Ένα πραξικόπημα, ένας δολοφονημένος τραγουδιστής κι ένας φαιδρός αγώνας ποδοσφαίρου.

Αν και η Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου του 1973 ήταν μία από τις πρώτες μέρες της άνοιξης για το νότιο ημισφαίριο, στο Σαντιάγο στην πρωτεύουσα της Χιλής ο καιρός δεν έμοιαζε καθόλου ανοιξιάτικος. Από το πρωί έβρεχε και από τα ξημερώματα ο στρατός της χώρας επιχειρούσε με επιτυχία να καταλάβει την εξουσία ανατρέποντας τον εκλεγμένο σοσιαλιστή πρόεδρο Σαλβαδόρ Αγιέντε, που ηγείτο μιας κυβερνητικής συμμαχίας, σοσιαλιστών, κομμουνιστών, ριζοσπαστών και χριστιανοδημοκρατών. Επικεφαλής της τετραμελούς στρατιωτικής επιτροπής (junta) που κατευθύνει το πραξικόπημα βρίσκεται ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοτσέτ και πίσω της η καθοδήγηση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.


Ο Αγιέντε θα χάσει τη ζωή του μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο, στο La Moneda, και την πτώση της δημοκρατίας θα ακολουθήσει άμεσα, από την πρώτη κιόλας μέρα, ένα όργιο βίας των στρατιωτικών. Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, δηλαδή σε διάστημα λιγότερο των τεσσάρων μηνών θα δολοφονηθούν τουλάχιστον διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι από αυτούς μετά από πολλά βασανιστήρια. Πολλοί δημόσιοι χώροι μετατρέπονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους προγραμμένους από το νέο καθεστώς. Ένας από αυτούς, ο μεγαλύτερος, είναι το Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο, που από τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος χρησιμοποιείται σαν φυλακή για τους συλληφθέντες. Εκεί μεταφέρονται μέσα στο αμέσως επόμενο διάστημα γύρω στις επτά χιλιάδες άνθρωποι. Ανάμεσά τους και ο Βίκτορ Χάρα, μουσικός, τραγουδιστής και ποιητής. Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σπουδαίου καλλιτεχνικού κινήματος του νέου λατινοαμερικάνικου τραγουδιού, γνωστού σήμερα με τον όρο Nueva Canciόn (Νουέβα Κανσιόν). Στις 16 του ίδιου μήνα, στο ίδιο στάδιο, εκεί που κάποτε έδινε τις συναυλίες του, ο Βίκτορ Χάρα θα δολοφονηθεί από τους φρουρούς του, αφού πρώτα του θρυμματίζουν τα χέρια για να μην μπορεί να παίζει κιθάρα.



Στο μεταξύ στον υπόλοιπο κόσμο συνεχίζονται τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, του οποίου η τελική φάση πρόκειται να διεξαχθεί μερικούς μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1974 στη Δυτική Γερμανία. Το σύστημα της προκριματικής φάσης προβλέπει πως ο νικητής του 9ου ευρωπαϊκού ομίλου που είναι η Σοβιετική Ένωση θα αντιμετωπίσει τον νικητή του 3ου ομίλου της Λατινικής Αμερικής, δηλαδή τη Χιλή. Διπλοί αγώνες, ένας στην έδρα των σοβιετικών και ένας σ’ εκείνη των χιλιανών. Ο πρώτος αγώνας γίνεται στη Μόσχα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1973 και λήγει χωρίς σκορ, 0-0. Ο επαναληπτικός στη Χιλή είχε το θλιβερό προνόμιο να πραγματοποιηθεί στις 21 Νοεμβρίου του ‘73 στο ίδιο αυτό Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο όπου μέχρι μόλις πριν λίγες μέρες η χιλιανή χούντα δολοφονούσε και βασάνιζε πολιτικούς κρατουμένους. Αλλά στην ιστορία δεν έμεινε μόνο για το τραγικό του πράγματος. Έμεινε και για την φαιδρότητά του, καθώς ήταν ένας αγώνας χωρίς αντίπαλο.

Έλεγε ο Σαρτρ πως αυτό που κάνει ενδιαφέρον το ποδόσφαιρο είναι η ύπαρξη του αντιπάλου, αλλά μάλλον η ΦΙΦΑ δεν ενστερνιζόταν την άποψή του. Έτσι όταν η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να συμμετάσχει στον επαναληπτικό, διαμαρτυρόμενη για το πραξικόπημα στη Χιλή, η Παγκόσμια Συνομοσπονδία του Ποδοσφαίρου οργάνωσε μια σπάνια ποδοσφαιρική οπερέτα. Έναν αγώνα με τη συμμετοχή μόνο της Εθνικής Ομάδας της Χιλής και των διαιτητών. Πράγματι η Χιλή και οι διαιτητές παρατάχθηκαν κανονικά για την έναρξη του παιχνιδιού. Το άλλο μισό του γηπέδου ήταν άδειο. Ο διαιτητής σφύριξε την έναρξη του αγώνα. Τέσσερις ποδοσφαιριστές από την ενδεκάδα της Χιλής άλλαξαν μερικές μπαλιές μεταξύ τους, εκ των οποίων οι μισές ήταν οφσάιντ καθώς δεν υπήρχαν αντίπαλοι αμυνόμενοι να τους καλύπτουν και πλησίασαν στην άδεια αντίπαλη εστία. Το ρεσιτάλ της γελοιότητας τελείωσε με ένα σουτ του αρχηγού της ομάδας της Χιλής, του επιθετικού χαφ Φρανθίσκο Τσαμάκο Βαλδές, που από μερικά εκατοστά απόσταση έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα του κενού τέρματος. Αυτό ήταν. Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Η Χιλή είχε νικήσει την αόρατη Σοβιετική Ένωση με 1-0 και είχε προκριθεί στα τελικά του μουντιάλ...

Η αλήθεια είναι πως οι κανονισμοί τότε προέβλεπαν τέτοιες αστείες διαδικασίες όταν μια ομάδα δεν κατέβαινε στον αγωνιστικό χώρο, όμως σε τόσο ψηλό ποδοσφαιρικό επίπεδο ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο.



Το τέλος της ιστορίας μας είναι γνωστό. Στη Χιλή μετά το πραξικόπημα στήθηκε ένα από τα πιο αιμοσταγή δικτατορικά καθεστώτα που γνώρισε η ανθρωπότητα και εφαρμόστηκαν οι οικονομικές ιδέες του άκρατου φιλελευθερισμού της Σχολής του Σικάγο και του Φρίντμαν που οδήγησαν τον λαό της στην πιο ακραία εξαθλίωση. Ο δικτάτορας Πινιτσέτ κυβέρνησε τη χώρα για δεκαεπτά χρόνια και πέθανε στο κρεβάτι του χωρίς ποτέ να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του.  Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και σαν χώρα (και σαν εθνική ομάδα) στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα.

Εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο το κατέκτησε τελικώς η Δυτική Γερμανία, αλλά η σημαντικότερη κληρονομιά που μας άφησε ήταν εκείνη της μεγάλης Ολλανδίας που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του ποδοσφαίρου.

Σήμερα το Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο λέγεται Στάδιο Βίκτορ Χάρα. Ακούστε εδώ ένα τραγούδι του και εδώ κι εδώ δείτε τον αγώνα παρωδία.

Arsenal-Barcelona

Το χθεσινό ήταν η σύγκρουση δύο τέλειων ομάδων, με διαφορετική όμως αντίληψη για το τι εστί τελειότητα. Τέλειο είναι για την Μπαρτσελόνα ένα παιχνίδι που γίνεται σε κλειστούς χώρους, ενώ για την Άρσεναλ ένα παιχνίδι που γίνεται σε ανοιχτούς. Από αυτή την άποψη η Άρσεναλ έχει κλασική ομορφιά, είναι κάτι σαν τον Παρθενώνα ή τον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ, ενώ η Μπαρτσελόνα είναι σαφώς νεωτερικότερη, θα έλεγα πως πρόκειται για τους Πινκ Φλόυντ του ποδοσφαίρου ή καλύτερα (λόγω εντοπιότητας) για μια πολυκατοικία του Γκαουντί.


Η Άρσεναλ, γνωρίζοντας πως ο αντίπαλός της στους κλειστούς χώρους, ειδικά πάνω στον άξονα του γηπέδου, είναι απίστευτα επικίνδυνος, προσπάθησε να δημιουργήσει μεγάλη συνγκέντρωση ποδοσφαιριστών ακριβώς εκεί. Προσπαθησε να αμυνθεί με το να κάνει τους χώρους ακόμα μικρότερους, σχεδόν ασφυκτικούς. Πως το έκανε; Απλά έφερε το σέντερ φορ της, τον Φαν Πέρσι, πολύ πιο κοντά στα χαφ, πράγμα που σε άλλα παιχνίδια δεν το συνηθίζει και τους ακραίους χαφ, τον Γουόλκοτ και τον Νασρί (ειδικά τον δεύτερο) πολύ πιο κλειστά στον άξονα. Εφ' όσον έτσι επέλεξε να αμυνθεί της ήταν δύσκολο να επιτεθεί αλλιώς, δηλαδή παίζοντας σε ανοιχτούς χώρους. Δεν είναι τυχαίο πως και οι δύο φάσεις που κάνει η Άρσεναλ στο πρώτο ημίχρονο, τις κάνει από τον άξονα. Η πρώτη σε εντελώς κλειστό πεδίο, η δεύτερη σε ανοιχτούς χώρους, αλλά πάλι από τον άξονα. Στην πρώτη υπάρχει μια πολύ καλή απόκρουση του Βαλντές. Έχει σημασία; Έχει, αλλά σίγουρα μικρότερη από τη σημασία που έχει το πρώτο γκολ που δέχτηκε ο ίδιος και για το οποίο έχει όλη την ευθύνη. Αν είχε μπει μπροστά στο σκορ η Άρσεναλ τόσο νωρίς, μπορεί να είχε αντιδράσει πολύ διαφορετικά η Μπαρτσελόνα.

Η Μπαρτσελόνα έπαιξε το παιχνίδι της. Κλειστό ποδόσφαιρο, πολλές μικρές πάσες, τεράστια κατοχή με τη αλάνθαστη λογική πως όταν έχουμε τη μπάλα, γκολ δεν μπορούμε να φάμε. Αυτό, το ποδόσφαιρο μέσα από την τρύπα της βελόνας, είναι η απόλυτη καινοτομία που εισάγει αυτή η ομάδα. Να κάνω μια ακόμα παρομοίωση; Είναι κάτι σαν το Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band, πρόκειται ν' αλλάξει όλη την ιστορία της ροκ...ε...συγγνώμη, του ποδοσφαίρου ήθελα να πω. Το θέμα είναι πως - αυτή τη στιγμή τουλάχιστον - καμία άλλη ομάδα στον κόσμο δεν μπορεί να το παίξει διότι σε καμιά άλλη ομάδα στον κόσμο δεν μπορούν όλοι οι ποδοσφαιριστές της από τη μέση και πάνω, να παίζουν άνετα ο ένας στη θέση του άλλου. Ζήτω η Χώρα της Τουλίπας λοιπόν, διότι κάπου εκεί βρίσκεται ο προπάππους ετούτης της τεχνοτροπίας...

Όσο συνέβαιναν όλα αυτά η Μπάρτσα έβαλε ένα γκολ κι έχασε ένα-δυο ακόμα. Νομίζω πως απέναντι σε μια τόσο καλή, γιατί ήταν καλή αμυντικά, Άρσεναλ και στον τερματοφύλακά της που είχε εξαιρετική τακτική αντίληψη, ήταν το περισσότερο που μπορούσε να κάνει. Στο δεύτερο ημίχρονο αντιθέτως μπορούσε να κάνει πιο πολλά. Κι αυτό γιατί η Άρσεναλ όντας πίσω στο σκορ, οπότε χαμένη για χαμένη, άρχισε να προσπαθεί να παίξει το παιχνίδι της, δηλαδή να ψάχνει επιθετικά για πιο πολλούς ανοιχτούς χώρους. Η είσοδος του Αρσάβιν, ακραίου επιθετικού ποδοσφαιριστή, δηλαδή εξ ορισμού δημιουργού και κυνηγού ανοιχτών πεδίων, είναι χαρακτηριστική. Ο άξονας έγινε πολύ πιο ελαφρύς για να οφεληθούν οι πτέρυγες. Ο Σονγκ έφυγε και ήρθε να παίξει -κατά συνθήκη- τη θέση του ο Νασρί. Ο Γουόλκοτ έφυγε κι αυτός και μπήκε ο Μπέντνερ για να παίξει δεξιά και να κρυφοκοιτάζει τη θέση του δεύτερου σέντερ φορ. Ο Φαν Πέρσι τραβήχτηκε μπροστά όπως συνηθίζει και οι χώροι άνοιξαν και η Μπάρτσα έπρεπε να αλωνίσει. Δεν το έκανε. Νομίζω για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι δεν είχε τις ανάσες για να το κάνει ή ότι βαριόταν να το κάνει. Θα το μάθουμε ποτέ; Όχι, θα μείνουμε με την απορία. Ο δεύτερος είναι μια λάθος αλλαγή. Του Κεϊτά στη θέση του Βίγια, καθώς ο πρώτος είναι έχας από τους ελάχιστους ποδοσφαιριστές που δεν μπορεί να παίξει παρά στη θέση του, αυτομάτως έχασε το αποκλειστικό προσόν της μαζικής εναλλαγής ρόλων των παικτών της. Μέσα σ' όλα η αλλαγή αυτή νομίζω πως μίλησε λίγο και στην ψυχολογία του συνόλου. Είναι μια αλλαγή που σου κλείνει το μάτι σα να σου λέει, "οκ, καλά είναι έτσι το σκορ, ας το κρατήσουμε".

Τελικά οι χώροι για την Άρσεναλ βρέθηκαν, τα γκολ ήρθαν (και με τη βοήθεια του Βαλντές- που πάντως δεν είναι κακός τερματοφύλακας) και η Άρσεναλ θα έχει να λέει πως κέρδισε αυτή τη Μπαρτσελόνα. Εγώ μένω ακόμα με την απορία για το τι θα συμβεί αν μια ομάδα προσπαθήσει να ανέβει ψηλά και να πιέσει την Μπαρτσελόνα. Οι πρώτες που θα το κάνουν μπορεί να φύγουν και με διψήφιο αριθμό τερμάτων σε βάρος τους, όμως κάποια θα καταφέρει όχι να την κερδίσει, αυτό το έκαναν κι άλλες, να της επιβληθεί.

Η Άρσεναλ λες να έχει ελπίδες να προκριθεί; Λίγες κι αυτές κυρίως επειδή η μπάλα είναι στρογγυλή. Αλλά όπως είπε και κάποιος κάπου,όταν η Άρσεναλ κερδίσει το Τσάμπιονς Λιγκ (γιατί θα το κερδίσει κάποτε) θα είναι η πρώτη ομάδα που δεν θα το έχει πάρει απλώς. Θα το έχει κατακτήσει...

Ο αναρχικός ληστής κι ο πρωταθλητής.

Ο Σάντε Πολάστρι σε μεγάλη ηλικία, μετά την αποφυλάκισή του.

Ο Σάντο Ντέτσιμο Πολάστρο ή αλλιώς Σάντε Πολάστρι υπήρξε ο «υπ’ αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος» στην Ιταλία των πρώτων ετών του φασιστικού καθεστώτος, δηλαδή στην τρίτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Γεννήθηκε στο Νόβι Λίγκουρε και στα περιπετειώδη χρόνια της ζωής του αναδείχθηκε ό μεγαλύτερος λαϊκός ήρωας της ιταλικής χερσονήσου.


Τα πραγματικά συμβάντα και ο μύθος συχνά μπερδεύονται στις αφηγήσεις για αυτόν. Κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια για ποιον λόγο βγήκε στην παρανομία. Πιθανότερη είναι η υπόθεση πως αυτό συνέβη μετά από τη ληστεία του Ακίλε Καζαλένιο, πρώην αστυνομικού στους Καραμπινιέρι και τότε ταμία του τοπικού υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας της Ιταλίας, την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι πάνω στο ποδήλατό του και με τα χρήματα του ταμείου μαζί του. Φαίνεται ότι ο Καζαλένιο προσπάθησε να αντισταθεί τραβώντας το όπλο του και οι ληστές των σκότωσαν. Δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αν για τον θάνατό του ευθύνεται ο ίδιος ο Σάντε ή κάποιος από τους τρεις συνεργούς του, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και ο ιταλός αναρχικός Λουΐτζι Πεότα. Ο Σάντε έλεγε πάντα πως δεν ήταν εκείνος που σκότωσε τον ταμία, η ληστεία όμως ήταν σίγουρα δικής του έμπνευσης και σχεδίασης.

Μια ακόμα εκδοχή είναι πως βγήκε στην παρανομία όταν σκότωσε κάποιον πλούσιο τοκογλύφο που είχε βιάσει μια καλή παιδική του φίλη, ενώ μια τρίτη ιστορία θέλει τον Σάντε να γίνεται οριστικά παράνομος όταν οι καραμπινιέροι σκότωσαν τον σύζυγο της αδελφής του Καρμελίνα κάποια μέρα που είχαν πάει στο σπίτι της αναζητώντας τον ίδιο που κρυβόταν εκεί.



Όπως και να έχει πάντως η ουσία είναι πως ο Σάντε σαν παιδί πολύ φτωχής οικογένειας ο ίδιος, βρέθηκε έτσι κι αλλιώς στην παρανομία από μικρός λόγω της άμεσης ανάγκης επιβίωσης. Έκανε μικροκλοπές στα τρένα και στις πλούσιες εξοχικές κατοικίες που διατηρούσαν οι μεγαλοαστοί γενοβέζοι στο χωριό του. Η αντιπαλότητά του με τις αρχές, ειδικά με τους φασίστες που για τους καυγάδες μαζί τους λέγονται πολλές ιστορίες και την αστυνομία, σε μια εποχή που στην χώρα ο φασισμός εμπεδωνόταν και το κράτος γινόταν όλο και πιο ισχυρό, έκανε τον Σάντε λαϊκό ήρωα και τον έφερε σε επαφή με τους αναρχικούς κύκλους. Φίλος του υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πιο επιθετικούς αναρχικούς της εποχής στην Ιταλία, ο γενοβέζος ποιητής Αμπέλε Ριτσέρι Φεράρι, πιο γνωστός με το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ρέντσο Νοβατόρε. Ένα βράδυ οι δυο τους έτρωγαν στην Οστερία ντέλα Σαλούτε, αλλά η αστυνομία παρακολουθούσε τόσο στενά τον Νοβατόρε που σε ένα άλλο τραπέζι είχαν καθίσει γι αυτόν τον λόγο μερικοί αστυνομικοί με πολιτικά. Ο Σάντε τους αναγνώρισε, έβγαλε το όπλο του και στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν ο ποιητής και ο επικεφαλής των αστυνομικών Λουπάνο.

Η φήμη του Σάντε μεγάλωνε όλο και περισσότερο συνοδευόμενη από αφηγήσεις για επικές ληστείες, για έναν ανθυπασπιστή των Καραμπινιέρι που έχασε τα λογικά του από τον φόβο του μόλις τον αντίκρισε, για μια ατελείωτη σειρά φόνων, αλλά και για πολλές αγαθοεργίες που τον κάνουν έναν σύγχρονο Ρομπέν των Δασών. Και ήταν δύσκολο την εποχή εκείνη να καθιερωθεί στη λαϊκή συνείδηση ένας ληστής καθώς το φασιστικό καθεστώς δεν άφηνε να διοχετευθεί στις εφημερίδες ούτε το ένα δέκατο του πραγματικού αστυνομικού ρεπορτάζ καθώς ήθελε να περάσει μια εικόνα απολύτως ευνομούμενου κράτους που είχε εξαλείψει την εγκληματικότητα.



Ο Σάντε όμως είχε ένα πάθος. Την ποδηλασία, που τότε ήταν το λαϊκότερο και το δημοφιλέστερο σπορ στην Ιταλία και έστελνε κάθε Κυριακή όλους τους ιταλούς στα βουνά και στους επαρχιακούς δρόμους για να παρακολουθήσουν τα περάσματα των μυθικών πρωταθλητών της ηρωικής εποχής του αθλήματος. Τότε δηλαδή που ένας ποδηλάτης έπρεπε να ταξιδεύει ώρες ολόκληρες στη σέλα του ποδηλάτου του. Εκεί πάνω να τρώει και να πίνει και πάντα μόνος του να αλλάζει λάστιχο αν χρειαζόταν ή να επισκευάζει την αλυσίδα του που έσπασε ή να σταματά για να γεμίζει νερό από την πηγή που βρισκόταν στον δρόμο του. Ακόμη τα ποδήλατα δεν ήταν κατασκευασμένα από πανάκριβα υλικά αεροναυπηγικής και ακόμα οι περισσότεροι δρόμοι δεν ήταν ασφάλτινοι. Ο Σάντε υπήρξε κι αυτός ως έφηβος αθλητής της ποδηλασίας σαν τον συντοπίτη και φίλο του Κοστάντε Τζιραρντένγκο που μέσα στη δεκαετία του ‘20 αναδείχτηκε στον μεγαλύτερο μύθο του ποδηλατικού κόσμου της Ευρώπης κερδίζοντας πρακτικά όποιον αγώνα και όποιο τρόπαιο βρέθηκε στον δρόμο του.

Ο θρύλος θέλει τους δύο φίλους να βρίσκονται μαζί από τα παιδικά τους χρόνια, να παίζουν, να μεγαλώνουν και να ζουν αχώριστοι. Μάλλον ο θρύλος εδώ υπερβάλλει καθώς ο Τζιραρντένγκο παρ’ ότι γεννιέται και μεγαλώνει κι αυτός στο Νόβι Λίγκουρε παρ’ ότι κι αυτός προέρχεται από εξίσου φτωχή οικογένεια, είναι έξι χρόνια μεγαλύτερος από τον Πολάστρι. Όμως είναι βέβαιο πως οι δυο τους γνωρίζονταν, πως είχαν μια καλή φιλική σχέση και πως προπονήθηκαν κάποιες φορές μαζί καθώς μοιράζονταν τον ίδιο προπονητή.



Είναι Αύγουστος του 1927. Ο Τζιραρντένγκο βρίσκεται στο Παρίσι για να αντιμετωπίσει του γάλλους πρωταθλητές σε έναν αγώνα έξι ημερών σε πίστα. Είναι γνωστό πως η αντιπαλότητα Γαλλίας και Ιταλίας στην ποδηλασία είναι ανάλογη μ’ εκείνη της Βραζιλίας και της Αργεντινής ή του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού στο ποδόσφαιρο, έτσι οι αγώνες όπως αυτός των έξι ημερών προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον.

Κοστάντε Τζιραρντένγκο
Στο Παρίσι όμως βρίσκεται κι ο Σάντε Πολάστρι. Έχει καταφέρει να περάσει αν και διωκόμενος τα ιταλικά σύνορα κι έχει μπορέσει να βρει καταφύγιο στη Γαλλία προστατευόμενος από κύκλους ιταλών και γάλλων αναρχικών. Εκεί οργανώνει και πραγματοποιεί μερικές από τις εντυπωσιακότερες ληστείες του, όπως αυτή του πολυτελέστατου κοσμηματοπωλείου Ρουμπέλ στο Παρίσι. Από την Ιταλία έχει έρθει με εντολή του ίδιου του Μουσολίνι και με την άδεια να δράσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία προκειμένου να συλλάβει τον Πολάστρι, ο επιθεωρητής Ρίτσο, ένας αστυνομικός με μεγάλη εμπειρία στη δίωξη των αναρχικών. Την υπόθεση στη Γαλλία έχει αναλάβει ο επιθεωρητής Γκιγιόμ από τον οποίο θα εμπνευστεί ο συγγραφέας Ζωρζ Σιμενόν τον χαρακτήρα του επιθεωρητή Μεγκρέ για τα αστυνομικά του.

Όταν έρχεται ο Τζιραρντένγκο στο Παρίσι για τον αγώνα, ο Σάντε θα πάει να τον συναντήσει. Αυτόν και τον Μπιάτζο Καβάνα, προπονητή του Τζιραρντένγκο και παλαιότερα του ίδιου του Σάντε. Λέγεται μάλιστα πως για να τον καταλάβουν, καθώς δεν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιων όλων, τους κάλεσε με ένα «τσιφουλό», έναν χαρακτηριστικό και μοναδικό τρόπο σφυρίγματος του τόπου τους, του Νόβι Λίγκουρε. Λίγο μετά, στις 10 Αυγούστου του 1927 οι επιθεωρητές Γκιγιόμ και Ρίτσο συνέλαβαν τον Σάντε Πολάστρι σε μια αποβάθρα του μετρό του Παρισιού. Είχαν καταφέρει να φτάσουν στον Πολάστρι μετά από κάποιες πληροφορίες που τους δόθηκαν από μια πολύ αξιόπιστη πηγή. Αν καταδότης του φίλου του υπήρξε ο ίδιος ο πολυπρωταθλητής Κοστάντε Τζιραρντένγκο, παραμένει άγνωστο, αν και όχι απίθανο.



Ο Σάντε θα δικαστεί στην Γαλλία και αργότερα θα εκδοθεί στην Ιταλία όπου θα δικαστεί πάλι (μάλιστα μάρτυρας στη δίκη ήταν κι ο Τζιραρντένγκο) και θα καταδικαστεί επίσης σε πολλές φορές ισόβια. Στη φυλακή, κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα οργανώσει μία εξέγερση με αιτήματα υπέρ των κρατουμένων και τελικά θα αποφυλακιστεί μετά από 32 χρόνια, στα 1959, με χάρη του προέδρου της ιταλικής δημοκρατίας Γκρόνκι. Ήταν ήδη 60 χρονών και πέρασε τα υπόλοιπα 20 χρόνια της ζωής του στο Νόβι Λίγκουρε στο σπίτι της αδελφής του Καρμελίνα, κάνοντας τον πλανόδιο έμπορο υφασμάτων με το ποδήλατό του. Όταν πέθανε εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άντρας στο σπίτι του πιο στενού φίλου του Σάντε και δηλώνοντας πως είναι ένας αναρχικός από το Βένετο, ρώτησε αν ο Σάντε είχε αφήσει απλήρωτα χρέη πριν πεθάνει και προσφέρθηκε να τα καλύψει. Ο Σάντε όμως δεν χρωστούσε τίποτα. Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει για το ποιος άραγε να ήταν αυτός ο άντρας, μία από αυτές είναι πως επρόκειτο για τον συνεργό του σε πολλά κόλπα, τον Λουίτζι Πεότα, του οποίου τα ίχνη χάθηκαν κάποτε ξαφνικά και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ.



Ο Τζιραρντένγκο πρόλαβε να κερδίσει δύο φορές τον Γύρο της Ιταλίας, τρεις φορές τον Γύρο της Λομβαρδίας και έξι φορές τον κλασικό αγώνα Μιλάνο-Σανρέμο. Αφού αποσύρθηκε υπήρξε ομοσπονδιακός προπονητής της Ιταλίας και πέθανε στα 1978, λίγους μήνες πριν τον Σάντε Πολάστρι. Αν οι δυο τους συναντήθηκαν ξανά είναι άγνωστο, για την ιστορία τους πάντως και κυρίως με αφορμή αυτή, για τον μύθο των δύο φίλων που παίρνουν διαφορετικούς δρόμους αναγκασμένοι όμως από την ίδια ανάγκη της επιβίωσης έχουν γραφτεί πολλά πράγματα, έχει φτιαχτεί μια μικρή τηλεοπτική ταινία της RAI και ο Λουίτζι Γκρέκι έχει γράψει τη μουσική και τους στίχους για ένα τραγούδι που έκανε γνωστό η ερμηνεία του αδελφού του Φραντσέσκο Ντε Γκρεγκόρι, ακούστε το εδώ: