«Η θάλασσα του Πειραιά» και άλλα λαϊκά της μπάλας...


Ο Στέλιος Καζατζίδης κάνει πρόβα με έναν από τους
μεγαλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές, τον τραγουδιστή
Μίμη Παπαϊωάννου.
 Το ποδόσφαιρο όπως λέει ένας από τους συνηθισμένους κοινούς τόπους είναι παιχνίδι λαϊκό. Λαϊκά είναι συνήθως και τα τραγούδια που το συνοδεύουν. Τραγούδια που άλλοτε είναι οι «επίσημοι» τρόπον τινά ύμνοι των ομάδων, άλλοτε πάλι χωρίς να έχουν την καταξίωση του «ύμνου» μιλάν για τις ποδοσφαιρικές ομάδες ή αναφέρονται σ’ αυτές έμμεσα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Δηλαδή δεν ήταν πάντα οι «λαϊκές νότες» κυρίαρχες στο ποδοσφαιρικό μουσικό ρεπερτόριο. Οι πρώτοι ύμνοι που έγιναν για να παινέψουν τα ποδοσφαιρικά σωματεία της χώρας είχαν μάλλον πιο λόγιο χαρακτήρα. Πομπώδεις οι περισσότεροι, συχνότατα σε ρυθμούς εμβατηρίου και σε χορωδιακές εκτελέσεις θύμιζαν παρέλαση σε εθνικές επετείους και όχι βεβαίως λαϊκό πάλκο. Ο ύμνος του Άρη Θεσσαλονίκης με την πολεμική ρητορική του είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτή της κατηγορίας: «ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ νικητής προχωρεί πάντα μπρος / ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ ΑΡΗΣ και στο διάβα του σκύβει ο εχθρός». Το ίδιο κι ο προπολεμικός ύμνος του Ολυμπιακού Πειραιώς, εμβατήριο με εμβατηριακούς στίχους: «Πασάρει ο ένας, ο άλλος σουτάρει/ ο εχθρός τα χάνει, σωστός πανικός,/αυτός προσέχει, εκείνος μαρκάρει,/θρίαμβος, νίκη, Ολυμπιακός!». Στη δεκαετία του 1960 όμως, όταν το ποδόσφαιρο φτάνει στα όρια της απόλυτης δημοφιλίας , θα αρχίσει να περνά μέσα στα λαϊκά τραγούδια. Έτσι ο πολεμικός Άρης γίνεται τσιφτετέλι λαϊκό: «Άρη, Άρη/ εσύ είσαι το καμάρι...».


Τότε αρκετοί λαϊκοί συνθέτες θα γράψουν τραγούδια για ομάδες. «Καμάρι» -μια λέξη που συνάδει με το λαϊκό μουσικό ύφος- δεν είναι μόνο ο Άρης, αλλά και η Προοδευτική που στον λαϊκότροπο ύμνο της, δια χειρός ενός οπαδού του Ολυμπιακού, του ρεμπέτη Βαγγέλη Περπινιάδη, είναι το «στολίδι του Κορυδαλλού μας» και «το καμάρι του λαού μας» που «ποτίζει φαρμάκι» τους αντιπάλους της. Ο Βαγγέλης Περπινιάδης όμως θα γράψει και δύο λαϊκά τραγούδια για τον Ολυμπιακό, στο πρώτο εξηγεί πως για τον Θρύλο τρέφει την ίδια αγάπη που έχει και για τη μάνα του: «όσο αγαπώ τη μάνα τη δικιά μου/τόσο σ’ αγαπώ και σ’ έχω στην καρδιά μου», ενώ το δεύτερο λέει το εμβληματικό πλέον «του Μπούκοβι την ομαδάρα/ τη λένε Ολυμπιακάρα». Φυσικά κι ο Ολυμπιακός είναι καμάρι, το καμάρι του Πειραιά, σε στίχους και μουσική Γιώργου Μητσάκη (Περαία μου, Περαία μου, με τον Σαρωνικό σου./ που έχεις για καμάρι σου τον Ολυμπιακό σου»), αλλά και ο Στράτος Παγιουμτζής επίσης θα γράψει και θα τραγουδήσει για τον Ολυμπιακό με την ευκαιρία της νίκης του πειραϊκού συλλόγου επί της βραζιλιάνικης Σάντος -με την οποία αγωνιζόταν ο Πελέ και πιθανώς τότε ήταν η καλύτερη ομάδα του πλανήτη - το «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ/ που εσάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ».

Κι αν όπως είναι λογικό ο Πειραιώτης Θρύλος κατέχει τα πρωτεία στην παραγωγή λαϊκών ασμάτων προς τιμήν του, αρκετές άλλες ομάδες είχαν τα σουξέ τους. Η ΑΕΚ ευτύχησε να έχει ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της έναν τραγουδιστή, τον Μίμη Παπαϊωάννου, και ανάμεσα στους οπαδούς της τον Στέλιο Καζατζίδη. Ο δεύτερος έγραψε τη μουσική και ο πρώτος τραγούδησε τον πασίγνωστο πια και εντελώς λαϊκού ύφους ύμνο της: «εμπρός της ΑΕΚ παλικάρια/ σουτάρετε και σπάστε τα δοκάρια». Την ΑΕΚ και ειδικά την κατάκτηση από αυτήν του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης του μπάσκετ στα 1968 θα υμνήσει και το δυνατό χαρτί της αθηναϊκής λαϊκής πίστας στα χρόνια του ’60, ο Χρηστάκης. «Ενίκησες τους Ιταλούς, συνέτριψες τους Σλάβους/ Δοξάστηκες Δικέφαλε με διεθνείς θριάμβους» λέει το ρεφρέν ενώ λίγο πιο κάτω η Νέα Φιλαδέλφεια αλλάζει -όπως άλλωστε συνηθιζόταν ενίοτε - γένος: «...χορέψτε ‘σεις αδέλφια/του μπάσκετ η αρχόντισσα είναι στα Φιλαδέλφεια...».

Για τον ΠΑΟΚ θα τραγουδήσει ο λαϊκός Απόστολος Νικολαΐδης ένα όμορφο βαρύ ζεϊμπέκικο: «Μαγκιά μου πού ‘μαι ΠΑΟΚτζής, μαγκιά μου, μαγκιά μου/ και το δικέφαλο αετό έχω μες την καρδιά μου...», ενώ περισσότερο στο ελαφρολαϊκό τείνει η «Ασπρόμαυρη Φανέλα» που πραγματεύεται την καλή τύχη ενός νέου που του προξενεύουν μια κοπέλα απ’ τη Θεσσαλονίκη και αξίζει να μνημονεύσουμε όλους τους στίχους του: «Στη Σαλονίκη/ μία με σπίτι. Μου κάνουν προξενιά/ Μια διαμερισματάρα/ με φόντο την Καμάρα/ κι όμορφη κοπελιά/ Στη Σαλονίκη/ με δίχως νοίκι/ ρέγουλα, ξενοιασιά/ μαζί με το κουκλάκι/ κι ένα αυτοκινητάκι/ δώρο απ’ την πεθερά/Κι από ’μένανε ζητάνε μόνο ένα/ να φορέσω παοκτζίδικη φανέλα...». Μεγαλειώδες!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου