Με αφορμή το μουντιάλ

Τα πρώτα παιχνίδια των ομίλων της τελικής φάσης του Παγκόσμιου Κυπέλλου τέλειωσαν με το Ισπανία-Ελβετία. Αντίθετα από όλες τις προβλέψεις η Ελβετία κέρδισε με 1-0. Συνολικά σε αυτή την πρώτη αγωνιστική, στην κατά τεκμήριο - μαζί με το ευρωπαϊκό Τσάμπιονς Λιγκ - χαρακτηριστικότερη για τη κατάσταση του ποδοσφαίρου διοργάνωση στον πλανήτη, διαπιστώνεται μάλλον μια αδυναμία εκείνου που ως τώρα εθεωρείτο «καλό» ποδόσφαιρο, να παράγει θετικά αποτελέσματα για τις ομάδες που το κατέχουν. Το θέμα είναι μεγάλο και δεν είναι μόνο ζήτημα τακτικής προσέγγισης του ποδοσφαίρου, αλλά μάλλον γενικότερης φιλοσοφίας του παιχνιδιού.

Μια μικρή αναδρομή: Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με πρώτες διδάξασες τις ολλανδικές ομάδες και την εθνική της χώρας το ποδόσφαιρο άρχισε να περνάει από την κυριαρχία των ατομικών δεξιοτήτων των παικτών σε εκείνη της συνολικής συμπεριφοράς της ομάδας. Η ατομική τεχνική χάνει τη σημαίνουσα θέση της. Σταδιακά αλλά ξεκάθαρα αντικαθίσταται από την ατομική τακτική προσανατολισμένη κι αυτή με τη σειρά της στην εξυπηρέτηση των ομαδικών επιδιώξεων. Σε τελική ανάλυση λοιπόν όλοι οι ποδοσφαιριστές κρίνονται από το πόσο χρήσιμοι είναι στα πλαίσια του σχεδιασμού της ομαδικής τακτικής. Φεύγουμε πια από την εποχή που ο τάδε κυνηγός ή ο δείνα μέσος έπρεπε για να κάνουν μεγάλη καριέρα να ξέρουν ποδόσφαιρο και γίνεται πολύ σημαντικότερο να ξέρουν ΠΩΣ παίζεται το ποδόσφαιρο.

Η μεταβολή βεβαίως δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ομάδες όπως η παγκόσμια πρωταθλήτρια Αργεντινή του 1978 υπήρχε χώρος για το ατομικό ταλέντο παικτών σαν τον Αρντίλες ή τον Μάριο Κέμπες, ούτε βέβαια ότι στην πρωταθλήτρια του 1982 Ιταλία μπορούσε να χωρέσει η ποδοσφαιρική κατάρτιση του Μπρούνο Κόντι. Φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι στα 1986 ο Ντιέγκο Μαραντόνα, μεγαλύτερος «μπαλαδόρος» όλων των εποχών κατέκτησε σχεδόν μόνος του το παγκόσμιο κύπελλο.

Μετά τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία. Νομίζω πως ορόσημο στην τελευταία και δραστικότερη αλλαγή των ποδοσφαιρικών πραγμάτων προς όφελος της ομαδικής και υποομαδικής τακτικής και προς ζημίαν της ατομικής τεχνικής, είναι μια ομάδα: η Μίλαν του Αρίγκο Σάκι και των τριών Ολλανδών, Γκούλιτ, Ράικαρντ, Φαν Μπάστεν, των πρώτων δηλαδή παικτών που αν και ταλαντούχοι βεβαίως και τεχνικά κατηρτισμένοι, επιλέγονται και συμμετέχουν σε μία ομάδα όχι με κριτήριο το ταλέντο τους, αλλά το πόσο μπορούν να ενσωματώσουν αυτό το ταλέντο στις ανάγκες τις ομάδας. Με λίγα λόγια πόσο νερό μπορούν αν ρίξουν στο ταλέντο τους για να εξυπηρετήσουν το σύνολο.

Τότε πια φτάνει το ποδόσφαιρο να θεωρείται καλό όταν και μόνο όταν υποτάσσει το προσωπικό ταλέντο στις συλλογικές ανάγκες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το πρωτάθλημα της Ιταλίας είναι μια μικρογραφία παγκοσμίου πρωταθλήματος. Όλα σχεδόν τα μεγάλα αστέρια του διεθνούς ποδοσφαίρου αγωνίζονται εκεί. Στις μονομαχίες της Μίλαν του Σάκι με τη Νάπολι του Μαραντόνα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος καθρεφτίζεται η ουσία της σύγκρουσης ανάμεσα στο καινούριο που έρχεται να επιβληθεί και στο παλιό που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να επιβιώσει. Όταν στα 1988 η Μίλαν θα κερδίσει το πρωτάθλημα οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές της Νάπολι θα δηλώσουν: «Εμείς έχουμε τον Ντιέγκο, αυτοί έχουν το ποδόσφαιρο». Ένα χρόνο μετά στα 1989 η Νάπολι θα κατακτήσει το πρωτάθλημα πάλι (όπως και το 1987) και θα είναι αυτό το κύκνειο άσμα του ποδοσφαίρου που βασιζόταν στο ταλέντο των παικτών, του Μαραντόνα, του Καρέκα, του Αλεμάο. Ο προπονητής της Μίλαν, Αρίγκο Σάκι, έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Θυμάται κανείς εκείνον της Νάπολι; Λεγόταν Αλμπέρτο Μπιγκόν και αν δεν είχε κάνει ένα σύντομο και σχεδόν καταστροφικό πέρασμα από το Ολυμπιακό χρόνια μετά, φοβάμαι πως δεν θα είχαμε ακούσει ποτέ πια γι αυτόν. Βλέπεις η Μίλαν, παρά τα μεγάλα ονόματα που έπαιζαν στις τάξεις της έμεινε στην ιστορία σαν η Μίλαν του προπονητή, του Σάκι. Η Νάπολι δεν έπαψε ποτέ να είναι η Νάπολι του ποδοσφαιριστή, του Μαραντόνα. Να τι σημαίνει πέρασμα από την τεχνική στην τακτική!

Έτσι, για να γυρίσουμε στα παραδείγματα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, μπήκαμε στην εποχή που ο τελευταίος ποιητής του ποδοσφαίρου, ο Ρομπέρτο Μπάτζο, παρά τα ποιοτικότατα λεπτά συμμετοχής που είχε να δώσει όποτε έπαιζε, βρισκόταν μεταξύ ενδεκάδας και πάγκου στο Μουντιάλ του 1990 και τέσσερα χρόνια μετά στην Αμερική -αν και οδήγησε περίπου μόνος του την Ιταλία στον τελικό- ήταν ο πρώτος που έφευγε από την ενδεκάδα όταν η ομάδα χρειαζόταν να τρέξει. Ποιος ήταν προπονητής της Ιταλίας το 1994; Μα προφανώς ο Αρίγκο Σάκι...

Από εκεί και ύστερα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Όλες οι μεγάλες ομάδες σε συλλογικό ή εθνικό επίπεδο ακολούθησαν τη νέα ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Όσο μεγάλος ποδοσφαιριστής κι αν είσαι αν δεν μπορείς να ενταχθείς στην ομαδική τακτική, δεν κάνεις. Φυσικά τα τελευταία είκοσι χρόνια πέρασαν πολλά ταλέντα και σημαντικοί «τεχνίτες» από το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Τα ονόματα πολλά με πρώτο από όλα του Ζιντάν, αλλά και μια μακριά σειρά βραζιλιάνων, αργεντινών, αφρικανών, ευρωπαίων, ακόμα κι ασιατών ποδοσφαιριστών με προφανές ταλέντο, αλλά κυρίως με τη διάθεση και την ικανότητα να εντάξουν αυτό το ταλέντο στα συστήματα των προπονητών τους. Το κακό είναι πως δίπλα σε αυτούς υπήρξαν και πολλοί παίκτες εξίσου ή και περισσότερο ταλαντούχοι που δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο νέο παιχνίδι.

Διότι το νέο παιχνίδι απαιτεί πνευματικές, ψυχικές και φυσικές ικανότητες συνήθως διαφορετικές από αυτές που κατέχει ένα τυπικό ποδοσφαιρικό ταλέντο. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς γρήγορο, αυτό το παιδί ενδεχομένως να έχει ταλέντο για τον κλασικό αθλητισμό. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς δυνατό, αυτό το παιδί μπορέι να έχει ταλέντο για την άρση βαρών. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς ψηλό, αυτό το παιδί ενδεχομένως έχει ταλέντο για το μπάσκετ (αν και πολύ αμφιβάλλω αν και εκεί αρκεί μόνο το ύψος). Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που απλώς έχει αντοχή στον πόνο, ενδεχομένως να έχει ταλέντο για την πυγμαχία. Ποδοσφαιρικό ταλέντο έχει εκείνο το παιδί που ξέρει καλά τα πράγματα που είναι δύσκολο να διδαχτούν (νομίζω άλλωστε πως αυτός πρέπει να είναι ο γενικότερος ορισμός του ταλέντου). Που ξέρει δηλαδή να χειρίζεται καλά τη μπάλα και που έχει σωστή νευρομυική συναρμογή.

Από την άλλη κανένα παιδάκι δεν πάει να παίξει μπάλα γιατί του αρέσει να τρέχει. Θα το κάνει όταν δεν μπορεί να ντριμπλάρει και θα το κάνει για να βρει κι αυτό μια θέση στην παρέα και στο παιχνίδι. Κανένα παιδάκι δεν πάει να παίξει μπάλα γιατί του αρέσει να μαρκάρει. Θα το κάνει γιατί δεν σουτάρει καλά και το μαρκάρισμα είναι ο μόνος τρόπος να του επιτρέψουν να συμμετέχει στον αγώνα. Να που όμως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο αξιολογώντας τα πάντα με βάση την ομαδική τακτική συμπεριφορά φτάσαμε να επικρατούν οι ποδοσφαιριστές που τρέχουν και μαρκάρουν, δηλαδή τα παιδάκια που δεν ήξεραν μπάλα...

Φυσικά αυτό βολεύει τους πάντες. Τους παράγοντες πρώτα απ’ όλα που σε ένα ποδόσφαιρο τέλειων μετριοτήτων έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρουν καλούς ποδοσφαιριστές πιόνια στην υπηρεσία μιας ομάδας και δεν ενδιαφέρονται πια για το αγωνιώδες κυνήγι του πρώτου βιολιού. Τους παράγοντες πάλι, αλλά και όλους τους υπόλοιπους που εμπλέκονται περιφερειακά στο οικονομικό σύστημα ποδόσφαιρο, διότι ο νέος τύπος ποδοσφαιριστή που ξέρει λίγη μπάλα, μπορεί να προσαρμοστεί στο σύστημα της ομάδας του και κυρίως έχει σπουδαία φυσική κατάσταση, είναι αναλώσιμος. Εύκολα δημιουργείται, εύκολα παίρνεις ό,τι έχει και -πάνω απ’ όλα αυτό- εύκολα αντικαθίσταται. Άρα το προϊόν ανανεώνεται συνεχώς, άρα πουλάει περισσότερο στους πολλούς.

Βολεύει ακόμα τους περισσότερους ποδοσφαιριστές που δεν έχουν ταλέντο (ταλέντο έχουν πάντα οι λίγοι προφανώς) αλλά στο σύγχρονο ποδόσφαιρο έχουν χώρο να ενταχθούν. Και φυσικά τους προπονητές που μετατρέπονται σε πραγματικούς πρωταγωνιστές του παιχνιδιού, με όλα τα οφείλη, οικονομικά και άλλα από αυτό. Το φετινό Τσάμπιονς Λιγκ το κατέκτησε η Ίντερ του Μιλίτο, του Σνάιντερ και του Τζανέτι ή η Ίντερ του Μουρίνιο; Για σκεφτείτε! Όμως και εκείνοι οι προπονητές που ασχολούνται με τις υποδομές, τα μικρά παιδιά, οι εκπαιδευτές του ποδοσφαίρου. Κι αυτοί βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση, διότι είναι εύκολο να διδάξεις τακτικές. Δύσκολο είναι να διδάξεις τεχνική και «ταλέντο». Ακόμα δυσκολότερο να διδάξεις το παιδί που έχει ταλέντο...

Όμως στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής αυτό που φαίνεται μέχρι τώρα είναι πως ο συγκεκριμένος τύπος προσέγγισης στο παιχνίδι είναι βαριά άρρωστος. Φαίνεται πως φτάνει σιγά-σιγά στα όρια του. Το ζήτημα δεν είναι καν το θέαμα που προσφέρει ή δεν προσφέρει. Το ζήτημα είναι πως δεν έχει πια την απόδοση που είχε κάποτε. Οι συντριπτικά περισσότερες ομάδες σ’ αυτό του μουντιάλ παίζουν με βάση το γράμμα της θεωρίας σωστό ποδόσφαιρο. Με τα οβερλάπινγκ τους, τα ένα- δύο τους, την γρήγορη και σωστή κυκλοφορία, τις διπλές πάσες τους, την εκμετάλλευση χώρου και όλα τα καλά. Όμως τα γκολ δεν έρχονται, ούτε κι οι νίκες. Διότι σε ένα ποδόσφαιρο που βασίζεται κυρίως στην φυσική κατάσταση, όσα οβερλάπινγκ κι αν κάνεις θα βρίσκεις τον γρήγορο και με αντοχές αμυντικό πάντα μπροστά σου.
Τα λίγα γκολ κι οι νίκες τελικά πως έρχονται; Κυρίως από στημένες φάσεις ή από λάθη, δηλαδή από εκείνες ακριβώς τις στιγμές του παιχνιδιού που ξεχωρίζουν τους καλούς απ’ τους κακούς ποδοσφαιριστές. Μια κοφτή σέντρα σε ένα φάουλ από τον ποδοσφαιριστή με το γλυκό πόδι, ένα καλό σουτ με εξωτερικό φάλτσο απ’ τον καλό σουτέρ ή -αντιθέτως- από ένα κακό κοντρόλ ενός αμυντικού.
Μήπως τελικά έχει φτάσει η ώρα να ξαναγυρίσουμε στο κανονικό ποδόσφαιρο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου