"Εγκεφαλικά διαταραγμένος".

Ο Tim Howard γεννήθηκε στις ΗΠΑ στα 1979 και έχει ύψος 191 εκατοστών. Είναι ο αμερικανός τερματοφύλακας με την σπουδαιότερη καριέρα σε ψηλό επίπεδο. Αγωνίζεται εδώ και 12 χρόνια στην Ευρώπη, στο απαιτητικό αγγλικό πρωτάθλημα, παλαιότερα για την Manchester United και από το 2007 για την Everton.
Επιπλέον είναι βασικός τερματοφύλακας της εθνικής ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών, με πάνω από 100 συμμετοχές, περισσότερες από κάθε άλλον goalkeeper στην ιστορία της ομάδας. Δύο φορές, το 2010 και το 2014, έφτασε με την εθνική του στη φάση των 16 του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Όλα αυτά θα ήταν σημαντικά μεν, αλλά φυσιολογικά, αν ο Tim Howard δεν είχε διαγνωστεί στο Γυμνάσιο με Σύνδρομο Τουρέτ και επίσης Σύνδρομο
Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής.
Όσοι πάσχουν απ'το πρώτο χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη πολλαπλών κινητικών και φωνητικών τικ, ενώ η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι μια νεύρωση που κάνει τον πάσχοντα να συμπεριφέρεται εμμονικά και ιδεοληπτικά,παρ'ότι αναγνωρίζει το παράλογο αυτής της συμπεριφοράς.

Προφανώς δεν μιλάμε για βαριά σύνδρομα και βέβαια όλοι θα γνωρίζουμε ανθρώπους με παρόμοια συμπτώματα και με φυσιολογική κοινωνική ή επαγγελματική εξέλιξη.

Αυτό πάντως δεν εμπόδισε τα εγγλέζικα έντυπα να συναγωνιστούν σε ρατσισμό και χυδαιότητα με τους τίτλους τους όταν ο Howard ετοιμαζόταν να μεταγραφεί στην Man. United.

Η Intependent έγραψε: Η Manchester προσπαθεί να υπογράψει συμβόλαιο με έναν ανάπηρο τερματοφύλακα.
Η Guardian τόνισε: Η United θέλει έναν αμερικάνο με εγκεφαλικές διαταρές. Και βεβαίως η Mirror το τερμάτισε: Σας ορκιζόμαστε ότι είναι αλήθεια, η United στοχεύει σε έναν πάσχοντα από Σύνδρομο Τουρέτ.

Κάποτε ο Howard απάντησε σε αυτού του τύπου τις παρατηρήσεις έτσι: "Μια και δεν ξέρω τίποτα για ηλεκτρόνια και νετρόνια, αποφεύγω να μιλάω γι αυτά. Αν το κάνω θα φανώ ηλίθιος.Τι ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους που μιλούν για το Σύνδρομο Τουρέτ χωρίς να ξέρουν, φαίνονται ηλίθιοι.

Μετά από αυτό συνέχισε την καριέρα του, μέχρι σήμερα, στο πιο ψηλό επίπεδο.
Δεν το λες κι άσχημα για κάποιον "εγκεφαλικά διαταραγμένο"...

"Ένας μικρός τρόπος να λες όχι...". Ποδόσφαιρο και αντίσταση στον σταλινισμό.

του Νίκου Γ. Λεμονή
 
 
Ο σταλινισμός και η γραφειοκρατία στη Σοβιετική  Ένωση στα χρόνια λίγο πριν τον Β’ Παγκοσμίο Πολέμο, την περίοδο που σήμερα οι ιστορικοί ονομάζουν περίοδο των μεγάλων εκκαθαρίσεων, είχαν μέσα στα υπόλοιπα και ένα απρόσμενο θύμα. Μια ποδοσφαιρική ομάδα και τους ιδρυτές της.  Πρόκειται για τη Σπαρτάκ της Μόσχας, την καλύτερη ομάδα της εποχής και τον μέχρι σήμερα δημοφιλέστερο σύλλογο στη ρωσική πρωτεύουσα, αλλά και στο σύνολο της ρωσικής επικράτειας.

Ήδη μέσα στα πρώτα δυο-τρία χρόνια της δεκαετίας του ’30 ο Στάλιν έχει καταφέρει να παγιώσει την προσωπική του ισχύ πέρα από το κομμουνιστικό κόμμα που ήδη ήλεγχε και στον κρατικό σοβιετικό μηχανισμό. Είναι πια σαφές πως η Σοβιετική Ένωση κυβερνάται από ένα προσωποπαγές δικτατορικό καθεστώς. Ο Τρότσκι, ηγέτης της αριστερής αντιπολίτευσης στη σταλινική γραφειοκρατία, βρίσκεται εξόριστος , ενώ άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες και θεωρητικοί όπως ο Καμένεφ, ο Ζηνόβιεφ, ύστερα ο Μπουχάριν κ.ο.κ. ο ένας μετά τον άλλο οδηγούνται σε προκατασκευασμένες δίκες με πλαστές κατηγορίες και εκτελούνται συνοπτικά. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεμίζουν, οι διώξεις αφορούν σε όλο το φάσμα της σοβιετικής κοινωνίας και δεκάδες  εκατομμύρια άνθρωποι πέφτουν βιολογικά ή ηθικά θύματα των συνεχών σταλινικών πογκρόμ , σε ένα πρωτοφανές ντελίριο κτηνωδίας.

Δίπλα στον Στάλιν σχηματίζεται μια στενή ομάδα εξουσίας στην οποία δύο από τα πρόσωπα που ξεχωρίζουν είναι ο Βιάτσεσλαβ  Μολότοφ και ο Λαβρέντι Μπέρια.  Και οι δύο από τους πλέον έμπιστους ανθρώπους του Στάλιν, ο πρώτος για χρόνια υπουργός εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης και ο δεύτερος διαβόητος και εφιαλτικός αρχηγός της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος.

Ως εκ του αξιώματός του ο Μπέρια συμβαίνει να είναι και πρόεδρος του αθλητικού συλλόγου της Ντινάμο Μόσχας, δηλαδή του αθλητικού συλλόγου της Αστυνομίας, όπως αντίστοιχα η ΤσεΕσΚα ήταν ο αθλητικός σύλλογος του Κόκκινου Στρατού ή η Λοκομοτίβ ο αθλητικός σύλλογος των Σοβιετικών Σιδηροδρόμων. Άλλωστε αυτό είναι το μοντέλο αθλητικής ανάπτυξης που εφαρμόζεται στη Σοβιετική Ένωση εκείνα τα χρόνια: οι αθλητικοί σύλλογοι είναι φορείς κρατικών ή εν γένει κοινωνικών συσσωματώσεων.

Οι προηγούμενοι πολιτικοί αρχηγοί της Αστυνομίας που ex officio βρίσκονται στη θέση του προέδρου της ομάδας της Ντινάμο, αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους ως τιμητικό, τυπικό, ενίοτε απλά διακοσμητικό. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Μπέρια. Φανατικός λάτρης του ποδοσφαίρου, ποδοσφαιριστής ο ίδιος  όταν ήταν νεώτερος στην πατρίδα του τη Γεωργία, επενδύει πολλή από την ενέργειά του στα ζητήματα του συλλόγου και ειδικότερα του ποδοσφαιρικού του τμήματος και το κάνει, καθώς αποκαλύπτουν συγκλίνουσες μαρτυρίες, με τον συνήθη του τρόπο, όπως διαχειρίζεται δηλαδή και τις υπόλοιπες υποθέσεις τις αρμοδιότητάς του.  Με απειλές, εκφοβισμούς παικτών δικών του και αντιπάλων, παρεμβάσεις κάθε τύπου.

Βασικότερος αντίπαλος της Ντινάμο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30, δηλαδή ακριβώς πάνω στην περίοδο των περίφημων Δικών της Μόσχας και των υπόλοιπων σταλινικών εκκαθαρίσεων είναι η Σπάρτακ. Σύλλογος που στηριζόταν οικονομικά και διοικητικά από τα εργατικά σωματεία και προερχόταν από τη λαϊκή μοσχοβίτικη  γειτονιά της Πρέσνιγια, της Κρασνάγια Πρέσνιγια (δηλαδή Κόκκινης Πρέσνιγια) όπως ονομάστηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Μια γειτονιά που συγκέντρωνε το μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανιών της πρωτεύουσας και για αυτό το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της ήταν άνθρωποι του βιομηχανικού προλεταριάτου.  Σύντομα εξελίχθηκε στο λαοφιλέστερο ποδοσφαιρικό σωματείο της Ρωσίας, συσπειρώνοντας κυρίως ανάμεσα στους οπαδούς της τα λαϊκά στρώματα και αποκτώντας το προσωνύμιο «ομάδα του λαού».

Η Σπάρτακ κατάφερε να κατακτήσει το πρωτάθλημα της Σοβιετικής  Ένωσης στα 1936 και να διεκδικήσει πρωτάθλημα και κύπελλο την επόμενη χρονιά.  Ήδη αυτό φαίνεται πως εκνεύρισε τον Μπέρια ιδιαιτέρως, αλλά οπωσδήποτε εκείνο που τον εξόργισε ήταν τα θράσος των «σπαρτακιστών» να κατακτήσουν πρωτάθλημα και κύπελλο μαζί τις επόμενες δύο χρονιές, στα 1938 και 1939.

Δεν άργησε βέβαια να αντιδράσει. Επεδίωξε τη σύλληψη και την παραπομπή σε δίκη του προέδρου, ιδρυτή μαζί με τα υπόλοιπα τρία αδέλφια του, προπονητή, πρώην σπουδαίου ποδοσφαιριστή, αθλητή του χόκεϋ σε πάγο και ουσιαστικά ψυχής της ομάδας της Σπαρτάκ, του  Νικολάι Στάροστιν.  Για να  επιτύχει τη δίωξη του Στάροστιν όμως, ο Μπέρια χρειαζόταν ακόμη μία υπογραφή, εκείνη του Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, την οποία ο τελευταίος αρνήθηκε να βάλει.

Μια φήμη λέει πως αιτία της απόρριψης από τον Μολότοφ της απαίτησης του Μπέρια, υπήρξε το γεγονός πως η κόρη του υπουργού εξωτερικών και η κόρη του προέδρου της Σπάρτακ ήταν συμμαθήτριες και στενές φίλες. Όμως αυτό μπορεί να είναι ένας από τους πολλούς αστικούς μύθους που διαδίδονταν στα χρόνια του Στάλιν ανάμεσα στους μοσχοβίτες. Ίσως ο Μολότοφ απλώς δεν θέλησε να υποστηρίξει μια ενέργεια που στα μάτια του έμοιαζε περισσότερο με ένα παιδικό πείσμα του Μπέρια, ίσως πάλι να λειτούργησαν οι διασυνδέσεις του ίδιου του Στάροστιν με ψηλά κλιμάκια της σοβιετικής ηγεσίας.

Βέβαια ο Μπέρια δεν θα ησύχαζε αν δεν πετύχαινε την καταστροφή της Σπαρτάκ και του ίδιου του Στάροστιν.  Μόλις τρία χρόνια αργότερα, στα 1943 εν μέσω του πολέμου θα καταφέρει τελικά τη σύλληψη και την καταδίκη για «αντεθνικές ενέργειες» του Στάροστιν και ενός εκ των αδελφών του, σε δεκαετή καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία.

Από εκεί κι ύστερα θα αρχίσει μια δαιδαλώδης περιπέτεια για τον Νικολάι Στάροστιν. Στα 1948 κατ’ απαίτηση του γιου του Στάλιν, Βασίλι, τότε αρχηγού της Σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, θα επιστρέψει στη Μόσχα για να αναλάβει προπονητής της ποδοσφαιρικής ομάδας της Αεροπορίας. Ο Μπέρια που αγνοούσε το γεγονός μόλις το μαθαίνει γίνεται έξαλλος και στέλνει τη μυστική
Νικολάι Σταρόστιν
αστυνομία να συλλάβει πάλι τον Στάροστιν. Για να τον προφυλάξει ο Βασίλι βρίσκεται συνέχεια μαζί του, κοιμούνται έως και στο ίδιο κρεβάτι. Όταν ο γιος του Στάλιν, εθισμένος όντας στο αλκοόλ, μεθούσε, ο Στάροστιν έβγαινε κρυφά από το σπίτι για να συναντήσει την οικογένειά του.  Σε μια από αυτές τις εξόδους συλλαμβάνεται από την αστυνομία του Μπέρια και φορτώνεται σε ένα τρένο για τη Σιβηρία. Επεμβαίνει πάλι ο Βασίλι για να σταματήσει το τρένο. Ο Στάροστιν ζητά να του επιτραπεί τουλάχιστον να ζήσει στην Νότια Ρωσία. Ο Βασίλι συμφωνεί με την προϋπόθεση πως θα προπονούσε εκεί την τοπική Ντινάμο. Ο Μπέρια όμως διαφωνεί και τον ξανασυλλαμβάνει, ξαναδικάζεται και του επιβάλλεται δια βίου εξορία στο Καζαχστάν. Εκεί προπονεί την ομάδα ποδοσφαίρου και χόκεϋ σε πάγο της Καϊράτ και στην  δική του παρουσία οφείλεται ο έκτοτε ηγετικός αθλητικός ρόλος που παίζει αυτός ο σύλλογος στη χώρα.

Τελικώς οι περιπέτειες του Νικολάι Στάροστιν θα τερματιστούν με τον θάνατο του Στάλιν και την επακολουθήσασα αποσταλινοποίηση του Χρουτσώφ, που θα έχει ως  πιο διάσημο θύμα της τον ίδιο τον  Λαβρέντι Μπέρια, ο οποίος εκτελείται μόλις λίγο μετά τον θάνατο του Στάλιν.

Ο Σταρόστιν επιστρέφει στη Μόσχα, αναλαμβάνει προπονητής στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Σοβιετικής Ένωσης και επιτέλους στα 1955 πάλι πρόεδρος στην αγαπημένη του Σπαρτάκ Μόσχας. Θέση στην οποία παραμένει μέχρι το 1992, λιγότερο από τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του στα 1996.

Σήμερα η Σπαρτάκ συνεχίζει να είναι η λαοφιλέστερη ρωσική ομάδα, να θωρείται η «ομάδα του λαού» και του προλεταριάτου, να έχει τους πιο φανατικούς, ενίοτε και βίαιους, οπαδούς.  Ακόμη και σήμερα οι ηλικιωμένοι οπαδοί της που θυμούνται τα χρόνια του σταλινισμού, αφηγούνται στους νεώτερους πως εκείνη την εποχή το να υποστηρίζεις της Σπαρτάκ «ήταν ένα μικρός τρόπος να λες όχι…»