Η μπάλα στον ελληνικό κινηματογράφο. (4ο μέρος)

Η "Φανέλα με το 9" είναι ένα μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα που προσπαθεί να περιγράψει, άλλοτε επιτυχημένα, άλλοτε λιγότερο την πραγματικότητα στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου στα χρόνια της δεκαετίας του '80. Ο Παντελής Βούλγαρης με τη συνεργασία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στο σενάριο και των Στράτου Τζώρτζογλου και Θέμιδας Μπαζάκα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, θα   το μετατρέψει σε ταινία στα 1988.

Το πλεονέκτημα του έργου και στην λογοτεχνική και στην κινηματογραφική εκδοχή του είναι πως αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο, το περιβάλλον του και τους ανθρώπους του στην πραγματική τους διάσταση. Κανένας εξωραϊσμός, μάλλον το αντίθετο καθώς υπερτονίζονται τα αρνητικά και ελαχιστοποιούνται τα θετικά. Όπως και να έχει πάντως μιλάμε για μια ταινία που σε αντίθεση με άλλες "ποδοσφαιρικού ενδιαφέροντος" δεν χρησιμοποιεί ως εύρημα ή ως πρόσχημα τη μπάλα, αλλά αναφέρεται άμεσα σ'αυτή. Μάλιστα το κάνει με τρόπο και με γλώσσα αρκετά πιο εύστοχη από εκείνη του μυθιστορήματος, καθώς είναι προφανές ότι ο Παντελής Βούλγαρης τυγχάνει πολύ συνεπής ποδοσφαιρόφιλος και γνώστης αμφότερων των αντικειμένων. Και της μπάλας και του κινηματογράφου.

Το έργο αφηγείται την πορεία του Βασίλη Σερέτη, ενός νεαρού και πολύ ταλαντούχου ποδοσφαιριστή από τις μικρές κατηγορίες μέχρι την Α' Εθνική. Ταυτόχρονα είναι και μια πορεία ενηλικίωσης δύσκολης, με πολλές παγίδες, με παιδικούς και εφηβικούς μύθους που καταρρίπτονται, αλλά κυρίως με τεράστιο προσωπικό κόστος.

Δεν μνημονεύονται υπαρκτά πρόσωπα, ομάδες ή άτομα από το χώρου του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά οι αλληγορίες είναι σαφείς. Όταν γράφτηκε το μυθιστόρημα και όταν γυρίστηκε η ταινία το θέμα ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν αρκετά παρθένο και για τους λογοτέχνες μας και για τους κινηματογραφιστές μας. Ίσως γι αυτό οι προσδοκίες και για τα δύο να ήταν περισσότερες. Έτσι κι αλλιώς όμως η ταινία παραμένει η πρώτη ειλικρινά ποδοσφαιρική ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Γι αυτό όμως θα περίμενε κανείς οι ποδοσφαιρικές σκηνές να ήταν πιο αληθινές. Και βεβαίως το ίδιο ισχύει και για τις ικανότητες χειρισμού της μπάλας από τον πρωταγωνιστή τουλάχιστον. Για να μην αδικούμε όμως μόνο το συγκεκριμένο φιλμ, από το σύνολο των ταινιών που περιέχουν σκηνές ποδοσφαιρικού παιχνιδιού βγάζεις το συμπέρασμα ότι κανείς έλληνας ηθοποιός δεν ξέρει μπάλα. Δεν ισχύει, μάλλον σκηνοθέτες και παραγωγοί δεν φρόντισαν να ψάξουν για τους κατάλληλους...


Η μπάλα στον ελληνικό κινηματογράφο. (3ο μέρος)

Στους τίτλους έναρξης συστήνεται ως "μουσική ηθογραφία", στην πραγματικότητα είναι ένα ακόμα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη της περιόδου που έκανε την μία επιτυχία μετά την άλλη στον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο. Το σενάριο γεμάτο χαρούμενους κοινούς τόπους και κλισέ. Τρία αδέλφια. ο Κώστας, ο Θανάσης κι ο Ηλίας Μασούρος από τα Ταμπούρια του Κερατσινίου που δουλεύουν στα ναυπηγεία. Ο ένας εξ αυτών είναι ταυτόχρονα ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού και φυσικά φτωχός. Η αδελφή τους Αννούλα κούκλα μεν, αλλά στενά επιτηρούμενη από τους τρεις αδελφούς θεματοφύλακες της τιμής της. Ένας κολλητός τους φίλος, ο Γιώργος Κονταξής, επίσης άσσος του Ολυμπιακού, ερωτευμένος με την Άννα. Όλοι αυτοί μετά από τις νίκες της ομάδας διασκεδάζουν σε συνοικιακές ταβέρνες με μπουζουκομπαγλαμάδες. Η κυρία Απέργη από το Ψυχικό, πάμπλουτη, αλλά ξηγημένη και μαγκάκι και η υπηρεσία της ονόματι Μαρία μπαίνουν στις ζωές τους για να τις ταράξουν επί το ερωτικόν. Όταν η Αννούλα αποφασίζει να εκτεθεί στα καλλιστεία για να ξανακερδίσει την προσοχή του Γιώργου που στο μεταξύ έχει μπλέξει με την πλουσία εκ Ψυχικού, εμφανίζεται και ο καλλιτεχνικός ιμπρεσάριος Βανζέλ Παπαντό. Όλοι αυτοί δημιουργούν μια ελαφριά κωμωδία καταστάσεων με πολλές αναφορές στο ποδόσφαιρο και ηθικό διδάγμα "ο έρως δεν κοιτά ταξικές διαφορές" και γενικώς δεν υπάρχει πάλη των τάξεων. Ότι πρέπει για να ενθουσιαστεί η λογοκρισία την πρώτη χρονιά της χούντας, αφού η ταινία είναι παραγωγής του 1967 που βγήκε στα σινεμά στις αρχές του επόμενου έτους.
 
Η μουσική είναι του Μίμη Πλέσσα και βοήθησε ιδιαίτερα στην επιτυχία του έργου. Τα τραγούδια, που ερμηνεύουν ο Γιάννης Πουλόπουλος και η πρωταγωνίστρια Μαίρη Χρονοπούλου ακούγονται πολύ συχνά μέχρι σήμερα και οι στίχοι τους έχουν κάτι το τοπογραφικό: "Του αγοριού απέναντι|" και "Το παλικάρι στη γωνιά". Στα κορυφαία του έργου η ατάκα της Μαρίας (Μάρθα Καραγιάννη) _"Είμαι η κοπέλα που ήμουνα στις κερκίδες", με την οποία συστήνεται στον Κώστα Μασούρο (Κώστας Βουτσάς) θεωρώντας βέβαιο ότι ο ποδοσφαιριστής την έχει εντοπίσει μέσα σε 45 χιλιάδες θεατές στο Καραϊσκάκη ενώ ταυτόχρονα έπαιζε στον αγώνα, σκοράροντας μάλιστα το νικητήριο γκολ. Σπουδαία επίσης και ατάκα του Βανζέλ Παπαντό την στιγμή που τον σπρώχνει για να τον πετάξει έξω απ' το σπίτι τους ο εξαγριωμένος αδελφός της Αννούλας: "Ωθείτε κύριε; Τι ωθείτε;" ή η έτερη αποστροφή του θηλυπρεπούς Βανζέλ προς την Μαρία, όταν αυτή αντιδρά έντρομη στην προσταγή του να γδυθεί (για να συμμετάσχει στα καλλιστεία) φωνάζοντας βοήθεια: "Βοήθεια ε; Ανόητο πλάσμα, ποια ηλίθια σκέψη πέρασε απ' το κεφαλάκι σου;"
 
Αξιοσημείωτο είναι ότι η λέξη Ολυμπιακός δεν αναφέρεται καθόλου μέσα στους διαλόγους. Η ομάδα των πρωταγωνιστών φορά ερυθρόλευκες φανέλες με ρίγες, οι παίκτες της είναι πειραιώτες και λαϊκά παιδιά της βιοπάλης, αγωνίζεται στο Καραϊσκάκη, οι οπαδοί του αγώνα πανηγυρίζουν φωνάζοντας "Ολυμπιακός", οι τοίχοι είναι γεμάτοι εμβλήματα με τον Δαφνοστεφανωμένο Έφηβο, αλλά το όνομα του σωματείου δεν λέγεται ποτέ. Να υπήρχε άραγε από τότε ζήτημα πνευματικών δικαιωμάτων ή να είναι επιλογή για να διατηρηθεί μια σχετική ουδετερότητα;  Από πραγματικούς ποδοσφαιριστές πάντως αναφέρεται μόνο το όνομα του Δομάζου.
 
Ένα άλλο παράδοξο είναι πως ενώ οι τοίχοι της ταβέρνας που διασκεδάζουν οι πρωταγωνιστές και διαδραματίζονται κομβικές σκηνές της ταινίας είναι γεμάτοι με λάβαρα του Ολυμπιακού, ξαφνικά εντοπίζουμε κι ένα της ΑΕΚ με κιτρινόμαυρους δικέφαλους αετούς. Να ξεχάστηκε άραγε από κάποιον απρόσεκτο φροντιστή ή να έχει μπει επί τούτου για να δείξει πως σε γειτονιές όπως τα Ταμπούρια, η Κοκκινιά ή ο Κορυδαλλός χωρούσαν και μερικές συμπάθειες για την Ένωση;
 
 
Εκτός από αυτούς που αναφέρθηκαν πιο πάνω παίζουν επίσης ο Φαίδωνας Γεωργίτσης, ο Γιάννης Βογιατζής, η Ζωή Λάσκαρη, ο Χρήστος Δοξαράς, o Μιλτιάδης Κοντέας, ο Γιώργος Γρηγορίου, η Καίτη Ιμπροχώρη, η Μαίρη Μεταξά, η Κόκκα Στυλιανού, ο Χρόνης Εξαρχάκος στο ρόλο του Βανζέλ (όπως Βάν Γκονγκ) Παπαντό κ.α.
 
 
 
 
  
 
 
 
(συνεχίζεται...) 

Η μπάλα στον ελληνικό κινηματογράφο. (2ο μέρος).

Μεσημεράκι, αλάνα σε λαϊκή συνοικία, μερικά σπίτια και πολλά παραπήγματα συνήθως στην περιφέρεια η σε κάποια γειτονιά της μεγαλούπολης, ένα τσούρμο παιδιά που τρέχουν πίσω από μια μπάλα, σπρώχνονται  προσπαθώντας να την σουτάρουν χωρίς ν' ακολουθούν βεβαίως κάποιο προφανές σύστημα ανάπτυξης και φυσικά φωνάζουν δυνατά ξεσηκώνοντας τη γειτονιά. Όλα τριγύρω μέσα στη σκόνη και τις λάσπες. Οι περαστικοί, κυρίως γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας, προσπαθούν να τα αποφύγουν, ενώ που και που τα μαλώνουν για τη φασαρία. Κάποια γιαγιά πολύ θυμωμένη τα καταριέται, μια κομψή δεσποινίς που φεύγει για την απογευματινή της έξοδο και ονειρεύεται πως κάποτε θα φύγει για πάντα από εδώ, τα διώχνει από το δρόμο της για να μην λερώσουν με τη μπάλα το φόρεμά της. Ο ήρωάς μας πλησιάζει στην αλάνα και ακολουθεί με το βλέμμα του την όμορφη δεσποινίδα, βλέπει την μπάλα να έρχεται προς το μέρος του εξ αιτίας μιας στραβοκλωτσιάς  και αμέσως με ένα επιδέξιο πλασέ (που μάλλον όμως δεν βρίσκει στόχο) προσπαθεί να την επιστρέψει στα πιτσιρίκια.
Θα μπορούσε να είναι μια από τις δεκάδες παρόμοιες σκηνές του ιταλικού κινηματογραφικού νεορεαλισμού, αλλά είναι απλώς μια στιγμή από το  διαμάντι του ελληνικού νεορεαλισμού. Συνοικία το Όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι ο Ρίκος, απ' το Αντρίκος, που μόλις αποφυλακίζεται επιστρέφει στη γειτονιά του, προσπαθεί να πιάσει την καλή χωρίς να τα καταφέρνει και καταλήγει στο μεγάλο κόλπο που δεν είναι άλλο από τη ληστεία μετά φόνου μιας πλούσιας γριάς. Συνεργοί του δυο ακόμη φτωχοδιάβολοι της συνοικίας, ο καθένας με τα δικά του όνειρα. Τελικώς όχι μόνο δεν θα καταφέρουν τη ληστεία, αλλά την κρίσιμη στιγμή αντί να σκοτώσουν την ηλικιωμένη, θα της σώσουν τη ζωή δίνοντάς το φάρμακο που χρειάζεται για να επιβιώσει ενός καρδιακού επεισοδίου.
Στην ταινία υπάρχει εκτός από την παραπάνω μια ακόμη χαρακτηριστικότερη σκηνή "ποδοσφαιρικού ενδιαφέροντος".Ο Ρίκος επιστρέφει από μια διερευνητική επίσκεψη στο σπίτι του υποψηφίου θύματος, μια μπάλα πάλι από το παιδικό ποδόσφαιρο καταλήγει ξανά στα πόδια του κι ενώ ετοιμάζεται να την σουτάρει, αλλάζει απότομα γνώμη και σκέψεις και την αφήνει να περάσει δίπλα του. Η μπάλα σύμβολο αμεριμνησίας και παιδικότητας κι η κίνηση του σουτ που διακόπτεται απότομα, όπως ακολουθώντας την κίνηση της μπάλας σκοτεινιάζει και τα χαρούμενο βλέμμα του Ρίκου.

Η "Συνοικία το Όνειρο" γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου σε φυσικούς χώρους με εξωτερικά γυρίσματα. Στη γειτονιά του Ασυρμάτου, μια προσφυγική παραγκούπολη στα Άνω Πετράλωνα κάτω απ' τον Λόφο του Φιλοπάππου, που ονομάστηκε έτσι γιατί εδώ είχαν εγκαταστήσει στην Κατοχή οι Γερμανοί τον ασύρματο. Το κράτος ταράχτηκε για την παρουσίαση μιας Ελλάδας άθλιας και δυστυχισμένης που προσπαθούσε να κρύψει κάτω απ' το χαλί. Είμαστε στα 1961 και το παρακράτος οργιάζει. Γι αυτό η ταινία υπήρξε πολυαπαγορευμένη. Η λογοκρισία την κατακρεούργησε καταστρέφοντας ακόμα και τα αρνητικά, το υπουργείο έδωσε μετά κόπων και βασάνων την άδεια προβολής που ανακάλεσε σε λίγες ώρες, η αστυνομία διέκοψε την πρεμιέρα δια της βίας γελοιοποιώντας διεθνώς την Ελλάδα της καραμανλικής  δεξιάς και η κρατική τηλεόραση την έδειξε περισσότερα από 20 χρόνια μετά τη δημιουργία της.Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κέρδισε μόνο τα βραβεία φωτογραφίας και 2ου ανδρικού ρόλου για τον Μάνο Κατράκη στο ρόλο του "Νεκροφόρα", αλλά στη συνείδηση του ελληνικού κινηματογράφου γράφτηκε σαν ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς της ιστορίας του. Κάτι ανάλογο σημαίνει και για  το ελληνικό τραγούδι, με τη μουσική του Μίκη που "Βρέχει στη Φτωχογειτονιά" σε στίχους του σπουδαίου ποιητή μας Τάσου Λειβαδίτη (που μαζί με τον συγγραφέα Κώστα Κοτζιά έχει φτιάξει και το σενάριο) και την ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η Αλίκη Γεωργούλη είναι η όμορφη και κομψή Στεφανία, που θέλει να την λένε Έφη και ονειρεύεται να φύγει απ' τη γειτονιά, η Σαπφώ Νοταρά φορά μια χιλιομπαλωμένη πόδια πάνω από μια εξ ίσου χιλιομπαλωμένη φούστα. Ο Θανάσης Μυλωνάς ερμηνεύει τον Λάκη, τον τρίτο της παρέας των φτωχοδιαβόλων και η Αλέκα Παΐζη (Ελένη στο έργο) τη σύζυγό του που ονειρεύεται ένα οικόπεδο στον λόφο για να ξεφύγει από τη σκοτεινιά του ημιυπογείου που ζούνε. Όταν ο Λάκης θα αυτοκτονήσει όλη η συνοικία δείχνει την αλληλεγύη της στην Ελένη που περιμένει το παιδί τους.

Μικρή σημειολογική παρατήρηση. Στην πρώτη από τις δύο "ποδοσφαιρικές σκηνές" τα πιτσιρίκια της φτωχογειτονιάς δεν έχουν κανονική μπάλα, αλλά ένα μικρό τόπι. Στην δεύτερη όπου τα παιδιά που παίζουν ζουν στην γειτονιά της πλούσιας ηλικιωμένης, παίζουν με κανονική μπάλα.

Εδώ ένα link για την ταινία, στο 44:10 η σκηνή με το σουτ που δεν γίνεται.:
http://youtu.be/uT7PicQ4cPo

(συνεχίζεται...)