Οι Συγχωνεύσεις της Χούντας

Στην διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, στις εποχές που απόλυτο κουμάντο στα ποδοσφαιρικά (και γενικότερα στα αθλητικά) πράγματα έκανε ο Κώστας Ασλανίδης, Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, εφαρμόστηκε η πολιτική των συγχωνεύσεων των ποδοσφαιρικών συλλόγων. Οι συγχωνεύσεις ήταν αποτέλεσμα πειθαναγκασμού και - όπου αυτό δεν αρκούσε- απλού εξαναγκασμού. Η επίσημη λογική της πρακτικής αυτής ήταν η δημιουργία λίγων, αλλά ισχυρών ομάδων. Το ιδανικό σχήμα θα ήταν η ύπαρξη ενός μόνο ισχυρού ποδοσφαιρικού συλλόγου, ικανού να έχει σταθερή παρουσία στα πρωταθλήματα εθνικών κατηγοριών, ανά νομό ή ανά μεγάλη αστική περιοχή. Στην πραγματικότητα με τη μέθοδο αυτή διαλύονταν τα σωματεία εκείνα που ήταν ύποπτα «ερυθράς» ή έστω δημοκρατικής δράσεως.



Δεν είναι μάλλον τυχαίο πως ένα σημαντικότατο μέρος των σωματείων που συγχωνεύονταν, χαρακτηριζόταν από τις προοδευτικές πεποιθήσεις των μελών τους. Πολλές φορές βεβαίως δεν ήταν καν απαραίτητη η ύπαρξη σαφούς αριστερής ιδεολογίας για να απαγορευθεί η ενασχόληση με τα ποδοσφαιρικά κάποιου. Νά τι λέει σχετικά ο Παναγιώτης Χατζίδης που υπήρξε ποδοσφαιριστής από το 1966 μέχρι το 1975 της Νεάπολης Νέας Ιωνίας: «Τότε, γίνονταν Διοικητικά Συμβούλια με την άδεια της αστυνομίας. Άμα ήσουν αριστερός, άμα τελείωνε το όνομά σου σε -ίδης όπως το δικό μου έπρεπε να πάρεις από την τοπική διεύθυνση ασφαλείας της Ν. Ιωνίας έγκριση. Πολλά άτομα παλιάς εποχής -χρόνια στο κουρμπέτι, όπως λέμε εδώ στη Ν. Ιωνία- απορρίφθηκαν κατά καιρούς από την ασφάλεια.»

Η ομάδα του Χατζίδη υπήρξε ένας από τους συλλόγους που βρέθηκε στη δίνη των συγχωνεύσεων της εποχής και μαζί με τους άλλους συλλόγους της ίδιας γειτονιάς, τη Σαφράμπολη, την Ελευθερούπολη, την Ιωνία και την Καλογρέζα διαλύθηκε για να συσταθούν οι δύο νέες ομάδες της Νέας Ιωνίας, η Ελπίδα και ο Ίκαρος, τα ονόματα των οποίων μάλιστα είχε εμπνευστεί ο ίδιος ο Ασλανίδης.

Η χούντα προσπάθησε -και προσωρινά κατάφερε- να επιβάλει τη συγχώνευση πολλών ποδοσφαιρικών ομάδων. Ο Π.Σ. Καλαμάτας ιδρύθηκε στα 1967 με την αναγκαστική συγχώνευση του Απόλλωνα Καλαμάτας, των Πράσινων Πουλιών και του Ολυμπιακού Καλαμάτας. Στην περίπτωση αυτή ο άβολος «αριστερίζων» σύλλογος που έπρεπε να απορροφηθεί ήταν τα Πράσινα Πουλιά, ομάδα στην οποία πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο ο Κλεάνθης Μαρόπουλος. Στη Κρήτη ο Εργοτέλης δεν ήταν ιδιαιτέρως αρεστός και έπρεπε να απορροφηθεί απ’ τον Ο.Φ.Η. Στη Χαλκίδα ο τοπικός Ολυμπιακός Χαλκίδας δεν περιποιούσε τιμή στο καθεστώς και ενώθηκε με τον Εύριπο για να δημιουργηθεί ο Α.Ο. Χαλκίς. Στην Τρίπολη ο Αστέρας Τρίπολης, η ΑΕΚ Τρίπολης, ο Ερμής Μερκοβουνίου και ο Όμιλος Τριπόλεως απορροφήθηκαν από τον Παναρκαδικό, στην Κέρκυρα διαλύθηκε ο Όλυμπος, ενώ στην Πάτρα τα τοπικά σωματεία Ολυμπιακός, Ηρακλής, Προοδευτική, Απόλλωνας, Αχιλλέας, Πατραϊκός και Θύελλα έδωσαν τον -καθαρευουσιάνικο κατά τα γλωσσικά γούστα των δικτατόρων- «Α.Π.Σ. Πάτραι». Η τελευταία αυτή συγχώνευση δεν ήταν και η πιο εύκολη. Πράγματι οι παράγοντες της Θύελλας Πατρών δεν συγκατάνευσαν και το καθεστώς έστειλε τους χωροφύλακες στα γραφεία του συλλόγου για να πάρουν το καταστατικό. Οι άνθρωποι της Θύελλας είχαν όμως ήδη προβλέψει να φυγαδεύσουν και να θάψουν σε κάποιο οικόπεδο το καταστατικό και τη σφραγίδα του σωματείου. Τα ανέσυραν μετά την πτώση της χούντας. Στη Ρόδο μεγάλη αντίσταση στα σχέδια του Ασλανίδη πρόβαλαν οι παράγοντες και οι φίλαθλοι του Διαγόρα που επίσης έκρυψαν σφραγίδες και καταστατικό στα σπίτια τους για να μην πέσουν στα χέρια των αστυνομικών δυνάμεων. Το σχέδιο προέβλεπε τη διάλυση του Διαγόρα, του Δωριέα και του Ροδιακού για τη ιδρυθεί ένα νέο σωματείο, ο Α.Σ. Ρόδου. Οι παράγοντες του Διαγόρα απειλήθηκαν με διώξεις αν δεν συναινούσαν μάλιστα στο νησί αναγκάστηκε να κατέβει ο ίδιος ο Ασλανίδης για να λύσει το ζήτημα. Σήμερα οι «διαγορίτες» λένε με περηφάνια πως δεν κατάφερε να τους διαλύσει ούτε οι Ιταλοί, ούτε η χούντα.

Οι ομάδες που προήλθαν από τις συγχωνεύσεις είχαν κάποιες μικρές επιτυχίες, πράγμα λογικό αφού σε μία ενωνόταν το αθλητικό δυναμικό δύο, τριών, τεσσάρων ή και παραπάνω σωματείων που προϋπήρχαν, όμως συνολικά καμία τους δεν ξεχώρισε ιδιαίτερα, δείγμα μάλλον πως ο εξαναγκασμός δεν αποτελεί την ασφαλέστερη οδό διακρίσεων.

Πολλά σωματεία που φτιάχτηκαν μέσω των υποχρεωτικών συνενώσεων υπάρχουν και δραστηριοποιούνται μέχρι σήμερα, αλλά μετά την επταετία η συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων που είχε συγχωνεύσει η χούντα επανιδρύθηκαν, καθώς σειρά δικαστικών αποφάσεων έκρινε παράνομες αυτές τις αναγκαστικές συγχωνεύσεις.





Ποδόσφαιρο στην παρανομία

Το ποδόσφαιρο δεν ήταν πάντα μια από τις πιο νομότυπες αθλητικές δραστηριότητες. Κατά καιρούς διώχθηκε από διάφορους φορείς εξουσίας, κρατικούς ή τοπικούς. Όποιος μεγάλωσε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 θα θυμάται σίγουρα στα πενιχρά λιλιπούτεια πάρκα των ελληνικών πόλεων, σ’ εκείνες τις ασήμαντες οάσεις ελεύθερου χώρου, κάποιες επιγραφές που προειδοποιούσαν πως «απαγορεύεται η μπάλα, το ποδήλατο και τα οικόσιτα ζώα» και απορούσες τελικά σε τι χρησίμευε ένα πάρκο επί του οποίου απαγορευόταν κάθε προφανής δραστηριότητα αναψυχής.


Αθήνα 2010, ποδόσφαιρο στο γήπεδο μπάσκετ στον Σταθμό Λαρίσης. Απαγορεύεται...

Φυσικά στην Ελλάδα εκείνων των ετών το ποδόσφαιρο - το παιδικό κυρίως ποδόσφαιρο- απαγορευόταν σχεδόν παντού. Στα προαύλια των σχολείων, στις αυλές των εκκλησιών, στις πλατείες, στα πάρκα, στις παραλίες, οπουδήποτε. Εις πείσμα φυσικά όλων των απαγορεύσεων, συνηθέστατα αυθαιρέτων, το ποδόσφαιρο παιζόταν σε όλα αυτά τα μέρη. Μάλιστα τείνω να πιστεύω πως η αυξημένη δημοφιλία του ανάμεσα στα παιδιά έχει να κάνει και με το γεγονός πως ήταν απαγορευμένο, υπό διωγμό κατά ένα τρόπο. Διωγμό σε ηθικό επίπεδο (καθώς ήταν με απόσταση το πιο απαξιωμένο από τα παιδικά παιχνίδια) και διωγμό σε υλικό επίπεδο (καθώς σε κάθε χώρο πρόσφορο για αυτοσχέδιο γήπεδο, ρητώς και σαφώς απαγορευόταν). Είναι γνωστό πως όσο περισσότερο απαγορεύεις κάτι στα παιδιά, τόσο πιο πολύ θα κάνουν το απαγορευμένο. Με αυτή τη σκέψη έρχομαι να προτείνω στους φορείς του αθλήματος στην σημερινή Ελλάδα να σκεφτούν σοβαρά την πιθανότητα ανέγερσης μνημείου αφιερωμένου στον «άγνωστο φύλακα» (κάτι σαν τον άγνωστο στρατιώτη) του πάρκου ή της πλατείας ή στον άγνωστο νεωκόρο της εκκλησίας που με ζήλο και αυταπάρνηση εκτελούσε το σπουδαιότερό του καθήκον, το οποίο άλλο δεν ήταν παρά να εμποδίζει τα πιτσιρίκια να παίζουν μπάλα, προκαλώντας τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε. Δίπλα σ’ αυτό θα μπορούσε να στηθεί και το μνημείο του «αγνώστου μαγκουροφόρου γέροντος» που επίσης συνέβαλε στην διάδοση του αθλήματος κυνηγώντας με τη μαγκούρα του τα αγοράκια που έπαιζαν μπάλα κοντά στο παγκάκι επί του οποίου ρέμβαζε.



Βέβαια κατά καιρούς το ποδόσφαιρο είχε τεθεί εκτός νόμου και από άλλες αρχές, απείρως σοβαρότερες και τρομακτικότερες των ελληνικών δήμων και κοινοτήτων. Στην Αγγλία του 1314 ο Εδουάρδος ο Β’ απαγόρευσε την αρχέγονη μορφή ποδοσφαίρου που παιζόταν τότε στο Λονδίνο, με το σκεπτικό ότι το κυνήγι μιας μεγάλης μπάλας από πολλούς ανθρώπους προκαλούσε μεγάλο θόρυβο και πολλές ζημιές στην πόλη. Ο Ερρίκος ο Ε’ οργάνωσε κανονικό διωγμό κατά του ποδοσφαίρου, αλλά και ο ηπιότερος Ερρίκος ο Ζ’ το απαγόρευσε, διότι ως ισχυριζόταν αποσπούσε τους άνδρες από την εκγύμνασή τους στην τοξοβολία.

Γενικώς η άποψη πως το ποδόσφαιρο είναι άχρηστο σπορ κυριαρχούσε μέχρι πολύ πρόσφατα και εκδηλωνόταν με διάφορους τρόπους. Από τον Ερρίκο τον 7ο που προτιμούσε την τοξοβολία μέχρι το ελληνικό υπουργείο παιδείας που στις αρχές του 20ου αιώνα θεωρούσε ανώφελο να εντάξει το ποδόσφαιρο στη σχολικές γυμναστικές δραστηριότητες και τη σημερινή ελληνίδα μάνα που σκέφτεται για τον γιο της: «δεν τον στέλνω στο ποδόσφαιρο γιατί θα μείνει κοντός, θα τον στείλω στο μπάσκετ να ψηλώσει»...


Φυσικά όσο απαγορευόταν το ποδόσφαιρο, τόσο πιο πολύ ρίζωνε στις αθλητικές συνήθειες των ανθρώπων, ειδικά των νέων. Και αυτό γινόταν παντού στον κόσμο. Το καλοκαίρι του 2002 η Εθνική Ομάδα της Τουρκίας κατέκτησε την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιαπωνίας και της Κορέας. Κι όμως περίπου εκατό χρόνια νωρίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα ο σουλτάνος είχε απαγορεύσει διά νόμου το παιχνίδι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ήδη σχηματισμένες ποδοσφαιρικές ομάδες της εποχής στις μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Θεσσαλονίκη βρέθηκαν σε καθεστώς παρανομίας.


Στην Ιταλία του Μουσολίνι το ποδόσφαιρο δεν απαγορεύθηκε, αλλά έγινε μια προσπάθεια να απαξιωθεί ως ξενόφερτο. Τη θέση του όφειλε να καταλάβει η Volata , ένα παιχνίδι με μπάλα βασισμένο στο ρωμαϊκό Harpostum που με τη σειρά του φαίνεται να αποτέλεσε πρόδρομο του πρώιμου βρετανικού ποδοσφαίρου (εκείνου που απαγόρευαν οι Ερρίκοι κι οι Εδουάρδοι). Τελικώς η Volata που δημιουργήθηκε από το φασιστικό καθεστώς και από αυτό χαρακτηρίστηκε ως η «ιταλικότερη των αθλοπαιδιών» απέτυχε να κατακτήσει την καρδιά των Ιταλών. Σε αντίθεση μάλιστα με το ποδόσφαιρο που ανέδειξε την Εθνική Ιταλίας ως την μεγαλύτερη ποδοσφαιρική δύναμη παγκοσμίως που σάρωσε όποιο Παγκόσμιο Κύπελλο και όποιους Ολυμπιακούς Αγώνες βρέθηκαν στον δρόμο της για δυο δεκαετίες από τις αρχές του 1930 μέχρι το αεροπορικό δυστύχημα της Superga (εκεί που χάθηκε η ομάδα της Τορίνο με τους 11 βασικούς διεθνείς ποδοσφαιριστές της) στα 1947.

Η "Αστραπή" κι ο "Κεραυνός", η "Θύελλα" κι η "Φόρεστ"...

Ήταν οι ομάδες που φτιάχναμε σαν πιτσιρίκια. Εκείνες δηλαδή στις οποίες άρχισε και τελείωσε η καριέρα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων ποδοσφαιριστών. Άρχισε γύρω στα 12-13 όταν αγόρασαν -ρεφενέ συνήθως- μια δερμάτινη μπάλα (μόνο για τους"επίσημους" αγώνες) και τέλειωσε λίγο πάνω-λίγο κάτω από τα 16, όταν άρχισαν να ασχολούνται με τη μουσική ή με κανένα στρογγυλοφάναρο εξάβολτο "παπί" ή με κανένα τσιγαράκι στην καβάτζα ή με μισό μπουκάλι μπύρα ή με τη συμμαθήτρια του τρίτου θρανίου ή με όλα αυτά μαζί... Οι μαρκετίστες της δεκαετίας του 1980 (ναι, υπήρχαν και τότε, απλώς δεν κατείχαν ακόμα το αλάθητο πάπα) θα ήξεραν σίγουρα πως με τα πρώτα του χρήματα ένα παιδί αγόραζε μια μπάλα, με τα δεύτερα ένα φορητό στέρεο με διπλή κασέτα για να γράφεις τις δικές σου και με τα τρίτα το εξάβολτο παπί. Τέλος! Μετά γινόσουν άντρας Όχι όλοι βεβαίως. Υπήρξαν κι εκείνοι που έμειναν πάντα νέοι μετατρέποντας  το παπί σε δυομισάρι εντουράκι και αργότερα σε "μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού" (από αυτές που διαφεύγουν οι ληστές όπως λένε στα ρεπορτάζ). Υπήρξαν οι άλλοι που έκαναν το κασετόφωνο στερεοφωνικό ή κιθάρα ή ντραμς μένοντας πάντα έφηβοι. Και βέβαια υπήρξαν και κάποιοι που δεν ξεκόλλησαν ποτέ απ' τη  μπάλα και είναι ακόμα παιδιά.

Η παιδική ομάδα γεννιόταν από τη στιγμή που στην πλατεία, το δρόμο ή την αυλή του σχολείου κάποιος έριχνε την ιδέα και αποφασιζόταν "να φτιάξουμε ομάδα". Όμως η επίσημη ημερομηνία ίδρυσης -κάτι σαν την αναγνώριση από το πρωτοδικείο για τα κανονικά σωματεία - ήταν εκείνη της ημέρας όπου , αφού είχαμε μαζέψει με πολύ κόπο και διαρκή έρανο τα απαραίτητα χρήματα, αγοράζαμε φανέλες! Αυτές λόγω περιορισμένων οικονομικών ήταν συνήθως από άθλιο συνθετικό ύφασμα και στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ήταν λευκές ή γαλάζιες ή και τα δύο μαζί. Η επιλογή των χρωμάτων δεν ήταν τυχαία. Ουσιαστικά το μπλε και το άσπρο αποτελούσαν τον μόνο εφικτό και ανεκτό από όλους συμβιβασμό. Τα "εθνικά" άλλωστε χρώματα δεν έθιγαν ούτε τους ολυμπιακούς, ούτε τους παναθηναϊκούς, ούτες ΑΕΚτζήδες, ΠΑΟΚτζήδες ή "αρειανους" ποδοσφαιριστές της ομάδας.
Ακολούθως έπρεπε να διαλέξουμε αριθμό. Διότι ποδοσφαιρική εμφάνιση χωρίς νούμερα θα ήταν ασυγχώρητος ερασιτεχνισμός, σαν να παίζαμε στην πλατεία, ενώ τώρα που "είχαμε φτιάξει ομάδα", αλλάζαμε επίπεδο. Διαλέγοντας νούμερο παίρναμε τη φανέλα σπίτι μας, διότι πού χρήματα για καθαριστήριο, ενώ στο σπίτι τις έπλεναν οι μανάδες, με τη μόνιμη απορία τους: "καλά στις λάσπες πάτε και κυλιέστε;".


Ύστερα έπρεπε να βαφτιστεί ο σύλλογος. Εδώ είχαν την τιμητική τους τα στοιχεία της φύσεως. "Αστραπη", "Κεραυνός", "Θύελλα" ήταν τα επικρατέστερα, αλλά θα συναντούσες ενίοτε και κανέναν "Τυφώνα" ή κάποια "Σπίθα". Η βροχή, το χιόνι, το χαλάζι ή η ξαστεριά δεν συγκινούσαν κανέναν και παροδόξως το ίδιο αδιάφορους μας άφηνε η βροντή και το αστροπελέκι.
Άλλη σημαντική δεξαμενή αντλήσεως ονομάτων ήταν -κατά μίμηση βεβαίως των ομάδων των μεγάλων- οι διάφορες "Ενώσεις", "Σύνδεσμοι", "Όμιλοι" κ.λπ. Έτσι γεννήθηκε η "Αθλητική Ένωση Άνω Πλατείας" ή ο "Σύνδεσμος Φιλάθλων Περιβολακίου" ή ο "Ποδοσφαιρικός Όμιλος της Τάδε Γειτονιάς". Φυσικά δεν έλειπαν και οι τίτλοι-ιδεολογήματα που εξέφραζαν υψηλά ιδανικά όπως η "Ομόνοια Διασταύρωσης" και η "Αναγέννηση Λεωφόρου" ή δυναμισμό όπως η "Νίκη Οδού Καράμπαμπα" ή έστω κάτι το ένδοξο σαν την  κραταιά "Δάφνη Κάτω Πεζοδρόμου".
Τέλος οι μεγάλοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι της Ευρώπης έδιναν κι εκείνοι ένα χεράκι στις εμπνεύσεις μας περί την ονοματοδοσία. Την δική τους λαμπρή ιστορία στο παιδικό ποδόσφαιρο έγραψαν ομάδες σαν την "Ρεάλ Κάτω Πλατείας", τη "Φόρεστ Βουναλακίου" , την "Εσπανιόλ Μελιγαλά" και την "Άιντραχτ Πετραλώνων".

Ύστερα οργανωνόταν το "σταφ" της ομάδας. Ο προπονητής ήταν συνήθως μια ή δύο τάξεις μεγαλύτερος στο σχολείο για να εμπνέει τον σεβασμό, να διδάσκει ποδόσφαιρο με την πλούσια πείρα του και να μπορεί να σου ρίξει και καμιά φάπα αν δεν σου άρεσε που σ' έκανε αλλαγή. Ο γιατρός δεν ήταν λιγότερο απαραίτητος. Τις περισσότερες φορές κέρδιζε την θέση ο μικρότερος άμπαλος αδελφός του μπαλαδόρου της ομάδας. Κυκλοφορούσε πάντα με το βαλιτσάκι του που απαραιτήτως περιείχε τσιρότα, βαμβάκι, οινόπνευμα και το ικανόν διά πάσαν νόσον "κόκκινο". Ψυκτικό δεν υπήρχε, αντ' αυτού γέμιζε ένα μπουκάλι με νερό και στο άδειαζε στο τραυματισμένο σημείο του ποδιού.
Μια καλά οργανωμένη ομάδα όφειλε να έχει και πρόεδρο, καθώς και ένα άλλοτε ευρύ, άλλοτε περιορισμένο διοικητικό συμβούλιο. Πάλι μια-δυο τάξεις μεγαλύτεροι, για να μπορούν να επιβάλουν δια της πειθούς ή και διά της βίας αν χρειαστεί τις αποφάσεις τους, που αφορούσαν στις μεταγραφές κυρίως και στην επιλογή προπονητού που ως επί το πλείστον ήταν ο κολλητός τους. Στα έτη που το σωματείο ευημερούσε κερνούσαν μετά τους νικηφόρους αγώνες τις κόκα κόλες.

Στο τέλος βρίσκαμε γήπεδο. Αυτό θεωρητικά ήταν το ευκολότερο μια και χρησιμοποιούσαμε έτσι κι αλλιώς τους χώρους που είχαν παγιωθεί σαν γήπεδα. Την πλατεία της εκκλησίας ή ένα ελεύθερο οικόπεδο ή μια οποιαδήποτε άλλη πλατεία. Όμως κάθε ομάδα έπρεπε να έχει το δικό της. Κάποιοι χώροι μάλιστα ήταν τόσο εξαιρετικοί που έπαιζαν το ρόλο του Γουέμπλεϊ. Τους χρησιμοποιούσαμε μόνο στον Τελικό Κυπέλλου.  Κι εδώ όμως χωρούσε φαντασία. Για παράδειγμα ένα πάρκινγκ που λειτουργούσε μόνο τις καθημερινές γινόταν ιδανικός χώρος και καυτή έδρα τα σαββατοκύριακα που άδειαζε από αυτοκίνητα.

Όλα πια ήταν έτοιμα για να ξεκινούσουν οι επίσημες διοργανώσεις. Τις περισσότερες φορές άρχιζαν στις αρχές Οκτωβρίου μετά από μια περίοδο φιλικών παιχνιδιών που κρατούσε από τις αρχές Σεπτεμβρίου, δηλαδή από το άνοιγμα των σχολείων και την επιστροφή απ' τις διακοπές. Είναι γεγονός πανθομολογούμενον πως τα παιδικά πρωταθλήματα είχαν ανακαλύψει ήδη από τα χρόνια της δεκαετίας του 1980 (πιθανώς δε και πολύ νωρίτερα) το σύστημα που εφαρμόζεται σήμερα στην Αργεντινή, με "Απερτούρα" και "Κλαουζόυρα". Πρακτικά αυτό σημαίνει πως υπήρχαν δύο πρωταθλήματα ανά σεζόν (και φυσικά δύο Κύπελλα). Το πρώτο διαρκούσε μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων και το δεύτερο, πάλι μετά από μία περίοδο φιλικών αγώνων μέσα στον Ιανουάριο, ξεκινούσε τον Φλεβάρη και πήγαινε μέχρι το κλείσιμο των σχολείων. Γινόταν κανονική κλήρωση για το πρόγραμμα, το ίδιο γινόταν και για το Κύπελλο, μαζεύονταν χρήματα ρεφενέ από όλες τις ομάδες και αθλοθετούντο έπαθλα και μετάλλια, ενώ πάντα βρισκόταν και κάποιος ή κάποιοι -επίσης ελαφρώς μεγαλύτεροι- που έπαιζαν διαιτητές και η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα τι γούστο έβρισκαν σ' αυτό... Περί ορέξεως όμως...