκτες ζητούσαν την δημιουργία ενός ελαχίστου πλαισίου εργατικών δικαιωμάτων για το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή. Αναγνώριση του συνδικάτου τους, κατοχυρωμένο βασικό μεροκάματο και ασφάλιση. Η ομοσπονδία και οι σύλλογοι αποφάσισαν να απαγορεύσουν το ποδόσφαιρο στους ποδοσφαιριστές που απεργούσαν και ειδικώς στον Βαρέλα που φαινόταν να είναι κι εκεί αρχηγός, ως οργανωτής και εμψυχωτής των κινητοποιήσεων. Η ομάδα του προσπαθούσε να τον πουλήσει στο εξωτερικό παίρνοντας το ρίσκο να χάσει την ηγετική παρουσία του μέσα στο γήπεδο, προκειμένου να απαλλαγεί από την ενοχλητική στάση του έξω απ‘ αυτό.

Τελικώς η κατάσταση ομαλοποιήθηκε αρκετούς μήνες μετά με την αποδοχή των κύριων αιτημάτων των παικτών.

Ο Ομντούλιο βεβαίως δεν έπαψε να είναι δύστροπος για τα γούστα του ποδοσφαίρου της αγοράς. Όταν η ομάδα του, η ιστορική Πενιαρόλ, ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιρικούς συλλόγους του πλανήτη, θέλησε - πρώτη αυτή από κάθε άλλη ομάδα στον κόσμο και σε εποχές που η διαφημιστική χορηγία ήταν άγνωστη στο ποδόσφαιρο- να προσθέσει πληρωμένη διαφήμιση στη φανέλα της, ο ίδιος αρνήθηκε. «Κάποτε εμάς του μαύρους, είπε, μας έδεναν με μια αλυσίδα και μας περιέφεραν από δω και από ‘κει σαν θεάματα, οι εποχές αυτές όμως έχουν περάσει...». Έτσι έμεινε ο μόνος από την ενδεκάδα της Πενιαρόλ που έμπαινε στο γήπεδο χωρίς διαφήμιση στη φανέλα του. Σήμερα πάντως είναι πιο εύκολο να διακρίνεις τη διαφήμιση, παρά το χρώμα της φανέλας μιας ομάδας



Με τον θρίαμβο του Μαρακανά ο Βαρέλα αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο σύμβολο αυτής της ομάδας και του ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης. Δοξάστηκε όσο λίγοι άνθρωποι στη χώρα του και σίγουρα πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε όταν σε ηλικία οκτώ ετών πουλούσε εφημερίδες στους δρόμους του Μοντεβιδέο για να επιβιώσει. Η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας μάλιστα είχε την πρωτότυπη ιδέα να τίμηση αυτόν και τους συμπαίκτες του για την κατάκτηση του τίτλου, με την απονομή χάλκινων μεταλλίων, αντιγράφων των χρυσών μεταλλίων με τα οποία είχε τιμήσει τον εαυτό της, δηλαδή τους ίδιους τους παράγοντές της... Πέρα από αυτό του δόθηκε και ένα μικρό χρηματικό ποσό. Ικανό να αγοράσει μια Φορντ 19 ετών, μοντέλο 1931, που του την έκλεψαν ακριβώς μία βδομάδα μετά...



Ο Ομπντούλιο έπαιξε ποδόσφαιρο μέχρι τα μισά της δεκαετίας του ’50, συμμετείχε, όντας πια 37 ετών, σε ένα ακόμα μουντιάλ, εκείνο της Ελβετίας στα 1954 και έφτασε με την Ουρουγουάη μέχρι τα ημιτελικά, όπου δεν αγωνίστηκε λόγω τραυματισμού. Ένα χρόνο μετά «κρέμασε τα παπούτσια του», συνέχισε να δουλεύει όπως πάντα σαν οικοδόμος, αφοσιώθηκε στην οικογένειά του και πέθανε φτωχός όπως είχε ζήσει στις 2 Αυγούστου του 1996 σχεδόν δύο μήνες πριν κλείσει τα 79 του χρόνια.