Carlo Airoldi, από το Milano στην Αθήνα με τα πόδια...

Ο Carlo Airoldi έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του αθλητή της εποχής του. Μιας εποχής που ο αθλητισμός αντιμετωπίζεται περισσότερο σα λαϊκό θέαμα και οι αθλητές δείχνουν τις ικανότητές τους σε τοπικά πανηγύρια και γιορτές, όπως οι πλανόδιοι σαλτιμπάγκοι, οι θεατρίνοι και οι μουσικοί. Που  η εξειδίκευση σε πολλά γνωστικά αντικείμενα και ανθρώπινες δραστηριότητες είναι ακόμη περιορισμένη και που στον αθλητισμό παραμένει άγνωστη, καθώς ο ίδιος αθλητής μπορεί να καταπιάνεται με μια σειρά από διαφορετικά σπορ και αγωνίσματα, άλλοτε συναφή μεταξύ τους όπως οι δρόμοι μεγάλων αποστάσεων και η ποδηλασία, άλλοτε πάλι εντελώς ξεχωριστά και με διαφορετικές αθλητικές απαιτήσεις, όπως η πάλη ή η άρση βαρών και οι δρόμοι αντοχής. Αυτά άλλωστε ήταν τα αθλήματα- λαϊκά θεάματα με τα οποία είχε ασχοληθεί κι ο Carlo Airoldi που γεννήθηκε στα 1869 στο Origgio του Varese, λίγο βορειότερα από το Μιλάνο στην όμορφη περιοχή των λιμνών της Βόρειας Ιταλίας, κοντά στα ιταλοελβετικά σύνορα.

Ως δρομέας και ποδηλάτης συμμετείχε σε μια σειρά από αγώνες με εξαιρετικά αποτελέσματα, συγκεντρώνοντας 108 πρώτες νίκες. Κορυφαία του στιγμή όμως θεωρείται η επικράτησή του στον υπερμαραθώνιο Τορίνο - Μασσαλία - Βαρκελώνη, έναν αγώνα δώδεκα σταθμών που διεξήχθη στα 1895 και σε συνολική απόσταση 1050 χιλιομέτρων. Στην εκκίνηση βρέθηκαν τριάντα αθλητές, αλλά στο τέλος  τερμάτισαν μόλις δύο. Ο μαρσεγιέζος Louis Orteque και ο Carlo Airoldi, με τη διαφορά ότι τον πρώτο τον κουβαλούσε στους ώμους του ο δεύτερος, καθώς ο Γάλλος λίγο πριν από τον τερματισμό έπεσε εξαντλημένος στο δρόμο. Όταν ο Airoldi είδε τι είχε συμβεί, γύρισε πίσω, φορτώθηκε τον Orteque στην πλάτη του και τερμάτισε φωνάζοντας στους κριτές του αγώνα πως ο ίδιος είναι πρώτος κι ο Γάλλος συναθλητής του δεύτερος.  Από εκείνον τον αγώνα ο Airoldi κέρδισε ένα αναμνηστικό κύπελλο και το μάλλον ευτελές ποσό των δύο χιλιάδων πεσετών.

Την επόμενη χρονιά, στα 1896, θα θελήσει να τρέξει στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Στον Μαραθώνιο φυσικά. Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο απλό. Τα έξοδα για το ταξίδι στην Ελλάδα πολλά και δύσκολα μπορεί κάποιος να τα καλύψει. Ούτε καν ένας καταξιωμένος αθλητής όπως αυτός. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι περισσότερες από τις ξένες αποστολές στους αγώνες, όπως η βρετανική, η γαλλική ή η αμερικάνική αποτελούνται από «πλουσιόπαιδα» της εποχής. Μιας εποχής εξ άλλου που ο αθλητισμός έχει ακόμη σαφώς ελιτίστικα - σχεδόν αριστοκρατικά- χαρακτηριστικά.

Η λύση βρίσκεται στη συνεργασία του Carlo με μια τοπική εφημερίδα του Milano η οποία προσφέρεται να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του στην Αθήνα. Η χρηματοδότηση βεβαίως είναι τόσο μικρή που δεν του επιτρέπει να ταξιδέψει προς την Ελλάδα παρά μόνο με τα ...πόδια. Σε αντάλλαγμα ο Airoldi θα στείλει στην εφημερίδα μια σειρά ανταποκρίσεις από τον δρόμο.

Ξεκίνησε στις 23 Φεβρουαρίου από το Milano για να βρεθεί στις 9 Μαρτίου στο Σπλιτ βαδίζοντας κατά μέσο όρο 60 με 90 χιλιόμετρα κάθε μέρα. Στο Σπλιτ συμμετέχει σε έναν αγώνα γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης, αντιμετωπίζοντας τον τοπικό πρωταθλητή. Κερδίζει, αλλά οι Κροάτες που είχαν στοιχηματίσει υπέρ του πρωταθλητή τους τον απειλούν με μαχαίρι και έτσι όχι μόνο αναγκάζεται να επιστρέψει το κερδισμένο στοίχημα, αλλά του κλέβουν και τις προμήθειες του σε τρόφιμα για το ταξίδι. Συνεχίζει να βαδίζει την δαλματική ακτή προς τα νότια, αλλά όταν φτάνει κοντά στα αλβανικά βουνά τον συμβουλεύουν να μην δοκιμάσει να τα διασχίσει πεζός, καθώς βρίθουν από ομάδες ληστών. Έτσι θα βρεθεί σε ένα πλοίο και λίγες μέρες μετά θα αποβιβαστεί στην Πάτρα. Από εκεί περπατώντας πάνω στην σιδηροδρομική γραμμή, καθώς άλλος δρόμος τότε δεν υπήρχε, φτάνει στην Αθήνα στις 2 Απριλίου, ακριβώς 39 μέρες αφότου ξεκίνησε από το Milano.

Στην Αθήνα όμως θα διαλυθούν σε μια στιγμή όλα του τα όνειρα, καθώς όταν εμφανίζεται για να δηλώσει συμμετοχή στον Μαραθώνιο, τον πληροφορούν ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι είχε βραβευθεί με χρηματικό έπαθλο (αυτές τις ασήμαντες δύο χιλιάδες πεσέτες) για τη νίκη του στο Τορίνο-Βαρκελώνη. Μάλιστα λέγεται πως υπήρξε ένας Ιταλός, μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, που έθεσε το θέμα. Στον Carlo Airoldi όλο αυτό φαίνεται απολύτως παράδοξο. Τη μέρα του αγώνα πηγαίνει στον Μαραθώνα και εκκινεί κανονικά μαζί με τους υπόλοιπους. Η παρουσία του όμως γίνεται αντιληπτή, συλλαμβάνεται και κρατείται μία μέρα για να μην δημιουργήσει άλλα προβλήματα στους διοργανωτές. Όταν τον αφήνουν ελεύθερο συνεχίζει να απορεί πως είναι δυνατόν να προσάπτουν σ’ εκείνον επαγγελματισμό και να μην απασχολεί καθόλου την Επιτροπή ότι ο Σπύρος Λούης, νικητής εκείνου του αγώνα, γέμισε με δώρα (συμβολικά, ηθικά, αλλά και απολύτως υλικά) από πολλούς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς του ελληνικού κράτους.

Για την περίπτωση του Carlo Airoldi έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις. Οι περισσότερες από αυτές, ειδικώς εκείνες που προέρχονται από ιταλούς μελετητές, συγκλίνουν στην άποψη πως η κατηγορία για επαγγελματισμό υπήρξε απλή πρόφαση με σκοπό να αποκλειστεί ο αθλητής που ήταν κατά τεκμήριο ο επικρατέστερος για την νίκη και έτσι να ευνοηθεί κάποιος έλληνας αθλητής. Σε ένα άθλημα μάλιστα που οι Έλληνες για ιστορικούς λόγους θεωρούσαν δική τους υπόθεση και που σίγουρα είχε αυξημένο ειδικό βάρος γι αυτούς.  Κάποιοι αναφέρονται ειδικά στον Σπύρο Λούη και συνδυάζουν τον αποκλεισμό του Carlo Airoldi με άλλα συμβάντα που διευκόλυναν τη συμμετοχή του Λούη στον Μαραθώνιο ή και με κατηγορίες για ανέντιμο αγώνα από πλευράς του μαρουσιώτη που άμεσα ή έμμεσα διατύπωσαν κάποιοι συναθλητές του στον αγώνα, μεταξύ αυτών μάλιστα και ο δεύτερος εκείνης της μέρας, ο Χαρίλαος Βασιλάκος.

Όπως και νά ‘χει οι Α’ Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896, τέλειωσαν για τον Carlo Airoldi πριν καλά- καλά αρχίσουν. Λίγες μέρες μετά ξεκίνησε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Με τα πόδια φυσικά...

Κολυμπώντας στο "Κανάλι". Ο θρύλος του Ιάσωνα Ζηργάνου.


Το έτος 1909 είναι περασμένο στα χρονικά ως η χρονιά που συνέβη το κίνημα του Γουδή και άλλαξε τη ροή της νεοελληνικής ιστορίας. Τον ίδιο χρόνο όμως γεννήθηκε στο Βόλο και ο άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία της κολύμβησης στην Ελλάδα.

Ο Ιάσωνας Ζηργάνος ήταν ένα δραστήριο και κινητικό παιδί που, όπως πολλά παιδιά της εποχής του, εκμεταλλευόταν τον φυσικό στίβο του περιβάλλοντος για να αθληθεί. Σε μια εποχή που οι αθλητικές υποδομές  στην Ελλάδα είναι μάλλον λίγες (στην ουσία ό,τι είχε απομείνει από τους Ολυμπιακούς του 1896 και τη Μεσολυμπιαδα του 1906) και αφορούν κυρίως τα αγωνίσματα του στίβου, τα παιδιά και οι έφηβοι ανακαλύπτουν τους δικούς τους προνομιακούς χώρους άθλησης στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον και στα προσφερόμενα από αυτό υλικά. Δυο κλαδιά ή δυο πέτρες αντικαθιστούν τα δοκάρια για να στηθεί ένα ποδοσφαιρικό τέρμα,  μια μάντρα μετατρέπεται εύκολα σε πεδίο αναρρίχησης, η θάλασσα, μια λίμνη, ένα ποτάμι, καμμιά φορά ακόμη κι ένα αρδευτικό κανάλι αντικαθιστούν εύκολα το ανύπαρκτο κολυμβητήριο. Ιδιαιτέρως εκεί λοιπόν, στην κολύμβηση στον Παγασητικό, θα ξεχωρίσει ο Ζηργάνος από τους συνομίληκούς του. Για την ταχύτητα, αλλά κυρίως για τις αντοχές του, που του επιτρέπουν να κολυμπά αισθητά μεγάλες αποστάσεις όπως το πέρασμα από την ηπειρωτική ακτή της Μαγνησίας στο νησάκι Τρίκερι ή ακόμα και από το Τρίκερι ως τη Σκιάθο.

Ο χαρακτήρας του Βόλου πάντως στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα είναι αρκετά αστικός και τα αθλητικά μέσα δεν λείπουν εντελώς. Έτσι ο Ζηργάνος, ένα από τα δέκα παιδιά της οικογένειάς του, θα ασχοληθεί με ιδιαίτερη επιτυχία και με άλλα σπορ. Άλλωστε είμαστε στην εποχή που ο αθλητισμός δεν παρουσιάζει τη σημερινή έντονη εξιδίκευση. Ακόμα τότε ο αθλητής είναι πρώτιστα αθλητής και όχι ειδικευμένος αποκλειστικά σε ένα άθλημα ή ένα μεμονομένο αγώνισμα. Δεν είναι σπάνιο κάποιος να κάνει πρωταθλητισμό στον στίβο, στη σκοποβολή και στην άρση βαρών ταυτόχρονα, άλλος να πρωταγωνιστεί σαν ποδοσφαιριστής και την ίδια στιγμή να ρίχνει ακόντιο ή να τρέχει μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις, κάποιος να κερδίζει πρωταθλήματα στην ποδηλασία και να διακρίνεται και στο ξίφος ασκήσεως επίσης. Στο πνεύμα αυτό κι ο Ιάσωνας θα διακριθεί σε μια σειρά από αθλήματα όπως στον ακοντισμό στις καταδύσεις από τον παλιό φάρο του Βόλου που χρησιμοποιούσαν ως αυτοσχέδιο βατήρα, στην ορειβασία, στην ιππασία, στην πυγμαχία και στο μονόζυγο, στην ξιφασκία, στους δρόμους ημιαντοχής, ειδικότερα στα 1500 μ., στην πάλη.

Στα 1933 θα αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο πόλεμος θα τον βρει λοχαγό στο μέτωπο, όπου θα τιμηθεί με τέσσερα παράσημα για τη δράση του. Ακόμα όμως και στις ακραίες συνθήκες του αλβανικού μετώπου βρίσκει χρόνο να προπονηθεί, βουτώντας στα παγωμένα νερά των ποταμών της Πίνδου. Από τότε εκδηλώνει την επιθυμία του να παραγματοποιήσει κολυμπώντας τον διάπλου της Μάγχης, του Αγγλικού Καναλιού ή απλώς του "Καναλιού" όπως συνήθιζαν να το ονομάζουν οι παλιοί ναυτικοί, που αποτελούσε ανέκαθεν το απόλυτο φετίχ για του κολυμβητές μεγάλων αποστάσεων. Εμπιστεύεται την επιθυμία του αυτή και στον Γρηγόρη Λαμπράκη, που τότε δεν έχει γίνει ακόμη ο θρύλος του παγκόσμιου κινήματος ειρήνης, αλλά είναι σημαίνων αθλητής της εποχής και σπουδαίος γιατρός. Στις δεκαετίες του '40 και του '50 οι δύο τους βρίσκονται πολύ συχνά και συζητούν προσπαθώντας να βρουν τρόπους για να εμπλέξουν στον αθλητισμό την ελληνική νεολαία.

Ακολουθώντας τη στρατιωτική καριέρα που συνεπάγεται πολλές μεταθέσεις θα κολυμπήσει σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας. Οι διαδρομές του στον Αώο ποταμό ή από το Έντεμ στην Καστέλλα σε καθημερινή βάση, τα περάσματα Καβάλα-Θάσος, Αίγινα- Παλιό Φάληρο, Ζάκυνθος-Κυλλήνη, Πάτρα-Κρυονέρι, Τήνος-Σύρος, Ντία-Ηράκλειο Κρήτης, Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα και Λουτράκι-Κόρινθος αποτελούν γι αυτόν καλές προπονήσεις και μεγάλα αθλητικά γεγονότα για τους φιλάθλους και για τους τυχερούς συναθλητές του που κολυμπούν μαζί του (και αρκετά πίσω του προσπαθώντας να τον φτάσουν...). Χαρακτηριστική των συνθηκών της εποχής είναι η αφήγηση ενός νεαρού τότε κρητικού που στη διαδρομή Ντία-Ενετικό Λιμάνι Ηρακλείου βρισκόταν μέσα σε μια βάρκα φορτωμένη με εκατό πιάτα κουζίνας, εντεταλμένος να τα πετάξει ένα-ένα στη θάλασσα σε περίπτωση που κάποιος καρχαρίας απειλούσε τους κολυμβητές. Καθώς τα πιάτα θα βυθίζονταν στο νερό θα αποσπούσαν με τη γυαλάδα τους την προσοχή του κήτους και έτσι δεν θα κινδύνευαν οι κολυμβητές...

Τελικώς στα 1949, στα σαράντα του χρόνια, όντας πια ταγματάρχης, θα καταφέρει για πρώτη φορά να διαπλεύσει τη Μάγχη. Του χρειάστηκαν κάτι περισσότερο από 16 ώρες συνεχούς κολύμβησης. Το κατόρθωμα θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα και θα ενθουσιάσει τον κόσμο. Πρόκειται πραγματικά για σπουδαίο αθλητικό επίτευγμα καθώς είναι ένας από τους ελάχιστους κολυμβητές (μόλις τέσσερις) που το έχουν καταφέρει μέχρι τότε. Ενδεχομένως όμως να μην είναι ο πρώτος έλληνας που πραγματοποίησε τον άθλο. Στα 1930 αναφέρουν μερικές ανεπίσημες πηγές ότι το ίδιο είχε κάνει και ο Μανώλης Βελισσαρίου, ένας σαμιώτης ναύτης του -τότε- "Βασιλικού Ναυτικού". Όπως και να έχει πάντως ο Ζηργάνος με τη Μάγχη πέρασε και στον χώρο του θρύλου καθώς καταγράφηκε στην ελληνική συλλογική μνήμη δίπλα σε τεράστιες μορφές του ελληνικού αθλητισμού.

Τη Μάγχη θα την περάσει άλλες τέσσερις συνολικά φορές, στα 1950, '51, '54 και '59. Τη δεύτερη φορά μάλιστα, στα 1950, θα το κάνει στα πλαίσια του αγώνα διάπλου του "Καναλιού" που είχε προκηρύξει η αγγλική εφημερίδα "Ντέιλι Μίρορ". Θα τερματίσει στην έκτη θέση με χρόνο λίγο πάνω από τις 14 ώρες, δηλαδή βελτιωμένο κατά δύο και πλέον ώρες σε σχέση με τον πρώτο διάπλου ένα χρόνο νωρίτερα. Σ΄αυτόν τον αγώνα συμμετείχε και ένας άλλος έλληνας που προπονείτο μαζί με τον Ζηργάνο, ο Καμπέρος, ο οποίος όμως δυστυχώς δεν θα καταφέρει να τερματίσει καθώς δέχτηκε επίθεση από καρχαρίες και ως φαίνεται οι διοργανωτές δεν είχαν προβλέψει να εφοδιαστούν με πιάτα...  Οι επιδόσεις πάντως του Ιάσωνα θα συνεχίσουν να βελτιώνονται και στις δύο επόμενες προσπαθειές του, το 1951 και το 1954.

Για να αφοσιωθεί συστηματικά στις προπονήσεις του αποφασίζει να παραιτηθεί απ' τον στρατό όπου οι συνεχείς μεταθέσεις δεν διευκολύνουν το πρόγραμμά του, καθώς τον φέρνουν συχνά σε περιοχές που απέχουν χιλιόμετρα από τη θάλασσα και σε χρόνια που κολυμβητήρια δεν υπήρχαν στην Ελλάδα.

Σε κατάδυση από τον παλιό Φάρο του Βόλου
Η παραίτηση απ' το στράτευμα βέβαια δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Θα χρειαστεί για να την πετύχει, να εφαρμόσει την πιο συνηθισμένη τότε πρακτική που δεν ήταν άλλη από την κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές, καθώς μόνο με αυτό τον τρόπο γινόταν αποδεκτή η παραίτηση ενός αξιωματικού καριέρας που δεν είχε συμπληρώσει τα απαιτούμενα χρόνια υπηρεσίας. Έτσι είναι υποψήφιος στις εκλογές του 1950, που αποτελούν μια ειδική περίπτωση μέσα στο πανόραμα των δεκάδων εκλογικών αναμετρήσεων του 20 αιώνα στην Ελλάδα, γιατί σ' αυτές συμμετείχαν πολλά κόμματα που κανενα δεν κατάφερε να περάσει σε ποσοστά το 20%. Ο Ζηργάνος κατήλθε με έναν πολύ μικρό συνασπισμό κομμάτων, την Ε.Π.Ε.Λ. (Εθνική Παράταξη Εργαζόμενου Λαού). Απροσδιόριστος ιδεολογικά σχηματισμός που κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα από τις παρυφές της αριστεράς έως τη λαϊκή δεξιά, δεν πέτυχε παρά το πενιχρό 1,59% χωρίς βεβαίως να εκλέξει κάποιον βουλευτή και αμέσως μετά τις εκλογές εξαϋλώθηκε οριστικά. Πάντως ο Ζηργάνος μετά την αποστρατεία του πραγματικά εκτοξεύεται σαν κολυμβητής και εκτός από τους διάπλους της Μάγχης θα επιτύχει και άλλα απίθανα για το αθλητικό επίπεδο της εποχής στην Ελλάδα και μάλιστα χωρίς καμμιά ουσιαστική βοήθεια από κανέναν άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα πλην του εαυτού του. Θα διαπλεύσει δύο φορές τον Βόσπορο, τον Νείλο επίσης δύο φορές, θα κάνει άλλες δύο φορές τον περίπλου του νησιού του Μαγχάταν στη Νέα Υόρκη και θα διασχίσει τα 23 μίλια του Ειρηνικού Ωκεανού που χωρίζουν το νησί Σάντα Καταλίνα από το Λονγκ Μπίτς της Νότιας Καλιφόρνια, θα κολυμπήσει από το Κάπρι στη Νάπολι και στις λίμνες Οντάριο του Καναδά και Γουίντερμερ της Σκωτίας.

Ο Ζηργάνος είχε πάθος με τον αθλητισμό, ειδικά με τον ναυταθλητισμό. Αυτό τον έκανε να εκδώσει και μια εφημερίδα για τα θαλάσσια αθλήματα, ενώ στο βιβλίο του "Πως πέρασα την Μάγχην" περιγράφει το χρονικό της προετοιμασίας και του πρώτου διάπλου της Μάγχης στα 1949. Δέκα χρόνια μετά από εκείνον θα πραγματοποιήσει το πέμπτο πέρασμα του "Καναλιού" και στη συνέχεια θα επιχειρήσει ένα ακόμα πιο προκλητικό στόχο: να διασχίσει το Κανάλι της Ιρλανδίας ή Βόρειο Κανάλι όπως το λένε σήμερα, από το Ντονάχαντι της Βόρειας Ιρλανδίας ως το Πορτ Πάτρικ της Σκωτίας. Το κάνει στις 27 Σεπτεμβρίου του 1959. Φτάνει σχεδόν στο ένα μόλις μίλι από τη σκωτσέζικη ακτή όταν η παλίρροια τον τραβά πάλι πίσω όπου και χάνει τις αισθήσεις του από τον συνδιασμό κόπωσης και κρύου. Όταν τον ανασύρουν ο γιατρός του κάνει καρδιακές μαλάξεις με το μόνο διαθέσιμο εκείνη τη στιγμή μέσο, έναν απλό σουγιά. Ο Ιάσωνας ζητά ένα ζεστό τσάι, πίνει λίγο και αμέσως μετά πεθαίνει.