Enzo Bearzot. In memoria

Τι θα μπορούσα να πω για τον Έντσο Μπέαρτζοτ; Δεν ξέρω. Σίγουρα τα τυπικά, ας πούμε ότι ήταν γεννημένος στις 26 Σεπτεμβρίου του 1927 στο Αϊέλο του Φριούλι στην βορειοανατολική πλευρά της ιταλικής χερσονήσου και ότι υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της παγκόσμιας προπονητικής κοινότητας. Ότι ήταν καλός αμυντικός στα νιάτα του και ότι αγωνίστηκε στην Προ Γκορίτσια, στην Κατάνια και στην Ίντερ, αλλά περισσότερο ταυτίστηκε με τη φανέλα της Τορίνο, της οποίας υπήρξε αρχηγός και στην οποία πέρασε 9 από τα συνολικά 18 χρόνια (1946-1964) που έπαιξε ποδόσφαιρο. Α! Θα έλεγα επίσης πως έπαιξε μια φορά με την Εθνική Ιταλίας και πως αργότερα έγινε εκείνο ένεκα του οποίου όλοι τον γνωρίζουμε, προπονητής. Θα έκανα μια σύντομη αναδρομή στην προπονητική του καριέρα, θα έλεγα για τις ομάδες που προπόνησε μέχρι να βρεθεί στον κύκλο των ομοσπονδιακών τεχνικών, για το πέρασμά του απ’ την Τορίνο και την Πράτο, για την Εθνική Ελπίδων της Ιταλίας και τέλος για την Σκουάντρα Ατζούρα που οδήγησε σε τρία μουντιάλ. Το 1978 στην Αργεντινή ήταν τέταρτος, το 1982 σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ποδοσφαιρικής ιστορίας ήταν πρώτος και, τέλος, το 1986 αποκλείστηκε στα προημιτελικά από τη Γαλλία του Πλατινί. Θα συμπλήρωνα πως διατέλεσε διευθυντής του Τεχνικού Κέντρου της Ιταλικής Ομοσπονδίας στο Κοβερτσάνο και θα κατέληγα με την θλιβερή είδηση του θανάτου του, στις 21 Δεκεμβρίου του 2010, δηλαδή χθες.



Αυτά θα έλεγα... πά να πει τίποτα. Γιατί δεν ξέρω πως μπορείς να γράψεις για τη φιγούρα με το τσιμπούκι στο στόμα που καθόταν στην άκρη του πάγκου. Γιατί δεν θα καταφέρω ποτέ να περιγράψω με ακρίβεια τι σημαίνει εκείνο το 3-2 της Ιταλίας στο μουντιάλ του ‘82 κόντρα στην ομορφότερη και σπουδαιότερη Βραζιλία που θυμάται η γενιά μου, η ανέλπιστη νίκη που έδειχνε ότι στο ποδόσφαιρο (άρα μπορεί τελικά και στη ζωή) όλα είναι δυνατά, η νίκη που ακόμα συντηρεί στην δύσκολη καθημερινότητά μας λίγες ανάσες παιδικότητας. Ούτε φυσικά μπορώ να αφηγηθώ την εφηβική μου έπαρση όταν οι λίγοι εμείς θαυμαστές των «ατζούρι» πανηγυρίζαμε μπροστά στις ορδές των μαγεμένων από τους Βραζιλιάνους, τον θρίαμβο του αναπάντεχου. Κι ήταν σφραγισμένα εκείνα τα γήπεδα της Ισπανίας το καλοκαίρι του 1982 από την ποδοσφαιρική ιδιοφυία του Μπέαρτζοτ και των παιδιών του. Του ξεροκέφαλου που επέμενε κόντρα σε κάθε ένδειξη και σε χιλιάδες -κακόπιστες- κριτικές ότι «τα παιδιά» του άξιζαν πολλά.



Ξέρω ακόμα πως δεν μπορώ να πω ο,τιδήποτε για την εξαιρετική τύχη μου να τον έχω δάσκαλο στα σεμινάρια στο Τσέντρο Τέκνικο του Κοβερτσάνο όταν ξεκινούσα να κυνηγάω το ψώνιο μου με το προπονητιλίκι. Όταν ο μύθος των παιδικών μου χρόνων ήταν εδώ, ζωντανός και -κυρίως αυτό- ανθρώπινος, προσιτός και διαθέσιμος στις ιστορίες και στις απορίες μας (και πράγματι, πόσο ηλίθιες ήταν οι απορίες μας!) όπως υποθέτω πρέπει να είναι κάθε πραγματικός δάσκαλος και όπως δεν ήταν άλλοι και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό απείρως ασήμαντοι μπροστά του και παραδόξως απείρως υπερφίαλοι. Έτσι για να θυμηθώ και τα λόγια ενός άλλου από τους μύθους εκείνης της ομάδας του 1982, του Γκαετάνο Σιρέα που μας άφησε νωρίς: «Από όλους του προπονητές μου έκλεψα κάτι. Από τον Παρόλα την ικανότητά του να κάνει τους νεαρούς πιο υπεύθυνους, από τον Τραπατόνι τον τρόπο που μπορούσε να κρατάει ενωμένα τ’ αποδυτήρια, από τον Μαρκέζι την ηρεμία και από τον Μπέαρτζοτ την σπάνια ανθρωπιά του, που είναι η βάση για κάθε επιτυχία.»



Κι αυτά λοιπόν και δεν ξέρω καν πόσα άλλα θα είχα να πω για τον «Γέρο» , αν ήταν πράγματα που μπορούσαν να λεχθούν και να γραφτούν, αν έστω είχα εγώ έναν τρόπο να το κάνω. Δεν έχω. Για αυτό σας λέω αγαπητοί συνάδελφοι, μη μου ζητάτε να γράψω κάτι για τον Έντσο Μπέαρτζοτ. Δεν τό ’χω βρε παιδί μου... Βρείτε κανέναν άλλον...

«Η θάλασσα του Πειραιά» και άλλα λαϊκά της μπάλας...


Ο Στέλιος Καζατζίδης κάνει πρόβα με έναν από τους
μεγαλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές, τον τραγουδιστή
Μίμη Παπαϊωάννου.
 Το ποδόσφαιρο όπως λέει ένας από τους συνηθισμένους κοινούς τόπους είναι παιχνίδι λαϊκό. Λαϊκά είναι συνήθως και τα τραγούδια που το συνοδεύουν. Τραγούδια που άλλοτε είναι οι «επίσημοι» τρόπον τινά ύμνοι των ομάδων, άλλοτε πάλι χωρίς να έχουν την καταξίωση του «ύμνου» μιλάν για τις ποδοσφαιρικές ομάδες ή αναφέρονται σ’ αυτές έμμεσα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Δηλαδή δεν ήταν πάντα οι «λαϊκές νότες» κυρίαρχες στο ποδοσφαιρικό μουσικό ρεπερτόριο. Οι πρώτοι ύμνοι που έγιναν για να παινέψουν τα ποδοσφαιρικά σωματεία της χώρας είχαν μάλλον πιο λόγιο χαρακτήρα. Πομπώδεις οι περισσότεροι, συχνότατα σε ρυθμούς εμβατηρίου και σε χορωδιακές εκτελέσεις θύμιζαν παρέλαση σε εθνικές επετείους και όχι βεβαίως λαϊκό πάλκο. Ο ύμνος του Άρη Θεσσαλονίκης με την πολεμική ρητορική του είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτή της κατηγορίας: «ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ νικητής προχωρεί πάντα μπρος / ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ και στο διάβα του σκύβει ο εχθρός». Το ίδιο κι ο προπολεμικός ύμνος του Ολυμπιακού Πειραιώς, εμβατήριο με εμβατηριακούς στίχους: «Πασάρει ο ένας, ο άλλος σουτάρει/ ο εχθρός τα χάνει, σωστός πανικός,/αυτός προσέχει, εκείνος μαρκάρει,/θρίαμβος, νίκη, Ολυμπιακός!». Στη δεκαετία του 1960 όμως, όταν το ποδόσφαιρο φτάνει στα όρια της απόλυτης δημοφιλίας , θα αρχίσει να περνά μέσα στα λαϊκά τραγούδια. Έτσι ο πολεμικός Άρης γίνεται τσιφτετέλι λαϊκό: «Άρη, Άρη/ εσύ είσαι το καμάρι...».


Τότε αρκετοί λαϊκοί συνθέτες θα γράψουν τραγούδια για ομάδες. «Καμάρι» -μια λέξη που συνάδει με το λαϊκό μουσικό ύφος- δεν είναι μόνο ο Άρης, αλλά και η Προοδευτική που στον λαϊκότροπο ύμνο της, δια χειρός ενός οπαδού του Ολυμπιακού, του ρεμπέτη Βαγγέλη Περπινιάδη, είναι το «στολίδι του Κορυδαλλού μας» και «το καμάρι του λαού μας» που «ποτίζει φαρμάκι» τους αντιπάλους της. Ο Βαγγέλης Περπινιάδης όμως θα γράψει και δύο λαϊκά τραγούδια για τον Ολυμπιακό, στο πρώτο εξηγεί πως για τον Θρύλο τρέφει την ίδια αγάπη που έχει και για τη μάνα του: «όσο αγαπώ τη μάνα τη δικιά μου/τόσο σ’ αγαπώ και σ’ έχω στην καρδιά μου», ενώ το δεύτερο λέει το εμβληματικό πλέον «του Μπούκοβι την ομαδάρα/ τη λένε Ολυμπιακάρα». Φυσικά κι ο Ολυμπιακός είναι καμάρι, το καμάρι του Πειραιά, σε στίχους και μουσική Γιώργου Μητσάκη (Περαία μου, Περαία μου, με τον Σαρωνικό σου./ που έχεις για καμάρι σου τον Ολυμπιακό σου»), αλλά και ο Στράτος Παγιουμτζής επίσης θα γράψει και θα τραγουδήσει για τον Ολυμπιακό με την ευκαιρία της νίκης του πειραϊκού συλλόγου επί της βραζιλιάνικης Σάντος -με την οποία αγωνιζόταν ο Πελέ και πιθανώς τότε ήταν η καλύτερη ομάδα του πλανήτη - το «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ/ που εσάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ».

Κι αν όπως είναι λογικό ο Πειραιώτης Θρύλος κατέχει τα πρωτεία στην παραγωγή λαϊκών ασμάτων προς τιμήν του, αρκετές άλλες ομάδες είχαν τα σουξέ τους. Η ΑΕΚ ευτύχησε να έχει ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της έναν τραγουδιστή, τον Μίμη Παπαϊωάννου, και ανάμεσα στους οπαδούς της τον Στέλιο Καζατζίδη. Ο δεύτερος έγραψε τη μουσική και ο πρώτος τραγούδησε τον πασίγνωστο πια και εντελώς λαϊκού ύφους ύμνο της: «εμπρός της ΑΕΚ παλικάρια/ σουτάρετε και σπάστε τα δοκάρια». Την ΑΕΚ και ειδικά την κατάκτηση από αυτήν του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης του μπάσκετ στα 1968 θα υμνήσει και το δυνατό χαρτί της αθηναϊκής λαϊκής πίστας στα χρόνια του ’60, ο Χρηστάκης. «Ενίκησες τους Ιταλούς, συνέτριψες τους Σλάβους/ Δοξάστηκες Δικέφαλε με διεθνείς θριάμβους» λέει το ρεφρέν ενώ λίγο πιο κάτω η Νέα Φιλαδέλφεια αλλάζει -όπως άλλωστε συνηθιζόταν ενίοτε - γένος: «...χορέψτε ‘σεις αδέλφια/του μπάσκετ η αρχόντισσα είναι στα Φιλαδέλφεια...».

Για τον ΠΑΟΚ θα τραγουδήσει ο λαϊκός Απόστολος Νικολαΐδης ένα όμορφο βαρύ ζεϊμπέκικο: «Μαγκιά μου πού ‘μαι ΠΑΟΚτζής, μαγκιά μου, μαγκιά μου/ και το δικέφαλο αετό έχω μες την καρδιά μου...», ενώ περισσότερο στο ελαφρολαϊκό τείνει η «Ασπρόμαυρη Φανέλα» που πραγματεύεται την καλή τύχη ενός νέου που του προξενεύουν μια κοπέλα απ’ τη Θεσσαλονίκη και αξίζει να μνημονεύσουμε όλους τους στίχους του: «Στη Σαλονίκη/ μία με σπίτι. Μου κάνουν προξενιά/ Μια διαμερισματάρα/ με φόντο την Καμάρα/ κι όμορφη κοπελιά/ Στη Σαλονίκη/ με δίχως νοίκι/ ρέγουλα, ξενοιασιά/ μαζί με το κουκλάκι/ κι ένα αυτοκινητάκι/ δώρο απ’ την πεθερά/Κι από ’μένανε ζητάνε μόνο ένα/ να φορέσω παοκτζίδικη φανέλα...». Μεγαλειώδες!!!

Το "σκροπ" και το "μελέ". Ετυμολογικόν Λεξικόν της Νέας Ποδοσφαιρικής...

Λέει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο πως το ποδόσφαιρο πλέον δεν είναι το ίδιο το παιχνίδι, αλλά ό,τι λέγεται γύρω από αυτό. Αυτό το «ό,τι λέγεται» δημιουργεί μια γλώσσα που είναι σχεδόν αποκλειστικά ποδοσφαιρική. Ένα ξεχωριστό «κλαδικό» ιδίωμα που διαμορφώνεται μέσα στο γήπεδο, γύρω απ’ αυτό στις κερκίδες ή μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης, στις αίθουσες σύνταξης των αθλητικών εντύπων, στις πλατείες, στα καφενεία, στους χώρους δουλειάς και όπου άλλου γίνεται λόγος για ποδόσφαιρο.




Το ποδοσφαιρικό ιδίωμα έχει κάποια δικά του χαρακτηριστικά που το καθένα ξεχωριστά μπορεί να υπάρχει και σε άλλες ειδικές διαλέκτους, αλλά όλα μαζί βρίσκονται μόνο στη μπάλα. Νά μερικά:


Η ποδοσφαιρική γλώσσα είναι κυρίως αντρική. Λίγες γυναίκες κατέχουν να την χρησιμοποιήσουν σωστά. Οι γυναίκες συνήθως εμπεδώνουν και χρησιμοποιούν ποδοσφαιρικούς όρους και κοινούς τόπους με μια σχετική χρονοκαθυστέρηση, όταν πια αυτοί είναι παρωχημένοι και σχεδόν εκτός χρήσης. Θα πουν για παράδειγμα σήμερα πως μια ομάδα είναι «κουρέλα» ή «κουρέλες» , παρ’ ότι αυτή η κλασική έκφραση ποδοσφαιρικής απαξίωσης λεγόταν το πολύ μέχρι τα χρόνια της δεκαετίας του 1980 και δύσκολα θα την ακούσεις πια. Οι γυναίκες επίσης έχουν στο νου τους πολύ διαφορετικές νοηματοδοτήσεις για κάμποσους ποδοσφαιρικούς όρους. Το «τετ α τετ» σημαίνει για αυτές απλώς ενώπιος ενωπίω ή ακόμα πολύ συχνά «τρυφερό τετ α τετ», δηλαδή ρομαντική συνάντηση κάτω από μια ομπρέλα στη βροχή ή δίπλα στη θάλασσα ή οπουδήποτε εξίσου ρομαντικά, ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους. Δύσκολο να πάει στο μυαλό τους ότι ο όρος στο ποδόσφαιρο περιγράφει τη στιγμή που ένας επιτιθέμενος βρίσκεται μόνος με τη μπάλα στα πόδια μπροστά στον αντίπαλο τερματοφύλακα. Έντονη στιγμή, αλλά όχι ακριβώς ρομαντική.

Η ποδοσφαιρική γλώσσα δεν φοβάται τα δάνεια. Για την ακρίβεια δανείζεται τα πάντα από σχεδόν παντού. Στην ελληνική ποδοσφαιρική αργκό έχουμε εκφράσεις αγγλικές σαν το «τάκλιν» την «ντρίμπλα» ή «ντρίπλα» ή «τρίπλα», το «πέναλτι», το «κόρνερ», το «άουτ», το «κοντρόλ», το «οφσάιντ» και πάει λέγοντας. Το χαρακτηριστικό τους είναι πως σχεδόν όλες έχουν παραφθαρεί. Ακραίο παράδειγμα το «αράουτ» που σημαίνει το πλάγιο άουτ και προέρχεται από την αγγλική έκφραση «our out», που στα αυτιά των Ελλήνων άλλαξε ήχο και νόημα. Έχουμε βέβαια και γαλλικές, όπως η «ρεβάνς» ή το «ντεμί βολέ» και το «πλασέ» ή τα «καρέ», το «κουντεπιέ» ή «κουτουπιέ». Ακόμα ισπανικές όπως το «μουντιάλ» ή ιταλικές σαν το «φάλτσο» ή «σφάλτσο». Έχουμε τις πορτογαλικές, εκ Βραζιλίας ορμώμενες, καταλήξεις -ίνιο και -άιο. Άλλες φορές για καλό όπως το «Ντεμίνιο» που εκθείαζε την τεχνική κατάρτιση του Ντέμη Νικολαΐδη, άλλες για κακό όπως οι ων ουκ έστι αριθμός «πατσαβουράιο» που πέρασαν -συνήθως ως ξένοι ποδοσφαιριστές- από τις ελληνικές ομάδες. Συνώνυμο του «πατσαβουράιο» είναι το «παλτό» λέξη γαλλικής καταγωγής εισηγμένη στην Ελλάδα, που στην κανονική ζωή σημαίνει το συγκεκριμένο ρούχο, αλλά στην ποδοσφαιρική τον παίκτη «πατσαβουράιο» που όμως πληρώθηκε πολύ ακριβά η μεταγραφή του. Πάντως η παραφθορά παραμένει μια από τις σταθερότερες συνθήκες του ποδοσφαιρικού λεξικού. Ο τερματοφύλακας γίνεται «πορτιέρο» κατά παραφθορά του ιταλικού «πορτιέρε» και του ισπανικού «πορτέρο», ο επόπτης γίνεται «λάισμαν» αντί του σωστού αγγλικού «λάινσμαν» και για κάποιον παντελώς ανεξήγητο λόγο το χτύπημα «ντροπ» γίνεται «σκροπ».

Υπάρχουν όμως δάνεια και από άλλους χώρους. Λέξεις όπως «στρατηγική», «τακτική», «επίθεση», «άμυνα», «πολιορκία», «βολίδα»,  «πλευροκόπηση», «πτέρυγες» και «άξονας», «αερομαχίες» και «σφυροκόπημα» θυμίζουν περισσότερο πολεμικό εγχειρίδιο παρά παιχνίδι και όμως είναι από τις συνηθέστερες εκφράσεις στην περιγραφή ενός αγώνα.

Από τον ιππόδρομο έχουν δανειστεί οι ποδοσφαιρόφιλοι το επίρρημα «μακράν». Έτσι μια ομάδα είναι «μακράν» καλύτερη από την άλλη ή ένας προπονητής «μακράν χειρότερος από τον αντίπαλο συνάδελφό του, όπως ο ίππος «Μπράουν Σέρι» προηγείται «μακράν» στην κούρσα.

Μια ακόμα συχνή περίπτωση είναι να χρησιμοποιείται το μέρος του σώματος με το οποίο έρχεται σε επαφή ο ποδοσφαιριστής με τη σφαίρα για να δηλώσει τη συγκεκριμένη τεχνική. Έχουμε λοιπόν το «τακουνάκι», τον «μύτο», την «κεφαλιά» κ.λπ. Με ανάλογο τρόπο στην ποδοσφαιρική ορολογία το «δοκάρι» δεν είναι το συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά ένα σουτ που καταλήγει στο «δοκάρι» του τέρματος. Το δε «τέρμα» δεν είναι το τέλος, ούτε η «εστία» είναι το σπίτι ή η θέση της φωτιάς. Και τα δύο είναι εκείνα που γνωρίζουμε εκ του αγγλικού ως «γκολπόστ».

Παρά ταύτα υπάρχει και μια κατηγορία ποδοσφαιρικών λέξεων με εντελώς άγνωστη ετυμολογία; Κι αν μπορούμε να υποθέσουμε το μηχανισμό δημιουργίας και την προέλευση λέξεων σαν τη «γκέλα» ή το «γέμισμα» ή τη «γιόμα» ή το «γιοματάρι» ή την «κουτούπα», από που να προέρχεται άραγε το «νταμπάο», η «ώμα», το «τσαφ», το «μελέ»;

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι παίχτες. Μπορεί να είναι «παιχτάκια», «παιχτρόνια», «παιχταράδες» ή «παίχτουρες» ή «παιχτούρες» ή «παιχτούρια», το γένος του ουσιαστικού το διαλέγει ο καθένας κατά βούληση.

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι διαιτητές που λέγονται και «ρέφερι» εκ του αγγλικού και «κόρακες» ή «κοράκια» διότι παλαιότερα φορούσαν μόνο μαύρα και αν έσφαλαν πού και πού άκουγαν κάποιον απ΄ την κερκίδα να τους καταριέται: «Μπα που να μη βγάλεις τα μαύρα από πάνω σου, κοράκι!!!»

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι προπονητές, που λέγονται «κόουτς» εκ του αγγλικού και παλαιότερα λέγονταν και «μάνατζερ» όρος που ακόμα στη Βρετανία δηλώνει τον προπονητή. Σήμερα καμιά φορά θ’ ακούσουν να τους λεν και «μίστερ», ενώ οι εφημερίδες τους αναφέρουν συχνά ως «στρατηγούς» όταν η ομάδα τους πάει καλά ή απλώς με το επώνυμό τους στην αντίθετη περίπτωση.

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι φίλαθλοι, που λέγονται συνήθως «οπαδοί», αλλά που είναι κυρίως «λαός». Ο «υπέροχος λαός» και ο «δωδέκατος παίχτης», όταν δεν είναι «οι λίγοι θερμοκέφαλοι» ή οι «λίγοι ανεγκέφαλοι».

Στο ποδόσφαιρο όμως υπάρχει κι η μπάλα. Βρίσκεται εκεί ψηλά, θεοποιημένη και απόμακρη, γι αυτό ο ποδοσφαιρόφιλος αποφεύγει και να την ονοματίσει και γι αυτό η σχετική ορολογία είναι γεμάτη από εκφράσεις όπου δεν αναφέρεται, αλλά εννοείται, πάντα με το δέος που αρμόζει να έχουν οι κοινοί θνητοί για Εκείνη. Έτσι ένας παίχτης «την κατέχει», ένας άλλος «δεν την τζανάει», ένας τρίτος «της πατάει μία» κι ένας τέταρτος δεν "τη βρίσκει". Μια καλή ομάδα «την κρύβει», ενώ μια κακή «την σκάει» ή «την ξεφουσκώνει». Ο καλός τεχνικά ποδοσφαιριστής «την χαϊδεύει» ο ακόμα καλύτερος «την κολλάει», ο κάλλιστος μάλιστα «την κολλάει στο κορδόνι». Κάποιος εξαιρετικός επίσης «της μιλάει» και όλοι μαζί τη λατρεύουν...