Ένα αρχαίο παιχνίδι, το Χάος των Taviani και του Pirandello, "T' Aμπαλί" της Λευκάδας και το "Μπαζ" των παιδικών μας παιχνιδιών.

του Νίκου Γ. Λεμονή
 
 
Το "Χάος", με πρωτότυπο τίτλο "Kaos", είναι μια από τις σπουδαιότερες ταινίες των Paolo και Vittorio Taviani. Μοναδικοί σκηνοθέτες οι αδελφοί Ταβιάνι συναντιούνται σ' αυτή την ταινία με μια ανυπέρβλητη φυσιογνωμία της ιταλικής κουλτούρας του 20ου αιώνα, τον Luigi Pirandello στήνοντας πάνω σε μερικές δικές του νουβέλες και στο σικελικό τοπίο (που τόσο επίμονα θυμίζει τη Μάνη ή τις άγονες Κυκλάδες) ένα σπονδυλωτό κινηματογραφικό αριστούργημα.


Στο πρώτο μέρος της ταινίας οι Taviani μεταφέρουν ελαφρώς τροποποιημένη τη πιραντελική νουβέλα ΄"Ο Άλλος Γιος" ("L' Altro Figlio"). Την ιστορία μιας ηλικιωμένης Σικελής που όλοι στο χωριό την έχουν για τρελή. Έχει τρεις γιους εκ των οποίων οι δύο βρίσκονται στην Αμερική μετανάστες, αγνοώντας εδώ και 14 χρόνια τη μητέρα τους. Ο τρίτος γιος, ο "άλλος γιος" του τίτλου, είναι καρπός της ακούσιας και βίαιης σχέσης της μητέρας του με τον Rocco Trupia έναν ληστή της περιοχής που απελευθερώθηκε όταν ο Garibaldi κατέβηκε στην Νότια Ιταλία ως στρατιωτικός ηγέτης του επαναστατικού κινήματος, που έβαλε τις βάσεις για την ένωση της Ιταλίας και την κατάργηση της δυναστείας των Βουρβόνων. "Όταν ο Γαριβάλδης άνοιξε τις φυλακές, όπως αφηγείται η μάνα στην ταινία, βγήκαν οι καλοί, βγήκαν όμως και οι κακοί...". Ανάμεσα στους τελευταίους ο αιμοδιψής ληστής Comizzi (Κομίτσι) και το πρωτοπαλίκαρό του Rocco Trupia (Ρόκο Τρουπία). Αυτοί θα στρατολογήσουν βίαια στην ομάδα τους τον σύζυγο της πρωταγωνίστριας, εκείνος θα τους ξεφύγει και θα επιστρέψει στο σπίτι του, όμως καθώς θα χρειαστεί να φύγει πάλι απ' αυτό για να δουλέψει, θα τον ανακαλύψουν και θα τον σκοτώσουν. Όταν η γυναίκα βγει να τον αναζητήσει θα βρει τον Κομίτσι και τους άντρες του να παίζουν με κεφάλια δολοφονημένων, ανάμεσα σ' αυτά κι εκείνο του συζύγου της, ένα πανάρχαιο παιχνίδι που στα ιταλικά λέγεται "Bocce" (Μπότσε). Ο Κομίτσι θα της επιτεθεί, αλλά θα την γλιτώσει από τα χέρια του ο Ρόκο Τρουπία (προκαλώντας μάλιστα την εξέγερση των ανδρών κατά του δεσποτικού Κομίτσι) και θα την κρατήσει μαζί του, χωρίς πάντως την θέλησή της, μέχρι που θα τον συλλάβουν οι αρχές (κατά τη νουβέλα του Πιραντέλο) ή μέχρι που θα την βαρεθεί (κατά την ταινία των Ταβιάνι). Από τη βίαιη σχέση τους γεννιέται ο τρίτος γιός της γυναίκας αυτής, που παρ' ότι δείχνει πάντα ιδιαίτερη αγάπη για τη μητέρα του, παρ' ότι είναι εργατικός και τίμιος, η μητέρα του τον απεχθάνεται κι αυτό γιατί έχει εκπληκτική φυσική ομοιότητα με τον βιολογικό του πατέρα, πράγμα που την κάνει να τρομοκρατείται όποτε τον βλέπει.

Στην ταινία το παιχνίδι των "bocce", έτσι λέγονται η μικρές μπάλες με τις οποίες παίζεται, έχει κεντρικό ρόλο. Αφ' ενός στην έντονη σκηνή που παίζεται με τα κεφάλια των αποκεφαλισμένων θυμάτων των ληστών, αλλά και στο τέλος του επεισοδίου όταν η πρωταγωνίστρια δείχνει την σταθερή απόφασή της να μην συνδεθεί με τον τρίτο της γιο πετώντας του πίσω, με την ίδια κίνηση των παικτών του παιχνιδιού, κάποια φρούτα που εκείνος της έχει αφήσει.

Οι "Bocce" είναι ίσως το αρχαιότερο εν ζωή παιχνίδι στον πλανήτη. Τα ίχνη του χάνονται πολλές
χιλιετίες προ Χριστού και δείγματα του ίδιου ή παρεμφερών παιχνιδιών έχουμε σε όλους τους γνωστούς πολιτισμούς. Από την Κίνα ως τη Μεσοποταμία, την Αρχαία Αίγυπτο και την Ελλάδα, μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή όπου καθίσταται μια από τις δημοφιλέστερες διασκεδάσεις στον ελεύθερο χρόνο των Ρωμαίων ανεξαρτήτως ταξικής ένταξης, πατρικίων και πληβείων. Φυσικά οι μπάλες των πρώτων ήταν πολύ ποιοτικότερες από εκείνες των υπολοίπων. Με τους Ρωμαίους θα διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη και στα χρόνια του Μεσαίωνα θα τύχει διαφόρων απαγορεύσεων (κυρίως στη Βρετανία), όπως όλα τα παιχνίδια ή τα αθλήματα με μπάλα, αφ' ενός γιατί αποσπούσε τους άντρες (αν και δεν είναι λίγες οι γυναίκες που επίσης έπαιζαν) από πιο χρήσιμα για στρατιωτικούς σκοπούς γυμνάσματα, όπως η τοξοβολία ή η σκοποβολή, αφ' ετέρου διότι (ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή) είχε συνδεθεί με παράνομα στοιχήματα και τζόγο.

Από τις "Bocce" (η λέξη προέρχεται από το ρήμα "bocciare" ("μποτσάρε") που σημαίνει απορρίπτω-διώχνω-εξοστρακίζω) προήλθαν μια σειρά από πολύ διαδεδομένα σήμερα σφαιριστικά παιχνίδια όπως το bowling και τα παιχνίδια του μπιλιάρδου. Και το ίδιο όμως το παιχνίδι γνωρίζει σήμερα μεγάλη άνθιση καθώς έχει πια μετατραπεί σε κανονικό άθλημα, όχι μόνο στην Ιταλία που θεωρείται η σύγχρονη πατρίδα του και οπουδήποτε στον κόσμο βρίσκονται Ιταλοί μετανάστες, αλλά και παντού στον πλανήτη με κυρίαρχες τις χώρες με λατινογενή παράδοση όπως η Γαλλία, η Ισπανία και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, καθώς κι εκείνες της Αδριατικής (Σλοβενία-Κροατία κ.λπ.). Είναι ενταγμένο στο επίσημο πρόγραμμα των Παραολυμπιακών Αγώνων, ενώ μετράει και μια συμμετοχή σαν άθλημα επίδειξης στου Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924. Φυσικά έχει τα δικά του εθνικά πρωταθλήματα σε όλες τις κατηγορίες για άνδρες και γυναίκες, τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις.

Το παιχνίδι παίζεται συνήθως σε ανοιχτό χώρο, σχεδόν σε κάθε είδος εδάφους, από δύο αντιπάλους
παίκτες ή δύο αντίπαλες ομάδες των δύο, τριών ή το πολύ τεσσάρων παικτών η κάθε μία. Σκοπός τους είναι να πετάξουν τις μπάλες τους (από τέσσερις μπάλες κάθε παίκτης ή κάθε ομάδα) όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα μικρότερο μπαλάκι που λέγεται "pallino" ("παλίνο"). Στην προσπάθειά τους αυτή μπορούν να σημαδέψουν τις μπάλες του αντίπαλου παίκτης ή της αντίπαλης ομάδας με σκοπό να τις απομακρύνουν από το μικρό μπαλάκι ή να κάνουν τις δικές τους να το προσεγγίσουν περισσότερο. Γενικά πρόκειται για ένα παιχνίδι υψηλής δεξιοτεχνίας που επιπλέον χρειάζεται άριστη στρατηγική προσέγγιση. Η μπάλες ("μπότσε") πετιούνται με τα χέρια, πίσω από μια ορισμένη γραμμή, αφού πρώτα έχει πεταχτεί το μπαλάκι ("παλίνο") μέσα στο πεδίο του παιχνιδιού.
Υπάρχου δύο τρόποι για να γίνει μία ρίψη και υπάρχουν παίχτες που ειδικεύονται στον έναν ή στον άλλο τρόπο. Ο ένας είναι με κύλιση της μπάλας στο έδαφος από την αρχή της πορείας της και ο άλλος με πέταγμα της μπάλας στον αέρα. Ο δεύτερος τρόπος χρησιμοποιείται κυρίως όταν σκοπός είναι ο εξοστρακισμός μιας μπάλας του αντιπάλου με σκοπό να απομακρυνθεί από το μικρό μπαλάκι. Παλαιότερα οι μπάλες ήταν ξύλινες, ενώ πλέον χρησιμοποιούνται μεταλλικές ή άλλες από συνθετικό υλικό. Σήμερα υπάρχουν δεκάδες παραλλαγές του παιχνιδιού, με διαφορετικά στυλ ρίψης και με διαφορετικές επιδιώξεις, ενώ αναπτύσσονται με βάση τις "bocce" ακόμα και υβριδικά παιχνίδια, όπως το "soccer-bocce" αντικαθιστώντας τις κλασικές μπάλες του παιχνιδιού με μπάλες ποδοσφαίρου και παίζοντας με τα πόδια.

Σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία είναι πολύ συνηθισμένη και καθημερινή η εικόνα του παιχνιδιού στα πάρκα ή σε άλλους ελεύθερους χώρους. Καθώς μάλιστα το σπορ είναι πραγματικά κατάλληλο για κάθε ηλικία εντυπωσιάζεσαι βλέποντας ανθρώπους αρκετά ηλικιωμένους να παίζουν με συμπαίκτες ή αντιπάλους πολύ νεότερους.

Στον ελληνικό χώρο πολύ διαδεδομένο υπήρξε μέχρι και τη δεκαετία του '80 στη Λευκάδα, "τ' αμπαλί", που είναι η ντόπια εκδοχή του παιχνιδιού. Με σκοπό και κανόνες σχεδόν ίδιους με εκείνους που παίζεται στην Ιταλία, αποτελούσε κληρονομιά της βενετικής περιόδου του νησιού. "Αμπαλί" έλεγαν οι Λευκαδίτες το μικρό μπαλάκι που έπρεπε να προσεγγίσουν με τις μπάλες τους στην διάρκεια του παιχνιδιού, το "παλίνο" δηλαδή. Από αυτό πήρε το όνομά του το παιχνίδι. Ο τελευταίος χώρος που παιζόταν ήταν έξω απ' το "καφενείο του Πάλλα". Δυστυχώς έχει σχεδόν εκλείψει πια απ' το νησί και κάποιες προσπάθειες για την αναβίωσή του προς το παρόν δεν έχουν αποδώσει.

Παρεμφερές με τις "bocce" παιχνίδι, καλύτερα παιχνίδι της ίδιας ευρείας οικογένειας, υπήρξε στα παιδικά μας χρόνια το περίφημο "Μπαζ-Παράμπαζο" που παίζαμε με λείες πέτρες ή κομμάτια μαρμάρου μέχρι και τις αρχές τις δεκαετίας του '80, συχνά μάλιστα με έπαθλο για τον νικητή παιδικά περιοδικά κόμικς. Το "μπαζ" μαζί με τη μπάλα, τα φυσοκάλαμα, το κρυφτοκούτι, το παιχνίδι με τα "τσιγκάκια" και δυο-τρία ακόμη ανήκε στην κατηγορία των ευρύτερα διαδεδομένων και αγαπημένων παιχνιδιών μας. Να δούμε αν θα έχει την τύχει κι αυτό να σκηνοθετηθεί ποτέ από κάποιον σαν τους Taviani...


Τη νουβέλα του Πιραντέλο (στα ιταλικά) θα την βρείτε εδώ.

Το Kaos με ελληνικούς υπότιτλους (ελαφρώς άθλιους, αλλά υπομονή...) το βλέπετε εδώ.

Ένα υπέροχο τραγούδι από την ίδια ταινία. Όλη τη μουσική της ταινίας την έχει γράψει ο Nicola Piovani.

Ένα πολύ κατατοπιστικό άρθρο για "τ' αμπαλί" της Λευκάδας εδώ.








      
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου