Obdulio Varela, μπάλα και ταξική συνείδηση.

Η Ουρουγουάη είναι ένας από τους λόγους που κάνουν το ποδόσφαιρο δημοφιλές. Δημοφιλές γιατί είναι ένα από τα ελάχιστα πεδία δραστηριοποίησης του ανθρώπου όπου όλοι έχουν ελπίδες διάκρισης. Μια χώρα με πληθυσμό μόλις λίγο πιο πάνω από τα τρία εκατομμύρια ανθρώπους, έχει καταφέρει να κατακτήσει άπειρες φορές τον τίτλο της πρωταθλήτριας Λατινικής Αμερικής και σαν να μην έφτανε αυτό, άλλες δύο φορές στην ιστορία έγινε και παγκόσμια πρωταθλήτρια. Η πρώτη φορά ήταν στα 1930, στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που διοργανώθηκε ποτέ, στην έδρα της. Η δεύτερη, είκοσι χρόνια αργότερα, στα 1950, στην Βραζιλία, νικώντας μάλιστα με 2-1 στον τελευταίο αγώνα της διοργάνωσης την οικοδέσποινα μέσα στο νεόδμητο τότε και κατάμεστο από διακόσιες χιλιάδες βραζιλιάνους, στάδιο Μαρακανά, έναν χώρο που για το ποδόσφαιρο έχει τόση ιερότητα, όση οι Δελφοί για το Ολύμπιο Δωδεκάθεο και η Ιερουσαλήμ για τις θρησκείες της Βίβλου. Μεγάλος προφήτης εκείνης της εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης υπήρξε χωρίς αμφισβήτηση ο Ομντούλιο Βαρέλα.




Ο Ομπντούλιο ήταν κεντρικό χαφ, ύψος 1.78 και 80 κιλά βάρος, ώμοι μάλλον στενοί, φαρδύ μέτωπο και το κεφάλι πάντα ψηλά. Έπαιζε πάνω στον άξονα του γηπέδου, αρκετά μπροστά από τα σέντερ μπακ και έκανε σχεδόν τα πάντα μέσα στο γήπεδο. Μάρκαρε, έκοβε, ανέβαζε την ομάδα, μοίραζε το παιχνίδι, σκόραρε αν χρειαζόταν, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης. Τον φώναζαν «el negro jefe » που θα πει «ο νέγρος αρχηγός» καθώς είχε σκουρόχρωμα μιγαδικά χαρακτηριστικά δείγμα κάποιας απώτερης αφρικανικής καταγωγής, όπως πολλοί λατινοαμερικάνοι. Η ηγετικές του ικανότητες έλαμψαν στο κρισιμότερο τελευταίο παιχνίδι εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Δεν ήταν τυπικά τελικός, αλλά είχε αξία τελικού καθώς συγκρούονταν η Βραζιλία με την Ουρουγουάη, δηλαδή οι δύο ομάδες που προπορεύονταν στην βαθμολογία. Στην πρώτη αρκούσε μια ισοπαλία για να κατακτήσει το Κύπελλο, η Ουρουγουάη αντίθετα χρειαζόταν οπωσδήποτε τη νίκη. Ο αγώνας έγινε στις 16 Ιουλίου του 1950 και τον παρακολούθησε το μεγαλύτερο πλήθος που ήταν ποτέ παρόν στις κερκίδες ενός γηπέδου. Είχαν εκδοθεί 174 χιλιάδες εισιτήρια που φυσικά εξαντλήθηκαν όλα, αλλά ο ακριβής αριθμός των θεατών υπολογίστηκε σε κάτι παραπάνω από 203 χιλιάδες ανθρώπους. Όλοι τους σχεδόν οπαδοί της Βραζιλίας.

Στον διάδρομο που οδηγούσε από τ΄ αποδυτήρια στον αγωνιστικό χώρο ο Βαρέλα εμψύχωνε τους συμπαίκτες του γι αυτό που πρόκειται να αντικρύσουν μόλις βγουν εκεί έξω: «Μην κοιτάξετε στις κερκίδες, μη σηκώσετε τα μάτια σας ψηλά, το παιχνίδι παίζεται κάτω. Όσοι και να είναι από πάνω σας, να σκέφτεστε ότι είναι μόνο ξύλινα ομοιώματα κι όχι πραγματικό πλήθος. Μέσα στο γήπεδο θα είμαστε έντεκα εμείς κι έντεκα αυτοί. Και μην νομίζετε ότι θα μας συμβεί κάτι κακό όταν νικήσουμε. Τίποτα δεν θα συμβεί. Για να κερδίσουμε όμως πρέπει να βάλουμε τ’ «αυγά» μας στις άκρες των παπουτσιών μας. Πάμε να κερδίσουμε λοιπόν!» Έτσι κι έγινε με ένα γκολ του Σκιαφίνο και άλλο ένα του Γκίχια, παρόλο που οι Βραζιλιάνοι είχαν προηγηθεί με 1-0.



Ο ίδιος ο Ζιλ Ριμέ, εμπνευστής της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου, περιγράφει ως εντυπωσιακότερη ανάμνηση από εκείνο το μουντιάλ τη ζοφερή σιωπή που ακολούθησε το σφύριγμα της λήξης του αγώνα. Πρέπει να ήταν αυτό το μεγαλύτερο πλήθος που έμεινε ποτέ σιωπηλό.
Το ίδιο βράδυ ο Ομντούλιο ήπιε σ’ ένα μπαρ του Ρίο δυο ποτά, παρέα με βραζιλιάνους που δεν τον αναγνώρισαν.



Κι όμως ο Ομντούλιο Βαρέλα λίγο έλειψε να μην αγωνιστεί σ΄ εκείνους τους αγώνες. Κι αυτό γιατί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα. Την ποδοσφαιρική σεζόν 1948-1949 είχε πρωταγωνιστήσει στις απεργιακές κινητοποιήσεις των ποδοσφαιριστών στην πατρίδα του. Ήταν αυτή η πρώτη απεργία ποδοσφαιριστών στον κόσμο με σαφή εργασιακά αιτήματα. Οι παίκτες ζητούσαν την δημιουργία ενός ελαχίστου πλαισίου εργατικών δικαιωμάτων για το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή. Αναγνώριση του συνδικάτου τους, κατοχυρωμένο βασικό μεροκάματο και ασφάλιση. Η ομοσπονδία και οι σύλλογοι αποφάσισαν να απαγορεύσουν το ποδόσφαιρο στους ποδοσφαιριστές που απεργούσαν και ειδικώς στον Βαρέλα που φαινόταν να είναι κι εκεί αρχηγός, ως οργανωτής και εμψυχωτής των κινητοποιήσεων. Η ομάδα του προσπαθούσε να τον πουλήσει στο εξωτερικό παίρνοντας το ρίσκο να χάσει την ηγετική παρουσία του μέσα στο γήπεδο, προκειμένου να απαλλαγεί από την ενοχλητική στάση του έξω απ‘ αυτό.

Τελικώς η κατάσταση ομαλοποιήθηκε αρκετούς μήνες μετά με την αποδοχή των κύριων αιτημάτων των παικτών.

Ο Ομντούλιο βεβαίως δεν έπαψε να είναι δύστροπος για τα γούστα του ποδοσφαίρου της αγοράς. Όταν η ομάδα του, η ιστορική Πενιαρόλ, ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιρικούς συλλόγους του πλανήτη, θέλησε - πρώτη αυτή από κάθε άλλη ομάδα στον κόσμο και σε εποχές που η διαφημιστική χορηγία ήταν άγνωστη στο ποδόσφαιρο- να προσθέσει πληρωμένη διαφήμιση στη φανέλα της, ο ίδιος αρνήθηκε. «Κάποτε εμάς του μαύρους, είπε, μας έδεναν με μια αλυσίδα και μας περιέφεραν από δω και από ‘κει σαν θεάματα, οι εποχές αυτές όμως έχουν περάσει...». Έτσι έμεινε ο μόνος από την ενδεκάδα της Πενιαρόλ που έμπαινε στο γήπεδο χωρίς διαφήμιση στη φανέλα του. Σήμερα πάντως είναι πιο εύκολο να διακρίνεις τη διαφήμιση, παρά το χρώμα της φανέλας μιας ομάδας



Με τον θρίαμβο του Μαρακανά ο Βαρέλα αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο σύμβολο αυτής της ομάδας και του ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης. Δοξάστηκε όσο λίγοι άνθρωποι στη χώρα του και σίγουρα πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε όταν σε ηλικία οκτώ ετών πουλούσε εφημερίδες στους δρόμους του Μοντεβιδέο για να επιβιώσει. Η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας μάλιστα είχε την πρωτότυπη ιδέα να τίμηση αυτόν και τους συμπαίκτες του για την κατάκτηση του τίτλου, με την απονομή χάλκινων μεταλλίων, αντιγράφων των χρυσών μεταλλίων με τα οποία είχε τιμήσει τον εαυτό της, δηλαδή τους ίδιους τους παράγοντές της... Πέρα από αυτό του δόθηκε και ένα μικρό χρηματικό ποσό. Ικανό να αγοράσει μια Φορντ 19 ετών, μοντέλο 1931, που του την έκλεψαν ακριβώς μία βδομάδα μετά...



Ο Ομπντούλιο έπαιξε ποδόσφαιρο μέχρι τα μισά της δεκαετίας του ’50, συμμετείχε, όντας πια 37 ετών, σε ένα ακόμα μουντιάλ, εκείνο της Ελβετίας στα 1954 και έφτασε με την Ουρουγουάη μέχρι τα ημιτελικά, όπου δεν αγωνίστηκε λόγω τραυματισμού. Ένα χρόνο μετά «κρέμασε τα παπούτσια του», συνέχισε να δουλεύει όπως πάντα σαν οικοδόμος, αφοσιώθηκε στην οικογένειά του και πέθανε φτωχός όπως είχε ζήσει στις 2 Αυγούστου του 1996 σχεδόν δύο μήνες πριν κλείσει τα 79 του χρόνια.