Τα αθλήματα του '21

Οι αθλητικές εκδηλώσεις δεν λείπουν φυσικά από το λαϊκό "ρεπερτόριο" κανενός έθνους. 'Ετσι και στην Ελλάδα υπήρχαν πάντα σημαντικές μέρες στο ετήσιο εορτολόγιο που ήταν αφιερωμένες -εκτός των άλλων- και σε παραδοσιακά αθλήματα ή γυμναστικά παιχνίδια.
Οι κυριότερες αθλητικές, ας τις πούμε, μέρες του έτους - στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τουλάχιστον - ήταν εκείνες της Λαμπρής, ιδιαιτέρως μάλιστα η Δευτέρα του Πάσχα και του Αη Γιωργιού. Γιορτές που συχνά άλλωστε ταυτίζονταν ημερολογιακά. Τότε διεξάγονταν τα  "πρωταθλημάτα" της εποχής. Αλλά σε ποια σπορ;

Εκτός από τον χορό φυσικά που η αθλητική του διάσταση δεν αμφισβητείται πλέον, διαδεδομένα αθλήματα και γυμνάσματα υπήρξαν "το λιθάρι" μια αθλητική δραστηριότητα για δυνατούς πολύ κοντά στη σύγχρονη σφαιροβολία, το άλμα σε μήκος και κυρίως το χαρακτηριστικότερο κλεφταρματολίτικο αγώνισμα το "πήδημα στες τρεις", άμεσος πρόγονος του σύγχρονου άλματος τριπλούν που ακριβώς λόγω της βαθειά ριζωμένης στην Ελλάδα παράδοσης που είχε συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα των αγώνων στίβου ήδη από την πρώτη σύγχρονη ολυμπιάδα της Αθήνας στα 1896.  Το "πήδημα στες τρεις" υπήρξε σπορ βγαλμένο από την καθημερινότητα αρματολών και κλεφτών. Κυρίως μάλιστα των άτακτων ενόπλων ομάδων που δρώντας σε συνθήκες ανταρτοπολέμου, χτυπούσαν και απομακρύνονταν γρήγορα, πηδώντας συχνά από βράχο σε βράχο. Κάπως έτσι γεννήθηκε το "τριπλούν" της εποχής, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις γιορτές και στα πανηγύρια των ομάδων που είχαν "βγει στο κλαρί", βοηθώντας τους μέσα στ' άλλα να κρατήσουν μια καλή φυσική κατάσταση, απαραίτητη για τον τρόπο ζωής τους. Βεβαίως σε εκείνο το "τριπλούν" το ζητούμενο ήταν περισσότερο η προσγείωση με τα πόδια, παρά το ίδιο το μήκος του άλματος. Μια λάθος προσγείωση που θα έβγαζε τον κλέφτη εκτός ισορροπίας μπορούσε να δώσει μεγάλο πλεονέκτημα στους διώκτες του και να τον βάλει σε μεγάλο κίνδυνο. Ένας θρύλος της Πελοποννήσου λέει πως κάποιος κλέφτης πρόγονος του Κολοκοτρώνη κέρδισε την ελευθερία του όταν έβαλε στοίχημα με τους Αρβανίτες δεσμοφύλακές του πως θα τους κέρδιζε "στες τρεις" και μάλιστα αλυσοδεμένος. Έτσι έγινε και οι Αρβανίτες ως μπεσαλήδες (άλλωστε η μπέσα είναι αρβανίτικη λέξη) πράγματι τον απελευθέρωσαν.

Άλλα είδη αλμάτων διαδεμένα στις αθλητικές εκδηλώσεις των πανηγυριών ήταν εκείνο πάνω από δύο άλογα δεμένα ράχη με ράχη ή πάνω από ένα κάρο με σανό ή ακόμα και πάνω από βαθειά χαντάκια. Το "δοκίμι" ή "δικίμι" έπαιζε τον ρόλο της άρσης βαρών και ήταν ουσιαστικά η προσπάθεια να σηκωθεί ένα βαρύ λιθάρι ή και ένα βαρύ κομμάτι μάρμαρο με τα δύο χέρια πάνω από το κεφάλι του αγωνιζόμενου. Συνήθως το συγκεκριμένο γύμνασμα αποτελούσε πρόκριμα για την καρδιά της όμορφης του χωριού που παντρευόταν έτσι τον δυνατότερο και -συνήθως- εκλεκτό της.

Το διασημότερο δρομικό αγώνισμα και ένα από τα δημοφιλέστερα και θεαματικότερα σπορ της περιόδου ήταν το κυνήγι του λαγού. Εννοείται μόνο με τη δύναμη και τη ταχύτητα των ποδιών, των χεριών και της ευφυίας των αγωνιζομένων που προσπαθούσαν να πιάσουν έναν λαγό χωρίς να χρησιμοποιήσουν όπλα και χωρίς φυσικά να καβαλήσουν σε άλογο. Είναι το σπορ με τους πιο διάσημους πρωταθλητές της ελληνικής ιστορίας της εποχής. Ο Ανδρούτσος, ο Ζαχαριάς, ο Νικοτσάρας κι ο Κατσαντώνης υπήρξαν πολυνίκεις στο "κυνήγι του λαγού".

Η πάλη (το "πάλεμα" κατά το τότε λεγόμενο) φυσικά είχε τη δική της περίπτη θέση στο πρόγραμμα των αγώνων της εποχής, όπως και οι ιππικοί αγώνες ταχύτητας ή το ρουμελιώτικο "χαϊμαλί" που ήταν ο καλπασμός πάνω σε άλογο και το κόψιμο με μια σπαθιά ενός αρνιού στη μέση. Ενώ οι χώροι που αποτελούσαν τα στάδια του τότε ήταν κυρίως οι αυλόγυροι των εκκλησιών, τα αλώνια και -προφανώς τα κλέφτικα λημέρια. 

Ακόμα και σήμερα γίνονται εκδηλώσεις με την αναβίωση τέτοιων παραδοσιακών αθλημάτων στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικός είναι ο αγώνας δρόμου της Αράχωβας στη γιορτή του Άη Γιώργη (στις 23 Απρίλη ή τη Δευτέρα του Πάσχα) , η "Κουλούρα" στα Λεχαινά ή οι αγώνες ιππασίας με τα περίφημα κρητικά γιοργαλίδικα άλογα στα Άνω Καλέσσα του Ηρακλείου. Όμως γενικά η οργάνωση και η προστασία των παραδοσιακών αθλημάτων και παιχνιδιών (αθλητικών η μη) στην Ελλάδα είναι πολύ πίσω σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε πολλές μάλιστα από αυτές (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γερμανία και αλλού) λειτουργούν και αναγνωρισμένες ομοσπονδίες παραδοσιακών αθλημάτων.

Το δημοτικό τραγούδι και οι καταγραφές του αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή πληροφοριών για τα παραδοσιακά σπορ στην Ελλάδα και σ' αυτό έχουν βασιστεί και οι καλύτερες μέχρι τώρα μελέτες για το θέμα από τον μακαρίτη καθηγητή Φυσική Αγωγής στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων Κ. Τσιαντά.
Επίσης ο καλός αθλητικογράφος Πέτρος Λινάρδος έχει αναδείξει με άρθρα του το ζήτημα και σε αυτά βασίστηκε εν πολλοίς και αυτή η δημοσίευση.

"Ήταν όλοι εκεί..."

Είναι ένα -διάσημο πια- κομμάτι του Διονύση Χαριτόπουλου από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων. Λέγεται "Τη Νύχτα που Έφυγε ο Μπούκοβι" και είναι από τα πειστικότερα δείγματα νεοελληνικής λογοτεχνίας για το ποδόσφαιρο ή -καλύτερα- με αφορμή το ποδόσφαιρο. Θα αρκούσε μόνο ο μακρύς κατάλογος των ονομάτων και των ονομασιών που αναφέρονται στο κείμενο για να συνθέσουν την "φωτογραφικότερη" ηθογραφία ενός παλιού Πειραιά. Ενός Πειραιά ταυτισμένου με τον Ολυμπιακό. Σίγουρα δεν είναι τυχαία επιλογή του συγγραφέα να απαριθμήσει επώνυμα, παρατσούκλια, γειτονιές και επίθετα της πραγματικότητας του τυπικού πειραιώτη, οπαδού του Ολυμπιακού, εκεί στα τελειώματα της δεκαετίας του 1960, λίγο μετά την επιβολή της χούντας. Το "τάγμα των Τσιλιβαραίων" είναι η τυπική εικόνα της πολύτεκνης οικογένειας στα Μανιάτικα ή στην Παλιά Κοκκινιά. Τα καφενεία ("Των Κυνηγών" ή του "Κοτέα" και του "Μπαθρέλου", του "Τσέχα" και του "Τσαπατσάρη") και οι λέσχες είναι πια τόποι καταγωγής. Οι παραμάνες στα μάγουλα του Γκέλου, ο Στέλιος με το προσωνύμιο "Υγρασίας", ο Δρακούλης ο αστυφύλακας, ο "Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας", οι ποδοσφαιριστές (κατά θέση) της ή του ΠΟΑΔ, ο "Μιχάλης που τον έκλαψαν όλα τα Μανιάτικα", ο Λουκάς που "σκοτώθηκε με το μηχανάκι" και όλοι οι υπόλοιποι, δείγματα μιας μοναδικής ανθρωπογεωγραφίας. Των "αγαπημένων από τα παλιά" που "ήταν όλοι εκεί".
Απολαύστε το :

Τη Νύχτα που Έφυγε ο Μπούκοβι

"Ήτανε όλοι εκεί... Οι αγαπημένοι από τα παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα, τον Άγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή. Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια.



Από τη λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του, ο Λουκάς , που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ του ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοΐζος, που 'παιζε τερματοφύλακας, ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος, που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλά του χωρίς να ματώνει, τα αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ το τάγμα Τσιλιβαραίων βρέθηκαν εκεί .


Απ το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο Θοδωρής, που κυνηγάει τους πούστηδες, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ της ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας, χωρίς τη στολή, ο Μονέδας, ένας απ τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος , ο Κατσίκας η Αλήτρα κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί...


Απ των "Κυνηγών" ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του, ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, οι Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου, που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί...


Ήρθανε απ του Τσέχα, του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη, Ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο Πέτρος ο Κεφάλας, ο Μιχάλης, που τον κλάψανε όλα τα Μανιάτικα . Ήρθανε οι δυο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ την Αμφιάλη, που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.


Την άλλη μέρα έγραψε και το "Φως" τι έγινε εκεί : Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ το ξενοδοχείο της Καστέλλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ, ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά κι οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε :


- Πατέρα ! Μη φεύγεις !


Πως , όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός και έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται :


- Πατέρα ! Μη Φεύγεις, Πατέρα μη ! Μη φεύγεις !


Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά τους τσαμπουκάδες που γίνανε, το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους, τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο. Έγραψε μερικά το "Φως"... Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε !"...

Το μεγαλύτερο σκορ στο ποδόσφαιρο.

Πολύ μεγάλα σκορ είχαμε στα χρόνια της "προϊστορίας" του ποδοσφαίρου. Στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου για παράδειγμα ο αγώνας της Δανίας με την πρώτη ομάδα της Γαλλίας έληξε με 17-1 για τους Δανούς, ενώ οι Εγγλέζοι νίκησαν με 12-1 του Σουηδούς. Στη Μεσολυμπιάδα του 1906 στην Αθήνα μια άτυπη Εθνική Ελλάδος έχανε από ένα δανέζικο συγκρότημα με 9-0 μόνο στο πρώτο ημίχρονο και φυσικά παραιτήθηκε της διεξαγωγής δευτέρου ημιχρόνου, ενώ σε διάφορα πρωταθλήματα της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής έχουν καταγραφεί σκορ με διψήφιο αριθμό τερμάτων.

Όσο όμως προχωρούσαν τα χρόνια τα συστήματα και οι άμυνες κατάφεραν να περιορίσουν την τεχνική υπεροχή των καλύτερων ομάδων και έτσι σπάνια πια καταγράφονται περισσότερα από 4-5 γκολ σε κάθε παιχνίδι.

Παρά ταύτα το μεγαλύτερο σκορ σε επίσημο (και μάλιστα διεθνή) αγώνα είναι σχετικά πρόσφατο. Στις 11 Απριλίου του 2001 για τα προκριματικά του Mundial του 2002 και στον προκριματικό όμιλο της Ωκεανίας, η Αυστραλία νίκησε τις Νήσους Αμερικάνες Σαμόα με 31-0. Από το συγκεκριμένο μάλιστα παιχνίδι είναι και ο τίτλος του ποδοσφαιριστή που έχει πετύχει τα περισσότερα τέρματα σε έναν αγώνα και ανήκει στον Αυστραλό Archie Tompson που εκείνη τη μέρα πέτυχε 13 γκολ.
Εδώ ο παραγωγικότατος κύριος Tompson σε δράση από αγώνα της Α' Κατηγορίας του Πρωταθλήματος Αυστραλίας:

Περι Συστημάτων και άλλων Δαιμονίων...

Το πρώτο σύστημα, μάλλον ο πρώτος σχηματισμός των παικτών στο γήπεδο για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα υπήρξε αυτός:



Ολίγον απλοϊκός θα έλεγε ο Μουρίνιο. Όμως είμαστε ακόμα σε εποχές όπου δεν υπήρχε ο κανονισμός του οφσάιντ και η θέση του τερματοφύλακα, άρα ας κρίνουμε με επιείκεια.

Από εκεί και πέρα όλη η ιστορία του ποδοσφαιρου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μακρά πορεία αφαίμαξης της πλούσιας επιθετικής γραμμής των έντεκα ποδοσφαιριστών προς όφελος των άλλων δύο γραμμών της ομάδας, που με τον καιρό ανακαλύψαμε και επανδρώσαμε (ίσως και υπερ του δέοντως), δηλαδή του κέντρου και της άμυνας.
Πρώτα πήραμε έναν παίκτη και τον γυρίσαμε λίγο πίσω:


Ύστερα άλλον έναν, μετά δύο και έναν ακόμα πιο πίσω. Σ' αυτόν τον τελευταίο δώθηκε το δικαίωμα να πιάνει τη μπάλα με τα χέρια μέσα στα όρια μια περιοχής που ονομάστηκε στην αρχή "περιοχή τερματοφύλακα". Άρα ο σχηματισμός έγινε κάπως έτσι:


Τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Σήμερα ο κανόνας κάθε σχηματισμού λέει πως καθεμιά από τις τρεις γραμμές τις ομάδας πρέπει να έχει έναν ελάχιστο υποχρεωτικό αριθμό ποδοσφαιριστών. Η άμυνα όχι λιγότερο από τρεις, το κέντρο τουλάχιστον δύο και επίθεση το ελάχιστο έναν. Αν εξαιρέσεις τον τερματοφύλακα, τι μένει; Άλλοι τέσσερις ποδοσφαιριστές που μοιράζονται ανάμεσα στις τρεις γραμμές πάλι με προτεραιότητα στην άμυνα (κυρίως) και στο κέντρο.

Στόχος κάθε συστήματος (ή σχηματισμού, η ποδοσφαιρική ορολογία στην Ελλάδα ψάχνει ακόμα τον Τριανταφυλλίδη της) είναι η καλύτερη εκμετάλλευση των χαρακτηριστικών των ποδοδσφαιριστών και η ανάδειξη των αδυναμιών του αντιπάλου, αλλά πρώτα απ' όλα η καλύτερη δυνατή κάλυψη όλων των χώρων του γηπέδου. Το πρώτο σύστημα στον κόσμο που απάντησε σ' αυτά τα ερωτήματα, στην πραγματικότητα το πρώτο πραγματικό ποδοσφαιρικό σύστημα υπήρξε έμπευση, δημιουργία και εφαρμογή αυτού του κυρίου:


Ο Herbert Chapman γεννήθηκε στο Keviton Park του Yorkshire της Αγγλίας στις 19 Ιανουαρίου του 1878, υπήρξε ποδοσφαιριστής και προπονητής και όταν στα 1925 ανέλαβε την τεχνική καθοδήγηση της Arsenal εφήρμοσε το περίφημο WM, που έμελλε να είναι το σύστημα που θα κυριαρχούσε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο γαι δύο δεκαετίες. Το WM ήταν στην ουσία ένα 3-4-3 με το βάρος του στην τετράδα (το τετράγωνο όπως συνήθιζαν να το λένε) του κέντρου, με δύο αμυντικά και δύο επιθετικά χαφ. Κάπως έτσι:


Calcio Storico

"Επτά πόλεις μάρνανται σοφήν διά ρίζαν Ομήρου...", έλεγε ένα αρχαίο επίγραμμα δηλώνοντας έτσι πως την καταγωγή του Ομήρου διεκδικούν όχι μία και δύο, αλλά επτά ολόκληρες πόλεις. Για την καταγωγή του ποδοσφαίρου πάντως μάχονται πολλοί περισσότεροι.
Σίγουρα αθλητικά παιχνίδια με σφαίρα και με τη χρήση των ποδιών είχαμε και στην Αρχαία Ελλάδα. Το μαρτυρά εκτός των άλλων και το ανάγλυφο αμφορέα που παριστάνει κάποιον "ποδοσφαιριστή" της εποχής να κάνει "γκελάκια", ιδού:




Φαίνεται πάντως πως το κοντινότερο από τα αθλητικά παιχνίδια των Ελλήνων στο σημερινό ποδόσφαιρο ήταν εκείνο που λεγόταν "επίσκυρο" και παιζόταν ήδη από τα ομηρικά χρόνια.
Οι Κινέζοι έπαιζαν και παίζουν ακόμη διάφορα παιχνίδια (τεχνικής κυρίως) με τα πόδια. Άλλοτε με μπάλα κανονική, άλλοτε με τη λεγόμενη φτερόμπαλα, δηλαδή ένα μπαλάκι σαν εκείνο του μπάντμιντον ή απλώς ένα μικρό δίσκο με φτερά στην μία του επιφάνεια.
Οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν πήγαιναν πίσω ως προς τα ποδοσφαιρικά και φυσικά οι Ρωμαίοι που εισήγαγαν τα πάντα στην αυτοκρατορία τους, από θεότητες μέχρι ποδόσφαιρα.
Μαρτυρίες και ευρήματα για ποδοσφαιρικά παιχνίδια όμως έχουμε ήδη από του πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και -αργότερα- από τις Ινδίες.

Στον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα πάντως είναι τα χρόνια που πρέπει να αναζητήσει κανείς τις ρίζες του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Για την ακρίβεια τις ρίζες του Ράγκμπι, από το οποίο προήλθε το ποδόσφαιρο. Το παιχνίδι απλό. Έγκειται στην προσπάθεια να μεταφερθεί μια μπάλα στο τέρμα του αντιπάλου.Όταν όμως λέμε τέρμα μη φανταστείτε τα σύγχρονα "γκολποστ". Τότε το τέρμα μπορεί να ήταν ένα ολόκληρο χωράφι ή μια πλατεία ή ακόμη συνηθέστερα μια ολόκληρη συνοικία της πόλης ή ένα ολόκληρο χωριό. Ο αριθμός των παικτών κάθε ομάδας ελεύθερος, όσο πιο πολλούς παίκτες είχες, τόσο καλύτερα. Πειθαρχικός έλεγχος; Σχεδόν ανύπαρκτος. Όλα ήταν μέσα στο παιχνίδι, κλωτσιές, γροθιές, σπρωξίματα, μαλλιοτραβήγματα, πάλη κανονική, τα πάντα. Αρκεί να κερδίζαμε τη μπάλα και να την φέρναμε στο τέρμα του αντιπάλου. Το γήπεδο ήταν μια πολύ, μα πάρα πολύ ευρεία έννοια. Μπορούσε να είναι ο δρόμος και τα χωράφια που χώριζαν δύο χωριά, τα σοκάκια μιας ολόκληρης γειτονιάς ή ακόμη και μια ολόκληρη πόλη, από τη μία της άκρη ως την άλλη. Κανόνες παιχνιδιού; Ένας μόνο: τη μπάλα μπορούμε να τη δώσουμε προς τα πίσω με τα χέρια, αλλά όταν είναι να την μεταβιβάσουμε σε κάποιον συμπαίκτη μας που βρίσκεται πιο μπροστά από μας ή όταν απλώς θέλουμε να την προωθήσουμε μπροστά, τότε μπορούμε να το κάνουμε μόνο κλωτσώντας την, μόνο με τα πόδια δηλαδή. Με μια φράση: "πίσω με τα χέρια, εμπρός με τα πόδια" και εγένετο ποδόσφαιρο...

Στη Φλωρεντία ακόμη διατηρείται η ανάμνηση ενός τέτοιου μεσαιωνικού ποδοσφαιρικού παιχνιδιού. Λέγεται Calcio Storico Fiorentino, δηλαδή "Ιστορικό Φλωρεντινό Ποδόσφαιρο" και παίζεται ακόμα κάθε χρόνο σε επετειακές εκδηλώσεις της πόλης, ακριβώς όπως παιζόταν στις αρχές του 16ου αιώνα. Παρά όμως τον επετειακό χαρακτήρα αυτών των αγώνων τα πάθη και η ένταση που προκαλούν ανάμεσα στους οπαδούς των ομάδων (που κάθε μια αντιπροσωπεύει μια διαφορετική συνοικία της Φλωρεντίας) είναι ισχυρότατα. Στον πιο κάτω σύνδεσμο ένα σχετικό βίντεο:
http://www.youtube.com/watch?v=Sm2hgqa-2ws

"Ποδοσφαιρίζοντες Νεανίες..."

Ένας από τους πρώτους συλλόγους που ασχολήθηκαν με το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα υπήρξε ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος. Ο Πανελλήνιος, σύλλογος της "καλής" αθηναϊκής κοινωνίας, ιδρύθηκε με σκοπό την γυμναστική εκπαίδευση των νέων της χώρας, που ήταν προορισμένοι να υπηρετήσουν την Ελλάδα στα πεδία των μαχών κυρίως. Εκεί που θα πραγματωνόταν επιτέλους η Μεγάλη Ιδέα και η φυλή θα συναντούσε το ιστορικό της πεπρωμένο. Αυτός ήταν και ο ρόλος που το επίσημο εθνικό ιδεολόγημα απέδιδε στην φυσική αγωγή. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας σφριγηλής και ρωμαλέας νέας γενιάς, ικανής να κατακτήσει τις εθνικές επιδιώξεις. Για τον λόγο αυτό τα ατομικά κυρίως αθλήματα με καθαρά γυμναστικό χαρακτήρα υπήρξαν τα εκλεκτά των αθλητικών συλλόγων της εποχής, που -όπως και ο Πανελλήνιος- ιδρύονταν με πυκνή συχνότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, σε όλα τα αστικά κέντρα του ελληνισμού, εντός ή εκτός του ελληνικού κράτους. Στον Πειραιά (Πειραϊκός Σύνδεσμος), στην Αθήνα (Πανελλήνιος Γ.Σ., Εθνικός Γ.Σ. κ.λπ.), στην Θεσσαλονίκη (Ουνιόν Σπορτίφ -κυρίως από το εβραϊκό στοιχείο της πόλης, Όμιλος Φιλομούσων), στη Σμύρνη (Απόλλων, Πανιώνιος), στην Κωνσταντινούπολη (Πέρα Κλουμπ, Ήφαιστος), στην Πάτρα (Παναχαϊκός Γ.Σ.) και αλλού.

Παρά ταύτα το ποδόσφαιρο με τη μεγάλη του διεισδυτικότητα ανάμεσα στους νέους αθλητές, ώθησε τους συλλόγους να δημιουργήσουν ποδοσφαιρικές ομάδες (συνήθως αποτελούμενες από αθλητές άλλων τμημάτων των συλλόγων αυτών κυριότερα, αθλητές του στίβου). Οι ποδοσφαιρικές ομάδες του Πανελληνίου ήταν από τις πρώτες που έδωσαν ποδοσφαιρικούς αγώνες. Συνήθως αυτά τα παιχνίδια λάμβαναν χώρα στο "Ποδηλατοδρόμιο" του Νέου Φαλήρου. Εκεί δηλαδή που είναι σήμερα το Γήπεδο Καραϊσκάκη και που τότε αποτελούσε το μοναδικό ποδοσφαιρικό χώρο της Ελλάδας. Στη Μεσολυμπιάδα μάλιστα στα 1906 ένα συγκρότημα του Πανελληνίου Γ.Σ. με την προσθήκη ποδοσφαιριστών από άλλες ομάδες, όπως ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, αντιμετώπισε εν είδη Εθνικής Ελλάδος ένα συγκρότημα από τη Δανία. Στο ημίχρονο οι Δανοί ήταν μπροστά στο σκορ με 9-0 και -λογικά- δεύτερο ημίχρονο δεν έγινε ποτέ.
Παρά ταύτα ο Πανελλήνιος Γ.Σ. αρνήθηκε επίμονα να δημιουργήσει ξεχωριστό ποδοσφαιρικό τμήμα. Κάποιοι ποδοσφαιριστές του δημιούργησαν το Γουδή, έναν από τους ενδοξότερους ποδοσφαιρικούς συλλόγους της προϊστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου και κατόχου πολλών Πρωταθλημάτων Ελλάδος της εποχή που αυτά διοργανώνονταν σε περιστασιακή βάση από τον ΣΕΓΑΣ, δηλαδή τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Δυστυχώς ο σύλλογος του Γουδή διαλύθηκε αμέσως μετά τον 2ο Πάγκ. Πόλεμο. Να ποια ήταν η επίσημη στάση του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου για το ποδόσφαιρο και τον αποπροσανατολισμό που επιφέρει στο γνήσιο γυμναστικό ιδεώδες διότι:
«απομακρύνει τους μαθητάς από των τακτικών γυμναστηρίων προς προφανή ζημίαν της αληθούς γυμναστικής και αυτών τούτων των ατάκτως ανά τας οδούς και τα ρύμας της πόλεως ποδοσφαιριζόντων νεανιών και παίδων»

Ποιητική Αδεία.


Στη νεοελληνική ποίση το ποδόσφαιρο είναι το -μακράν- πιο "μιλημένο" αθλητικό παιχνίδι. Θα έλεγα υμνημένο, αλλά θυμάμαι τώρα ένα ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου για το "Ματς" που δεν υμνεί ακριβώς τη μπάλα:

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΜΑΤΣ

Εικοσιδυό λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
με ιδανικά τις γέμισαν μεγάλα,
να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας.
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια,
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια!

Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη,
όλο τους το μυαλό πήγε στα πόδια
και λες κλοτσούν πια τ’ άδειο τους κεφάλι
και ζουν κι αυτοί κι ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσο στην ήττα και στη νίκη.


Νοικοκυραίοι φτωχοί μαγαζατόροι
κινούν νωρίς τ’ απόγεμα σα λύκοι,
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν τ’ αλκολίκι
και κλειουν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και τη συντέλεια.

Κι ύστερα χουγιαχτό, βουή και χτύπος
και δεν έχει προβλήματα η ζωή,
καλά που ’ναι κι ελεύτερος ο τύπος,
για να μαθαίνει ο κόσμος το πρωί
πόσο κλοτσάει με νόηση ένα χαϊβάνι
κι η Λίζα η Τέιλορ έρωτα πώς κάνει.

Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή,
παράγουν ήρωες μαζικά στους τόπους,
ω κι αν βρισκόταν δυο άνθρωποι δειλοί,
να σώσουν απ’ τους ήρωες τους ανθρώπους
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη,
για να ξεσυνηθίζουν την Ειρήνη.

Κι ω να βρισκόταν και στον κόσμο μια άκρη
που η χλαλοή του ματς να μην τη σκιάζει
να υπάρχει μια χαρά και μες στο δάκρυ
κι ένας καημός στων κοριτσιών το νάζι,
της Κυριακής χρυσή να πέφτει η εσπέρα
χωρίς κραυγή πολέμου και φοβέρα.

Ελαφρά σκωπτικό μάλλον, αλλά λογικό για τον άνθρωπο που την κριτική του δεν ξέφυγε ούτε ο Παρθενώνας (καλύτερα η αντίληψη που έχουμε για τον Παρθενώνα):

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

Του απολύτου ωραίου είσαι κορώνα,
το μάρμαρό σου είν’ άσπιλο σαν κρίνο…
(κάτι αν δεν πω για σένα, ω Παρθενώνα,
σπουδαίος ποιητής πώς θες να γίνω;)


Η Ελλάδα η ιερή κι η θεσπεσία
κοιτάει μια εσένα, μια τον αφαλό της,
όλη των Δυνατών η υποκρισία
έχει ανεβάσει εσένα σύμβολό της


Στο μάρμαρό σου ρέει θείος ιχώρας·
το λένε κι οι Ευρωπαίοι που είναι ωραίοι
στο νου και στην ψυχή, οι τρανοί της χώρας
και όλοι οι διεθνείς κατεργαραίοι


Ο δάσκαλός μου σ’ έβρισκε κολάι
ο γαλονάς για σένα θριαμβεύει
κι ο ποιητής, λεν, όταν καλοφάει,
μονάχα εσένα βλέπει και χωνεύει


Κι ο μπάρμπα Γιαννακός σα φέρει πράμα,
τραβάει πελάτες γέρους, νιους, κοπέλες,
γιατί σ’ έχει κολλήσει για ρεκλάμα,
σ’ ένα βαρέλι απάνου με σαρδέλες

Εδώ ένα σύντομο βιογραφικό του καλού (και αιχμηρού) ποιητή:

Ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903, 1984) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος, έως ότου συνταξιοδοτήθηκε για λόγους υγείας. Το 1921 βραβεύτηκε για ένα αφήγημά του στο περιοδικό Μυτιληνιός του Θεόδωρου Θεοδωρίδη (Ντορή Ντόρου), όπου στη συνέχεια θα δημοσιεύσει ποιήματα και πεζά. Θα συνεργαστεί με πολλά περιοδικά, της Αθήνας και της επαρχίας, χρησιμοποιώντας ποικίλα ψευδώνυμα (Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος, Λεσβιακή Μούσα, Λεσβιακές Σελίδες, Νέοι Πρωτοπόροι, Νεοελληνικά Γράμματα, Μάχη, Πολιτική, Ελεύθερα Γράμματα κ.α.). Στη δικτατορία του Μεταξά συνελήφθη για αντικαθεστωτική δράση και στην Κατοχή εντάχτηκε στην Αντίσταση. Φυλακίστηκε αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια, μετά τα Δεκεμβριανά, από τους Άγγλους. Δραπέτευσε από το Χασάνι όπου κρατούνταν και το 1945 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, Μέρες οργής. Από το 1945 συνεργαζόταν με την εφημερίδα Μάχη, των Σβώλου-Τσιριμώκου, ως βιβλιοκριτικός, αλλά και με την Πολιτική του Τσιριμώκου και μετά το τέλος του Εμφυλίου διετέλεσε βουλευτής Λέσβου (1950, 1951) με το κόμμα της ΕΛΔ. Στη δικτατορία συμμετείχε στον κύκλο του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα, που συσπείρωσε τους αντίπαλους της χούντας. Το 1974 εξέδωσε το πεζογράφημα Τότε που ζούσαμε, με το οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Εκτός από τα πολυάριθμα κείμενά του στα περιοδικά, τα οποία δεν έχουν δυστυχώς ακόμα συγκεντρωθεί, ο Ασημάκης Πανσέληνος έγραψε ποίηση, ταξιδιωτικά αφηγήματα, δοκίμια, αυτοβιογραφικά κείμενα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις δύο ποιητικές συλλογές του Ταξίδια με πολλούς ανέμους και το Καφενείο του άλλου δρόμου τα ταξιδιωτικά του Στη Μόσχα με τα νιάτα του κόσμου και Η Κίνα η δική μου το δοκίμιό του Η παράξενη φιλία μας με το Γ. Θεοτοκά, το αυτοσατιρικό κείμενο Συνέντευξη με τον εαυτό μου, κ.α. Ο Ασημάκης Πανσέληνος διέθετε ένα ιδιαιτέρως οξυμμένο κριτικό πνεύμα και μια ανατρεπτική σατιρική φλέβα, η οποία έδινε τον τόνο στη γραφή του. Υποστηρίζοντας με πάθος έναν καλύτερο κόσμο, συνέθεσε την τοιχογραφία του μεσοπολέμου και του μεταπολέμου, στο αυτοβιογραφικό κυρίως Τότε που ζούσαμε, αλλά και στα Νερά και χώματα και άλλα πολλά.


Κι εδώ "η άλλη πλευρά του λόφου". Ένα εξαιρετικό ποίημα του σύγχρονού μας Ηλία Λάγιου για τον μεγαλύτερο ποιητή του ποδοσφαίρου:

ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΠΕΡΧΟΜΕΝΟΥ ΝΤΡΙΜΠΛΕΡ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ

Στη δίψα μου ονειρεύομαι τον Ντιέγκο,
νεροσυρμή στην εσχατιά του πόνου·
με τον Μακρή, τη Νοταρά, τον Βέγγο.
Ένας χωριάτης, πάνω στου ημιόνου
την πλάτη, με την έλλαμψη του μόνου
Έλληνος, που θα χτίσει Παρθενώνα.
Να θεωρή με την πίκρα του αυτοκτόνου
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Θολωμένο και γύφτικο το μάτι·
το εναρκτήριο λάκτισμα δικό του
σ' όλα της Γης τα μήκη και τα πλάτη.
Να κουβαλά τα φτωχικά του Νότου
στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του.
Ως τέλειωνε της θλίψης τον αγώνα
τον είδα: είχε κακό το ριζικό του
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Εκεί, στη μακρινότατη Αρτζεντίνα
η οδύνη του είναι η οικεία μας οδύνη
(κάπου στο Μετς, Μουσούρου, στην Αθήνα).
Μ' απόκαμε η ψυχούλα και της δίνει
παρηγοριά ψυχρή την κοκαΐνη.
Α! στην οθόνη κλίναμε το γόνα,
λέγοντας: ας χαρή λίγη γαλήνη
το περιστέρι ο Ντιέγκο Μαραντόνα.


Ο Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα στα 1948, μεγάλωσε στο Ναύπλιο, σπούδασε Φαρμακευτική στην Αθήνα και στις 5 Οκτωβρίου του 2005, στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, υπέκυψε στα τραύματα που του προκάλεσε η πτώση του από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Άφησε πίσω του μια απορία για τον θάνατό του (να πρόκειται άραγε για αυτοχειρία;)και την αίσθηση πως υπήρξε ο σπουδαιότερος ποιητής της γενιάς του. Αντί άλλης πολυλογίας μου μεταφέρω εδώ ένα κείμενο του φίλου του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη δημοσιευμένο στο περιοδικό "Αντί":

Κάναμε παρέα, στενή, πολύ στενή, κοντά μιάμιση δεκαετία, και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα γέλια, πάντα βροντερά, και τα κλάματα, πάντα γοερά, αυτών των δεκαπέντε χρόνων. Ο William S. Burroughs είχε πει για τον Brion Gysin ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο θα μπορούσε ευθαρσώς να πει ότι τον σεβόταν. Το έχω πει, πολλές φορές, σε φίλους, σε καφενεία, όχι κατ’ ανάγκην κακόφημα, και σε μπαρ, στα οποία πολλοί ευυπόληπτοι Αθηναίοι δεν έχουν πατήσει το πόδι τους ποτέ, ότι ο φίλος μου, ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, είναι ο μόνος άνθρωπος που σεβάστηκα. Και φαντάσου, αναγνώστη, ότι στη διάρκεια των κάπου πέντε χιλιάδων εικοσιτετραώρων της φιλίας μας, από τα οποία καμιά τριακοσαριά τα περάσαμε στην ίδια κάμαρα, στο σπίτι μου, στην Κυψέλη, στην οδό Σύρου, ήπιαμε την αξία πάνω από δύο διαμερισμάτων σε ουίσκι, βότκες, ούζα, κρασιά, τεκίλες, και μπίρες, μας δόθηκαν, με εβδομάδες ή άλλοτε μήνες, και σε μία περίπτωση με χρόνια, διαφορά, μερικές πανέμορφες και γενναίες κοπέλες, διαβάσαμε, τουλάχιστον μία φορά, τα έργα του Μεγάλου Βάρδου, διανύσαμε πολλές εκατοντάδες φορές πεζοπορώντας και μιλώντας βραχνά την απόσταση Κυψέλη-Καλλιδρομίου, σπάσαμε κάμποσα ποτήρια, σταχτοδοχεία, βάζα, καρέκλες, προσφέραμε ο ένας στον άλλον πάμπολλα potlatch (στυλό διαρκείας μάρκας Parker, αναπτήρες Zippo, αλλά και Bic, μπλούζες, κασέτες, κασκέτα, και, φυσικά, βιβλία βιβλία βιβλία), παίξαμε άπαξ σκάκι στο «Πανελλήνιον», μια παρτίδα αλλόκοτη λόγω προκεχωρημένης μέθης, κάναμε καντάδες, μεταξύ άλλων, στην Άννα (αντάρτικα, οι αθεόφοβοι!), στην Μαριάννα (λαϊκά), στην Δηώ (ελαφρά), συνεργαστήκαμε στην τελική σύνθεση και στην έκδοση της Έρημης Γης, κάναμε δεκάδες φάρσες, όχι πάντα καλόγουστες, όχι πάντα ευγενικές, είδαμε φίλους μας να αναχωρούν για τους Λειμώνες τ’ Ουρανού (τον Βακαλόπουλο, τον Μπαλή, τον Μιχαηλίδη, τον Τζουράκη, ω Χρήστο, ω Νικόλα, ω Σταμάτη, ω Ανδρέα, αθάνατοι!), αφήσαμε εμβρόντητους κάποιους πιτσιρικάδες φίλους μας όταν στου «Γλυκύ» αρχίσαμε να μιλάμε με τη δέουσα παθιασμένη σοβαρότητα για τον στρατάρχη Γκουντέριαν και για την Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου του Ουίνστον Τσόρτσιλ, διαφωνήσαμε έως παρ’ ολίγον ξυλοδαρμού για κοινωνικά, πολιτικά και λογοτεχνικά ζητήματα, περάσαμε όλους τους καύσωνες στην Αθήνα (ω Βεϊκου, ω Ουίλιαμ Κινγκ!), κάναμε παρέα όχι μονάχα με τον Κακουλίδη αλλά και με τον Βλαβιανό, φάγαμε και ήπιαμε όχι μονάχα με τον Αρανίτση αλλά και με τον Βαγενά, μπεκρουλιάσαμε όχι μονάχα με τον Γουδέλη αλλά και με τον Τριάντη, καταφύγαμε όχι μονάχα σε μπουζουκομάγαζα αλλά και σε απαστράπτοντα εστιατόρια, χορέψαμε ξανά και ξανά και ξανά ζεϊμπέκικους, βαλς, τάνγκο, αλλά και με τις ώρες τον Χορό του Αλοζανφάν, στις 10 Απριλίου του 1993, αναστατώνοντας τη γειτονιά, καλύψαμε ο ένας τον άλλον πλειστάκις όταν του ενός ή του άλλου η ευφρόσυνη αφροσύνη χτύπαγε κόκκινο, ζήσαμε επί πιστώσει πολλούς απανωτούς μήνες, κουμπαριάσαμε ένα σωρό φορές αλλά μονάχα στα λόγια και ποτέ στην πράξη, τάξαμε γάμους σε τουλάχιστον δέκα εύμορφες, κάναμε ένα μάλλον επικίνδυνο μικροσκάνδαλο στην κηδεία ενός λαοφιλέστατου πολιτικού ηγέτη, δίχως ευτυχώς να ποδοπατηθούμε από το σαστισμένο πλήθος, καταστρώσαμε το σχέδιο συγγραφής ενός βιβλίου αφιερωμένου στους πατεράδες μας, το οποίο όμως ποτέ δεν στρωθήκαμε να γράψουμε, είπαμε εκατοντάδες ανέκδοτα, μας γέμισε τα ποτήρια πάλι και ξανά η Αφροδίτη, μας πρόσφερε ουίσκι πάλι και ξανά η Μάρθα, μας φίλεψε πάλι και ξανά η Μαρία, απείλησε να μας ξεκάνει πάλι και ξανά η Μάγδα, καπνίσαμε πέντε καπνοβιομηχανίες, διαβάσαμε τουλάχιστον πεντακόσια βιβλία από κοινού και χιλιάδες ο καθένας μόνος του, γλεντήσαμε με τον Κοροβέση και με τον Παπαγιώργη και με τον Λεοντάρη και με τον Ροζάνη, εγκωμιάσαμε το φιλμικό western, το noir μυθιστόρημα, τον Παναθηναϊκό της δεκαετίας του εξήντα, τον ακραιφνή επαναστάτη Άγι Στίνα, τον αγέρωχο ποιητή Dylan Thomas, τον μεγάλο κινηματογραφιστή Νίκο Φατούρο, την ανοξείδωτη θεά Άννα Φόνσου, το έξοχο ουζομεζεδοπωλείον «Μετέωρα», μαγειρέψαμε αναρίθμητες φορές για φίλους και φίλες, ήπιαμε και ξαναήπιαμε και δώσ’ του πάλι ήπιαμε, και κάτω, Λάγιο μου, όχι, κάτω, Ηλία μου, δεν το βάλαμε ποτέ!



"Our Out" ή Περί Εγγλέζων εν Ελλάδι


Ανάμεσα στους ποδοσφαιρικούς όρους ο πιο ανεξιχνίαστος είναι εκείνος του "αράουτ". Το "γωνιαίον λάκτισμα" και η "επανορθωτική περιοχή" έχουν από καιρό μετονομαστεί σε "κόρνερ" (προφανώς προερχόμενο από τον αγγλικό όρο) και "μεγάλη περιοχή" (προφανέστερα για να απλουστευθούν τα πράγματα). Το αράουτ όμως, εις πείσμα της άγνωστης ετυμολογίας του, ανθίσταται ακόμη.
Ο μύθος έχει δύο εκδοχές που διαφέρουν μόνο ως προς τη χρονολογία γέννησης του όρου.
Η πρώτη λέει πως όταν το ποδόσφαιρο πρωτοπαίχτηκε στην Ελλάδα από τα πληρώματα των εγγλέζικων πλοίων που ναυλοχούσαν στο λιμάνι του Πειραιά, οι ντόπιοι άκουγαν τους Άγγλους ναυτικούς να φωνάζουν "our out" όποτε η μπάλα έβγαινε πλάγιο, διεκδικώντας το για λογαριασμό της ομάδας του ο καθένας . Το "our out" στ' αυτιά και στη γλώσσα τον Ελλήνων έγινε πολύ γρήγορα "αράουτ" και έτσι καθιερώθηκε.
Η δεύτερη εκδοχή λέει ακριβώς τα ίδια μόνο που μεταθέτει τη δημιουργία του όρου στην εποχή της δεκαετίας του 1940, όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο στην Ελλάδα πάλι οι Άγγλοι. Φυσικά αυτοί δεν ήταν πια ναυτικοί, αλλά φαντάροι του εγγλέζικου στρατού που στα χρόνια των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου είχαν πλημμυρίσει τη χώρα και φυσικά δεν παρέλειπαν να παίζουν μπάλα...