«Δεινόν κατά πάσης περί αθλητισμού ιδεολογίας πλήγμα...»

Ένα από τα μείζονα προβλήματα της αθλητικής ιστοριογραφίας στην Ελλάδα είναι η έλλειψη οργανωμένων αρχείων. Ελάχιστοι είναι οι αθλητικοί σύλλογοι, οι ομοσπονδίες, οι αθλητικές ενώσεις, ακόμα και τα αθλητικά έντυπα που διατηρούν οργανωμένα αρχεία. Μια από τις λίγες εξαιρέσεις είναι το ιστορικό αρχείο του Ολυμπιακού Συνδέσμου Φιλάθλων Πειραιώς που ιδρύθηκε στα 1995, οργανώθηκε και ταξινομήθηκε κατά τις σύγχρονες αρχειονομικές επιταγές από την Π.Α.Ε. Ολυμπιακός. Ο κατάλογος του συγκεκριμένου αρχείου εκδόθηκε από το περιοδικό Δοκιμές, έκδοση των μεταπτυχιακών φοιτητών του τμήματος κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου , σε επιμέλεια και εισαγωγή του σημαντικού ερευνητή του αρχείου και καθηγητή οικονομικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Βασίλη Καρδάση. Στο παράρτημα της συγκεκριμένης έκδοσης συναντά κανείς, δίπλα σε άλλα ενδιαφέροντα ντοκουμέντα από το αρχείο του Ολυμπιακού Σ.Φ.Π., και μια επιστολή του Αθλητικού και Ποδοσφαιρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ο Άρης, του γνωστού μας δηλαδή Άρη Θεσσαλονίκης, με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1925. Η επιστολή έχει πολλούς παραλήπτες. Απευθύνεται προς τον πρωθυπουργό της χώρας, προς τους υπουργούς στρατιωτικών, εσωτερικών, δικαιοσύνης και παιδείας, προς τον υπουργό γενικό διοικητή Μακεδονίας, προς τον διοικητή στρατηγό του Γ’ Σώματος Στρατού, προς τον φρούραρχο και τον αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης και προς τους εισαγγελείς εφετών και πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Επίσης απευθύνεται σε μια σειρά από αθλητικούς φορείς. Στον ΣΕΓΑΣ καθώς και στις Ενώσεις Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας - Θράκης, Αθηνών και Πειραιώς. Ακόμα η επιστολή φτάνει και σε μια μακρά σειρά από ποδοσφαιρικά και εν γένει αθλητικά σωματεία. Από τα σωματεία της Θεσσαλονίκης απευθύνεται στον Ηρακλή, στον Μέγα Αλέξανδρο, στη Νέα Γενεά και στον Θερμαϊκό. Από εκείνα της Αθήνας στον Π.Α.Ο., στον Απόλλωνα, στον Πανιώνιο, στην Ένωση Αρμενίων, στην Ένωση Κων/λεως (δηλαδή στην Α.Ε.Κ.), στο Γουδή και στους Αίαντα, Ατρόμητο Λένορμαν, Εθνικό Αθηνών, Πανελλήνιο και Αμαρούσιον. Ακόμα απευθύνεται προς τα σωματεία του Πειραιά, Ολυμπιακό (στο αρχείο του οποίου τη βρίσκουμε σήμερα), Πειραϊκό Σύνδεσμο και Φαληρική΄Ένωση, καθώς επίσης και σε όλα τα αθλητικά σωματεία της χώρας, στον Μουσικογυμναστικόν Σύλλογον Ξάνθης «Ορφέαν», στον Γυμναστικόν Σύλλογον Εδέσσης «Μέγαν Αλέξανδρον» και στον Γυμναστικόν Σύλλογον Κομοτηνής «Ροδόπη». Τέλος αποδέκτες της επιστολής είναι όλοι οι διευθυντές των εφημερίδων και των αθλητικών εντύπων της επικράτειας.


Ήδη από μόνος του ο κατάλογος των παραληπτών της επιστολής αποτελεί μια εξαιρετική χαρτογράφηση του αθλητικού τοπίου της Ελλάδας στα μισά της δεκαετίας του 1920, αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το περιεχόμενό της, καθώς αναφέρεται σε μια από τις πρώτες εκδηλώσεις βίας μέσα σε αθλητικού χώρους, ειδικότερα μάλιστα στο ποδόσφαιρο. Αφορμή έχει ένα συμβάν στη διάρκεια φιλικού (όπως τονίζεται με έντονα κεφαλαία γράμματα στην επιστολή) ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα στον Άρη και στην Ένωση Κωνσταντινουπολιτών (τον σημερινό Π.Α.Ο.Κ. δηλαδή) που στην εν λόγω επιστολή περιγράφεται ως εξής:

«Δεινόν κατά πάσης περί αθλητισμού ιδεολογίας πλήγμα, βανδαλισμός πρωτάκουστος και τερατώδης στυγερά απόπειρα δολοφονίας κατ’ αθλητού του ημετέρου Συλλόγου εντός του στίβου έλαβεν χώραν χθες Κυριακήν 9ην τρέχοντος και ώραν 6:30 μ.μ. Καθ’ ήν στιγμήν η πρώτη ποδοσφαιρική ομάς του ημετέρου Συλλόγου ηγωνίζετο αγώνα ΦΙΛΙΚΟΝ κατά της αρτισυστάτου ενταύθα ποδοσφαιρικής ομάδος της «Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών» ο αθλητής ημών Αλέξανδρος Ζηνιζόπουλος έπιπτεν ολίγου δειν θύμα αγρίας δολοφονικής επιθέσεως του στρατιώτου του ενταύθα 3ου τάγματος της Δημοκρατικής Φρουράς Αριστείδου Στεργιοπούλου.»

Άρα με απλούστερα λόγια, στη διάρκεια φιλικού αγώνα του Άρη με την Ένωση Κωνσταντινουπολιτών της Θεσσαλονίκης, ένας ποδοσφαιριστής του Άρη δέχτηκε επίθεση από κάποιον στρατιώτη, «φίλο προφανώς αθλητού τινός της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών» όπως υποθέτει παρακάτω η επιστολή. Η επίθεση έγινε ενώ η ομάδα του Άρη κέρδιζε και με την αφορμή «μικροεπεισοδίου τινός δημιουργηθέντος μεταξύ των αγωνιζομένων αθλητών». Ο στρατιώτης εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο και όταν ο ποδοσφαιριστής του Άρη Ζηνιζόπουλος του υπέδειξε -πάντα κατά την επιστολή- να αποχωρήσει, εκείνος τράβηξε την ξιφολόγχη του και τραυμάτισε τον ποδοσφαιριστή στην κοιλιακή χώρα. Όπως επίσης διευκρινίζεται στην εξιστόρηση του συμβάντος, ο στρατιώτης συνελήφθη από το κοινό που τον αφόπλισε πριν προλάβει να προξενήσει μεγαλύτερη σωματική βλάβη στον ποδοσφαιριστή και ο τελευταίος διακομίστηκε σε χειρουργική κλινική για τις πρώτες βοήθειες.

Στη συνέχεια του γράμματος στηλιτεύεται με έντονο αποτροπιασμό η στάση των υπευθύνων του αθλητικού τμήματος της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών: «Αλλά των πάντων χείριστον, το γεγονός εκείνον το οποίον μας εκπλήττει και διαδηλοί ότι ολόκληρον τον Αθλητικόν Τμήμα της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών επεκρότησε την αθλίαν ταύτην πράξην του μυσαρού δολοφόνου...», είναι πως ο πρόεδρος του αθλητικού τμήματος της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών παρουσιάστηκε άμεσα, μαζί μάλιστα με δύο ακόμη μέλη της διοικούσας επιτροπής του συλλόγου του στο γραφείου του υπεύθυνου αξιωματικού του φρουραρχείου, όπου βρισκόταν ο συλληφθείς , και διαβεβαίωναν πως ο τελευταίος δεν έφερε μαζί την ξιφολόγχη του ενώ παρακολουθούσε τον αγώνα, άρα δεν επιτέθηκε με αυτή.

Αντί λοιπόν, λένε οι παράγοντες του Άρη για τους κωνσταντινουπολίτες συναδέλφους τους, να εκφράσουν την θλίψη τους για το γεγονός της επίθεσης, εκείνοι προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τον οπαδό της ομάδας τους. Απορούν λοιπόν οι άνθρωποι του Άρη πως με τέτοια συμπεριφορά οι παράγοντες της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών «αξιούν να συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαιοφόρων του αθλητισμού της πόλεως». Είναι αυτή μια άμεση κατηγορία κατά του νέου σωματείου που ακολουθεί την έμμεση εκείνη που αναφέρεται στην αρχή της επιστολής, δηλαδή τον σχεδόν με υποτιμητική έννοια χρησιμοποιημένο χαρακτηρισμό «αρτισύστατη» για τη Ένωση Κωνσταντινουπολιτών. Χαρακτηρισμό που ενδεχομένως να υπονοεί και την προσφυγική προέλευση του νέου συλλόγου, απαξιώντας του νεοφερμένους στην πόλη.

Βλέπουμε λοιπόν ήδη, από τον τρόπο που περιγράφεται το συμβάν στην επιστολή, την υφέρπουσα αντιπαλότητα ανάμεσα στα δύο σωματεία, που θα μεγαλώσει με την πάροδο των ετών και με την παγίωση και του Άρη και του ΠΑΟΚ ανάμεσα στις κορυφαίες αθλητικές πραγματικότητες της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης. Βλέπουμε επίσης ότι ήδη από τα πρώτα χρόνια του ελληνικού ποδοσφαίρου τα -έστω σποραδικά- βίαια συμβάντα δεν ήταν άγνωστα. Φανερή είναι επίσης και μια άλλη ομοιότητα με το σήμερα, καθώς από τότε παράγοντες και διοικήσεις των ομάδων φρόντιζαν να υποστηρίζουν τους οπαδούς τους που είχαν παρεκτραπεί.

Η επιστολή καταλήγει ζητώντας τη λήψη αυστηρών μέτρων κατά των κρουσμάτων βίας καθώς όπως τονίζει: «Ο Σύλλογος ημών, το τεράστιον τούτον αθλητικόν συγκρότημα διασείεται εκ θεμελίων και το φοβερόν της διαλύσεως φάσμα, διαβλέπομεν λείχον τας πτυχάς της σημαίας μας»



Ποδόσφαιρο στα χρόνια της μπούρκας.

Πριν από μερικές μέρες η FIFA, η παγκόσμια συνομοσπονδία του ποδοσφαίρου δηλαδή, απαγόρευσε στην εθνική ομάδα γυναικών του Ιράν να πάρει μέρος στο προολυμπιακό τουρνουά για να κερδίσει τη συμμετοχή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνουν στο Λονδίνο σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα. Αιτία; Η εμφάνιση των ποδοσφαιριστριών του Ιράν. Ένα ολόσωμο σύνολο που δεν άφηνε ακάλυπτο κανένα σημείο του σώματος των αθλητριών και κατέληγε σε μια, ελαφρώς προς το αθλητικότερο, παραλλαγή της μουσουλμανικής μαντίλας που καλύπτει το κεφάλι.


Η επίσημη θέση της FIFA είναι πως στις ποδοσφαιρικές εμφανίσεις απαγορεύεται οποιοδήποτε σύμβολο πολιτικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, άρα -ως θρησκευτικό σύμβολο- δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η μαντίλα ή κάποια κοντινή σ’ αυτήν εκδοχή καλύμματος του κεφαλιού. Έτσι κι αλλιώς πάντως κάπως έτσι είναι αναγκασμένες να παίζουν ποδόσφαιρο οι γυναίκες στα γήπεδα του Ιράν. Ίσως να είναι λίγο άβολο, ειδικώς τους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες, αλλά μάλλον πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς αν σκεφτεί κανείς τι συμβαίνει με το γυναικείο ποδόσφαιρο στο Αφγανιστάν.



Εκεί υπάρχει πρακτικά μία μόνο ομάδα γυναικείου ποδοσφαίρου που οι αθλήτριές της δεν χρειάζεται να φορέσουν ολόσωμα σύνολα, μαντίλες ή μπούρκες για να παίξουν μπάλα, αλλά όμως είναι αναγκασμένες να προπονούνται υπό την προστασία ένοπλων στρατιωτών, καθώς δέχονται συχνότατα απειλές, ακόμη και κατά της ζωής τους, από φανατικούς μουσουλμάνους που θεωρούν άσεμνη δραστηριότητα το γυναικείο ποδόσφαιρο. Ορισμένες παίκτριες παίζουν χωρίς να το γνωρίζει η οικογένειά τους, ενώ η αρχηγός της ομάδας όταν την πίεσαν να σταματήσει το ποδόσφαιρο προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Αυτό δεν είναι το μοναδικό τους πρόβλημα. Εξ ίσου σημαντικό είναι πως δεν έχουν άλλες ομάδες για να αγωνιστούν. Ο μόνος διαθέσιμος αντίπαλος είναι η γυναικεία ομάδα ποδοσφαίρου της αποστολής του ΝΑΤΟ στην Καμπούλ. Όταν κερδίζουν πάντως, πολλοί άνδρες θεατές πανηγυρίζουν μαζί τους τη νίκη.