Ανατολικά του ποταμού Ουρουγουάη. (1ο μέρος)


Το πλήρες όνομα της Ουρουγουάης είναι "Δημοκρατία Ανατολικά του Ουρουγουάη" (República Oriental del Uruguay) όπου Ουρουγουάης ο γνωστός ποταμός της Νότιας Αμερικής που στην γλώσσα των ιθαγενών γκουαρανί σημαίνει "το ποτάμι των πολύχρωμων πουλιών".


Σήμερα η Ουρουγουάη αποτελεί μια από τις μικρότερες κρατικές οντότητες της Λατινικής Αμερικής, με έκταση κάτι παραπάνω από 176 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό κάτι λιγότερο από τρία και μισό εκατομμύρια, δηλαδή περίπου όσο η Αθήνα.

Η περιοχή της Ουρουγουάης ανακαλύφθηκε από τους ευρωπαίους στις αρχές του 16ου αι. Οι ισπανοί λένε πως πρώτος έφτασε εκεί ο Juan Diaz de Solis για λογαριασμό του ισπανικού στέματος στα 1516, ενώ οι πορτογάλοι ισχυρίζονται πως τον είχαν προλάβει δύο χρόνια νωρίτερα κάποιοι ομοεθνείς τους, εξ ονόματος του πορτογαλικού θρόνου. Όπως και να έχει για αρκετές δεκαετίες μετά την πρώτη μόνιμη εγκατάσταση αποίκων, στο Soriano, στις όχθες του ποταμού Rio Negro, στα 1624, ισπανοί και πορτογάλοι αντιμάχονταν μεταξύ τους για να επιβάλουν την κυριαρχία τους. Λίγο αργότερα στην προσπάθεια κατάκτησης της Ουρουγουάης μπήκαν και οι βρετανοί. Στο τέλος πάντως επικράτησαν οι ισπανοί που επιβλήθηκαν με μεγάλη δυσκολία και στους όχι περισσότερους από δέκα χιλιάδες τσαρρούας τους ιθαγενείς της περιοχής που είχαν βρεθεί εδώ πιεσμένοι από τους γκουαρανί της Παραγουάης, αλλά αντιστάθηκαν σθεναρά στους αποίκους. Η ηρωική αντίσταση των τσαρρούας και η έλλειψη χρυσού έκανε την Ουρουγουάη μια περιοχή μειωμένου αποικιστικού ενδιαφέροντος. Έτσι η σημερινή πρωτεύουσα και μόνη μεγαλούπολη της Ουρουγουάης, το Μοντεβιδέο, ιδρύθηκε περισσότερο από έναν αιώνα μετά από την ανακάλυψη της χώρας, στα 1726.

Οι ισπανοί έφεραν στην περιοχή την εκτροφή των βοοειδών που αποτέλεσαν μια σημαντική πηγή πλούτου και οικονομικής ανάπτυξης. Σπουδαίος επίσης παράγοντας οικονομικής άνθισης υπήρξε και το λιμάνι του Μοντεβιδέο που έπαιξε κομβικό ρόλο στην εμπορευματική διακίνηση από και προς τη Νότια Αμερική.



Στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η Ουρουγουάη κέρδισε την ανεξαρτησία της μέσα από μια αντιαποικιοκρατική εξέγερση εναντίον των ισπανών με ηγέτη τον Jose Gervasio Artigas και μια σειρά πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις με την Βραζιλία που είχε κατά καιρούς προσαρτήσει μεγάλο μέρος των εδαφών της σημερινής Ουρουγουάης, αλλά και την Αργεντινή με την οποία ήταν ενωμένες για κάποια χρόνια οι ουρουγουανικές επαρχίες. Στη συνέχεια ένας εμφύλιος πόλεμος που διήρκεσε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, από το 1840 μέχρι το 1852, έφερε αντιμέτωπες τις δύο μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές παρατάξεις της χώρας. Τους Blancos που ήταν τρόπον τινά οι εκπρόσωποι της συντηρητικής παράδοσης των μεγάλων γαιοκτημόνων και τους Colorados που αντιπροσώπευαν τα φιλελεύθερα αστικά στρώματα του Μοντεβιδέο. Με την οριστική ήττα των δυνάμεων του δικτάτορα Rosas στα 1852 επικράτησαν οριστικά οι φιλελεύθεροι αστοί και έληξε ο εμφύλιος, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του οποίου είχε συμμετάσχει και ο μετέπειτα πρωταγωνιστής της ενοποίησης της Ιταλίας ο Giuseppe Garibaldi, καθώς από τότε το ιταλικό στοιχείο ανάμεσα στους μετανάστες στην Ουρουγουάη ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένο. Την ίδια χρονιά, στα 1852, καταργήθηκε οριστικά και η δουλεία. Ακολούθησαν κι άλλοι πόλεμοι με κυριότερο εκείνον της Τριπλής Συμμαχίας, όταν η Αργεντινή, η Βραζιλία και η Ουρουγουάη συνασπίσθηκαν εναντίον της Παραγουάης και από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η χώρα ακολούθησε λίγο πολύ την ιστορία των υπολοίπων κρατών της Λατινικής Αμερικής, σε μια συνεχή σχεδόν εναλλαγή ανάμεσα σε δικτατορικά και δημοκρατικά καθεστώτα. Στην διάρκεια της έβδομης και της όγδοης δεκαετίας του 20 αιώνα αίσθηση δημιούργησε το ένοπλο αριστερό κίνημα των Τουπαμάρος που ιδρύθηκε και έδρασε σε μια Ουρουγουάη που εκτός από τις συχνές δικτατορικές εκτροπές του πολιτεύματος, υπέφερε και από έντονη οικονομική κρίση. Από το 1985 και μετά έχει πια σταθεροποιηθεί ένα ομαλό κοινοβουλευτικό πολίτευμα προεδρικής δημοκρατίας, ενώ σημερινός πρόεδρος της χώρας είναι ο José Alberto Mujica Cordano, πρώην μαχητής των Τουπαμάρος.



Μορφολογικά η Ουρουγουάη αποτελεί μια ενδιάμεση ζώνη που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Πάμπα της Αργεντινής και τα υψώματα της Νότιας Βραζιλίας. Πεδινή κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της παρουσιάζει λίγους λοφώδεις σχηματισμούς που σπάνια ξεπερνούν τα 500 μέτρα σε υψόμετρο. Είναι εξάλλου μια περιοχή ιδιαίτερα πλούσια σε νερά καθώς διατρέχεται από πολλά ποτάμια. Το κλίμα είναι παρεμφερές με το μεσογειακό με υψηλότερη θερμοκρασία κατά τον Ιανουάριο (μ.ο.: 32 βαθμοί) και χαμηλότερη κατά τον Ιούνιο (μ.ο.: 6 βαθμοί).

Η δημογραφική εξέλιξη του πληθυσμού της Ουρουγουάης παρουσίασε πολύ αργή ανάπτυξη μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς δεν υπήρχε σπουδαίο αποικιστικό ενδιαφέρον για τη χώρα. Από εκεί και έπειτα είχαμε ραγδαία αύξηση των μεταναστεύσεων προς την Ουρουγουάη, κυρίως από τις χώρες της Ευρώπης και έτσι σήμερα το 88% των κατοίκων είναι ευρωπαϊκής καταγωγής (ίβηρες και ιταλοί κυρίως, αλλά και σκανδιναβοί ή γερμανοί). Η εκκλησία διαχωρίστηκε από το κράτος στα 1916 και είναι ελεύθερες οι εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας όλων των γνωστών θρησκειών. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι καθολικοί (66%) ενώ υπάρχουν προτεστάντες (11%) και εβραίοι (2%). Είκοσι δύο στους εκατό ουρουγουανούς δηλώνουν ότι δεν θρησκεύονται το δε επίσημο κράτος θεωρείται το πλέον κοσμικό του νοτίου ημισφαιρίου. Το προσδόκιμο ζωής είναι λίγο μεγαλύτερο από τα 73 χρόνια για τους άντρες και λίγο κάτω από τα 80 χρόνια για τις γυναίκες, ενώ ο δείκτης γεννητικότητας δείχνει ότι για κάθε γυναίκα στην Ουρουγουάη αντιστοιχούν 1,89 γεννήσεις. Ο μέσος όρος ηλικίας είναι στα 32,7 χρόνια.

Η πιο διαδεδομένη γλώσσα στη χώρα είναι τα ισπανικά στην τοπική εκδοχή του Rio de la Plata που παρουσιάζει κάποιες διαφορές (κυρίως προφοράς) με την κλασική ιβηρική διάλεκτο και κυριαρχεί επίσης στην Αργεντινή. Η χώρα έχει 18 επαρχίες συν την περιοχή του Μοντεβιδέο. Σε ορισμένες από αυτές, στα βόρεια, κοντά στα σύνορα με τη Βραζιλία χρησιμοποιείται μια διάλεκτος που έχει εμφανείς επιρροές από τα πορτογαλικά.





Στην Ουρουγουάη λένε πως μπορεί μητέρα του ποδοσφαίρου να είναι η Βρετανία, αλλά πατέρας του είναι οπωσδήποτε η Ουρουγουάη. Καθόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες η Ουρουγουάη είναι μια από τις ελάχιστες χώρες αρσενικού γένους. Το δεύτερο είναι πως η εθνική της ομάδα απετέλεσε την πρώτη παγκόσμια ποδοσφαιρική υπερδύναμη της ιστορίας. Παράξενο αυτό για μια τόσο μικρή χώρα, αλλά όπως επίσης λένε στα ανατολικά του ποταμού Ουρουγουάη, όποιο παιδί δεν παίζει μπάλα εκεί, είναι άρρωστο.



Ουρουγουάη είναι κυρίως το Μοντεβιδέο και το Μοντεβιδέο είναι λιμάνι και τα λιμάνια είναι γνωστό πως υπήρξαν οι πρώτοι οικοδεσπότες του νέου παιχνιδιού, που στα τελειώματα του 19ου αιώνα μετέφεραν οι βρετανοί ναυτικοί σε όλο τον πλανήτη, τουλάχιστον δηλαδή όπου υπήρχε θάλασσα για τα πλοία τους.

Το σενάριο της ανάπτυξης του ποδοσφαίρου στη χώρα είναι το τυπικό σενάριο που συναντάμε σε όλες τις περιοχές που φυτεύτηκε και καρποφόρησε το νέο παιχνίδι. Απλό στους κανόνες και στα μέσα που χρειαζόταν για να παιχτεί, παιδί της βιομηχανικής κοινωνίας, ιδανική κυριακάτικη ενασχόληση για τον βιομηχανικό εργάτη, γιατί μέσω του ποδοσφαίρου εύρισκε πάλι τη χαρά της επαφής με τη φύση και τη γη, που είχε χάσει όταν έφυγε από την αγροτική κοινωνία του χωριού του για την εκβιομηχανισμένη πόλη. Ακόμα και στις περιπτώσεις που για να βρει μια τέτοια πόλη χρειαζόταν να μεταναστεύσει στην άλλη άκρη του κόσμου, δηλαδή στο Μοντεβιδέο.



Κάπως έτσι το ποδόσφαιρο στην Ουρουγουάη (και γενικά στο Ρίο ντε λα Πλάτα) έγινε σχεδόν αμέσως το καθημερινό θέμα του ουρουγουανού. Οι πρώτες ποδοσφαιρικές ομάδες φτιάχνονται ήδη πριν φύγει η προτελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Κάποιες λίγα μόλις χρόνια αργότερα. Ορισμένες από αυτές υπάρχουν ακόμα και κυριαρχούν σε εθνικό, αλλά και διεθνές επίπεδο. Ποιος δεν έχει ακούσει για την Πενιαρόλ που ιδρύθηκε στα 1891 και θεωρείται σήμερα η πιο επιτυχημένη ομάδα του 20 αιώνα στην Λατινική Αμερική; Ή ποιος από τους ποδοσφαιρόφιλους που σέβονται τον τίτλο αυτόν δεν γνωρίζει για την μεγάλη της αντίπαλο στην πόλη του Μοντεβιδέο, την Νασιονάλ που ιδρύθηκε από συγχώνευση δύο προγενέστερων σωματείων της πόλης, στα 1899;

Οι περισσότερο ψαγμένοι μάλιστα θα ξέρουν εκτός των άλλων ότι ο πρώτος αγώνας εθνικών ομάδων εκτός βρετανικών νησιών σε παγκόσμιο επίπεδο έγινε στο Μοντεβιδέο, στις 16 Μαΐου του 1901, μόλις λίγους μήνες μετά την ίδρυση στα 1900 της Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης. Ήταν ανάμεσα στην Ουρουγουάη και την Αργεντινή, έληξε με νίκη της δεύτερης με 2-3 και εγκαινίασε την υπεραιωνόβια ποδοσφαιρική αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο χώρες που καλά κρατεί ακόμη. Άλλωστε οι κοινωνιολόγοι έχουν παραδεχτεί πως το ποδόσφαιρο σε μια χώρα σαν την Ουρουγουάη που αποτελείται στην τεράστια πλειοψηφία της από μετανάστες, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες δημιουργίας εθνισμού και εθνικής συνείδησης, ενσωμάτωσης στην κοινωνία και προώθησης της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Αν το καλοσκεφτείς έχουν δίκιο. Ποιος θυμάται για κάτι άλλο την Ουρουγουάη;





Συνεχίζεται...