Τσιμέντο.

 
 του Νίκου Γ. Λεμονή

Είμαι παιδί της Μεταπολίτευσης. Θέλω να πω ότι τα παιδικά μου χρόνια είναι τα χρόνια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '70 και των αρχών εκείνης του '80. Ήδη από τότε στο κέντρο της Αθήνας που μεγάλωσα εγώ, αλλά και στις υπόλοιπες γειτονιές του λεκανοπεδίου, στην Αθήνα ή στον Πειραιά ή στα περίχωρα οι αλάνες ήταν σπάνιο είδος. Όχι ανύπαρκτο σίγουρα, αλλά πάντως αρκετά σπάνιο.
Το παιδικό μας ποδόσφαιρο λοιπόν περισσότερο από χωμάτινο ήταν τσιμεντένιο. Περισσότερο από ποδόσφαιρο αλάνας ήταν ποδόσφαιρο δρόμου κι αυτό γιατί μαζί με τις αλάνες έλειπε και κάτι άλλο: τα πολλά αυτοκίνητα. Στην εποχή μου αν έστηνες ένα "δίτερμα" σε έναν οποιονδήποτε κάπως ολιγοσύχναστο δρόμο της γειτονιάς, μπορούσες να υπολογίζεις βάσιμα πως δεν θα στο διέκοπτε η διέλευση κάποιου οχήματος πάνω από μία ή δύο φορές ανά ημίχρονο.

Όχι πως οι συνθήκες στο δρόμο ήταν ιδανικές, αλλά το ποδόσφαιρο είναι ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα αθλητικά παιχνίδια που επινόησε ο ανθρώπινος νους. Παίζεται παντού, σε οποιαδήποτε επιφάνεια, στο χώμα ή στη χλόη, στην άσφαλτο ή στην άμμο, στη στεριά ή - με λίγη φαντασία και αρκετή τεχνική - ακόμα και στη θάλασσα (τουλάχιστον στα ρηχά).
Προφανώς δεν μιλάμε για ποδόσφαιρο με όλες τις τυπικότητες. Με γκολπόστ στις κανονικές διαστάσεις, αγωνιστικό χώρο οριοθετημένο επακριβώς, μπάλες σωστού μεγέθους, πίεσης και βάρους. Πολλές φορές δεν είχαμε τίποτα απ' όλα αυτά. Αλλά δεν τα χρειαζόμασταν κιόλας.

Ο αγωνιστικός χώρος ήταν μια έννοια εξαιρετικά ευπροσάρμοστη. Μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα πάντα. Ένας δρόμος, μια αυλή, μισή πλατεία, ένα φαρδύ πεζοδρόμιο, κάποιο μεγάλο πλατύσκαλο εκκλησίας ή ένα παρτέρι με χλόη και οποιοσδήποτε άλλος ελεύθερος χώρος προσφερόταν κατά την παιδική φαντασία μας.
Βάσει του χώρου προσαρμόζονταν και οι κανόνες παιδιάς. Μπορούσαμε να παίζουμε διπλό ή μονότερμα, να μετράμε το νικητή με γκολ ή με άλλους τρόπους, όπως πόσες πάσες θα αλλάξουμε χωρίς να πέσει η μπάλα κάτω ή πόσες κεφαλιές θα κερδίσουμε. Μπορεί ακόμα το γήπεδό μας να ήταν ένας τοίχος ή μια μάντρα που κλωτσούσαμε τη μπάλα και οι αντίπαλοι όφειλαν να την επιστρέψουν πίσω σ' εμάς πάλι, αφού όμως πρώτα κι εκείνοι την έκαναν να χτυπήσει στον τοίχο. Κάτι σαν ποδοσφαιρικό σκουός δηλαδή.

Μπορεί ακόμα το γήπεδο σαν στοιχείο ορισμένο και σαφές να μην υπήρχε καν, όπως όταν συναγωνιζόμασταν για το ποιος θα καταφέρει να διανύσει περισσότερα μέτρα παίζοντας ταυτοχρόνως την μπάλα με γκελ στα πόδια του χωρίς φυσικά αυτή να του πέσει στο έδαφος. Σ' ένα τέτοιο παιχνίδι γήπεδο είναι εν δυνάμει όλη η Γη, το σύμπαν ολόκληρο.
Μπορεί το γήπεδο να ήταν μια κυκλική ή ημικυκλική ακτίνα γύρω από έναν στόχο, τον οποίο προσπαθούσαμε να πετύχουμε με κάποιο επιδέξιο σουτ. Στόχος άλλωστε ήταν τα πάντα. Ένα παγκάκι στην πλατεία, ένας κάδος σκουπιδιών, για τους πιο ατίθασους το μπουκάλι με το αναψυκτικό που κρατούσε ο συμμαθητής μας στο χέρι του ή ένας αμέριμνος περαστικός γάτος.

Ύστερα η μπάλα. Ήταν κι αυτή μια πολύ εύπλαστη έννοια. Έχω παίξει ποδόσφαιρο με άδεια πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας, με μερικές παλιές κάλτσες διπλωμένες μαζί, με μικρές πέτρες, με βιδωτά καπάκια μπουκαλιών ή τσιγκάκια, με μια σακούλα παραγεμισμένη με άλλες σακούλες, με ένα νεράντζι και άλλη φορά με μία πατάτα, με ένα μπαλόνι, με αλουμινένια κουτάκια μπύρας ή κόκα κόλας, με οποιαδήποτε πλαστική ή  χάρτινη συσκευασία βρισκόταν στη διάθεσή μας. Ναι, ορισμένες φορές έπαιξα και με μπάλα.
Τέλος το τέρμα. Έγραψε κάποτε ο Αλμπέρ Καμύ την πιο εμβληματική και έκτοτε χιλιοειπωμένη αποστροφή για το παιχνίδι: "όλα όσα γνωρίζω γύρω από την ηθική και το χρέος, τα έμαθα από το ποδόσφαιρο". Το ίδιο ακριβώς μπορώ να πω κι εγώ για το τέρμα των παιδικών μας αγώνων. Που περισσότερο από χειροπιαστή οντότητα ήταν μια αφηρημένη ιδέα. Τόσο ευγενής όμως ιδέα που τη σεβόσουν, ακόμα κι όταν αυτός ο σεβασμός μπορούσε να σε οδηγήσει στην ήττα.

Η οριοθέτηση των γκολπόστ στις πλείστες των περιπτώσεων, γινόταν κατά προσέγγιση και κυριολεκτικά επαφιόταν στην εντιμότητά μας. Δυο πέτρες ή οποιαδήποτε δύο άλλα σημάδια, όπως δυο μικρές στοίβες ρούχων ή δύο παγκάκια, δύο κάδοι σκουπιδιών ή απλώς δυο σταθμευμένα αυτοκίνητα στις άκρες του δρόμου, παρίσταναν τα κάθετα δοκάρια. Οριζόντιο δεν υπήρχε και ήταν στη διακριτική μας ευχέρεια να το φανταστούμε ψηλότερο ή χαμηλότερο, αναλόγως του ύψους και των αλτικών ικανοτήτων του εκάστοτε τερματοφύλακα. Συχνά ξεσπούσαν διαφωνίες για την επιτυχημένη ή όχι κατάληξη ενός σουτ, ειδικά όταν αυτό περνούσε πάνω από το τεντωμένο χέρι του τερματοφύλακα.

Έπρεπε να αξιολογήσουμε αν ο τελευταίος, με μια διαφορετική αντίδραση, μια καλύτερη τοποθέτηση και ένα καλύτερο άλμα θα μπορούσε να έχει αποκρούσει. Αν ναι κατακυρωνόταν το γκολ. Αν όχι θεωρούσαμε πως η μπάλα είχε βγει άουτ. Σε κάθε περίπτωση τίποτα δεν προπόνησε και δεν καλλιέργησε πιο πολύ το αίσθημα δικαίου που έχω σαν άνθρωπος απ’ όσο η ιδιομορφία των εστιών του παιδικού μας ποδοσφαίρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου