Enzo Bearzot. In memoria

Τι θα μπορούσα να πω για τον Έντσο Μπέαρτζοτ; Δεν ξέρω. Σίγουρα τα τυπικά, ας πούμε ότι ήταν γεννημένος στις 26 Σεπτεμβρίου του 1927 στο Αϊέλο του Φριούλι στην βορειοανατολική πλευρά της ιταλικής χερσονήσου και ότι υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της παγκόσμιας προπονητικής κοινότητας. Ότι ήταν καλός αμυντικός στα νιάτα του και ότι αγωνίστηκε στην Προ Γκορίτσια, στην Κατάνια και στην Ίντερ, αλλά περισσότερο ταυτίστηκε με τη φανέλα της Τορίνο, της οποίας υπήρξε αρχηγός και στην οποία πέρασε 9 από τα συνολικά 18 χρόνια (1946-1964) που έπαιξε ποδόσφαιρο. Α! Θα έλεγα επίσης πως έπαιξε μια φορά με την Εθνική Ιταλίας και πως αργότερα έγινε εκείνο ένεκα του οποίου όλοι τον γνωρίζουμε, προπονητής. Θα έκανα μια σύντομη αναδρομή στην προπονητική του καριέρα, θα έλεγα για τις ομάδες που προπόνησε μέχρι να βρεθεί στον κύκλο των ομοσπονδιακών τεχνικών, για το πέρασμά του απ’ την Τορίνο και την Πράτο, για την Εθνική Ελπίδων της Ιταλίας και τέλος για την Σκουάντρα Ατζούρα που οδήγησε σε τρία μουντιάλ. Το 1978 στην Αργεντινή ήταν τέταρτος, το 1982 σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ποδοσφαιρικής ιστορίας ήταν πρώτος και, τέλος, το 1986 αποκλείστηκε στα προημιτελικά από τη Γαλλία του Πλατινί. Θα συμπλήρωνα πως διατέλεσε διευθυντής του Τεχνικού Κέντρου της Ιταλικής Ομοσπονδίας στο Κοβερτσάνο και θα κατέληγα με την θλιβερή είδηση του θανάτου του, στις 21 Δεκεμβρίου του 2010, δηλαδή χθες.



Αυτά θα έλεγα... πά να πει τίποτα. Γιατί δεν ξέρω πως μπορείς να γράψεις για τη φιγούρα με το τσιμπούκι στο στόμα που καθόταν στην άκρη του πάγκου. Γιατί δεν θα καταφέρω ποτέ να περιγράψω με ακρίβεια τι σημαίνει εκείνο το 3-2 της Ιταλίας στο μουντιάλ του ‘82 κόντρα στην ομορφότερη και σπουδαιότερη Βραζιλία που θυμάται η γενιά μου, η ανέλπιστη νίκη που έδειχνε ότι στο ποδόσφαιρο (άρα μπορεί τελικά και στη ζωή) όλα είναι δυνατά, η νίκη που ακόμα συντηρεί στην δύσκολη καθημερινότητά μας λίγες ανάσες παιδικότητας. Ούτε φυσικά μπορώ να αφηγηθώ την εφηβική μου έπαρση όταν οι λίγοι εμείς θαυμαστές των «ατζούρι» πανηγυρίζαμε μπροστά στις ορδές των μαγεμένων από τους Βραζιλιάνους, τον θρίαμβο του αναπάντεχου. Κι ήταν σφραγισμένα εκείνα τα γήπεδα της Ισπανίας το καλοκαίρι του 1982 από την ποδοσφαιρική ιδιοφυία του Μπέαρτζοτ και των παιδιών του. Του ξεροκέφαλου που επέμενε κόντρα σε κάθε ένδειξη και σε χιλιάδες -κακόπιστες- κριτικές ότι «τα παιδιά» του άξιζαν πολλά.



Ξέρω ακόμα πως δεν μπορώ να πω ο,τιδήποτε για την εξαιρετική τύχη μου να τον έχω δάσκαλο στα σεμινάρια στο Τσέντρο Τέκνικο του Κοβερτσάνο όταν ξεκινούσα να κυνηγάω το ψώνιο μου με το προπονητιλίκι. Όταν ο μύθος των παιδικών μου χρόνων ήταν εδώ, ζωντανός και -κυρίως αυτό- ανθρώπινος, προσιτός και διαθέσιμος στις ιστορίες και στις απορίες μας (και πράγματι, πόσο ηλίθιες ήταν οι απορίες μας!) όπως υποθέτω πρέπει να είναι κάθε πραγματικός δάσκαλος και όπως δεν ήταν άλλοι και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό απείρως ασήμαντοι μπροστά του και παραδόξως απείρως υπερφίαλοι. Έτσι για να θυμηθώ και τα λόγια ενός άλλου από τους μύθους εκείνης της ομάδας του 1982, του Γκαετάνο Σιρέα που μας άφησε νωρίς: «Από όλους του προπονητές μου έκλεψα κάτι. Από τον Παρόλα την ικανότητά του να κάνει τους νεαρούς πιο υπεύθυνους, από τον Τραπατόνι τον τρόπο που μπορούσε να κρατάει ενωμένα τ’ αποδυτήρια, από τον Μαρκέζι την ηρεμία και από τον Μπέαρτζοτ την σπάνια ανθρωπιά του, που είναι η βάση για κάθε επιτυχία.»



Κι αυτά λοιπόν και δεν ξέρω καν πόσα άλλα θα είχα να πω για τον «Γέρο» , αν ήταν πράγματα που μπορούσαν να λεχθούν και να γραφτούν, αν έστω είχα εγώ έναν τρόπο να το κάνω. Δεν έχω. Για αυτό σας λέω αγαπητοί συνάδελφοι, μη μου ζητάτε να γράψω κάτι για τον Έντσο Μπέαρτζοτ. Δεν τό ’χω βρε παιδί μου... Βρείτε κανέναν άλλον...

«Η θάλασσα του Πειραιά» και άλλα λαϊκά της μπάλας...


Ο Στέλιος Καζατζίδης κάνει πρόβα με έναν από τους
μεγαλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές, τον τραγουδιστή
Μίμη Παπαϊωάννου.
 Το ποδόσφαιρο όπως λέει ένας από τους συνηθισμένους κοινούς τόπους είναι παιχνίδι λαϊκό. Λαϊκά είναι συνήθως και τα τραγούδια που το συνοδεύουν. Τραγούδια που άλλοτε είναι οι «επίσημοι» τρόπον τινά ύμνοι των ομάδων, άλλοτε πάλι χωρίς να έχουν την καταξίωση του «ύμνου» μιλάν για τις ποδοσφαιρικές ομάδες ή αναφέρονται σ’ αυτές έμμεσα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Δηλαδή δεν ήταν πάντα οι «λαϊκές νότες» κυρίαρχες στο ποδοσφαιρικό μουσικό ρεπερτόριο. Οι πρώτοι ύμνοι που έγιναν για να παινέψουν τα ποδοσφαιρικά σωματεία της χώρας είχαν μάλλον πιο λόγιο χαρακτήρα. Πομπώδεις οι περισσότεροι, συχνότατα σε ρυθμούς εμβατηρίου και σε χορωδιακές εκτελέσεις θύμιζαν παρέλαση σε εθνικές επετείους και όχι βεβαίως λαϊκό πάλκο. Ο ύμνος του Άρη Θεσσαλονίκης με την πολεμική ρητορική του είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτή της κατηγορίας: «ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ νικητής προχωρεί πάντα μπρος / ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ και στο διάβα του σκύβει ο εχθρός». Το ίδιο κι ο προπολεμικός ύμνος του Ολυμπιακού Πειραιώς, εμβατήριο με εμβατηριακούς στίχους: «Πασάρει ο ένας, ο άλλος σουτάρει/ ο εχθρός τα χάνει, σωστός πανικός,/αυτός προσέχει, εκείνος μαρκάρει,/θρίαμβος, νίκη, Ολυμπιακός!». Στη δεκαετία του 1960 όμως, όταν το ποδόσφαιρο φτάνει στα όρια της απόλυτης δημοφιλίας , θα αρχίσει να περνά μέσα στα λαϊκά τραγούδια. Έτσι ο πολεμικός Άρης γίνεται τσιφτετέλι λαϊκό: «Άρη, Άρη/ εσύ είσαι το καμάρι...».


Τότε αρκετοί λαϊκοί συνθέτες θα γράψουν τραγούδια για ομάδες. «Καμάρι» -μια λέξη που συνάδει με το λαϊκό μουσικό ύφος- δεν είναι μόνο ο Άρης, αλλά και η Προοδευτική που στον λαϊκότροπο ύμνο της, δια χειρός ενός οπαδού του Ολυμπιακού, του ρεμπέτη Βαγγέλη Περπινιάδη, είναι το «στολίδι του Κορυδαλλού μας» και «το καμάρι του λαού μας» που «ποτίζει φαρμάκι» τους αντιπάλους της. Ο Βαγγέλης Περπινιάδης όμως θα γράψει και δύο λαϊκά τραγούδια για τον Ολυμπιακό, στο πρώτο εξηγεί πως για τον Θρύλο τρέφει την ίδια αγάπη που έχει και για τη μάνα του: «όσο αγαπώ τη μάνα τη δικιά μου/τόσο σ’ αγαπώ και σ’ έχω στην καρδιά μου», ενώ το δεύτερο λέει το εμβληματικό πλέον «του Μπούκοβι την ομαδάρα/ τη λένε Ολυμπιακάρα». Φυσικά κι ο Ολυμπιακός είναι καμάρι, το καμάρι του Πειραιά, σε στίχους και μουσική Γιώργου Μητσάκη (Περαία μου, Περαία μου, με τον Σαρωνικό σου./ που έχεις για καμάρι σου τον Ολυμπιακό σου»), αλλά και ο Στράτος Παγιουμτζής επίσης θα γράψει και θα τραγουδήσει για τον Ολυμπιακό με την ευκαιρία της νίκης του πειραϊκού συλλόγου επί της βραζιλιάνικης Σάντος -με την οποία αγωνιζόταν ο Πελέ και πιθανώς τότε ήταν η καλύτερη ομάδα του πλανήτη - το «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ/ που εσάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ».

Κι αν όπως είναι λογικό ο Πειραιώτης Θρύλος κατέχει τα πρωτεία στην παραγωγή λαϊκών ασμάτων προς τιμήν του, αρκετές άλλες ομάδες είχαν τα σουξέ τους. Η ΑΕΚ ευτύχησε να έχει ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της έναν τραγουδιστή, τον Μίμη Παπαϊωάννου, και ανάμεσα στους οπαδούς της τον Στέλιο Καζατζίδη. Ο δεύτερος έγραψε τη μουσική και ο πρώτος τραγούδησε τον πασίγνωστο πια και εντελώς λαϊκού ύφους ύμνο της: «εμπρός της ΑΕΚ παλικάρια/ σουτάρετε και σπάστε τα δοκάρια». Την ΑΕΚ και ειδικά την κατάκτηση από αυτήν του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης του μπάσκετ στα 1968 θα υμνήσει και το δυνατό χαρτί της αθηναϊκής λαϊκής πίστας στα χρόνια του ’60, ο Χρηστάκης. «Ενίκησες τους Ιταλούς, συνέτριψες τους Σλάβους/ Δοξάστηκες Δικέφαλε με διεθνείς θριάμβους» λέει το ρεφρέν ενώ λίγο πιο κάτω η Νέα Φιλαδέλφεια αλλάζει -όπως άλλωστε συνηθιζόταν ενίοτε - γένος: «...χορέψτε ‘σεις αδέλφια/του μπάσκετ η αρχόντισσα είναι στα Φιλαδέλφεια...».

Για τον ΠΑΟΚ θα τραγουδήσει ο λαϊκός Απόστολος Νικολαΐδης ένα όμορφο βαρύ ζεϊμπέκικο: «Μαγκιά μου πού ‘μαι ΠΑΟΚτζής, μαγκιά μου, μαγκιά μου/ και το δικέφαλο αετό έχω μες την καρδιά μου...», ενώ περισσότερο στο ελαφρολαϊκό τείνει η «Ασπρόμαυρη Φανέλα» που πραγματεύεται την καλή τύχη ενός νέου που του προξενεύουν μια κοπέλα απ’ τη Θεσσαλονίκη και αξίζει να μνημονεύσουμε όλους τους στίχους του: «Στη Σαλονίκη/ μία με σπίτι. Μου κάνουν προξενιά/ Μια διαμερισματάρα/ με φόντο την Καμάρα/ κι όμορφη κοπελιά/ Στη Σαλονίκη/ με δίχως νοίκι/ ρέγουλα, ξενοιασιά/ μαζί με το κουκλάκι/ κι ένα αυτοκινητάκι/ δώρο απ’ την πεθερά/Κι από ’μένανε ζητάνε μόνο ένα/ να φορέσω παοκτζίδικη φανέλα...». Μεγαλειώδες!!!

Το "σκροπ" και το "μελέ". Ετυμολογικόν Λεξικόν της Νέας Ποδοσφαιρικής...

Λέει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο πως το ποδόσφαιρο πλέον δεν είναι το ίδιο το παιχνίδι, αλλά ό,τι λέγεται γύρω από αυτό. Αυτό το «ό,τι λέγεται» δημιουργεί μια γλώσσα που είναι σχεδόν αποκλειστικά ποδοσφαιρική. Ένα ξεχωριστό «κλαδικό» ιδίωμα που διαμορφώνεται μέσα στο γήπεδο, γύρω απ’ αυτό στις κερκίδες ή μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης, στις αίθουσες σύνταξης των αθλητικών εντύπων, στις πλατείες, στα καφενεία, στους χώρους δουλειάς και όπου άλλου γίνεται λόγος για ποδόσφαιρο.




Το ποδοσφαιρικό ιδίωμα έχει κάποια δικά του χαρακτηριστικά που το καθένα ξεχωριστά μπορεί να υπάρχει και σε άλλες ειδικές διαλέκτους, αλλά όλα μαζί βρίσκονται μόνο στη μπάλα. Νά μερικά:


Η ποδοσφαιρική γλώσσα είναι κυρίως αντρική. Λίγες γυναίκες κατέχουν να την χρησιμοποιήσουν σωστά. Οι γυναίκες συνήθως εμπεδώνουν και χρησιμοποιούν ποδοσφαιρικούς όρους και κοινούς τόπους με μια σχετική χρονοκαθυστέρηση, όταν πια αυτοί είναι παρωχημένοι και σχεδόν εκτός χρήσης. Θα πουν για παράδειγμα σήμερα πως μια ομάδα είναι «κουρέλα» ή «κουρέλες» , παρ’ ότι αυτή η κλασική έκφραση ποδοσφαιρικής απαξίωσης λεγόταν το πολύ μέχρι τα χρόνια της δεκαετίας του 1980 και δύσκολα θα την ακούσεις πια. Οι γυναίκες επίσης έχουν στο νου τους πολύ διαφορετικές νοηματοδοτήσεις για κάμποσους ποδοσφαιρικούς όρους. Το «τετ α τετ» σημαίνει για αυτές απλώς ενώπιος ενωπίω ή ακόμα πολύ συχνά «τρυφερό τετ α τετ», δηλαδή ρομαντική συνάντηση κάτω από μια ομπρέλα στη βροχή ή δίπλα στη θάλασσα ή οπουδήποτε εξίσου ρομαντικά, ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους. Δύσκολο να πάει στο μυαλό τους ότι ο όρος στο ποδόσφαιρο περιγράφει τη στιγμή που ένας επιτιθέμενος βρίσκεται μόνος με τη μπάλα στα πόδια μπροστά στον αντίπαλο τερματοφύλακα. Έντονη στιγμή, αλλά όχι ακριβώς ρομαντική.

Η ποδοσφαιρική γλώσσα δεν φοβάται τα δάνεια. Για την ακρίβεια δανείζεται τα πάντα από σχεδόν παντού. Στην ελληνική ποδοσφαιρική αργκό έχουμε εκφράσεις αγγλικές σαν το «τάκλιν» την «ντρίμπλα» ή «ντρίπλα» ή «τρίπλα», το «πέναλτι», το «κόρνερ», το «άουτ», το «κοντρόλ», το «οφσάιντ» και πάει λέγοντας. Το χαρακτηριστικό τους είναι πως σχεδόν όλες έχουν παραφθαρεί. Ακραίο παράδειγμα το «αράουτ» που σημαίνει το πλάγιο άουτ και προέρχεται από την αγγλική έκφραση «our out», που στα αυτιά των Ελλήνων άλλαξε ήχο και νόημα. Έχουμε βέβαια και γαλλικές, όπως η «ρεβάνς» ή το «ντεμί βολέ» και το «πλασέ» ή τα «καρέ», το «κουντεπιέ» ή «κουτουπιέ». Ακόμα ισπανικές όπως το «μουντιάλ» ή ιταλικές σαν το «φάλτσο» ή «σφάλτσο». Έχουμε τις πορτογαλικές, εκ Βραζιλίας ορμώμενες, καταλήξεις -ίνιο και -άιο. Άλλες φορές για καλό όπως το «Ντεμίνιο» που εκθείαζε την τεχνική κατάρτιση του Ντέμη Νικολαΐδη, άλλες για κακό όπως οι ων ουκ έστι αριθμός «πατσαβουράιο» που πέρασαν -συνήθως ως ξένοι ποδοσφαιριστές- από τις ελληνικές ομάδες. Συνώνυμο του «πατσαβουράιο» είναι το «παλτό» λέξη γαλλικής καταγωγής εισηγμένη στην Ελλάδα, που στην κανονική ζωή σημαίνει το συγκεκριμένο ρούχο, αλλά στην ποδοσφαιρική τον παίκτη «πατσαβουράιο» που όμως πληρώθηκε πολύ ακριβά η μεταγραφή του. Πάντως η παραφθορά παραμένει μια από τις σταθερότερες συνθήκες του ποδοσφαιρικού λεξικού. Ο τερματοφύλακας γίνεται «πορτιέρο» κατά παραφθορά του ιταλικού «πορτιέρε» και του ισπανικού «πορτέρο», ο επόπτης γίνεται «λάισμαν» αντί του σωστού αγγλικού «λάινσμαν» και για κάποιον παντελώς ανεξήγητο λόγο το χτύπημα «ντροπ» γίνεται «σκροπ».

Υπάρχουν όμως δάνεια και από άλλους χώρους. Λέξεις όπως «στρατηγική», «τακτική», «επίθεση», «άμυνα», «πολιορκία», «βολίδα»,  «πλευροκόπηση», «πτέρυγες» και «άξονας», «αερομαχίες» και «σφυροκόπημα» θυμίζουν περισσότερο πολεμικό εγχειρίδιο παρά παιχνίδι και όμως είναι από τις συνηθέστερες εκφράσεις στην περιγραφή ενός αγώνα.

Από τον ιππόδρομο έχουν δανειστεί οι ποδοσφαιρόφιλοι το επίρρημα «μακράν». Έτσι μια ομάδα είναι «μακράν» καλύτερη από την άλλη ή ένας προπονητής «μακράν χειρότερος από τον αντίπαλο συνάδελφό του, όπως ο ίππος «Μπράουν Σέρι» προηγείται «μακράν» στην κούρσα.

Μια ακόμα συχνή περίπτωση είναι να χρησιμοποιείται το μέρος του σώματος με το οποίο έρχεται σε επαφή ο ποδοσφαιριστής με τη σφαίρα για να δηλώσει τη συγκεκριμένη τεχνική. Έχουμε λοιπόν το «τακουνάκι», τον «μύτο», την «κεφαλιά» κ.λπ. Με ανάλογο τρόπο στην ποδοσφαιρική ορολογία το «δοκάρι» δεν είναι το συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά ένα σουτ που καταλήγει στο «δοκάρι» του τέρματος. Το δε «τέρμα» δεν είναι το τέλος, ούτε η «εστία» είναι το σπίτι ή η θέση της φωτιάς. Και τα δύο είναι εκείνα που γνωρίζουμε εκ του αγγλικού ως «γκολπόστ».

Παρά ταύτα υπάρχει και μια κατηγορία ποδοσφαιρικών λέξεων με εντελώς άγνωστη ετυμολογία; Κι αν μπορούμε να υποθέσουμε το μηχανισμό δημιουργίας και την προέλευση λέξεων σαν τη «γκέλα» ή το «γέμισμα» ή τη «γιόμα» ή το «γιοματάρι» ή την «κουτούπα», από που να προέρχεται άραγε το «νταμπάο», η «ώμα», το «τσαφ», το «μελέ»;

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι παίχτες. Μπορεί να είναι «παιχτάκια», «παιχτρόνια», «παιχταράδες» ή «παίχτουρες» ή «παιχτούρες» ή «παιχτούρια», το γένος του ουσιαστικού το διαλέγει ο καθένας κατά βούληση.

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι διαιτητές που λέγονται και «ρέφερι» εκ του αγγλικού και «κόρακες» ή «κοράκια» διότι παλαιότερα φορούσαν μόνο μαύρα και αν έσφαλαν πού και πού άκουγαν κάποιον απ΄ την κερκίδα να τους καταριέται: «Μπα που να μη βγάλεις τα μαύρα από πάνω σου, κοράκι!!!»

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι προπονητές, που λέγονται «κόουτς» εκ του αγγλικού και παλαιότερα λέγονταν και «μάνατζερ» όρος που ακόμα στη Βρετανία δηλώνει τον προπονητή. Σήμερα καμιά φορά θ’ ακούσουν να τους λεν και «μίστερ», ενώ οι εφημερίδες τους αναφέρουν συχνά ως «στρατηγούς» όταν η ομάδα τους πάει καλά ή απλώς με το επώνυμό τους στην αντίθετη περίπτωση.

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι φίλαθλοι, που λέγονται συνήθως «οπαδοί», αλλά που είναι κυρίως «λαός». Ο «υπέροχος λαός» και ο «δωδέκατος παίχτης», όταν δεν είναι «οι λίγοι θερμοκέφαλοι» ή οι «λίγοι ανεγκέφαλοι».

Στο ποδόσφαιρο όμως υπάρχει κι η μπάλα. Βρίσκεται εκεί ψηλά, θεοποιημένη και απόμακρη, γι αυτό ο ποδοσφαιρόφιλος αποφεύγει και να την ονοματίσει και γι αυτό η σχετική ορολογία είναι γεμάτη από εκφράσεις όπου δεν αναφέρεται, αλλά εννοείται, πάντα με το δέος που αρμόζει να έχουν οι κοινοί θνητοί για Εκείνη. Έτσι ένας παίχτης «την κατέχει», ένας άλλος «δεν την τζανάει», ένας τρίτος «της πατάει μία» κι ένας τέταρτος δεν "τη βρίσκει". Μια καλή ομάδα «την κρύβει», ενώ μια κακή «την σκάει» ή «την ξεφουσκώνει». Ο καλός τεχνικά ποδοσφαιριστής «την χαϊδεύει» ο ακόμα καλύτερος «την κολλάει», ο κάλλιστος μάλιστα «την κολλάει στο κορδόνι». Κάποιος εξαιρετικός επίσης «της μιλάει» και όλοι μαζί τη λατρεύουν...

"...η Επιτροπή ήτο της γνώμης ότι το αγώνισμα τούτο δεν θα προσήλκυεν..."

Για αυτόν τον λόγο δεν εντάχθηκε το ποδόσφαιρο στο πρόγραμμα των πρώτων σύγχρονων ολυμπιακών αγώνων στα 1896. Το πρόγραμμα των αγώνων οριστικοποιήθηκε ένα χρόνο νωρίτερα, στα 1895, ακριβώς τη χρονιά που ο Έλληνας φίλαθλος του ποδοσφαίρου Α. Βλαστός που ζει στο Λονδίνο μεταφράζει περιληπτικά τον αγγλικό κανονισμό παιδιάς στα ελληνικά.
Αν αυτή η μετάφραση ήταν αποτέλεσμα της ατομικής πρωτοβουλίας του Βλαστού και της αγάπης του για το άθλημα ή αν εντασσόταν στα πλαίσια της προπαρασκευής των ολυμπιακών αγώνων δεν μας είναι σήμερα γνωστό.
Το ποδόσφαιρο δεν θα μπει τελικώς στο επίσημο πρόγραμμα των αγώνων. Ο Ιωάννης Χρυσάφης, φυσικομαθηματικός και ένας από τους πρώτους Έλληνες γυμναστές, εισηγητής του σουηδικού μοντέλου γυμναστικής στην ελληνική εκπαίδευση και ιστορικός των αγώνων του 1896, θα περιγράψει έτσι το γιατί:«διότι αφ' ενός μεν ήτο σχεδόν εντελώς άγνωστος εν Ελλάδι, μόλις κατά το προηγούμενον έτος εισαχθείσα εις το Λύκειον Διοσκουρίδου και τον Εθνικόν Γυμναστικόν Σύλλογον, χωρίς εν τούτοις να κατορθωθή η συγκρότησις ομάδος δυναμένης να παίξη καθ όλους τους κανόνας και επί ολόκληρον τον τεταγμένον χρόνον την παιδιά, εξ άλλου δε διότι η Επιτροπή (διεξαγωγής των Αγώνων) ήτο της γνώμης ότι το αγώνισμα τούτο δεν θα προσήλκυεν...».

Παρά ταύτα η Επιτροπή των Αγώνων που έφτιαχνε στα 1895 το πρόγραμμα, παρέκαμψε λίγο τις ελληνικές επιφυλάξεις και διατήρησε το δικαίωμα να προσθέσει την "ποδοσφαίριση" στα ολυμπιακά αθλήματα αν βρισκόντουσαν ομάδες από την Αγγλία και τη Γαλλία που θα εκδήλωναν τη διάθεσή τους να συμμετάσχουν. Κάτι τέτοιο μάλλον έγινε την τελευταία στιγμή και γι αυτό στο ολυμπιακό υλικό συμπεριλαμβάνεται και ένα φυλλάδιο με τους κανονισμούς του ποδοσφαίρου, όμως τελικώς δεν στάθηκε δυνατό να φτάσουν αυτές οι ομάδες στην Αθήνα.
Έστω κι έτσι όμως ένας αγώνας επίδειξης του νέου παιχνιδιού έγινε μέσα στα πλαίσια των Ολυμπιακών του 1896. Ήταν εκείνος ανάμεσα σε μικτές ομάδες της Σμύρνης και της Θεσσαλονίκης, δυο πόλεων που μαζί με την Αθήνα, τον Πειραιά και την Πάτρα από τον ευρύτερο ελληνικό χώρο είχαν έρθει ήδη σε επαφή με το σπορ. Το πιθανότερο είναι ο αγώνας να έγινε στο Ποδηλατοδρόμιο του Νέου Φαλήρου, αλλά ούτε γι αυτό, ούτε για το αποτέλεσμα έχουμε σήμερα βέβαια στοιχεία.

Πάντως από την επόμενη διοργάνωση, εκείνη του 1900 στο Παρίσι, το ποδόσφαιρο θα ενταχθεί στο κανονικό πρόγραμμα των αγώνων. Για την ιστορία ο πρώτος τελικός θα γίνει ανάμεσα σε ένα αγγλικό και σε ένα γαλλικό συγκρότημα με τους Άγγλους να κερδίζουν 4-0.

Ποδόσφαιρο στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο (3ο μέρος).

Ο Νίκος Γόδας στις φυλακές της Κέρκυρας
Από τη χρονιά 1942-1943 η Ένωση Ελλήνων Αθλητών οργανώθηκε καλύτερα και οι ποδοσφαιρικές εκδηλώσεις που έγιναν με πρωτοβουλία της είναι πολύ πιο συστηματικές. Μια πρώτη προσπάθεια έχουμε με την οργάνωση ενός μικρού πρωταθλήματος από την Ένωση. Γνωρίζουμε μόνο λίγα από τα αποτελέσματα εκείνου του τουρνουά. Αυτά της Α.Ε.Κ., που κέρδισε με 3-1 την Προοδευτική, με 2-1 τον Απόλλωνα και με 4-1 τον Παναθηναϊκό, ενώ έχασε με 2-1 από τον Ολυμπιακό. Πάντως κι αυτή η διοργάνωση δεν τελείωσε ποτέ.


Το ζήτημα ήταν πως η αυτοοργάνωση των ποδοσφαιριστών δεν άρεσε καθόλου στην Ομοσπονδία. Στην πραγματικότητα βλέπουμε πως και στο ποδόσφαιρο επαναλαμβάνεται ένα σχήμα πολύ συχνό στα χρόνια της Κατοχής. Νέες δομές δημιουργούνται σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, ακόμα και στρατιωτικό επίπεδο. Είναι δομές που εν πολλοίς προέρχονται από τη βάση και καλύπτουν το κενό που με την κατοχική λαίλαπα είχαν μείνει κενό από τους κρατικούς ή ημικρατικούς φορείς που λειτουργούσαν πριν τον πόλεμο. Όταν τα πράγματα επανέρχονται σε μια νέα ομαλότητα, έστω και στην έκτακτη ομαλότητα της Κατοχής, οι παλαιότεροι φορείς επιδιώκουν να ανακτήσουν την εξουσία που έχασαν, σε συνεργασία μάλιστα με τις αρχές κατοχής. Έτσι η διαμάχη ανάμεσα στο παλιό και το νέο παίρνει και πολιτικό χαρακτήρα. Αυτό γίνεται και με τη σύγκρουση της Ένωσης Ελλήνων Αθλητών με την Ε.Π.Ο. Το αποτέλεσμα είναι να διακοπούν οι αγώνες του συγκεκριμένου τουρνουά και να ξεκινήσει ένα νέο, υπό την αιγίδα της Ε.Π.Ο. αυτή τη φορά, που πάντως δεν θα έχει καλύτερη τύχη καθώς θα διακοπεί επίσης πριν φτάσει στο τέλος του. Συμμετείχαν σίγουρα η Α.Ε.Κ., ο Αρίωνας, το Παγκράτι, ο Εθνικός, η Άμυνα, ο Αστέρας, ο Ατρόμητος και ο Θησέας.

Τον Μάιο του ‘43 διοργανώθηκαν ποδοσφαιρικοί αγώνες από τον Δήμο Πειραιά στους οποίους γνωρίζουμε ότι συμμετείχαν σίγουρα ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, ενώ τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς έγινε και ένα Κύπελλο Χριστουγέννων στο οποίο επικράτησε ο Ολυμπιακός καθώς κέρδισε 5-2 τον Π.Α.Ο. στον τελικό. Αυτή είναι και η μόνη διοργάνωση μέσα στην Κατοχή που γνωρίζουμε σήμερα πως ολοκληρώθηκε, καθώς ένα πολύ φιλόδοξο Κύπελλο Παναθηναϊκού, σε δύο ομίλους, έναν στην Αθήνα και έναν στον Πειραιά, που προσπάθησε να διοργανώσει ο αθηναϊκός σύλλογος τον Φεβρουάριο του 1944, δεν κατάφερε να τελειώσει.



Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα έβγαινε από την Κατοχή για να περάσει στα «Δεκεμβριανά» και λίγο αργότερα στον Εμφύλιο. Όπως είναι λογικό τα γεγονότα δεν άφησαν απ’ έξω το ποδόσφαιρο. Πολλοί ποδοσφαιριστές θα χαθούν τότε. Άλλοι όπως Αναματερός του Ολυμπιακού, μαχητής του ΕΛΑΣ της Αθήνας θα σκοτωθούν στα Δεκεμβριανά ή αργότερα στο βουνό, άλλοι θα δολοφονηθούν στις φυλακές του εμφυλιακού καθεστώτος. Ο Νίκος Γόδας, λοχαγός του ΕΛΑΣ Πειραιώς, κοκκινιώτης από τ’ Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και δεξί χαφ του Ολυμπιακού, θα εκτελεστεί στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας στις 19 Νοεμβρίου του ‘48. Στην εκτέλεσή του φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα της ομάδας του.

Πολλοί ποδοσφαιριστές θα διωχθούν για τις ιδέες τους. Πολλοί άλλωστε είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜικό κίνημα και στην ΕΠΟΝ. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο πως η ΕΠΟΝ Πειραιά και Αθήνας είχαν δημιουργήσει πολύ αξιόλογες ποδοσφαιρικές ομάδες με ποδοσφαιριστές που έκαναν μεγάλη καριέρα αργότερα, όπως ο θρυλικός Ανδρέας Μουράτης του Ολυμπιακού.

Στα χρόνια του Εμφυλίου μάλιστα συνέβη να διοργανωθούν αγώνες ανάμεσα στους κρατούμενους της Μακρονήσου και σε μεγάλους ποδοσφαιρικούς συλλόγους. Ο Παναθηναϊκός έπαιξε φιλικό αγώνα στην Μακρόνησο με ομάδα κρατουμένων, ενώ στο γήπεδο της Λεωφόρου διοργανώθηκε άλλος αγώνας ανάμεσα στο Ολυμπιακό και ομάδα από το Α’ και το Γ’(ή κατ’ άλλους Β’) Τάγμα Σκαπανέων της Μακρονήσου. Ήταν στις 26 Ιανουαρίου του 1949 και με τη Μικτή Μακρονήσου αγωνίστηκαν και οι Διονύσης Γεωργάτος, Παπαδόπουλος, Ιωαννίδης, Γιώργος Δαρίβας και Ηλίας Μαλαμόπουλος του Ολυμπιακού, ο Γιώργος Πατηνιώτης του Εθνικού, ο Αντώνης Παπαντωνίου του Παναθηναϊκού και ο Νίκος Λιάρος του Ηρακλή. Για την ιστορία (αλλά και ενδεικτικό του πόσοι καλοί ποδοσφαιριστές υπήρχαν ανάμεσα στους «μακρονησιώτες» ) η ομάδα της Μακρονήσου κέρδισε με 2-1.



Με τη απελευθέρωση πάντως ξεκίνησαν πάλι οι επίσημες διοργανώσεις της Ε.Π.Ο. και το πρώτο σημαντικό ζήτημα που μπήκε είχε να κάνει με τη συμμετοχή των ποδοσφαιριστών που στη διάρκεια της Κατοχής αγωνίστηκαν σε μία ομάδα ενώ πριν από αυτή αγωνιζόντουσαν σε κάποια άλλη. Το θέμα ήταν μείζον διότι στα κατοχικά χρόνια λίγες μόνο ομάδες, κατά βάση οι μεγαλύτερες, μπόρεσαν να διατηρούσουν μια έστω υποτυπώδη όπως είδαμε αγωνιστική δράση. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποίησαν και ποδοσφαιριστές που δεν ανήκαν στη δύναμή τους. Από την άλλη καθώς τα μικρά σωματεία δεν είχαν τη δυνατότητα, μέσα στις ειδικές συνθήκες της περιόδου, να δίνουν αγώνες, πολλοί παίκτες προκειμένου να παίξουν μπάλα πήγαν στις μεγαλύτερες ομάδες. Με το πέρας της Κατοχής οι μικρότερες ομάδες, θεωρώντας - και σωστά - πως έληξε η περίοδος της ανωμαλίας, ζητούσαν τους ποδοσφαιριστές τους πίσω, ενώ οι άλλες αρνούνταν να τους παραχωρήσουν. Το θέμα έληξε με την απόφαση της ΕΠΟ που κατοχύρωνε τους αθλητές στη δύναμη των σωματείων με τα οποία αγωνίστηκαν επί Κατοχής. Φυσικά αυτό ευνόησε πολύ τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ, καθώς επίσης και τον Πανιώνιο που από τότε πέρασε οριστικά στις σημαντικές ποδοσφαιρικές ομάδες της χώρας. Αντίθετα ομάδες όπως ο Αρίωνας, ο Ατρόμητος, ο Θησέας ή ο Κεραμικός Πειραιά, σχεδόν χάθηκαν.



Το πρώτο επίσημο τουρνουά μετά την απελευθέρωση υπήρξε το Κύπελλο Πάσχα του 1945 που δεν τελείωσε και από την επόμενη χρονιά άρχισε κανονικά η διοργάνωση των τοπικών και του εθνικού πρωταθλήματος. Στα 1946 πρωταθλητής αναδείχτηκε για τρίτη φορά στην ιστορία του ο Άρης Θεσσαλονίκης, τις δύο επόμενες μονοπώλησε τους τίτλους ο Ολυμπιακός, ενώ στα 1949 ήταν ο Παναθηναϊκός εκείνος που πήρε το εθνικό πρωτάθλημα. Η επόμενη χρονιά,1949-1950, πρώτη μετά τη λήξη του εμφυλίου, είναι η τελευταία μέχρι σήμερα χρονιά που δεν έγινε εθνικό πρωτάθλημα.



(Τέλος)

Ποδόσφαιρο στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο (2ο μέρος).

Η χρονιά 1941-1942 είναι εκείνη με τη λιγότερη αγωνιστική δράση μέσα στα χρόνια της Κατοχής. Σήμερα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι διοργανώθηκαν δύο αγώνες. Ο ένας ήταν ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Εθνικό Πειραιώς με αποτέλεσμα 4-0 υπέρ του πρώτου στον οποίο μάλιστα σκόραρε και ο Νίκος Γόδας που όπως θα δούμε πιο κάτω υπήρξε η πιο εμβληματική φιγούρα ποδοσφαιριστή στη δίνη των γεγονότων της εποχής. Ο άλλος δεν έγινε ποτέ. Νά γιατί: Ήδη από τις αρχές του 1942 οι αθλητές του στίβου οργανώθηκαν στην Ένωση Ελλήνων Αθλητών με σκοπό να διατηρήσουν μέσα στις συνθήκες τις εποχής μια υποτυπώδη έστω αθλητική δραστηριότητα και παράλληλα να ενισχύσουν τους συναθλητές τους που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση λόγω ασθενειών ή της περίφημης κατοχικής πείνας. Σύντομα στην Ένωση προσχώρησαν και αθλητές άλλων αθλημάτων, μαζικά μάλιστα οι ποδοσφαιριστές. Η ένωση οργάνωσε στο γήπεδο της Λεωφόρου ένα φιλικό παιχνίδι ανάμεσα στον Π.Α.Ο. και την Α.Ε.Κ. Οι αντίπαλοι θα έπαιζαν πλήρεις και το γεγονός απετέλεσε όαση σε μια χρονιά που κάθε σχεδόν αθλητική δραστηριότητα είχε σταματήσει. Φυσικά η προσέλευση του κόσμου ήταν τεράστια και το ενδιαφέρον μεγάλο. Πολλοί θεατές δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στο γήπεδο καθώς τα 15 χιλιάδες εισιτήρια που είχαν εκδοθεί έγιναν ανάρπαστα.


Κλεάνθης Μαρόπουλος

Νά πως αφηγείται ο αρχηγός της Α.Ε.Κ., ο Κλεάνθης Μαρόπουλος τα συμβάντα: «Αποφασίσαμε να γίνει αυτός ο αγώνας από τη μια για να μαζικοποιήσουμε την Ένωση Ελλήνων Αθλητών κι από την άλλη για να ενισχύσουμε με τις εισπράξεις τούς φυματικούς συναθλητές μας που έλιωναν στη «Σωτηρία». O κόσμος, που είχε χρόνια να δει ποδόσφαιρο, γέμισε ασφυκτικά το γήπεδο της Λεωφόρου. Πάνω από 15.000 ήταν μέσα στο γήπεδο, ενώ πολλοί έμειναν απ’ έξω. Οι δύο ομάδες θα έπαιζαν με πλήρεις συνθέσεις. Λίγο πριν τον αγώνα, όπως είχαμε συμφωνήσει, φτιάξαμε μια επιτροπή από ποδοσφαιριστές και πήγαμε στο γραφείο του Απ. Νικολαΐδη, του πρόεδρου του ΠΑΟ. Στην επιτροπή ήταν ο Κρητικός από τον Παναθηναϊκό, ο Τζανετής κι εγώ. Ζητήσαμε από τον Νικολαΐδη να μας δώσει ένα μέρος από τις εισπράξεις, για να ενισχύσουμε τους φυματικούς. Μας απάντησε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει κάτι τέτοιο και μάλιστα μας ανακοίνωσε ότι διαιτητής στον αγώνα θα έπαιζε ένας Αυστριακός, αξιωματικός των δυνάμεων Κατοχής. Μετά από την απάντηση εκείνη, εμείς αποφασίσαμε να μην παίξουμε. Αν το κάναμε, θα ήταν σαν να συμφωνούσαμε με τους κατακτητές.
Βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο και οι δύο ομάδες μαζί, χαιρετίσαμε τους φιλάθλους, κι αντί ν’ αρχίσουμε τον αγώνα, ανεβήκαμε στις εξέδρες κι αρχίσαμε να εξηγούμε στον κόσμο τι ακριβώς είχε γίνει. Ο κόσμος δέχτηκε τις εξηγήσεις μας. Αυτό που επακολούθησε δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Αγανακτισμένοι οι φίλαθλοι όρμησαν στον αγωνιστικό χώρο και κυριολεκτικά δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Οι ξύλινες εξέδρες ξηλώθηκαν, τα δοκάρια ξεριζώθηκαν, συνθήματα υπέρ των ποδοσφαιριστών και κατά του Απόστολου Νικολαΐδη αλλά και της διοίκησης του ΠΑΟ ακούγονταν. Τα επεισόδια πήραν έκταση και γρήγορα σχηματίστηκε αντιφασιστική διαδήλωση, που έφτασε μέχρι την Ομόνοια. Οι φίλαθλοι-διαδηλωτές διαλύθηκαν μόνο με την εμφάνιση των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής...».

Έτσι, από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που ποτέ δεν έγινε, γεννήθηκε μια από τις πρώτες (αν όχι η πρώτη) αντικατοχικές διαδηλώσεις στην Ελλάδα. Σήμερα, είναι θλιβερό, αλλά η στάση του Απόστολου Νικολαΐδη, η δική του άρνηση (και όχι των Γερμανών όπως μερικοί παρουσιάζουν) απόδοσης μέρους των εσόδων του αγώνα στους ασθενείς αθλητές της «Σωτηρίας» και το γεγονός πως η διαδήλωση έγινε όχι μόνο εναντίον των κατακτητών, αλλά και εναντίον εκείνου, έχει αποσιωπηθεί.

Με αυτόν τον τρόπο ο Νικολαΐδης , μια από τις πιο σκοτεινές μορφές για τον Παναθηναϊκό και το ελληνικό ποδόσφαιρο, μένει ακόμα στο απυρόβλητο.



(συνεχίζεται...)

Ποδόσφαιρο στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο (1ο μέρος).

Μίμης Πιερράκος
Στα δύο τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο του 1940 η ΑΕΚ υπήρξε η καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα. Η ομάδα του Κλεάνθη Μαρόπουλου κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1938-’39 και του 1939-’40 αντικαθιστώντας τον Ολυμπιακό στην κορυφή του ελληνικού ποδοσφαίρου.


Τον Ιούνιο του 1940 πρόλαβε να διοργανωθεί το πρωτάθλημα πόλεων, ανάμεσα στις μεικτές ομάδες μεγάλων ελληνικών πόλεων, ένας θεσμός σημαντικός μια και έδινε τη δυνατότητα να αγωνιστούν σε υψηλό επίπεδο ποδοσφαιριστές που έπαιζαν μπάλα σε πόλεις εκτός κέντρου και Θεσσαλονίκης. Άλλωστε τα περισσότερα από τα επαρχιακά ποδοσφαιρικά σωματεία είχαν ήδη δημιουργηθεί. Στο Πρωτάθλημα Πόλεων συμμετείχαν μεικτές της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Ξάνθης, της Καβάλας, της Πάτρας, του Αιγίου, του Βόλου και της Λάρισας. Τελικώς επικράτησε η ομάδα του Πειραιά.

Τον επόμενο μήνα, Ιούλιο του 1940 γίνεται στη Θεσσαλονίκη το Κύπελλο Στρατού, ανάμεσα στον Άρη, τον Ηρακλή και τον ΠΑΟΚ με σκοπό τα έσοδα να διατεθούν για την ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού. Ενώ τον Σεπτέμβριο στην Αθήνα γίνεται το Κύπελλο Αεροπορίας, πάλι για τη συλλογή χρημάτων υπέρ της Πολεμικής (Βασιλικής τότε) Αεροπορίας. Οι δύο αυτές διοργανώσεις δείχνουν πως μάλλον η προοπτικής της πολεμικής εμπλοκής της χώρας δεν ήταν κάτι που οι ιθύνοντες θεωρούσαν απίθανο. Εκτός αυτού βεβαίως δείχνουν και την διαρκώς αυξανόμενη δημοφιλία που κατακτούσε το σπορ, καθώς πια το κοινό που παρακολουθούσε τους αγώνες ήταν μεγάλο και η εισπρακτική επιτυχία τόσο εξασφαλισμένη που γινόταν δυνατόν μέσω του ποδοσφαίρου να ενισχυθούν οικονομικά και άλλοι τομείς. Η εποχές που πρωταρχικός σκοπός του αθλήματος ήταν η αυτοσυντήρηση έχουν περάσει. Για την ιστορία πάντως το Κύπελλο Στρατού το κατέκτησε ο ΠΑΟΚ που κέρδισε τον Άρη με 2-1 και τον Ηρακλή με 2-0, ενώ το Κύπελλο Αεροπορίας ο Παναθηναϊκός που κέρδισε στον τελικό τον Εθνικό με 3-1.



Στις 6 Οκτωβρίου του 1940 ξεκίνησε η πρώτη φάση Πανελληνίου Πρωταθλήματος εκείνης της χρονιάς με τα τοπικά πρωταθλήματα Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα και στον Πειραιά πρόλαβαν να διεξαχθούν τρεις αγωνιστικές που έφεραν μόνους πρώτους με τρεις νίκες στους ομίλους τους, την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό αντίστοιχα. Στη Θεσσαλονίκη έγινε και τέταρτη αγωνιστική, στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα της γιορτής του πολιούχου Άγιου Δημήτρη. Ο ΠΑΟΚ και ο Άρης ήταν μαζί στην πρώτη θέση μέχρι τότε, με τρεις νίκες ο καθένας και μια ισοπαλία στο μεταξύ τους παιχνίδι. Προφανώς στις 28 του μήνα σταμάτησαν τα πάντα.



Φυσικά το ποδόσφαιρο, ένα σπορ που αφορά νέους ανθρώπους, δηλαδή στρατεύσιμους, πλήρωσε βαριά τον πόλεμο. Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών που σκοτώθηκαν στα μέτωπα είναι μεγάλος και μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστος. Πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ποδοσφαιριστών βρέθηκαν στρατευμένοι και πολέμησαν. Συχνά μάλιστα μαζί, στους ίδιους λόχους καθώς το στρατολογικό σύστημα της εποχής βασιζόταν στον τόπο καταγωγής του στρατεύσιμου, πράγμα που έφερνε τους παίκτες μιας ομάδας ή της διπλανής να πολεμούν ο ένας πλάι στον άλλο. Ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, τερματοφύλακας του Ολυμπιακού πολεμούσε δίπλα στον Μίμη Πιερράκο, έναν από τους καλύτερους επιθετικούς της εποχής -πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος στα 1936, με 18 γκολ σε 10 ματς, όταν ο Μίμης σκοτώθηκε έξω από το Πόγραδετς, τον Νοέμβριο του ‘40. Νά το γράμμα με το οποίο ο διοικητής του συντάγματός τους ενημέρωνε την μητέρα του για το θάνατό του (Το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της καθώς της το έκρυψε ο αδελφός του. Ήταν άρρωστη και σε λίγο καιρό πέθανε γνωρίζοντας μόνο πως ο Μίμης αγνοείται.)
Σ’ ΣΥΝΤΑΓΜΑ


Β΄ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ

Αρ.Πρωτ. 858

Προς Κυρίαν Πιερράκου

Αθήνα



Κυρία,

Το Σύνταγμα με μεγάλην θλίψην λαμβάνει την τιμήν να σας αναγγείλει ότι ο προσφιλής υιός σας δεν ζη πλέον.

Φονικόν βλήμα ανάνδρου εχθρού απεστέρησε την οικογένειάν του, το Σύνταγμα, την Πατρίδα, προσφιλούς και πολυτίμου τέκνου.

Εις τα ψυχάς όλων ημών μένει αλησμόνητον το αγέρωχον παράστημα, η μεγαλειώδης ψυχραιμία και ο τίμιος ηρωϊσμός του εκλιπόντος υιού σας.

Ήρωες, ωσάν τον Μίμη Πιερράκον δεν αποθνήσκουν, αλλά ζουν εις τα καρδίας όλων των Ελλήνων και ως λαμπρός φάρος καταυγάζουν την οδόν της Δόξης και της Νίκης της μεγάλης μας Πατρίδος.

Ο Πανάγαθος Θεός ας απαλύνη την καρδίαν δεινώς τρωθείσης μητρός, αδελφών και συγγενών και ας ελαφρύνει την γην ήτις τον εδέχθη εις μνήνην αιωνίαν.

Εν ΤΤ 212 τη 16η Δεκεμβρίου 1940

Ο Διοικητής του Συντάγματος





Πάντως ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου η ποδοσφαιρική δραστηριότητα δεν σταμάτησε εντελώς. Έχουμε σίγουρες πληροφορίες για δύο τουλάχιστον αγώνες που έγιναν όσο διαρκούσε ο πόλεμος στην Αλβανία. Στις 5 Ιανουάριου του 1941 στο Γήπεδο της Λεωφόρου (που παρεμπιπτόντως είχε ήδη αποκτήσει προβολείς εξ Ηνωμένων Πολιτειών, πράγμα πρωτοπόρο για την εποχή) μια ομάδα επίλεκτων της Αθήνας κέρδισε με 4-2 του επίλεκτους του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος που βρισκόταν στην Ελλάδα, ενώ στις 9 Μαρτίου του 1941 πάλι οι επίλεκτοι της Αθήνας κέρδισαν στη Λεωφόρο με 6-2 τους επίλεκτους της Βρετανικής Αεροπορίας. Το πρώτο παιχνίδι το παρακολούθησαν 18 χιλιάδες θεατές και το δεύτερο 15 χιλιάδες. Και το σκορ των αγώνων και ο αριθμός των θεατών θα ήταν αδιανόητα μερικές δεκαετίες νωρίτερα.



(συνεχίζεται...)

Αμφοτέρωθεν έλαβον μέρος ανά ένδεκα...

«Εις το γυμναστήριον του Παναχαϊκού Συλλόγου διηγωνίσθησαν χθες εις το αγγλικόν παιγνίδιον της πλαστικής σφαίρας, εις το foot - ball Άγγλοι ναύται των ενταύθα ορμούντων αγγλικών σκαφών και μέλη του Παναχαϊκού, εν οις ο κ. Κρωββ και οι τρεις υιοί του κ. Μάρσαλ. Αμφοτέρωθεν έλαβον μέρος ανά ένδεκα, υπερίσχυσαν δε εν τω διαγωνισμώ οι Παναχαϊκοί νικήσαντες τετράκις αυτοί, δις δε οι Άγγλοι. Εις το γυμναστήριον προσήλθεν πυκνόν πλήθος (εν τω οποίω διεκρίνοντο πολλαί κυρίαι) και παρηκολούθησε το γυμναστικώτατον και διασκεδαστικώτατον αγγλικόν παιγνίδιον, ούτινος η εν τω Παναχαϊκώ εισαγωγή δίδει νέαν ζωήν εις τον σύλλογον.»


"Αι Πάτραι" κάποτε
Το απόσπασμα είναι από την εφημερίδα «Νεολόγος» της Πάτρας, έχει ημερομηνία 19 Ιανουαρίου του 1899 και περιγράφει έναν από τους πρώτους ποδοσφαιρικούς αγώνες που έλαβαν χώρα εν Ελλάδι. Το μεταφράζω σύντομα: «Στο γήπεδο του Παναχαϊκού έγινε ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα σε ομάδα ναυτικών από τα αγγλικά πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι της πόλης και στην ομάδα του Παναχαϊκού. Το ματς παρακολούθησαν πολλοί θεατές (μεταξύ τους και πολλές γυναίκες) και έληξε με σκορ 4-2 υπέρ του Παναχαϊκού.»



«Αι Πάτραι» του 19ου αιώνα, από τα πρώτα αστικά κέντρα της χώρας, λιμάνι και τόπος κοσμοπολίτικος, στην ουσία η πιο ανοιχτή προς τη Δύση πόλη της Ελλάδας, με σημαντικό όγκο εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών, έδρα πολλών ευρωπαϊκών οίκων και παραδοσιακή έδρα προξενείων όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών που ασχολούνται με τις υποθέσεις των πολλών υπηκόων τους που ζουν και δραστηριοποιούνται στην αχαϊκή πρωτεύουσα. Λίγο-πολύ η πύλη του ελληνικού κρατιδίου προς την «Εσπερία», ευημερεί, ακμάζει και επηρεάζει καίρια την εθνική πολιτική. Στο λιμάνι της φτάνουν τα προϊόντα της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παραγωγής. Από εδώ (κι απ’ το Κατάκολο της γειτονικής Ηλείας) γίνεται η μαζική εξαγωγή της σταφίδας σε εποχές που το συγκεκριμένο προϊόν αποτελεί τον μοναδικό οικονομικό πνεύμονα της χώρας. Εδώ και λίγα χρόνια έχει αποκτήσει σιδηρόδρομο που τη συνδέει με την Αθήνα, ή μάλλον που συνδέει την Αθήνα με την Πάτρα και ακόμη - παρά την διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου- το λιμάνι της το προτιμούν πολλά ξένα πλοία. Όπως σε όλα τα λιμάνια του κόσμου έτσι κι εδώ, οι ναύτες των εγγλέζικων πλοίων συνηθίζουν να κατεβαίνουν στη στεριά και να παίζουν ποδόσφαιρο μεταξύ τους. Καμιά φορά, όμως, όπως γράφει ο «Νεολόγος» πιο πάνω «διαγωνίζονται» με αντιπάλους τοπικές ομάδες που ακριβώς τότε πρωτοσχηματίζονται.

Η αλήθεια είναι πως ο Παναχαϊκός Γυμναστικός Σύλλογος υπήρξε από τους πρώτους αθλητικούς συλλόγους της χώρας. Ιδρύθηκε στα 1891 και εκτός του κλασικού αθλητισμού καλλιέργησε τη σκοποβολή, την κωπηλασία, τη γυμναστική, την κολύμβηση, την ποδηλασία. Διοργάνωσε αγώνες στίβου, κολύμβησης και λεμβοδρομίες, ίδρυσε εκδρομικό τμήμα και παράλληλα βιβλιοθήκη, φροντιστήριο ξένων γλωσσών, σχολείο μουσικής με μπάντα και εσπερινή εμπορική σχολή. Δηλαδή εξελίχθηκε σε σπουδαίο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό φορέα όλης της πόλης.

Να μερικά από τα ονόματα των ιδρυτών και πρωτοστατών του Συλλόγου: Αθηνόδωρος Σωτηριάδης, Κων. Πράτσικας, Δ. Σ. Πράτσικας, Στεφ. Θωμόπουλος, Γεώργιος Τζίνης, Ευάγ. Καρόκης, Προκλής Παπαρρούπας, Γ. Τριάντης, Μιχ. Φραγκόπουλος, Γ. Χαραλάμπης, Βασ. Γκολφινόπουλος, Άρθουρ Μόρφυ. Σημαντικότερος όμως παράγοντας, ιδρυτής και ψυχή του συλλόγου υπήρξε ο πατρινός γιατρός Χρήστος Κορύλλος.



Οι Νικηταί της "Γυμναστικής Εταιρίας" Πατρών
Στα 1894 ένα μέρος των αθλητών και των παραγόντων του «Παναχαϊκού» (ενδεικτικά τα ονόματα των: Αιμίλιου Γερούση, Κων. Πράτσικα, Λουκά Καραμπίνη, Δημ. Μπουκαούρη, Κων Φινόπουλου, Δημ. Σωτηριάδη, Στεφ. Τζίνη) έφυγαν απ’ τον σύλλογο και ίδρυσαν την Γυμναστική Εταιρία Πατρών που σταδιακά απέκτησε τμήματα γυμναστικής, στίβου, κολύμβησης, άρσης βαρών, πάλης και από το 1902 ποδοσφαίρου.

Ο Παναχαϊκός και η Γυμναστική Εταιρία Πατρών μαζί με τον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και τον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο στην Αθήνα, τον Όμιλο Ερετών του Πειραιά και τον Πειραϊκό Σύνδεσμο, υπήρξαν οι σύλλογοι που ανέλαβαν το μεγαλύτερο βάρος της διοργάνωσης των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα στα 1896.

Λίγο μετά, στα 1897, με πρωτοβουλία του Παναχαϊκού και τη συμμετοχή του Πανελληνίου και της Γυμναστικής Εταιρίας Πατρών, ιδρύθηκε και ο ΣΕΓΑΣ.




Δαβουρλής-Στραβοπόδης-Μιχαλόπουλος, Παναχαϊκάρα...
Από τις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησαν συζητήσεις για την επανένωση των δύο μεγάλων συλλόγων της Πάτρας. Αυτές κατέληξαν σε αποτέλεσμα μετά από είκοσι χρόνια και έτσι στα 1923 με τη συγχώνευση των δύο σωματείων ιδρύθηκε η «Παναχαϊκή Γυμναστική Εταιρία» που στα χρόνια που θα έρθουν θα αποτελέσει τον σημαντικότερο αθλητικό φορέα της πόλης και που σήμερα είναι ο μόνος αθλητικός σύλλογος στη χώρα που στο σήμα του με τον Ηρακλή που στεφανώνεται από τη Νίκη, αναγράφονται τρεις χρονολογίες ίδρυσης. 1891-1894-1923, δηλαδή εκείνες του Παναχαϊκού, της Γυμναστικής Εταιρίας και της Παναχαϊκής αντίστοιχα. Πάντως το σημαντικότερο κομμάτι της πατρινής ποδοσφαιρικής ιστορίας θα γραφτεί από την Παναχαϊκή με την ομάδα κόσμημα των αρχών της δεκαετίας του ‘70 με τους Στραβοπόδη, Ρήγα, Μιχαλόπουλο, Λεβεντάκο και φυσικά τον μεγάλο Κώστα Δαβουρλή.

«Γεια σου Άγγελε Μεσσάρη»

Η δεκαετία του ‘30 υπήρξε στην ουσία η πρώτη δεκαετία της οργανωμένης ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το εθνικό, αλλά και τα τοπικά πρωταθλήματα διοργανώθηκαν με συνέπεια και συνέχεια όλες σχεδόν τις χρονιές, η Ε.Π.Ο. απέκτησε - όχι χωρίς συγκρούσεις και παλινωδίες- τον πραγματικό έλεγχο του αθλήματος στην Ελλάδα και η δημοφιλία του παιχνιδιού απλώθηκε σε όλη τη χώρα.


Η δεκαετία ξεκίνησε με τον εντυπωσιακό Παναθηναϊκό του Άγγελου Μεσσάρη, ενός ποδοσφαιριστή που υπήρξε το πρώτο μεγάλο ίνδαλμα του χώρου και βρέθηκε στον Παναθηναϊκό με μεταγραφή από τον Π.Ο. Γουδί, την σπουδαιότερη από τις ποδοσφαιρικές ομάδες των προηγούμενων δεκαετιών. Είχε γεννηθεί στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής στα 1910 και στην Αθήνα ήρθε με την οικογένειά του σε ηλικία 14 ετών. Στην τελική φάση του πρωταθλήματος της χρονιάς 1929/1930 ο Παναθηναϊκός πέτυχε δύο εντυπωσιακές νίκες, εναντίον του Ολυμπιακού στη Λεωφόρο με 8-2 και εναντίον του Άρη στη Θεσσαλονίκη με 4-0. Και στις δύο πρωταγωνιστής υπήρξε ο Μεσσάρης, ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που έγινε σύνθημα. Τραγουδούσαν τότε οι οπαδοί του ΠΑΟ: «Εβάλαμε οκτώ στον Ολυμπιακό/κι άλλα τέ- κι άλλα τέσσερα στον Άρη/ γεια σου Άγγελε Μεσσάρη.»

Ο «ξανθός Άγγελος» αγωνιζόταν στη θέση του μέσα δεξιά και στην καριέρα του πέτυχε 52 γκολ, αριθμός εκπληκτικός για χαφ και για ποδοσφαιριστή που αγωνίστηκε τόσο λίγα χρόνια. Γιατί δυστυχώς σταμάτησε το ποδόσφαιρο πολύ νωρίς. Αιτία οι πολιτικές του πεποιθήσεις και οι πιέσεις που δέχτηκε γι αυτές από τη διοίκηση του Παναθηναϊκού. Ο Μεσσάρης ήταν μέλος της ΟΚΝΕ, δηλαδή της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και υποψήφιος φοιτητής του Πολυτεχνείου. Για την εισαγωγή του στο Πολυτεχνείο λοιπόν, ζήτησε τη βοήθεια του Απόστολου Νικολαΐδη, προέδρου του Π.Α.Ο. και βετεράνου αθλητή. Ο Νικολαΐδης απαίτησε να σταματήσει ο ποδοσφαιριστής την πολιτική του δράση. Ο τελευταίος δεν το σκέφτηκε καν, απάντησε αρνητικά στην πρόταση του προέδρου και εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο για να συγκεντρωθεί στις σπουδές του. Ήταν στα 1931 και ο Άγγελος Μεσσάρης δεν είχε καλά-καλά κλείσει τα 21.



Ο Απόστολος Νικολαΐδης συνέχισε να είναι πρόεδρος και πάντα προβεβλημένος παράγοντας του Παναθηναϊκού, οι συντηρητικές του θέσεις θα απασχολήσουν τον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου και λίγο αργότερα, στη διάρκεια της κατοχής, όπως θα δούμε σε ένα επόμενο σημείωμα. Μέσα στα άλλα ο Νικολαΐδης κατάφερε να διαγράψει από τον Παναθηναϊκό και τον ιδρυτή του συλλόγου, τον Γιώργο Καλαφάτη, ο οποίος μάλιστα υπήρξε ο άνθρωπος που πήγε στον Π.Α.Ο. τον Άγγελο Μεσσάρη. Σήμερα το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας φέρει το όνομά του. Του Νικολαΐδη, όχι του Καλαφάτη...



Ο Άγγελος Μεσσάρης κατάφερε τελικώς να εισαχθεί στο Πολυτεχνείο και ασχολήθηκε με την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Ποδόσφαιρο έπαιξε μόνο μία φορά ακόμα, σε ένα φιλικό μεταξύ ΠΑΟ και ΑΕΚ με τελικό αποτέλεσμα 2-2 που έγινε στα 1935. Πέθανε σε ηλικία 68 χρονών στα 1978 και την κηδεία του παρακολούθησαν πολλοί φίλαθλοι που ακόμα τον είχαν στη μνήμητους σαν έναν πραγματικά ξεχωριστό ποδοσφαιριστή.



Η ομάδα του τριφυλλιού χωρίς αυτόν δεν μπόρεσε να ξαναφτάσει μέσα στα χρόνια πριν τον πόλεμο το αγωνιστικό επίπεδο της χρονιάς 1929/1930 και θα χρειαστεί να περάσουν 19 χρόνια, καθώς μεσολάβησε και ο πόλεμος, για να κερδίσει εκ νέου ένα πρωτάθλημα.

Το ελληνικό ποδόσφαιρο συνολικά έχασε το μεγαλύτερο από τα ταλέντα της περιόδου.


Υ.Γ.)Η ιστορία ανάμεσα στον Άγγελο Μεσσάρη και στον Απόστολο Νικολαΐδη είναι η κορυφή του παγόβουνου της ιδεολογικής διαμάχης που γινόταν εκείνα τα χρόνια για την οριστική κοινωνική φυσιογνωμία του Παναθηναϊκού, αλλά και άλλων αθλητικών σωματείων. Σχεδόν για την ιδεολογική κυριαρχία επί του αθλητισμού γενικότερα.


Μέχρι τότε η αθλητική δραστηριότητα ήταν μάλλον προοδευτική συνήθεια. Καλύτερα θα λέγαμε, συνήθεια των προοδευτικών. Κυρίως των προοδευτικών αστών βεβαίως, αλλά και αρκετών πολιτικά συνειδητοποιημένων και αριστεριζόντων νεαρών από το προλεταριάτο. Στο ποδόσφαιρο αυτό ήταν ακόμα πιο εμφανές. Ξεκίνησε σαν παιχνίδι που σχεδόν το κακόβλεπαν οι επίσημοι αθλητικοί φορείς γιατί απομάκρυνε τους νέους από τον "γνήσιο αθλητισμό" των ατομικών αγωνισμάτων, κυρίως του στίβου, που σκοπό είχαν να δημιουργήσουν μια σφριγηλή νεολαία ικανή να πραγματώσει στα πεδία των μαχών τη Μεγάλη Ιδέα. Δεν είναι τυχαίο πως η ραγδαία ανάπτυξη του ποδοσφαίρου συμβαδίζει με την οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας μετά το '22. Τουλάχιστον στο επίπεδο των ποδοσφαιριστών, δηλαδή των βασικών φορέων του αθλήματος, η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων είναι συντριπτική. Διακρίνονται σ' αυτό πειραιώτες εργάτες, προλεταριοποιημένοι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (είναι άραγε τυχαίο που τα μισά σχεδόν μεγάλα ποδοσφαιρικά σωματεία της χώρας έχουν προσφυγική καταγωγή;), φτωχόπαιδα απ' τις παράγκες των Αμπελοκήπων ή του Ρέντη.



Στην προπολεμική Ελλάδα οι καθώς πρέπει άνθρωποι και η επίσημη εκπαίδευση έβλεπαν το ποδόσφαιρο σαν την κακή συνήθεια που κάνει τους νέους να γυρνούν στις αλάνες, τον δε αθλητισμό συνολικά ως πάρεργο, κάτι σαν αναγκαίο (ή σχεδόν) κακό, παρένθεση στο πρόγραμμα της κλασικής παιδείας που όφειλαν να λαμβάνουν όλοι οι νέοι. Από την άλλη η Αριστερά έβλεπε στον αθλητισμό τη σύγχρονη προοδευτικότητα και στο ποδόσφαιρο μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο λαϊκή συλλογικότητα. Είναι τυχαίο πως ο Λαμπράκης υπήρξε προπολεμικώς βαλκανιονίκης ή πως η ΕΠΟΝ Πειραιά και Αθήνας είχαν ποδοσφαιρικές ομάδες;

Αργότερα, λίγες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, ο αθλητισμός είχε γίνει μάλλον αστική συνήθεια ενώ "αριστερό" ήταν το ποτό και το τσιγάρο.

Βέβαια τα παραπάνω είναι υποθέσεις δικές μου που ελπίζω κάποτε να επαληθευτούν ή όχι από κοινωνιολόγους και ιστορικούς που θα μελετήσουν σοβαρά την υπόθεση του ελληνικού αθλητισμού.



Όπως και να έχει πάντως πιστεύω πως η σύγκρουση Μεσσάρη-Νικολαΐδη δείχνει αυτή ακριβώς τη διαμάχη. Το ίδιο και η σύγκρουση Νικολαΐδη-Καλαφάτη, αφού σίγουρα ο Γιώργος Καλαφάτης ήταν αστός μεν, εμφορούμενος όμως από προοδευτικές ιδέες. Νομίζω πως η ουσιαστική επικράτηση Νικολαΐδη καθόρισε εν πολλοίς και για πολλές δεκαετίες τη φυσιογνωμία του ΠΑΟ, αλλά και ΄του συνόλου του ελληνικού ποδοσφαίρου (τουλάχιστον σε διοικητικό επίπεδο).



Γι αυτό όμως θα επανέλθω. 

Αθλητικοί Σύλλογοι στον Πειραιά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο Πειραιάς υπήρξε ανέκαθεν αστικός, πράγμα που για την Ελλάδα του 19ου αιώνα αποτελεί εξαίρεση. Πράγματι είναι λίγες οι ελληνικές πόλεις της εποχής που δημιουργήθηκαν απευθείας ως αστικές συνοικίσεις (ο Πειραιάς, η Ερμούπολη κι ο Βόλος είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα) ή που δεν κουβαλούν στις πολύ πρόσφατες αναμνήσεις τους τις εποχές που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από διαμετακομιστικά κέντρα της τριγύρω τους υπαίθρου, περισσότερο αγροτικά κεφαλοχώρια παρά πόλεις στην κυριολεξία.

Ένα λοιπόν από τα πράγματα που κάνουν οι αστοί μόλις συνειδητοποιήσουν ως τέτοιους τους εαυτούς τους είναι η ίδρυση και η οργάνωση σωματείων κάθε είδους. Φιλανθρωπικών, κοινωνικών, πολιτιστικών εν γένει ή ιδιαιτέρως φιλολογικών, λογοτεχνικών και μουσικών. Φυσικά και αθλητικών. Η αστική παράδοση των σωματείων έφτανε πολύ περισσότερο έντονη στα λιμάνια της Μεσογείου, που εκείνα τα χρόνια ήταν περίπου μια βρετανική λίμνη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε στην οικονομία της. Και είναι γνωστή η εμμονή των αγγλοσαξόνων αστών με τους κάθε λογής συλλόγους. Ως μεσογειακό λιμάνι λοιπόν ο Πειραιάς έτρεξε σύντομα να αντιγράψει τις βρετανικές συνήθειες. Άρα δεν είναι καθόλου παράξενο που «εν πειραιεί» στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα συνέβη ένας οργασμός δημιουργίας αθλητικών σωματείων.



Από την άλλη ο αθλητισμός ήταν μια επικροτούμενη (αν και όχι επιδοτούμενη ακόμα) από το κράτος δραστηριότητα. Όχι μόνο από το κράτος, αλλά από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας της εποχής που εμφορούμενη από το απόλυτο ιδεολόγημα εκείνων των ετών, δηλαδή τη Μεγάλη Ιδέα, προσδοκούσε από την γυμναστική δραστηριότητα και τα σπορ, τα ατομικά κυρίως σπορ, την δημιουργία μιας σφριγηλής και εύρωστης νεολαίας που θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει στα πεδία των μαχών το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Εν ολίγοις οι κοινωνία ήθελε γυμνασμένα, δυνατά, γρήγορα και με αντοχές παιδιά που θα ήταν σε θέση να πάρουν πίσω την Πόλη.



Μεγάλη ώθηση στον πειραιώτικο αθλητισμό της εποχής έδωσε το γεγονός πως το Νέο Φάληρο, ήδη από τη δεκαετία του 1870, είχε καθιερωθεί σαν το κατεξοχήν κοσμικό, μεγαλοαστικό θέρετρο της πρωτεύουσας. Ο αθλητισμός ήταν η νέα ενασχόληση του συρμού στους μεγαλοαστικούς κύκλους της Αθήνας που ανακάλυπταν ότι τις ώρες της διασκέδασής τους μπορούσαν να τις διανθίζουν με γυμναστικές ασκήσεις ή γυμναστικά παιχνίδια. Κοντά στη μουσική, στο θέατρο και στους θιάσους που μετακαλούσαν από την Ιταλία κυρίως, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη, ήρθαν να προστεθούν ανάμεσα στις αγαπημένες συνήθειες της ελληνικής «μπελ επόκ» οι μοντέρνες αθλητικές ή παρααθλητικές δραστηριότητες. Το θαλάσσιο κολύμπι, η ποδηλασία, το τένις, το κρόκετ (πρόδρομος του γκολφ), η κωπηλασία και η ιστιοπλοΐα, η πεζοπορία, η ξιφασκία και η σκοποβολή, η ιππασία, το κυνήγι φυσικά που τότε εθεωρείτο σπορ (για τους κυνηγούς, όχι για τα θηράματα). Όλα ή περίπου όλα τα σπορ νέα και παλαιότερα μπορούσε κανείς να τα εξασκήσει στο διασκεδαστήριο των εύπορων αθηναίων, στο Νέο Φάληρο.



Δεν είναι τυχαίο πως ο πρώτος αθλητικός σύλλογος της χώρας, ο Όμιλος Ερετών (δηλαδή κωπηλατών) ιδρύθηκε στα 1885 ακριβώς εδώ, στο Νέο Φάληρο, με την πλήρη ονομασία: Όμιλος Ερετών Φαλήρου, για να μετονομαστεί τρία χρόνια αργότερα όταν και μετακόμισε στο Πασαλιμάνι σε απλώς «Όμιλος Ερετών».



Πάντως συχνότατα οι αθλητικοί σύλλογοι που ιδρύονταν μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στις τρεις πρώτες του 20ου, δεν είχαν αποκλειστικά αθλητικούς σκοπούς. Συχνά ήταν σωματεία που δίπλα στο ενδιαφέρον τους για τον αθλητισμό έβαζαν και άλλες κοινωνικές ή πολιτιστικές δραστηριότητες. Μπορούσαν να συντηρούν αγωνιστικά τμήματα αθλημάτων και αθλοπαιδιών, ενώ ταυτοχρόνως δημιουργούσαν θεατρικές ομάδες, φιλαρμονικές και μπάντες ή οργάνωναν μέσω του εκδρομικού τους τομέα περιηγήσεις ανά την Ελλάδα, σε εποχές που τα ταξίδια ήταν δύσκολα λόγω έλλειψης μέσων και υποδομών.



Το πιο προφανές παράδειγμα τέτοιου πολυσυλλεκτικού συλλόγου στον Πειραιά είναι ο Πειραϊκός Σύνδεσμος. Το κατεξοχήν πειραϊκό σωματείο που ιδρύθηκε στα 1894 από μια παρέα πειραιωτών με αγάπη για τη μουσική και εξελίχθηκε στον σημαντικότερο αθλητικό, κοινωνικό και πολιτιστικό φορέα της πόλης. Καλλιέργησε όλα σχεδόν τα ατομικά και ομαδικά σπορ,διέθετε στίβο με καρβουνόσκονη, είχε έντονη κοινωνική δράση σε όλα τα επίπεδα και από αυτόν δημιουργήθηκε το Ωδείο Πειραιώς, η φημισμένη μέχρι σήμερα Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου, εργαστήριο φωτογραφίας και μια σειρά από άλλες πολιτιστικές προσπάθειες.



Η ποδηλασία υπήρξε ένα από τα πολύ μοντέρνα αθλήματα της εποχής καθώς μετέφερε τη σωματική άσκηση πάνω στη σέλα της τεχνολογικής προόδου που εξέφραζε τότε το ποδήλατο. Σε έναν κόσμο με μεγάλη πίστη ακόμα στο λαμπρό μέλλον που επεφύλασσαν οι τεχνικές και οι επιστήμες για τον σύγχρονο άνθρωπο, σε μια Ευρώπη αισιόδοξη- πριν ακόμα βυθιστεί ο Τιτανικός ή ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος - το ποδήλατο ήταν το πιο απλό σύγχρονο μέσο μεταφοράς και ακολουθούσαν τα συνθετότερα μηχανοκίνητα οχήματα και το νεογέννητο αυτοκίνητο. Όλα αυτά έδιναν μια αίσθηση ελευθερίας στη μετακίνηση και συνακόλουθα γενικότερης ελευθερίας και άνοιγαν νέους ορίζοντες στον άνθρωπο της εποχής. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως η ανάπτυξη της ποδηλασίας στην Ελλάδα πάνω στο γύρισμα του αιώνα από τον 19ο στον 20ο ήταν εφάμιλλη με χώρες πλούσιας ποδηλατικής παράδοσης σαν την Ιταλία και την Γαλλία όπου η ποδηλασία είναι σήμερα εθνικό σπορ. Άλλωστε οι ποδηλατικοί δρόμοι συμπεριλήφθηκαν στο ολυμπιακό πρόγραμμα ήδη από την πρώτη σύγχρονη διοργάνωση στα 1896. Μέσο-μεγαλοαστικό άθλημα στην αρχή απλώθηκε σύντομα και στα λαϊκότερα στρώματα του Πειραιά αν και θα χρειαστεί να περάσει σχεδόν ένας αιώνας για να πάψει το ποδήλατο να είναι το άπιαστο (λόγω έλλειψης χρημάτων) όνειρο πολλών παιδιών της πόλης. Πάντως από τους πρώτους αθλητικούς συλλόγους της πόλης υπήρξε ο Όμιλος Ποδηλατών Πειραιώς που συγκροτήθηκε στα 1891, ενώ η Ποδηλατική Ένωσις Πειραιώς ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά στα 1895.



Αλλά και στα υπόλοιπα αθλήματα ο Πειραιάς πρωταγωνίστησε. Ο Γυμναστικός Σύλλογος «Τα Ολύμπια» ιδρύθηκε στα 1893, μόλις ένα χρόνο μετά ο Όμιλος Κυνηγών Πειραιώς, ενώ ο Κολυμβητικός Όμιλος Πειραιώς-Αθηνών, που ανάμεσα στους σκοπούς του ήταν η διάδοση των «θαλασσίων λουτρών», στα 1899.



Ο Πειραιάς απετέλεσε όπως ήταν φυσικό λόγω της ύπαρξης υποδομών και σχετικού με το αντικείμενο ανθρώπινου δυναμικού την κοιτίδα των ναυταθλητικών προσπαθειών της Ελλάδας. Ο Ναυτικός Όμιλος Νέου Φαλήρου που έλαβε σάρκα και οστά στα 1903 υπήρξε ο πρώτος ναυταθλητικός, κυρίως ιστιοπλοΐκός, σύλλογος της πόλης και αργότερα θα ακολουθήσουν στα 1929 ο Ναυτικός Αθλητικός Σύνδεσμος και στα 1937 ο Ιστιοπλοϊκός Όμιλος Πειραιώς, ενώ σημαντικό ιστιοπλοϊκό τμήμα ανάπτυξε και ο Ολυμπιακός Σ.Φ.Π.



Εκτός όμως από τα αστικά στρώματα του μεγάλου λιμανιού της χώρας που είχε ήδη εξελιχθεί στο σπουδαιότερο βιομηχανικό της κέντρο, στην «Μαγχεστρίαν» της Ανατολής όπως έφτασε να χαρακτηριστεί, στον Πειραιά ζούσε η πολυπληθέστερη μικροαστική και προλεταριακή τάξη της Ελλάδας. Οι βιομηχανικοί εργάτες, οι εργάτες του λιμανιού, οι αμαξάδες, οι μικροτεχνίτες κι οι ψαράδες έμεναν μάλλον αδιάφοροι για αθλήματα όπως το τένις, η ιστιοπλοΐα και το κρόκετ. Το δικό τους σπορ ήταν το ποδόσφαιρο. Παιδί κι αυτό της βιομηχανικής επανάστασης και της συνακόλουθης βίαιης συχνά προλεταριοποίησης της αγροτικής τάξης, το ποδόσφαιρο διαδόθηκε κυρίως από τους Εγγλέζους ναυτικούς που το μετέφεραν από λιμάνι σε λιμάνι. Γι αυτό κι ο Πειραιάς μαζί με τα υπόλοιπα λιμάνια του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, όπως η Πάτρα, η Θεσσαλονίκη και η Σμύρνη βρέθηκαν σε προνομιακή θέση καθώς ήταν οι πρώτοι που ήρθαν σε επαφή με το νέο παιχνίδι.



Στον Πειραιά πάντως για άλλη μια φορά ο Πειραϊκός Σύνδεσμος ήταν αυτός που καλλιέργησε το σπορ. Υπήρξε Πρωταθλητής Ελλάδος στα πρωταθλήματα ποδοσφαίρου που διοργανώθηκαν απ’ τον ΣΕΓΑΣ στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα πριν ακόμα ιδρυθεί η Ε.Π.Ο. Από τις τάξεις του άλλωστε προήλθαν οι αθλητές και οι παράγοντες που στα 1925 δημιούργησαν τις μεγάλες ομάδες του πειραϊκού ποδοσφαίρου, ανάμεσά τους και τον Ολυμπιακό Πειραιώς.

Ποδοσφαιρικό Ληξιαρχείο...

Ο μόνος και φυσικά ο ασφαλέστερος τρόπος για να εντοπισθεί η ακριβής ημερομηνία ίδρυσης κάποιου σωματείου είναι ο εντοπισμός της ημερομηνίας της δικαστικής απόφασης που ενέκρινε το καταστατικό για την ίδρυση του συλλόγου. Όμως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο πολλοί σύλλογοι να ορίζουν (και μάλιστα να αναγράφουν στα εμβλήματά τους) εντελώς αυθαίρετες δήθεν ημερομηνίες ίδρυσης προφανώς διεκδικώντας κάποιο προνόμιο παλαιότητας, ένας Θεός ξέρει σε τι είδους οφέλη προσδοκώντας. Η πιο κλασική μέθοδος που χρησιμοποιείται για τις νέες χρονολογήσεις είναι η θεώρηση ως χρονολογίας ίδρυσης της χρονολογίας ίδρυσης κάποιων παλαιότερων σωματείων που με τη συγχνώνευση ή με την ένωση με άλλα έδωσαν σε δεύτερη, τρίτη ή και τέταρτη φάση τον σημερινό σύλλογο.



Οι συγχωνεύσεις, αλλά και οι διασπάσεις αποτελούν δομικό φαινόμενο του ελληνικού ποδοσφαίρου, ειδικά στις αρχές του 20ου αιώνα. Μιλάμε άλλωστε για την περίοδο σχηματισμού του νεοελληνικού αστισμού, οπότε οι συλλογικότητές του βρίσκονται σε διαρκή ζύμωση μέχρι να κατασταλάξουν σε πιο μόνιμα σχήματα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως δεν υπήρξε κάνένας αθλητικός σύλλογος την Ελλάδα και γενικότερα όπου υπήρξαν Έλληνες που να προήλθε από παρθενογέννεση.



Πολλές φορές οι πυρηνικές συσσωματώσεις, δηλαδή οι σύλλογοι που μετασχηματίσθηκαν, συγχωνεύτηκαν ή διασπάστηκαν για να προέλθουν από αυτούς τα νέα σωματεία που (τα περισσότερα) επιβιώνουν μέχρι σήμερα, δεν ήταν φορείς νομικά αναγνωρισμένοι. Έντονο ήταν το φαινόμενο των ανεξάρτητων ομάδων. Ένα φαινόμενο που στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου επιβιώσε μέχρι και τη δεκαετία του 1990 και με διαφορετική μορφή πια (κυρίως στους ιδιωτικούς χώρους ποδοσφαιρκών γηπέδων μικρών διαστάσεων 5Χ5, 8Χ8 κ.λπ.) ζει μια δεύτερη άνθιση. Υπήρξαν στην Ελλάδα ανεξάρτητες ομάδες με εξαιρετική υποδομή και πολύ ανταγωνιστικές που δεν εντάχθηκαν ποτέ στην δύναμη της Ε.Π.Ο. και των τοπικών ενώσεων. Μεγάλο παράδειγμα η Long Life της Αθήνας, ο Λέωντας Εξαρχείων ή η Α.Ε.Α.Π. που στην εποχή τους ήταν ανταγωνιστικότερες από πολλες ομάδες τοπικών ή και εθνικών κατηγοριών.



Οι συγχωνεύσεις και οι διασπάσεις που ακολουθούσαν η μία την άλλη με μεγάλη ταχύτητα είναι ένα άλλο μαζικό φαινόμενο της περιόδου. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά ποδοσφαιρικά και αθλητικά σωματεία που το ένα προήλθε από το άλλο ή με κοινούς παππούδες ή γονείς. Σ΄αυτούς τους προγόνους βασίζονται κυρίως τα πλαστά "πιστοποιητικά παλαιότητας" που διεκδικούν σήμερα πολλοί σύλλογοι. Ιδού μερικά πρόχειρα παραδείγματα:



Οι σύλλογοι πρόγονοι του ΠΑΟ προήλθαν κατά ένα σημαντικό μέρος από κάποιους αθλητές του Πανελληνίου. Με βάση αυτούς τους παππούδες του ο ΠΑΟ μετέφερε την ημερομηνία ίδρυσής του κατά 16 χρόνια πίσω, από το πραγματικό 1924 στο 1908.

Κάποια μέλη ενός μουσικοφιλολογικού συλλόγου Ελλήνων της Σμύρνης, του Ορφέα, συμμετείχαν στην ίδρυση του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Σήμερα ο Πανιώνιος θεωρεί καλό να προβάλει ως ημερομηνία ίδρυσής του εκείνη της ίδρυσης του Ορφέα.

Ορισμένα ανεξάρτητα ποδοσφαιρικά σωματεία του Πειραιά, έπαιζαν μπάλα στα 1924 και κάποιοι από τους ποδοσφαιριστές τους εντάχθηκαν στη δύναμη του Εθνικού Πειραιά ένα χρόνο αργότερα. Αυτό απετέλεσε χρυσή ευκαιρία για να μεταθέσει ο πειραϊκός σύλλογος την ημερομηνία ιδρυσής του μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, κάτι που στον αδαή φαίνεται ασήμαντο, αλλά δίνει την δυνατότητα στον Εθνικό να επαίρεται για την αρχαιότητα του ως προς το μεγάλο σωματείο του Πειραιά, τον Ολυμπιακό, που δεν έπεσε στον πειρασμό να θέσει σαν δική του ημερομηνία ίδρυσης εκείνη του προγόνου του Πειραϊκού Συνδέσμου στα 1894, αλλά διατηρεί την επίσημη έγκρισης του καταστατικού του στα 1925.

Πάλι για τη Barcelona.(*)

Το σημαντικότερο στοιχείο στο παιχνίδι της Barcelona είναι η ανατροπή μιας από τις πιο πάγιες αρχές του ποδοσφαίρου. Οι ποδοσφαιριστές της έχουν τόσο καλή τεχνική κατάρτιση που επιδιώκουν να παίζουν σε κλειστούς χώρους, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, με γρήγορες και μικρές πάσες, αντί να ανοίγονται σε όλο το διαθεσιμο πλάτος και μήκος του γηπέδου για να δημιουργήσουν χώρους, όπως κάνουν όλες οι υπόλοιπες ομάδες. Το αποτέλεσμα έτσι είναι να έχουν μεγάλη συγκέντρωση παικτών κοντά στην μπάλα πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι μπορούν να την ανακτήσουν αμέσως μόλις τη χάσουν. Έτσι εξηγείται και η συντριπτική διαφορά κατοχής (75%-25%) που είχαν στο παιχνίδι με τον ΠΑΟ.

------------
(*) Με αφορμή μια συζήτηση με τον καλό προπονητή Γιάννη Καπράλο.

Εξ αφορμής του Barcelona-ΠΑΟ.

H Barcelona είναι "mes que un club" σίγουρα και πιο σίγουρα ακόμα είναι η μεγαλύτερη εν ζωή ομάδα του πλανήτη. Για το χθεσινό παιχνίδι του Παναθηναϊκού μπορούν να υπάρξουν κάποιες ενστάσεις βεβαίως, από τις οποίες η μεγαλύτερη είναι μάλλον η συμπεριφορά των χαφ της ομάδας του, όμως δεν υπάρχει κανείς που πραγματικά πιστεύει ότι ο ΠΑΟ μπορούσε να έχει κάτι καλύτερο από μια ήττα με πιο λογικό σκορ.




Τώρα αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Ή η Barcelona είναι γενικώς ανίκητη, δηλαδή ανίκητη από οποιονδήποτε αντίπαλο, ή είναι ανίκητη από τον Παναθηναϊκό και κατ' επέκταση (μια και οι πράσινοι ανήκουν κατά τεκμήριο στις καλύτερες ελληνικές ομάδες) από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Φυσικά όπως δείχνουν ακόμη και πολύ πρόσφατα αποτελέσματα όπως το τελευταίο παιχνίδι των καταλανών για το ισπανικό πρωτάθλημα, όπου έχασαν στην έδρα τους από νεοφώτιστη ομάδα, συμβαίνει το δεύτερο. Είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει εκείνο της Barcelona.



Οι διαφορές είναι πολλές, αλλά αυτό που φάνηκε στο χθεσινό ματς είναι η μεγάλη διαφορά στην ταχύτητα. Εκείνοι πάιζουν πολύ γρήγορα, οι ελληνικές ομάδες όχι. Και κάπου εδώ μάλλον βρίσκεται η λάθος αντίληψη όλου του συστήματος ελληνικό ποδόσφαιρο περί ταχύτητος.

Και στις ελληνικές ομάδες υπάρχουν γρήγοροι ποδοσφαιριστές, αλλά η ταχύτητα της Barcelona είναι διαφορετικής ποιότητας και στηρίζεται στην τεχνική κατάρτιση, στους μπαλαδόρους δηλαδή.



Αυτή είναι η μεγάλη καινοτομία της ισπανικής σχολής που την κάνει πρωτοπόρα σήμερα στα ποδοσφαιρικά πράγματα.

Στην Ιβηρική δουλεύουν εξαντλητικά στις μικρές ηλικίες πάνω σε δύο πράγματα:, στην νευρομυϊκή συναρμογή και στην ατομική τεχνική. Δηλαδή σ' εκείνα που βοηθούν ένα παιδί να αναδείξει το ταλέντο του και να γίνει κατά το κοινώς λεγόμενο "μπαλαδόρος". Ξεπερνώντας κάποια πάγια κλισέ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου που ήθελαν την τακτική και την φυσική κατάσταση να κυριαρχούν, από τα μισά της προηγούμενης δεκαετίας έδωσαν μια φουρνιά αθλητών στηριγμένων κυρίως στην ατομική τους τεχνική ικανότητα με τη μπάλα που δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να επαναλαμβάνουν μέσα στο γήπεδο τα κοινά σχήματα ομαδικής και υποομαδικής τακτικής (τρίγωνα, διπλές πάσες, overlapping, ξεμαρκαρίσματα κ.λπ.), αλλά -καθώς είχαν άψογη τεχνική- να τα κάνουν τέλεια και κυρίως γρήγορα.



Έτσι παρήγαγαν ταχύτητα, γιατί ο καλός τεχνίτης ξέρει πρώτα απ' όλα να δώσει τη μπάλα με τη μία, σε γρήγορες και σωστές πάσες και ως γνωστόν η μπάλα τρέχει πάντα πιο γρήγορα από κάθε ποδοσφαιριστή. Αν χρειάζεσαι τρία κοντρόλ για να πασάρεις, ακόμα κι αν είσαι ο "γιος του ανέμου" η ομάδα σου θα παίζει τη μπάλα αργά.

Το χρησιμότερο λοιπόν μάθημα από το χθεσινό ματς ας είναι αυτό: πρέπει να μάθουμε στα παιδιά να παίζουν μπάλα, όχι απλώς να τρέχουν...

"Έφυγε" κι ο Τελευταίος Φιναλίστ του Πρώτου Μουντιάλ

Αντιγράφω από το sport24.gr:

Ο τελευταίος επιζών από τους ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1930, της πρώτης διοργάνωσης που έγινε ποτέ, δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Ο Φρανσίσκο Βαράγιο, ο οποίος είχε αγωνιστεί με την εθνική Αργεντινής κόντρα στην Ουρουγουάη, πέθανε σε ηλικία 100 ετών.


Ο Βαράγιο και οι συμπαίκτες του είχαν ηττηθεί 4-2 σε αυτό το ιστορικό ματς, ενώ κατά τη διάρκεια της καριέρας του πέτυχε 194 γκολ σε 222 ματς για λογαριασμό της Μπόκα Τζούνιορς, κατακτώντας παράλληλα τρία πρωταθλήματα, ενώ προηγουμένως είχε φορέσει και τη φανέλα της Χιμνάσια Λα Πλάτα. Το απίστευτο ρεκόρ του, έσπασε μόνο από τον Μάρτιν Παλέρμο το 2009.

Το «μικρό κανόνι», όπως έμεινε γνωστός, αποσύρθηκε λόγω τραυματισμού στα τριάντα του χρόνια, το 1940. Ο σπουδαίος αυτός επιθετικός, τελευταίος σελιδοδείκτης μιας άλλης εποχής, τιμήθηκε το 1994 από την FIFA με τον Σταυρό του Τάγματος της Τιμής.


Ο Βαράγιο άφησε την τελευταία του πνοή στη γενέτειρά του, την πόλη Λα Πλάτα, πενήντα χιλιόμετρα νότια του Μπουένος Άιρες.

Γκολ στη φτώχεια και στον κοινωνικό αποκλεισμό.

Η Εθνική Ομάδα Αστέγων είναι μια προσπάθεια που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του περιοδικού "Γαλέρα" και σε λίγες μέρες, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2010, θα συμμετάσχει στο 8ο Παγκόσμιο Κύπελλο Αστέγων που γίνεται φέτος σε μια από τις παραδοσιακότερες κοιτίδες του ποδοσφαιρικού πολιτισμού, στη Βραζιλία. Αυτή είναι η τέταρτη φορά που θα βρεθεί στον θεσμό η ελληνική ομάδα. Η αρχή έγινε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Αστέγων του 2007.

Να πως (σε αντιγραφή από το http://www.blogal.gr/) :


Η ιδέα έπεσε στο τραπέζι του περιοδικού ΓΑΛΕΡΑ τον Ιούνιο του 2006, όταν ο πλανήτης ολόκληρος είχε στρέψει τα βλέμματα στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας.


Στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ της Αθήνας του εκείνου του Ιουλίου, η παρουσία του περιοδικού ήταν αφιερωμένη στην κοινωνική διάσταση του ποδοσφαίρου. «Κλωτσιά στη φτώχεια, στις διακρίσεις και στις εξαρτήσεις» ήταν το θέμα, που ντύθηκε με φωτογραφικό και ενημερωτικό υλικό από τις πρώτες διοργανώσεις τού Παγκοσμίου Κυπέλλου Αστέγων (Γκρατς 2003, Γκέτεμποργκ 2004, Εδιμβούργο 2005).


Είχαν προηγηθεί οι πρώτες επαφές με την Οργανωτική Επιτροπή τού Παγκοσμίου Κυπέλλου Αστέγων που εδρεύει στο Εδιμβούργο της Σκωτίας. Κάπως έτσι, αθόρυβα, άρχισε να οικοδομείται το εγχείρημα.


Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα έφτασε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο η επίσημη επιβεβαίωση-πρόσκληση: Η ΓΑΛΕΡΑ καλειτο να δημιουργήσει μια ομάδα, η οποία θα συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Αστέγων.


Ακολούθησαν οι επαφές με φορείς (κρατικούς, τοπικής αυτοδιοίκησης, μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.λπ.) που δραστηριοποιούνται στον τομέα τής υποστήριξης σε εκείνους τους συμπολίτες μας στους οποίους απευθύνεται η πρωτοβουλία.


Όλοι ανταποκρίθηκαν με τον πλέον ένθερμο τρόπο.


Το Κέντρο Υποδοχής Αστέγων του Δήμου Αθηναίων από την πρώτη στιγμή δήλωσε παρών και μπήκε στην πρώτη σειρά των υποστηρικτών.


Η ΑΡΣΙΣ -Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων, η PR.A.K.S.I.S, η ΚΛΙΜΑΚΑ, η ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΘΗΝΑΣ, η ΚΑΡΙΤΑΣ Ελλάς – Προσφυγικό Έργο, το ΚΕ.Θ.Ε.Α.- Μεταβατικό Κέντρο “Mosaic”, το ΔΙΚΤΥΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ, η Μονάδα απεξάρτησης τοξικομανών 18 άνω, το Ανοικτό Θεραπευτικό Πρόγραμμα ΘΗΣΕΑΣ, το ΚΕ.Θ.Ε.Α.-Παρέμβαση, ο Σύλλογος Μερίμνης Ανηλίκων και οι Γιατροί του Κόσμου μπήκαν στο παιχνίδι χωρίς δεύτερη σκέψη.


Οι προπονήσεις ξεκίνησαν τον Μάρτιο, στο γήπεδο του Ρουφ, το οποίο παραχωρήθηκε για τις ανάγκες της νεοσύστατης ομάδας από το Κέντρο Υποδοχής Αστέγων τού Δήμου Αθηναίων.


Κάπου είκοσι άνθρωποι πέρασαν την πόρτα των αποδυτηρίων, εκείνη τη Δευτέρα. Άλλοι τόσοι ήταν οι φίλοι που έδωσαν το παρών και παρακολούθησαν τις ποδοσφαιρικές εξελίξεις από τον πάγκο.


Οι παίκτες, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, φανερά αμήχανοι στην αρχή, φόρεσαν ποδοσφαιρικές στολές και ξεχύθηκαν στο καταπράσινο γήπεδο.


Μέσα σε λίγα λεπτά, ο πάγος είχε όχι απλά σπάσει, είχε εξατμιστεί.. Έπρεπε να περάσει το ζέσταμα, οι πρώτες πάσες, δύο χαμένες ευκαιρίες, μια καλή ντρίπλα, το πρώτο γκολ. Το «οικογενειακό δίτερμα» είχε λήξει 3-3 και όλοι ήταν νικητές.


Ώς τις αρχές Ιουνίου, στις προπονήσεις είχαν ενταχθεί πάνω από σαράντα άτομα, όλων των ηλικιών. Αργότερα, οκτώ από αυτούς μπήκαν στην αποστολή που έκανε το ταξίδι για το 5ο Παγκόσμιο Κύπελλο Αστέγων της Κοπεγχάγης.


Η ποδοσφαιρική και κοινωνική καμπάνια «Γκολ στη Φτώχεια» είχε πλέον πάρει το δρόμο της.

Το Ποδόσφαιρο της Αγοράς

Η Ισπανία πήρε το παγκόσμιο Κύπελλο γιατί ήταν η καλύτερη ομάδα. Όμως σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο με χαμηλό αγωνιστικό επίπεδο η έννοια καλύτερος είναι σχετική. Στην πραγματικότητα από το «Μουντιάλ» της Νότιας Αφρικής έλλειψε το ωραίο ποδόσφαιρο και όχι το σωστό. Εδώ είναι και το θέμα. Το σωστό ποδόσφαιρο λίγη σχέση έχει πλέον με το όμορφο. Έτσι όπως πάμε σε λίγο θα αντικατασταθεί η φράση «παίξε σωστά κι ας χάσεις» με την πιο επίκαιρη: «παίξε λάθος γιατί κοιμηθήκαμε»...

Το πρόβλημα πάντως δείχνει να είναι κυρίως η κούραση. Η πραγματικότητα λέει πως το Τσάμπιονς Λιγκ έχει υποβαθμίσει όλες τις άλλες διοργανώσεις. Όταν οι κατά τεκμήριο καλύτεροι ποδοσφαιριστές στον κόσμο δίνουν - ανάμεσα σε εθνικά πρωταθλήματα, ευρωπαϊκές συλλογικές διοργανώσεις, αγώνες εθνικών ομάδων και φιλικά προετοιμασίας - πάνω από 50 παιχνίδια τη χρονιά, όταν μάλιστα για μερικούς μήνες μέσα στην αγωνιστική περίοδο παίζουν σε αγώνες με πλήρη ένταση κάθε τρεις μέρες, δεν μπορείς να περιμένεις και πολλά στο τέλος της σεζόν.

Στην ουσία το ποδόσφαιρο δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ακολουθεί τους νόμους της αγοράς που ενδιαφέρεται μόνο - μέσα από συνεχή παιχνίδια και από την επιμήκυνση της ποδοσφαιρικής σεζόν - να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της. Φυσικά αυτό έχει πολλές και αρνητικές επιπτώσεις. Στην ποιότητα και στο θέαμα της ίδιας της ποδοσφαιρικής πράξης, στην υποβάθμιση του εθνικού χαρακτήρα που έπρεπε - σαν πολιτιστικό προϊόν που είναι - να έχει το ποδόσφαιρο, στην υγεία των παικτών και σε διάφορους άλλους τομείς. Φυσικά κανείς δεν δείχνει να ενδιαφέρεται σοβαρά γι όλα αυτά...

Με αφορμή το μουντιάλ

Τα πρώτα παιχνίδια των ομίλων της τελικής φάσης του Παγκόσμιου Κυπέλλου τέλειωσαν με το Ισπανία-Ελβετία. Αντίθετα από όλες τις προβλέψεις η Ελβετία κέρδισε με 1-0. Συνολικά σε αυτή την πρώτη αγωνιστική, στην κατά τεκμήριο - μαζί με το ευρωπαϊκό Τσάμπιονς Λιγκ - χαρακτηριστικότερη για τη κατάσταση του ποδοσφαίρου διοργάνωση στον πλανήτη, διαπιστώνεται μάλλον μια αδυναμία εκείνου που ως τώρα εθεωρείτο «καλό» ποδόσφαιρο, να παράγει θετικά αποτελέσματα για τις ομάδες που το κατέχουν. Το θέμα είναι μεγάλο και δεν είναι μόνο ζήτημα τακτικής προσέγγισης του ποδοσφαίρου, αλλά μάλλον γενικότερης φιλοσοφίας του παιχνιδιού.

Μια μικρή αναδρομή: Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με πρώτες διδάξασες τις ολλανδικές ομάδες και την εθνική της χώρας το ποδόσφαιρο άρχισε να περνάει από την κυριαρχία των ατομικών δεξιοτήτων των παικτών σε εκείνη της συνολικής συμπεριφοράς της ομάδας. Η ατομική τεχνική χάνει τη σημαίνουσα θέση της. Σταδιακά αλλά ξεκάθαρα αντικαθίσταται από την ατομική τακτική προσανατολισμένη κι αυτή με τη σειρά της στην εξυπηρέτηση των ομαδικών επιδιώξεων. Σε τελική ανάλυση λοιπόν όλοι οι ποδοσφαιριστές κρίνονται από το πόσο χρήσιμοι είναι στα πλαίσια του σχεδιασμού της ομαδικής τακτικής. Φεύγουμε πια από την εποχή που ο τάδε κυνηγός ή ο δείνα μέσος έπρεπε για να κάνουν μεγάλη καριέρα να ξέρουν ποδόσφαιρο και γίνεται πολύ σημαντικότερο να ξέρουν ΠΩΣ παίζεται το ποδόσφαιρο.

Η μεταβολή βεβαίως δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ομάδες όπως η παγκόσμια πρωταθλήτρια Αργεντινή του 1978 υπήρχε χώρος για το ατομικό ταλέντο παικτών σαν τον Αρντίλες ή τον Μάριο Κέμπες, ούτε βέβαια ότι στην πρωταθλήτρια του 1982 Ιταλία μπορούσε να χωρέσει η ποδοσφαιρική κατάρτιση του Μπρούνο Κόντι. Φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι στα 1986 ο Ντιέγκο Μαραντόνα, μεγαλύτερος «μπαλαδόρος» όλων των εποχών κατέκτησε σχεδόν μόνος του το παγκόσμιο κύπελλο.

Μετά τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία. Νομίζω πως ορόσημο στην τελευταία και δραστικότερη αλλαγή των ποδοσφαιρικών πραγμάτων προς όφελος της ομαδικής και υποομαδικής τακτικής και προς ζημίαν της ατομικής τεχνικής, είναι μια ομάδα: η Μίλαν του Αρίγκο Σάκι και των τριών Ολλανδών, Γκούλιτ, Ράικαρντ, Φαν Μπάστεν, των πρώτων δηλαδή παικτών που αν και ταλαντούχοι βεβαίως και τεχνικά κατηρτισμένοι, επιλέγονται και συμμετέχουν σε μία ομάδα όχι με κριτήριο το ταλέντο τους, αλλά το πόσο μπορούν να ενσωματώσουν αυτό το ταλέντο στις ανάγκες τις ομάδας. Με λίγα λόγια πόσο νερό μπορούν αν ρίξουν στο ταλέντο τους για να εξυπηρετήσουν το σύνολο.

Τότε πια φτάνει το ποδόσφαιρο να θεωρείται καλό όταν και μόνο όταν υποτάσσει το προσωπικό ταλέντο στις συλλογικές ανάγκες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το πρωτάθλημα της Ιταλίας είναι μια μικρογραφία παγκοσμίου πρωταθλήματος. Όλα σχεδόν τα μεγάλα αστέρια του διεθνούς ποδοσφαίρου αγωνίζονται εκεί. Στις μονομαχίες της Μίλαν του Σάκι με τη Νάπολι του Μαραντόνα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος καθρεφτίζεται η ουσία της σύγκρουσης ανάμεσα στο καινούριο που έρχεται να επιβληθεί και στο παλιό που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να επιβιώσει. Όταν στα 1988 η Μίλαν θα κερδίσει το πρωτάθλημα οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές της Νάπολι θα δηλώσουν: «Εμείς έχουμε τον Ντιέγκο, αυτοί έχουν το ποδόσφαιρο». Ένα χρόνο μετά στα 1989 η Νάπολι θα κατακτήσει το πρωτάθλημα πάλι (όπως και το 1987) και θα είναι αυτό το κύκνειο άσμα του ποδοσφαίρου που βασιζόταν στο ταλέντο των παικτών, του Μαραντόνα, του Καρέκα, του Αλεμάο. Ο προπονητής της Μίλαν, Αρίγκο Σάκι, έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Θυμάται κανείς εκείνον της Νάπολι; Λεγόταν Αλμπέρτο Μπιγκόν και αν δεν είχε κάνει ένα σύντομο και σχεδόν καταστροφικό πέρασμα από το Ολυμπιακό χρόνια μετά, φοβάμαι πως δεν θα είχαμε ακούσει ποτέ πια γι αυτόν. Βλέπεις η Μίλαν, παρά τα μεγάλα ονόματα που έπαιζαν στις τάξεις της έμεινε στην ιστορία σαν η Μίλαν του προπονητή, του Σάκι. Η Νάπολι δεν έπαψε ποτέ να είναι η Νάπολι του ποδοσφαιριστή, του Μαραντόνα. Να τι σημαίνει πέρασμα από την τεχνική στην τακτική!

Έτσι, για να γυρίσουμε στα παραδείγματα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, μπήκαμε στην εποχή που ο τελευταίος ποιητής του ποδοσφαίρου, ο Ρομπέρτο Μπάτζο, παρά τα ποιοτικότατα λεπτά συμμετοχής που είχε να δώσει όποτε έπαιζε, βρισκόταν μεταξύ ενδεκάδας και πάγκου στο Μουντιάλ του 1990 και τέσσερα χρόνια μετά στην Αμερική -αν και οδήγησε περίπου μόνος του την Ιταλία στον τελικό- ήταν ο πρώτος που έφευγε από την ενδεκάδα όταν η ομάδα χρειαζόταν να τρέξει. Ποιος ήταν προπονητής της Ιταλίας το 1994; Μα προφανώς ο Αρίγκο Σάκι...

Από εκεί και ύστερα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Όλες οι μεγάλες ομάδες σε συλλογικό ή εθνικό επίπεδο ακολούθησαν τη νέα ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Όσο μεγάλος ποδοσφαιριστής κι αν είσαι αν δεν μπορείς να ενταχθείς στην ομαδική τακτική, δεν κάνεις. Φυσικά τα τελευταία είκοσι χρόνια πέρασαν πολλά ταλέντα και σημαντικοί «τεχνίτες» από το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Τα ονόματα πολλά με πρώτο από όλα του Ζιντάν, αλλά και μια μακριά σειρά βραζιλιάνων, αργεντινών, αφρικανών, ευρωπαίων, ακόμα κι ασιατών ποδοσφαιριστών με προφανές ταλέντο, αλλά κυρίως με τη διάθεση και την ικανότητα να εντάξουν αυτό το ταλέντο στα συστήματα των προπονητών τους. Το κακό είναι πως δίπλα σε αυτούς υπήρξαν και πολλοί παίκτες εξίσου ή και περισσότερο ταλαντούχοι που δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο νέο παιχνίδι.

Διότι το νέο παιχνίδι απαιτεί πνευματικές, ψυχικές και φυσικές ικανότητες συνήθως διαφορετικές από αυτές που κατέχει ένα τυπικό ποδοσφαιρικό ταλέντο. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς γρήγορο, αυτό το παιδί ενδεχομένως να έχει ταλέντο για τον κλασικό αθλητισμό. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς δυνατό, αυτό το παιδί μπορέι να έχει ταλέντο για την άρση βαρών. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς ψηλό, αυτό το παιδί ενδεχομένως έχει ταλέντο για το μπάσκετ (αν και πολύ αμφιβάλλω αν και εκεί αρκεί μόνο το ύψος). Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που απλώς έχει αντοχή στον πόνο, ενδεχομένως να έχει ταλέντο για την πυγμαχία. Ποδοσφαιρικό ταλέντο έχει εκείνο το παιδί που ξέρει καλά τα πράγματα που είναι δύσκολο να διδαχτούν (νομίζω άλλωστε πως αυτός πρέπει να είναι ο γενικότερος ορισμός του ταλέντου). Που ξέρει δηλαδή να χειρίζεται καλά τη μπάλα και που έχει σωστή νευρομυική συναρμογή.

Από την άλλη κανένα παιδάκι δεν πάει να παίξει μπάλα γιατί του αρέσει να τρέχει. Θα το κάνει όταν δεν μπορεί να ντριμπλάρει και θα το κάνει για να βρει κι αυτό μια θέση στην παρέα και στο παιχνίδι. Κανένα παιδάκι δεν πάει να παίξει μπάλα γιατί του αρέσει να μαρκάρει. Θα το κάνει γιατί δεν σουτάρει καλά και το μαρκάρισμα είναι ο μόνος τρόπος να του επιτρέψουν να συμμετέχει στον αγώνα. Να που όμως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο αξιολογώντας τα πάντα με βάση την ομαδική τακτική συμπεριφορά φτάσαμε να επικρατούν οι ποδοσφαιριστές που τρέχουν και μαρκάρουν, δηλαδή τα παιδάκια που δεν ήξεραν μπάλα...

Φυσικά αυτό βολεύει τους πάντες. Τους παράγοντες πρώτα απ’ όλα που σε ένα ποδόσφαιρο τέλειων μετριοτήτων έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρουν καλούς ποδοσφαιριστές πιόνια στην υπηρεσία μιας ομάδας και δεν ενδιαφέρονται πια για το αγωνιώδες κυνήγι του πρώτου βιολιού. Τους παράγοντες πάλι, αλλά και όλους τους υπόλοιπους που εμπλέκονται περιφερειακά στο οικονομικό σύστημα ποδόσφαιρο, διότι ο νέος τύπος ποδοσφαιριστή που ξέρει λίγη μπάλα, μπορεί να προσαρμοστεί στο σύστημα της ομάδας του και κυρίως έχει σπουδαία φυσική κατάσταση, είναι αναλώσιμος. Εύκολα δημιουργείται, εύκολα παίρνεις ό,τι έχει και -πάνω απ’ όλα αυτό- εύκολα αντικαθίσταται. Άρα το προϊόν ανανεώνεται συνεχώς, άρα πουλάει περισσότερο στους πολλούς.

Βολεύει ακόμα τους περισσότερους ποδοσφαιριστές που δεν έχουν ταλέντο (ταλέντο έχουν πάντα οι λίγοι προφανώς) αλλά στο σύγχρονο ποδόσφαιρο έχουν χώρο να ενταχθούν. Και φυσικά τους προπονητές που μετατρέπονται σε πραγματικούς πρωταγωνιστές του παιχνιδιού, με όλα τα οφείλη, οικονομικά και άλλα από αυτό. Το φετινό Τσάμπιονς Λιγκ το κατέκτησε η Ίντερ του Μιλίτο, του Σνάιντερ και του Τζανέτι ή η Ίντερ του Μουρίνιο; Για σκεφτείτε! Όμως και εκείνοι οι προπονητές που ασχολούνται με τις υποδομές, τα μικρά παιδιά, οι εκπαιδευτές του ποδοσφαίρου. Κι αυτοί βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση, διότι είναι εύκολο να διδάξεις τακτικές. Δύσκολο είναι να διδάξεις τεχνική και «ταλέντο». Ακόμα δυσκολότερο να διδάξεις το παιδί που έχει ταλέντο...

Όμως στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής αυτό που φαίνεται μέχρι τώρα είναι πως ο συγκεκριμένος τύπος προσέγγισης στο παιχνίδι είναι βαριά άρρωστος. Φαίνεται πως φτάνει σιγά-σιγά στα όρια του. Το ζήτημα δεν είναι καν το θέαμα που προσφέρει ή δεν προσφέρει. Το ζήτημα είναι πως δεν έχει πια την απόδοση που είχε κάποτε. Οι συντριπτικά περισσότερες ομάδες σ’ αυτό του μουντιάλ παίζουν με βάση το γράμμα της θεωρίας σωστό ποδόσφαιρο. Με τα οβερλάπινγκ τους, τα ένα- δύο τους, την γρήγορη και σωστή κυκλοφορία, τις διπλές πάσες τους, την εκμετάλλευση χώρου και όλα τα καλά. Όμως τα γκολ δεν έρχονται, ούτε κι οι νίκες. Διότι σε ένα ποδόσφαιρο που βασίζεται κυρίως στην φυσική κατάσταση, όσα οβερλάπινγκ κι αν κάνεις θα βρίσκεις τον γρήγορο και με αντοχές αμυντικό πάντα μπροστά σου.
Τα λίγα γκολ κι οι νίκες τελικά πως έρχονται; Κυρίως από στημένες φάσεις ή από λάθη, δηλαδή από εκείνες ακριβώς τις στιγμές του παιχνιδιού που ξεχωρίζουν τους καλούς απ’ τους κακούς ποδοσφαιριστές. Μια κοφτή σέντρα σε ένα φάουλ από τον ποδοσφαιριστή με το γλυκό πόδι, ένα καλό σουτ με εξωτερικό φάλτσο απ’ τον καλό σουτέρ ή -αντιθέτως- από ένα κακό κοντρόλ ενός αμυντικού.
Μήπως τελικά έχει φτάσει η ώρα να ξαναγυρίσουμε στο κανονικό ποδόσφαιρο;

Προπολεμικές αφηγήσεις του Κυρ Αχιλλέα

Αντιγράφω από συνέντευξη του Αχιλλέα Γραμματικόπουλου, στο Βήμα. Φυσικά όλοι γνωρίζουν πως ο κυρ Αχιλλέας υπήρξε προπολεμικώς τερματοφύλακας του Ολυμπιακού και της Εθνικής. "Έφυγε" πέρυσι σε ηλικία άνω των 100 , πάντα λεβέντης και διαυγής:



«Εγώ ήμουν αθλητής στίβου της Πειραϊκής από 12
χρόνων.Τερματοφύλακας έγινα από ένστικτο.Στην αλάνα
έπαιζα έξω δεξιά.Στα τρία κόρνερ ο αντίπαλος χτυπούσε τότε
πέναλτι.Λόγω αντανακλαστικών με έβαζαν κάτω από τα
δοκάρια. Καριέρα τερματοφύλακα ξεκίνησα το 1922 στην
πλατεία Αλεξάνδρας με τον Αρη.Στο Πασαλιμάνι με τον
Αήττητο έπαιζε ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος.Οποτε είχε ματς ο
Αρης, έπαιζα με τον Αρη.Οποτε είχε παιχνίδι ο
Αήττητος,καθόμουν κάτω από τα δοκάρια του Αήττητου.Φίλος
μου ήταν τότε ο Ντίνος ο Ανδριανόπουλος.“Ρε συ” μου λέει
κάποια μέρα “δεν έρχεσαι στο Φάληρο;”.“Στο Φάληρο” του
απαντάω “έρχομαι κάθε μέρα”.“Θα έρθεις” συνεχίζει “στον
Ολυμπιακό”.“Ωραία ομάδα έχει ο Ολυμπιακός,αλλά η δική μας
είναι καλύτερη” του λέω. “Ολα τα παιδιά είμαστε μια καλή
παρέα”...Αναγκάστηκαν τότε να δώσουν 800 δρχ.στον
Αρη,χωρίς εγώ να έχω δελτίο σε καμία ομάδα. Τα έδωσε ο
σύμβουλος του Ολυμπιακού Γιώργος Πατσαπέτρος.Κάπως έτσι
σε ηλικία 16 ετών βρέθηκα στον Ολυμπιακό το 1926,έναν
χρόνο μετά την ίδρυσή του.Προπονητή είχαμε τον
Τσεχοσλοβάκο τον Κόψιβα.Ηταν τερματοφύλακας στα νιάτα
του και ο πρώτος ξένος προπονητής που ήρθε στην
Ελλάδα .Παίζαμε τότε στο πρωτάθλημα Πειραιά.Εκτός από τον
Ολυμπιακό,καλές ομάδες ήταν τότε ο Εθνικός,ο Αρης και το
Μοσχάτο.

(...) Το 1930-31 που έγινε το πρώτο μεικτό πρωτάθλημα
Ελλάδας φθάσαμε στον τελικό με αντίπαλο τον Ηρακλή στη
Θεσσαλονίκη .Με ισοπαλία χάναμε το πρωτάθλημα.
Κατεβαίνουμε στο γήπεδο και μας κοπανάνε ένα γκολ,δύο γκολ
και η μπάλα στα έντεκα βήματα.Πέναλτι εις βάρος
μας.Παναγιά μου. Ερχεται ο Μαρμαρόπουλος με τον οποίο
είμαστε φίλοι και μου λέει “δύο και ένα τρία”.Πονηρά
σκεπτόμενος,παίρνω μια πέτρα και τη βάζω μπροστά στην
μπάλα.Σφυράει ο Ντούσκας,ο διαιτητής,σουτάρει ο
Μαρμαρόπουλος,μπαίνει η πέτρα γκολ και η μπάλα πηγαίνει
πάνω από τα δοκάρια.
Το ημίχρονο τελειώνει με τον Ηρακλή προηγούμενο 2-0.Πάμε
στην παράγκα που χρησιμοποιούταν για αποδυτήρια.“Ρε σεις”
τους λέω “πώς θα επιστρέψετε στον Πειραιά;Κοιτάξτε να
παίξετε μπάλα να τους κερδίσουμε”.Πράγματι,μπαίνουμε μέσα
και αρχίζουμε.Ενα,δύο, τρία γκολ υπέρ μας.Είμαστε στο
τελευταίο λεπτό του αγώνα και παίρνει την μπάλα ο
Καντιτσίρος ,ο οποίος έκανε τα 100 μ.σε 9΄΄,και έρχεται
καταπάνω μου.Την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στην
περιοχή, του φωνάζω ένα “ουου” και κάνω πλονζόν στα πόδια
του καπακώνοντας την μπάλα.Τελειώνει ο
αγώνας,πρωταθλητής ο Ολυμπιακός. Τότε γράφτηκε και ο
πρώτος ύμνος του Ολυμπιακού:“Παλικάρια διαλεχτά της νίκης
παιδιά/ Δύναμη τέχνη,ατσάλι καρδιά/ Ενα,δύο, τρία γκολ
παντού πανικός/ Θρίαμβος,νίκη,Ολυμπιακός”.

(...) Το 1934 δώσαμε τον πρώτο αγώνα για την προκριματική
φάση του Μουντιάλ,στο Μιλάνο με την Ιταλία.Από την Πάτρα
με το βαπόρι πήγαμε στο Πρίντεζι και από εκεί με το τρένο
Μπάρι ,Μπολόνια,Μιλάνο.Φθάσαμε δύο μέρες πριν. Στην
προπόνηση έρχεται ο κόουτς της Ιταλίας Βιτόριο Πότσο και
λέει χαριτολογώντας :“Την Κυριακή μη βάλετε αυτόν
τερματοφύλακα γιατί θα φάτε πολλά γκολ”.Παίζουμε την
Κυριακή και με πλακώνουνε στα σουτ.Πού να βάλουνε όμως
γκολ...Αν είχα λίγη τύχη,το πρώτο γκολ θα το πέταγα κόρνερ.Το
δεύτερο το έβαλε ο Χρυσακόπουλος.Εγινε μια
αναμπουμπούλα,πήγε να διώξει σε κόρνερ και την έριξε στα
δίχτυα.Στο ημίχρονο χάναμε 2-0.Στην επανάληψη... φάγαμε
άλλα δύο.Ενα από τον Φεράρι και ένα από τον Μεάτσα.Χάσαμε
και πέναλτι.“Αφήστε με να το χτυπήσω εγώ” τους φώναξα.Το
βάρεσε ο Μοσχολίβανος,όπως είχα βγάλει τον Αρμένη τον
Δανελιάν. Γεμάτο το Σαν Σίρο.Δεν έπεφτε καρφίτσα.Την ώρα
που ετοιμαζόμασταν στα αποδυτήρια να βγούμε για το
παιχνίδι ,βλέπω κάτι κινήσεις έξω.Κάνω έτσι και βλέπω τους
ιταλούς παίκτες να ετοιμάζονται.“Τι κοιτάζεις;” μου λέει ο
Αντώνης ο Μηγιάκης.“Κοίτα και εσύ να δεις” του λέω.“Αμάν
κάτι σώματα” λέει.“Τι λες βρε;” του φωνάζω.“Μάνα τούς έκανε
αυτούς,μάνα μάς γέννησε κι εμάς.Εμπρός όλοι μαζί” και
αρχίζω να τραγουδάω το “μαύρη είν΄ η νύχτα στα βουνά”.Οι
Ιταλοί τα χάσανε.Από εκεί που φώναζαν,σταμάτησαν.Σου λέει
“πάει,κάτι έπαθαν οι Ελληνες...”.
Βγήκαμε στο γήπεδο.Ο Κουράντης ως αρχηγός μάς λέει “πάνω
το χέρι,ρε”.Φασιστικά όπως ο Μουσολίνι που ήταν στην
εξέδρα.O Μουσολίνι με συνάντησε στο δημαρχείο,όταν ο
Βιτόριο Πότσο μού ζήτησε να μείνω στην Ιταλία και να παίξω
στην Αμπροζιάνα ,όπως λεγόταν τότε η Ιντερ,με 150.000
λιρέτες και με αυτοκίνητο.“Εγώ είμαι Ελλην και φυλάγω την
πατρίδα την ελληνική” του αποκρίνομαι.“Θα πας στην Ελλάδα
και θα φας την ελληνική σημαία” μου απάντησε ο Μουσολίνι.Ο
επαναληπτικός με την Ιταλία δεν έγινε ποτέ.Δεν ξέρω
γιατί.Ακούστηκαν διάφορα.Πάντως, επειδή εγώ συνήθιζα να μη
βγαίνω από το ξενοδοχείο,ο Παπαλεονάρδος που ήταν
αρχηγός της αποστολής με τον Αγγέλου του Αρεως μου έδωσαν
ένα πακέτο χρήματα να τα φυλάξω στο δωμάτιό μου .

(...) Κάτω από τα δοκάρια της Εθνικής είχα διαδεχθεί τον
Γιώργο Γιάμαλη της ΑΕΚ.Καλός τερματοφύλακας,όπως και ο
Χρήστος Ρίμπας, στον οποίο εγώ δίδαξα τα μυστικά της
μπάλας.Εδωσα και άλλον τερματοφύλακα στην ΑΕΚ.Τον
Διονύση Χιώτη.Δικό μου παιδί ήταν, όπως και ο Δημήτρης
Ελευθερόπουλος.Μετά τον πόλεμο κορυφαίος τερματοφύλακας
ήταν ο Νίκος Πεντζαρόπουλος του Πανιωνίου.Δεν με άκουσε
όμως και φταίει.Τον έπεισε ένας Λαΐνης από την Πάτρα να
πάει στην Ιταλία.“Νίκο, μην πας” του λέω.“Στην Ιταλία
υπάρχουν χύμα τερματοφύλακες. Θα πας και θα γυρίσεις
γρήγορα”. Οπως πήγε,έτσι και γύρισε σε έναν μήνα.Ο Λαΐνης
όμως κονόμησε. Μεγάλος τερματοφύλακας ήταν και ο Στάθης
Μανταλόζης του Εθνικού. Καλός παίκτης ήταν ο Κώστας
Νεγραπόντης.Ο “Κάντηνε- κάντηνε”. Οταν παίζαμε με την ΑΕΚ
για να του δώσουνε την μπάλα φώναζε “κάντηνε- κάντηνε” και
του έμεινε.Τα ντέρμπι ήταν όμως με τον Παναθηναϊκό.Είχε
καλούς παίκτες,όπως ο Αγγελος Μεσσάρης,αλλά εγώ υπολόγιζα
περισσότερο τον Μήτσο τον Μπαλτάση.Οταν παίζαμε,το ένα
μάτι το είχα σε αυτόν και το άλλο για τους υπόλοιπους.Αλλαζε
εύκολα την μπάλα από το ένα πόδι στο άλλο.Ο κόσμος
ετοιμαζόταν έναν μήνα πριν για τις αναμετρήσεις του
Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό . Οι κοπέλες φόραγαν
άσπρα,κόκκινα,πράσινα,έπαιρναν τα φαγητά που είχαν
ετοιμάσει και την ημέρα του αγώνα πήγαιναν από το πρωί στο
γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας .Παρέα όλοι.Παναθηναϊκοί
και Ολυμπιακοί.

(...) Αργότερα,αν και με ένα νεφρό, έγινα διεθνής διαιτητής.Την
εποχή εκείνη οι διαιτητές ήταν και πειναλέοι και σοβαροί.Θα
πω κάτι που δεν θα το πιστέψετε.Ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη
να παίξω διαιτητής στον αγώνα ΠΑΟΚ- Παναθηναϊκός.Το πρωί
έπαιζαν ΗρακλήςΕθνικός στο γήπεδο Χαριλάου.Λέω “δεν πάω
να δω το ματσάκι να περάσει η ώρα;”.Μπαίνω στον στίβο και
κάθομαι στον πάγκο.Σε κάποια στιγμή έρχεται να βαρέσει
αράουτ ένας παίκτης του Εθνικού.Κάνει να σκύψει να πάρει
την μπάλα και- τι βλέπω;- για επικαλαμίδες είχε
χιλιάρικα.Εκείνα τα κόκκινα,τα μεγάλα.“Βρε βλάκα” του λέω “τι
κάνεις;”.Σηκώνει τις κάλτσες του και τα κρύβει.Την ημέρα
εκείνη έχασε ο Εθνικός και οι ευθύνες αποδόθηκαν στον
διαιτητή .Σε κάποιο επόμενο παιχνίδι έπαιζε ο Εθνικός στο
Φάληρο με την ΑΕΚ ή τον Πανιώνιο,δεν θυμάμαι καλά.Λένε του
Μανώλη του Λυκόπουλου ότι αυτός είναι ο διαιτητής που
έπαιξε και τα πήρε στο παιχνίδι της Θεσσαλονίκης .Μπαίνει
μέσα ο Λυκόπουλος και του κάνει τη μούρη πλάκα.Να τα
αίματα.

(...) Οι περισσότεροι παλιοί ποδοσφαιριστές ως επί το
πλείστον κάναμε και στίβο.Με τον Χρήστο Βαρζάκη είχαμε
τρέξει πολλές φορές τον γύρο της Πειραϊκής.Για προπόνηση
στον Πειραϊκό ερχόταν και ο Γρηγόρης Λαμπράκης.Δεν έπαιζε
μπάλα,αλλά κάναμε παρέα.Εχω μάλιστα και το τελευταίο του
γράμμα.Θα ανοίξει για να διαβαστεί δημόσια μόνον όταν
πεθάνω.Στη διάρκεια του πολέμου το στέκι μας ήταν στην
Εμμανουήλ Μπενάκη. Είχαμε ιδρύσει την Ενωση Ελλήνων
Αθλητών.Παίκτες απ΄ όλες τις ομάδες,τον Ολυμπιακό,την
ΑΕΚ,τον Παναθηναϊκό,τον Απόλλωνα,είχαμε φτιάξει μια
ανεξάρτητη ομάδα,τα Πράσινα Πουλιά,και δίναμε αγώνες στον
Πανελλήνιο.Στο γήπεδο δεν έπεφτε καρφίτσα».

Περί Κομψότητος

Μια ενδεκάδα από διαχρονικά χαρακτηριστικές ποδοσφαιρικές φανέλες:


11) Από τα βάθη των '70s. Μπορούσια Μενχενγκλάντμπαχ:






10) Από το Μουντιάλ της Αργεντινής στα 1978, όλοι θυμούνται την καλή και χωρίς τον Κρόιφ Ολλανδία, την Αργεντινή του Μάριο Κέμπες, του Οσβάλντο Αρντίλες και του "καλού παιδιού" Αγιάλα, αλλά περισσότερο απ' όλα εντυπωσίασε ο Τεόφιλο Κουμπίλιας και η εμφάνιση του Περού:








9) Πάντα κλασική και συνήθως λιτή, η Εθνική Γερμανίας:










8) Ανέκαθεν μια από τις πιο αναγνωρίσιμες ποδοσφαιρικές εμφανίσεις υπήρξε εκείνη των Σέλτικς της Γλασκώβης:










7) Και φυσικά εκείνη της Άρσεναλ:










6) Ίσως όχι όμορφη, πάντως ψαγμένη σχεδιαστικά και μάλλον η πιο κλασική φανέλα της δεκαετίας του '90 εκείνη της ΑΕΚ με τον μεγάλο δικέφαλο και το ΑΕΚ γραμμένο με ειδική βυζαντινού χαρακτήρα γραμματοσειρά:










5) Κάποτε οι τερματοφύλακες τα φορούσαν όλα μαύρα. Εδώ ο μεγαλύτερος όλων των εποχών ο Λεβ Γιασίν, σπάει τη μονοχρωμία με τις κάλτσες στο μπλε της Δυναμό Μόσχας:









4) Αδύνατον να τους περάσεις για άλλον. Οι Ολλανδοί:









3)Η μόνη διαχρονική φανέλα των ελληνικών γηπέδων. Εδώ και 85 χρόνια:










2) Ιταλοί. Πάντα οι κομψότεροι:








και
1) Φυσικά το viola της Φιορεντίνα: