Η "Αστραπή" κι ο "Κεραυνός", η "Θύελλα" κι η "Φόρεστ"...

Ήταν οι ομάδες που φτιάχναμε σαν πιτσιρίκια. Εκείνες δηλαδή στις οποίες άρχισε και τελείωσε η καριέρα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων ποδοσφαιριστών. Άρχισε γύρω στα 12-13 όταν αγόρασαν -ρεφενέ συνήθως- μια δερμάτινη μπάλα (μόνο για τους"επίσημους" αγώνες) και τέλειωσε λίγο πάνω-λίγο κάτω από τα 16, όταν άρχισαν να ασχολούνται με τη μουσική ή με κανένα στρογγυλοφάναρο εξάβολτο "παπί" ή με κανένα τσιγαράκι στην καβάτζα ή με μισό μπουκάλι μπύρα ή με τη συμμαθήτρια του τρίτου θρανίου ή με όλα αυτά μαζί... Οι μαρκετίστες της δεκαετίας του 1980 (ναι, υπήρχαν και τότε, απλώς δεν κατείχαν ακόμα το αλάθητο πάπα) θα ήξεραν σίγουρα πως με τα πρώτα του χρήματα ένα παιδί αγόραζε μια μπάλα, με τα δεύτερα ένα φορητό στέρεο με διπλή κασέτα για να γράφεις τις δικές σου και με τα τρίτα το εξάβολτο παπί. Τέλος! Μετά γινόσουν άντρας Όχι όλοι βεβαίως. Υπήρξαν κι εκείνοι που έμειναν πάντα νέοι μετατρέποντας  το παπί σε δυομισάρι εντουράκι και αργότερα σε "μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού" (από αυτές που διαφεύγουν οι ληστές όπως λένε στα ρεπορτάζ). Υπήρξαν οι άλλοι που έκαναν το κασετόφωνο στερεοφωνικό ή κιθάρα ή ντραμς μένοντας πάντα έφηβοι. Και βέβαια υπήρξαν και κάποιοι που δεν ξεκόλλησαν ποτέ απ' τη  μπάλα και είναι ακόμα παιδιά.

Η παιδική ομάδα γεννιόταν από τη στιγμή που στην πλατεία, το δρόμο ή την αυλή του σχολείου κάποιος έριχνε την ιδέα και αποφασιζόταν "να φτιάξουμε ομάδα". Όμως η επίσημη ημερομηνία ίδρυσης -κάτι σαν την αναγνώριση από το πρωτοδικείο για τα κανονικά σωματεία - ήταν εκείνη της ημέρας όπου , αφού είχαμε μαζέψει με πολύ κόπο και διαρκή έρανο τα απαραίτητα χρήματα, αγοράζαμε φανέλες! Αυτές λόγω περιορισμένων οικονομικών ήταν συνήθως από άθλιο συνθετικό ύφασμα και στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ήταν λευκές ή γαλάζιες ή και τα δύο μαζί. Η επιλογή των χρωμάτων δεν ήταν τυχαία. Ουσιαστικά το μπλε και το άσπρο αποτελούσαν τον μόνο εφικτό και ανεκτό από όλους συμβιβασμό. Τα "εθνικά" άλλωστε χρώματα δεν έθιγαν ούτε τους ολυμπιακούς, ούτε τους παναθηναϊκούς, ούτες ΑΕΚτζήδες, ΠΑΟΚτζήδες ή "αρειανους" ποδοσφαιριστές της ομάδας.
Ακολούθως έπρεπε να διαλέξουμε αριθμό. Διότι ποδοσφαιρική εμφάνιση χωρίς νούμερα θα ήταν ασυγχώρητος ερασιτεχνισμός, σαν να παίζαμε στην πλατεία, ενώ τώρα που "είχαμε φτιάξει ομάδα", αλλάζαμε επίπεδο. Διαλέγοντας νούμερο παίρναμε τη φανέλα σπίτι μας, διότι πού χρήματα για καθαριστήριο, ενώ στο σπίτι τις έπλεναν οι μανάδες, με τη μόνιμη απορία τους: "καλά στις λάσπες πάτε και κυλιέστε;".


Ύστερα έπρεπε να βαφτιστεί ο σύλλογος. Εδώ είχαν την τιμητική τους τα στοιχεία της φύσεως. "Αστραπη", "Κεραυνός", "Θύελλα" ήταν τα επικρατέστερα, αλλά θα συναντούσες ενίοτε και κανέναν "Τυφώνα" ή κάποια "Σπίθα". Η βροχή, το χιόνι, το χαλάζι ή η ξαστεριά δεν συγκινούσαν κανέναν και παροδόξως το ίδιο αδιάφορους μας άφηνε η βροντή και το αστροπελέκι.
Άλλη σημαντική δεξαμενή αντλήσεως ονομάτων ήταν -κατά μίμηση βεβαίως των ομάδων των μεγάλων- οι διάφορες "Ενώσεις", "Σύνδεσμοι", "Όμιλοι" κ.λπ. Έτσι γεννήθηκε η "Αθλητική Ένωση Άνω Πλατείας" ή ο "Σύνδεσμος Φιλάθλων Περιβολακίου" ή ο "Ποδοσφαιρικός Όμιλος της Τάδε Γειτονιάς". Φυσικά δεν έλειπαν και οι τίτλοι-ιδεολογήματα που εξέφραζαν υψηλά ιδανικά όπως η "Ομόνοια Διασταύρωσης" και η "Αναγέννηση Λεωφόρου" ή δυναμισμό όπως η "Νίκη Οδού Καράμπαμπα" ή έστω κάτι το ένδοξο σαν την  κραταιά "Δάφνη Κάτω Πεζοδρόμου".
Τέλος οι μεγάλοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι της Ευρώπης έδιναν κι εκείνοι ένα χεράκι στις εμπνεύσεις μας περί την ονοματοδοσία. Την δική τους λαμπρή ιστορία στο παιδικό ποδόσφαιρο έγραψαν ομάδες σαν την "Ρεάλ Κάτω Πλατείας", τη "Φόρεστ Βουναλακίου" , την "Εσπανιόλ Μελιγαλά" και την "Άιντραχτ Πετραλώνων".

Ύστερα οργανωνόταν το "σταφ" της ομάδας. Ο προπονητής ήταν συνήθως μια ή δύο τάξεις μεγαλύτερος στο σχολείο για να εμπνέει τον σεβασμό, να διδάσκει ποδόσφαιρο με την πλούσια πείρα του και να μπορεί να σου ρίξει και καμιά φάπα αν δεν σου άρεσε που σ' έκανε αλλαγή. Ο γιατρός δεν ήταν λιγότερο απαραίτητος. Τις περισσότερες φορές κέρδιζε την θέση ο μικρότερος άμπαλος αδελφός του μπαλαδόρου της ομάδας. Κυκλοφορούσε πάντα με το βαλιτσάκι του που απαραιτήτως περιείχε τσιρότα, βαμβάκι, οινόπνευμα και το ικανόν διά πάσαν νόσον "κόκκινο". Ψυκτικό δεν υπήρχε, αντ' αυτού γέμιζε ένα μπουκάλι με νερό και στο άδειαζε στο τραυματισμένο σημείο του ποδιού.
Μια καλά οργανωμένη ομάδα όφειλε να έχει και πρόεδρο, καθώς και ένα άλλοτε ευρύ, άλλοτε περιορισμένο διοικητικό συμβούλιο. Πάλι μια-δυο τάξεις μεγαλύτεροι, για να μπορούν να επιβάλουν δια της πειθούς ή και διά της βίας αν χρειαστεί τις αποφάσεις τους, που αφορούσαν στις μεταγραφές κυρίως και στην επιλογή προπονητού που ως επί το πλείστον ήταν ο κολλητός τους. Στα έτη που το σωματείο ευημερούσε κερνούσαν μετά τους νικηφόρους αγώνες τις κόκα κόλες.

Στο τέλος βρίσκαμε γήπεδο. Αυτό θεωρητικά ήταν το ευκολότερο μια και χρησιμοποιούσαμε έτσι κι αλλιώς τους χώρους που είχαν παγιωθεί σαν γήπεδα. Την πλατεία της εκκλησίας ή ένα ελεύθερο οικόπεδο ή μια οποιαδήποτε άλλη πλατεία. Όμως κάθε ομάδα έπρεπε να έχει το δικό της. Κάποιοι χώροι μάλιστα ήταν τόσο εξαιρετικοί που έπαιζαν το ρόλο του Γουέμπλεϊ. Τους χρησιμοποιούσαμε μόνο στον Τελικό Κυπέλλου.  Κι εδώ όμως χωρούσε φαντασία. Για παράδειγμα ένα πάρκινγκ που λειτουργούσε μόνο τις καθημερινές γινόταν ιδανικός χώρος και καυτή έδρα τα σαββατοκύριακα που άδειαζε από αυτοκίνητα.

Όλα πια ήταν έτοιμα για να ξεκινούσουν οι επίσημες διοργανώσεις. Τις περισσότερες φορές άρχιζαν στις αρχές Οκτωβρίου μετά από μια περίοδο φιλικών παιχνιδιών που κρατούσε από τις αρχές Σεπτεμβρίου, δηλαδή από το άνοιγμα των σχολείων και την επιστροφή απ' τις διακοπές. Είναι γεγονός πανθομολογούμενον πως τα παιδικά πρωταθλήματα είχαν ανακαλύψει ήδη από τα χρόνια της δεκαετίας του 1980 (πιθανώς δε και πολύ νωρίτερα) το σύστημα που εφαρμόζεται σήμερα στην Αργεντινή, με "Απερτούρα" και "Κλαουζόυρα". Πρακτικά αυτό σημαίνει πως υπήρχαν δύο πρωταθλήματα ανά σεζόν (και φυσικά δύο Κύπελλα). Το πρώτο διαρκούσε μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων και το δεύτερο, πάλι μετά από μία περίοδο φιλικών αγώνων μέσα στον Ιανουάριο, ξεκινούσε τον Φλεβάρη και πήγαινε μέχρι το κλείσιμο των σχολείων. Γινόταν κανονική κλήρωση για το πρόγραμμα, το ίδιο γινόταν και για το Κύπελλο, μαζεύονταν χρήματα ρεφενέ από όλες τις ομάδες και αθλοθετούντο έπαθλα και μετάλλια, ενώ πάντα βρισκόταν και κάποιος ή κάποιοι -επίσης ελαφρώς μεγαλύτεροι- που έπαιζαν διαιτητές και η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα τι γούστο έβρισκαν σ' αυτό... Περί ορέξεως όμως... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου