Το "σκροπ" και το "μελέ". Ετυμολογικόν Λεξικόν της Νέας Ποδοσφαιρικής...

Λέει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο πως το ποδόσφαιρο πλέον δεν είναι το ίδιο το παιχνίδι, αλλά ό,τι λέγεται γύρω από αυτό. Αυτό το «ό,τι λέγεται» δημιουργεί μια γλώσσα που είναι σχεδόν αποκλειστικά ποδοσφαιρική. Ένα ξεχωριστό «κλαδικό» ιδίωμα που διαμορφώνεται μέσα στο γήπεδο, γύρω απ’ αυτό στις κερκίδες ή μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης, στις αίθουσες σύνταξης των αθλητικών εντύπων, στις πλατείες, στα καφενεία, στους χώρους δουλειάς και όπου άλλου γίνεται λόγος για ποδόσφαιρο.




Το ποδοσφαιρικό ιδίωμα έχει κάποια δικά του χαρακτηριστικά που το καθένα ξεχωριστά μπορεί να υπάρχει και σε άλλες ειδικές διαλέκτους, αλλά όλα μαζί βρίσκονται μόνο στη μπάλα. Νά μερικά:


Η ποδοσφαιρική γλώσσα είναι κυρίως αντρική. Λίγες γυναίκες κατέχουν να την χρησιμοποιήσουν σωστά. Οι γυναίκες συνήθως εμπεδώνουν και χρησιμοποιούν ποδοσφαιρικούς όρους και κοινούς τόπους με μια σχετική χρονοκαθυστέρηση, όταν πια αυτοί είναι παρωχημένοι και σχεδόν εκτός χρήσης. Θα πουν για παράδειγμα σήμερα πως μια ομάδα είναι «κουρέλα» ή «κουρέλες» , παρ’ ότι αυτή η κλασική έκφραση ποδοσφαιρικής απαξίωσης λεγόταν το πολύ μέχρι τα χρόνια της δεκαετίας του 1980 και δύσκολα θα την ακούσεις πια. Οι γυναίκες επίσης έχουν στο νου τους πολύ διαφορετικές νοηματοδοτήσεις για κάμποσους ποδοσφαιρικούς όρους. Το «τετ α τετ» σημαίνει για αυτές απλώς ενώπιος ενωπίω ή ακόμα πολύ συχνά «τρυφερό τετ α τετ», δηλαδή ρομαντική συνάντηση κάτω από μια ομπρέλα στη βροχή ή δίπλα στη θάλασσα ή οπουδήποτε εξίσου ρομαντικά, ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους. Δύσκολο να πάει στο μυαλό τους ότι ο όρος στο ποδόσφαιρο περιγράφει τη στιγμή που ένας επιτιθέμενος βρίσκεται μόνος με τη μπάλα στα πόδια μπροστά στον αντίπαλο τερματοφύλακα. Έντονη στιγμή, αλλά όχι ακριβώς ρομαντική.

Η ποδοσφαιρική γλώσσα δεν φοβάται τα δάνεια. Για την ακρίβεια δανείζεται τα πάντα από σχεδόν παντού. Στην ελληνική ποδοσφαιρική αργκό έχουμε εκφράσεις αγγλικές σαν το «τάκλιν» την «ντρίμπλα» ή «ντρίπλα» ή «τρίπλα», το «πέναλτι», το «κόρνερ», το «άουτ», το «κοντρόλ», το «οφσάιντ» και πάει λέγοντας. Το χαρακτηριστικό τους είναι πως σχεδόν όλες έχουν παραφθαρεί. Ακραίο παράδειγμα το «αράουτ» που σημαίνει το πλάγιο άουτ και προέρχεται από την αγγλική έκφραση «our out», που στα αυτιά των Ελλήνων άλλαξε ήχο και νόημα. Έχουμε βέβαια και γαλλικές, όπως η «ρεβάνς» ή το «ντεμί βολέ» και το «πλασέ» ή τα «καρέ», το «κουντεπιέ» ή «κουτουπιέ». Ακόμα ισπανικές όπως το «μουντιάλ» ή ιταλικές σαν το «φάλτσο» ή «σφάλτσο». Έχουμε τις πορτογαλικές, εκ Βραζιλίας ορμώμενες, καταλήξεις -ίνιο και -άιο. Άλλες φορές για καλό όπως το «Ντεμίνιο» που εκθείαζε την τεχνική κατάρτιση του Ντέμη Νικολαΐδη, άλλες για κακό όπως οι ων ουκ έστι αριθμός «πατσαβουράιο» που πέρασαν -συνήθως ως ξένοι ποδοσφαιριστές- από τις ελληνικές ομάδες. Συνώνυμο του «πατσαβουράιο» είναι το «παλτό» λέξη γαλλικής καταγωγής εισηγμένη στην Ελλάδα, που στην κανονική ζωή σημαίνει το συγκεκριμένο ρούχο, αλλά στην ποδοσφαιρική τον παίκτη «πατσαβουράιο» που όμως πληρώθηκε πολύ ακριβά η μεταγραφή του. Πάντως η παραφθορά παραμένει μια από τις σταθερότερες συνθήκες του ποδοσφαιρικού λεξικού. Ο τερματοφύλακας γίνεται «πορτιέρο» κατά παραφθορά του ιταλικού «πορτιέρε» και του ισπανικού «πορτέρο», ο επόπτης γίνεται «λάισμαν» αντί του σωστού αγγλικού «λάινσμαν» και για κάποιον παντελώς ανεξήγητο λόγο το χτύπημα «ντροπ» γίνεται «σκροπ».

Υπάρχουν όμως δάνεια και από άλλους χώρους. Λέξεις όπως «στρατηγική», «τακτική», «επίθεση», «άμυνα», «πολιορκία», «βολίδα»,  «πλευροκόπηση», «πτέρυγες» και «άξονας», «αερομαχίες» και «σφυροκόπημα» θυμίζουν περισσότερο πολεμικό εγχειρίδιο παρά παιχνίδι και όμως είναι από τις συνηθέστερες εκφράσεις στην περιγραφή ενός αγώνα.

Από τον ιππόδρομο έχουν δανειστεί οι ποδοσφαιρόφιλοι το επίρρημα «μακράν». Έτσι μια ομάδα είναι «μακράν» καλύτερη από την άλλη ή ένας προπονητής «μακράν χειρότερος από τον αντίπαλο συνάδελφό του, όπως ο ίππος «Μπράουν Σέρι» προηγείται «μακράν» στην κούρσα.

Μια ακόμα συχνή περίπτωση είναι να χρησιμοποιείται το μέρος του σώματος με το οποίο έρχεται σε επαφή ο ποδοσφαιριστής με τη σφαίρα για να δηλώσει τη συγκεκριμένη τεχνική. Έχουμε λοιπόν το «τακουνάκι», τον «μύτο», την «κεφαλιά» κ.λπ. Με ανάλογο τρόπο στην ποδοσφαιρική ορολογία το «δοκάρι» δεν είναι το συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά ένα σουτ που καταλήγει στο «δοκάρι» του τέρματος. Το δε «τέρμα» δεν είναι το τέλος, ούτε η «εστία» είναι το σπίτι ή η θέση της φωτιάς. Και τα δύο είναι εκείνα που γνωρίζουμε εκ του αγγλικού ως «γκολπόστ».

Παρά ταύτα υπάρχει και μια κατηγορία ποδοσφαιρικών λέξεων με εντελώς άγνωστη ετυμολογία; Κι αν μπορούμε να υποθέσουμε το μηχανισμό δημιουργίας και την προέλευση λέξεων σαν τη «γκέλα» ή το «γέμισμα» ή τη «γιόμα» ή το «γιοματάρι» ή την «κουτούπα», από που να προέρχεται άραγε το «νταμπάο», η «ώμα», το «τσαφ», το «μελέ»;

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι παίχτες. Μπορεί να είναι «παιχτάκια», «παιχτρόνια», «παιχταράδες» ή «παίχτουρες» ή «παιχτούρες» ή «παιχτούρια», το γένος του ουσιαστικού το διαλέγει ο καθένας κατά βούληση.

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι διαιτητές που λέγονται και «ρέφερι» εκ του αγγλικού και «κόρακες» ή «κοράκια» διότι παλαιότερα φορούσαν μόνο μαύρα και αν έσφαλαν πού και πού άκουγαν κάποιον απ΄ την κερκίδα να τους καταριέται: «Μπα που να μη βγάλεις τα μαύρα από πάνω σου, κοράκι!!!»

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι προπονητές, που λέγονται «κόουτς» εκ του αγγλικού και παλαιότερα λέγονταν και «μάνατζερ» όρος που ακόμα στη Βρετανία δηλώνει τον προπονητή. Σήμερα καμιά φορά θ’ ακούσουν να τους λεν και «μίστερ», ενώ οι εφημερίδες τους αναφέρουν συχνά ως «στρατηγούς» όταν η ομάδα τους πάει καλά ή απλώς με το επώνυμό τους στην αντίθετη περίπτωση.

Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν οι φίλαθλοι, που λέγονται συνήθως «οπαδοί», αλλά που είναι κυρίως «λαός». Ο «υπέροχος λαός» και ο «δωδέκατος παίχτης», όταν δεν είναι «οι λίγοι θερμοκέφαλοι» ή οι «λίγοι ανεγκέφαλοι».

Στο ποδόσφαιρο όμως υπάρχει κι η μπάλα. Βρίσκεται εκεί ψηλά, θεοποιημένη και απόμακρη, γι αυτό ο ποδοσφαιρόφιλος αποφεύγει και να την ονοματίσει και γι αυτό η σχετική ορολογία είναι γεμάτη από εκφράσεις όπου δεν αναφέρεται, αλλά εννοείται, πάντα με το δέος που αρμόζει να έχουν οι κοινοί θνητοί για Εκείνη. Έτσι ένας παίχτης «την κατέχει», ένας άλλος «δεν την τζανάει», ένας τρίτος «της πατάει μία» κι ένας τέταρτος δεν "τη βρίσκει". Μια καλή ομάδα «την κρύβει», ενώ μια κακή «την σκάει» ή «την ξεφουσκώνει». Ο καλός τεχνικά ποδοσφαιριστής «την χαϊδεύει» ο ακόμα καλύτερος «την κολλάει», ο κάλλιστος μάλιστα «την κολλάει στο κορδόνι». Κάποιος εξαιρετικός επίσης «της μιλάει» και όλοι μαζί τη λατρεύουν...

2 σχόλια:

  1. Μπράβο ρε φίλε, πολύ τη χάρηκα την ανάρτηση αυτή.

    Δημήτρης Φύσσας
    d.fyssas@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το "τσαφ" προέρχεται μάλλον από την ορολογία του μπιλιάρδου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή