Με αφορμή το μουντιάλ

Τα πρώτα παιχνίδια των ομίλων της τελικής φάσης του Παγκόσμιου Κυπέλλου τέλειωσαν με το Ισπανία-Ελβετία. Αντίθετα από όλες τις προβλέψεις η Ελβετία κέρδισε με 1-0. Συνολικά σε αυτή την πρώτη αγωνιστική, στην κατά τεκμήριο - μαζί με το ευρωπαϊκό Τσάμπιονς Λιγκ - χαρακτηριστικότερη για τη κατάσταση του ποδοσφαίρου διοργάνωση στον πλανήτη, διαπιστώνεται μάλλον μια αδυναμία εκείνου που ως τώρα εθεωρείτο «καλό» ποδόσφαιρο, να παράγει θετικά αποτελέσματα για τις ομάδες που το κατέχουν. Το θέμα είναι μεγάλο και δεν είναι μόνο ζήτημα τακτικής προσέγγισης του ποδοσφαίρου, αλλά μάλλον γενικότερης φιλοσοφίας του παιχνιδιού.

Μια μικρή αναδρομή: Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με πρώτες διδάξασες τις ολλανδικές ομάδες και την εθνική της χώρας το ποδόσφαιρο άρχισε να περνάει από την κυριαρχία των ατομικών δεξιοτήτων των παικτών σε εκείνη της συνολικής συμπεριφοράς της ομάδας. Η ατομική τεχνική χάνει τη σημαίνουσα θέση της. Σταδιακά αλλά ξεκάθαρα αντικαθίσταται από την ατομική τακτική προσανατολισμένη κι αυτή με τη σειρά της στην εξυπηρέτηση των ομαδικών επιδιώξεων. Σε τελική ανάλυση λοιπόν όλοι οι ποδοσφαιριστές κρίνονται από το πόσο χρήσιμοι είναι στα πλαίσια του σχεδιασμού της ομαδικής τακτικής. Φεύγουμε πια από την εποχή που ο τάδε κυνηγός ή ο δείνα μέσος έπρεπε για να κάνουν μεγάλη καριέρα να ξέρουν ποδόσφαιρο και γίνεται πολύ σημαντικότερο να ξέρουν ΠΩΣ παίζεται το ποδόσφαιρο.

Η μεταβολή βεβαίως δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ομάδες όπως η παγκόσμια πρωταθλήτρια Αργεντινή του 1978 υπήρχε χώρος για το ατομικό ταλέντο παικτών σαν τον Αρντίλες ή τον Μάριο Κέμπες, ούτε βέβαια ότι στην πρωταθλήτρια του 1982 Ιταλία μπορούσε να χωρέσει η ποδοσφαιρική κατάρτιση του Μπρούνο Κόντι. Φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι στα 1986 ο Ντιέγκο Μαραντόνα, μεγαλύτερος «μπαλαδόρος» όλων των εποχών κατέκτησε σχεδόν μόνος του το παγκόσμιο κύπελλο.

Μετά τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία. Νομίζω πως ορόσημο στην τελευταία και δραστικότερη αλλαγή των ποδοσφαιρικών πραγμάτων προς όφελος της ομαδικής και υποομαδικής τακτικής και προς ζημίαν της ατομικής τεχνικής, είναι μια ομάδα: η Μίλαν του Αρίγκο Σάκι και των τριών Ολλανδών, Γκούλιτ, Ράικαρντ, Φαν Μπάστεν, των πρώτων δηλαδή παικτών που αν και ταλαντούχοι βεβαίως και τεχνικά κατηρτισμένοι, επιλέγονται και συμμετέχουν σε μία ομάδα όχι με κριτήριο το ταλέντο τους, αλλά το πόσο μπορούν να ενσωματώσουν αυτό το ταλέντο στις ανάγκες τις ομάδας. Με λίγα λόγια πόσο νερό μπορούν αν ρίξουν στο ταλέντο τους για να εξυπηρετήσουν το σύνολο.

Τότε πια φτάνει το ποδόσφαιρο να θεωρείται καλό όταν και μόνο όταν υποτάσσει το προσωπικό ταλέντο στις συλλογικές ανάγκες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το πρωτάθλημα της Ιταλίας είναι μια μικρογραφία παγκοσμίου πρωταθλήματος. Όλα σχεδόν τα μεγάλα αστέρια του διεθνούς ποδοσφαίρου αγωνίζονται εκεί. Στις μονομαχίες της Μίλαν του Σάκι με τη Νάπολι του Μαραντόνα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος καθρεφτίζεται η ουσία της σύγκρουσης ανάμεσα στο καινούριο που έρχεται να επιβληθεί και στο παλιό που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να επιβιώσει. Όταν στα 1988 η Μίλαν θα κερδίσει το πρωτάθλημα οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές της Νάπολι θα δηλώσουν: «Εμείς έχουμε τον Ντιέγκο, αυτοί έχουν το ποδόσφαιρο». Ένα χρόνο μετά στα 1989 η Νάπολι θα κατακτήσει το πρωτάθλημα πάλι (όπως και το 1987) και θα είναι αυτό το κύκνειο άσμα του ποδοσφαίρου που βασιζόταν στο ταλέντο των παικτών, του Μαραντόνα, του Καρέκα, του Αλεμάο. Ο προπονητής της Μίλαν, Αρίγκο Σάκι, έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Θυμάται κανείς εκείνον της Νάπολι; Λεγόταν Αλμπέρτο Μπιγκόν και αν δεν είχε κάνει ένα σύντομο και σχεδόν καταστροφικό πέρασμα από το Ολυμπιακό χρόνια μετά, φοβάμαι πως δεν θα είχαμε ακούσει ποτέ πια γι αυτόν. Βλέπεις η Μίλαν, παρά τα μεγάλα ονόματα που έπαιζαν στις τάξεις της έμεινε στην ιστορία σαν η Μίλαν του προπονητή, του Σάκι. Η Νάπολι δεν έπαψε ποτέ να είναι η Νάπολι του ποδοσφαιριστή, του Μαραντόνα. Να τι σημαίνει πέρασμα από την τεχνική στην τακτική!

Έτσι, για να γυρίσουμε στα παραδείγματα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, μπήκαμε στην εποχή που ο τελευταίος ποιητής του ποδοσφαίρου, ο Ρομπέρτο Μπάτζο, παρά τα ποιοτικότατα λεπτά συμμετοχής που είχε να δώσει όποτε έπαιζε, βρισκόταν μεταξύ ενδεκάδας και πάγκου στο Μουντιάλ του 1990 και τέσσερα χρόνια μετά στην Αμερική -αν και οδήγησε περίπου μόνος του την Ιταλία στον τελικό- ήταν ο πρώτος που έφευγε από την ενδεκάδα όταν η ομάδα χρειαζόταν να τρέξει. Ποιος ήταν προπονητής της Ιταλίας το 1994; Μα προφανώς ο Αρίγκο Σάκι...

Από εκεί και ύστερα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Όλες οι μεγάλες ομάδες σε συλλογικό ή εθνικό επίπεδο ακολούθησαν τη νέα ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Όσο μεγάλος ποδοσφαιριστής κι αν είσαι αν δεν μπορείς να ενταχθείς στην ομαδική τακτική, δεν κάνεις. Φυσικά τα τελευταία είκοσι χρόνια πέρασαν πολλά ταλέντα και σημαντικοί «τεχνίτες» από το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Τα ονόματα πολλά με πρώτο από όλα του Ζιντάν, αλλά και μια μακριά σειρά βραζιλιάνων, αργεντινών, αφρικανών, ευρωπαίων, ακόμα κι ασιατών ποδοσφαιριστών με προφανές ταλέντο, αλλά κυρίως με τη διάθεση και την ικανότητα να εντάξουν αυτό το ταλέντο στα συστήματα των προπονητών τους. Το κακό είναι πως δίπλα σε αυτούς υπήρξαν και πολλοί παίκτες εξίσου ή και περισσότερο ταλαντούχοι που δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο νέο παιχνίδι.

Διότι το νέο παιχνίδι απαιτεί πνευματικές, ψυχικές και φυσικές ικανότητες συνήθως διαφορετικές από αυτές που κατέχει ένα τυπικό ποδοσφαιρικό ταλέντο. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς γρήγορο, αυτό το παιδί ενδεχομένως να έχει ταλέντο για τον κλασικό αθλητισμό. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς δυνατό, αυτό το παιδί μπορέι να έχει ταλέντο για την άρση βαρών. Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που είναι απλώς ψηλό, αυτό το παιδί ενδεχομένως έχει ταλέντο για το μπάσκετ (αν και πολύ αμφιβάλλω αν και εκεί αρκεί μόνο το ύψος). Ποδοσφαιρικό ταλέντο δεν έχει ένα παιδί που απλώς έχει αντοχή στον πόνο, ενδεχομένως να έχει ταλέντο για την πυγμαχία. Ποδοσφαιρικό ταλέντο έχει εκείνο το παιδί που ξέρει καλά τα πράγματα που είναι δύσκολο να διδαχτούν (νομίζω άλλωστε πως αυτός πρέπει να είναι ο γενικότερος ορισμός του ταλέντου). Που ξέρει δηλαδή να χειρίζεται καλά τη μπάλα και που έχει σωστή νευρομυική συναρμογή.

Από την άλλη κανένα παιδάκι δεν πάει να παίξει μπάλα γιατί του αρέσει να τρέχει. Θα το κάνει όταν δεν μπορεί να ντριμπλάρει και θα το κάνει για να βρει κι αυτό μια θέση στην παρέα και στο παιχνίδι. Κανένα παιδάκι δεν πάει να παίξει μπάλα γιατί του αρέσει να μαρκάρει. Θα το κάνει γιατί δεν σουτάρει καλά και το μαρκάρισμα είναι ο μόνος τρόπος να του επιτρέψουν να συμμετέχει στον αγώνα. Να που όμως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο αξιολογώντας τα πάντα με βάση την ομαδική τακτική συμπεριφορά φτάσαμε να επικρατούν οι ποδοσφαιριστές που τρέχουν και μαρκάρουν, δηλαδή τα παιδάκια που δεν ήξεραν μπάλα...

Φυσικά αυτό βολεύει τους πάντες. Τους παράγοντες πρώτα απ’ όλα που σε ένα ποδόσφαιρο τέλειων μετριοτήτων έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρουν καλούς ποδοσφαιριστές πιόνια στην υπηρεσία μιας ομάδας και δεν ενδιαφέρονται πια για το αγωνιώδες κυνήγι του πρώτου βιολιού. Τους παράγοντες πάλι, αλλά και όλους τους υπόλοιπους που εμπλέκονται περιφερειακά στο οικονομικό σύστημα ποδόσφαιρο, διότι ο νέος τύπος ποδοσφαιριστή που ξέρει λίγη μπάλα, μπορεί να προσαρμοστεί στο σύστημα της ομάδας του και κυρίως έχει σπουδαία φυσική κατάσταση, είναι αναλώσιμος. Εύκολα δημιουργείται, εύκολα παίρνεις ό,τι έχει και -πάνω απ’ όλα αυτό- εύκολα αντικαθίσταται. Άρα το προϊόν ανανεώνεται συνεχώς, άρα πουλάει περισσότερο στους πολλούς.

Βολεύει ακόμα τους περισσότερους ποδοσφαιριστές που δεν έχουν ταλέντο (ταλέντο έχουν πάντα οι λίγοι προφανώς) αλλά στο σύγχρονο ποδόσφαιρο έχουν χώρο να ενταχθούν. Και φυσικά τους προπονητές που μετατρέπονται σε πραγματικούς πρωταγωνιστές του παιχνιδιού, με όλα τα οφείλη, οικονομικά και άλλα από αυτό. Το φετινό Τσάμπιονς Λιγκ το κατέκτησε η Ίντερ του Μιλίτο, του Σνάιντερ και του Τζανέτι ή η Ίντερ του Μουρίνιο; Για σκεφτείτε! Όμως και εκείνοι οι προπονητές που ασχολούνται με τις υποδομές, τα μικρά παιδιά, οι εκπαιδευτές του ποδοσφαίρου. Κι αυτοί βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση, διότι είναι εύκολο να διδάξεις τακτικές. Δύσκολο είναι να διδάξεις τεχνική και «ταλέντο». Ακόμα δυσκολότερο να διδάξεις το παιδί που έχει ταλέντο...

Όμως στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής αυτό που φαίνεται μέχρι τώρα είναι πως ο συγκεκριμένος τύπος προσέγγισης στο παιχνίδι είναι βαριά άρρωστος. Φαίνεται πως φτάνει σιγά-σιγά στα όρια του. Το ζήτημα δεν είναι καν το θέαμα που προσφέρει ή δεν προσφέρει. Το ζήτημα είναι πως δεν έχει πια την απόδοση που είχε κάποτε. Οι συντριπτικά περισσότερες ομάδες σ’ αυτό του μουντιάλ παίζουν με βάση το γράμμα της θεωρίας σωστό ποδόσφαιρο. Με τα οβερλάπινγκ τους, τα ένα- δύο τους, την γρήγορη και σωστή κυκλοφορία, τις διπλές πάσες τους, την εκμετάλλευση χώρου και όλα τα καλά. Όμως τα γκολ δεν έρχονται, ούτε κι οι νίκες. Διότι σε ένα ποδόσφαιρο που βασίζεται κυρίως στην φυσική κατάσταση, όσα οβερλάπινγκ κι αν κάνεις θα βρίσκεις τον γρήγορο και με αντοχές αμυντικό πάντα μπροστά σου.
Τα λίγα γκολ κι οι νίκες τελικά πως έρχονται; Κυρίως από στημένες φάσεις ή από λάθη, δηλαδή από εκείνες ακριβώς τις στιγμές του παιχνιδιού που ξεχωρίζουν τους καλούς απ’ τους κακούς ποδοσφαιριστές. Μια κοφτή σέντρα σε ένα φάουλ από τον ποδοσφαιριστή με το γλυκό πόδι, ένα καλό σουτ με εξωτερικό φάλτσο απ’ τον καλό σουτέρ ή -αντιθέτως- από ένα κακό κοντρόλ ενός αμυντικού.
Μήπως τελικά έχει φτάσει η ώρα να ξαναγυρίσουμε στο κανονικό ποδόσφαιρο;

Προπολεμικές αφηγήσεις του Κυρ Αχιλλέα

Αντιγράφω από συνέντευξη του Αχιλλέα Γραμματικόπουλου, στο Βήμα. Φυσικά όλοι γνωρίζουν πως ο κυρ Αχιλλέας υπήρξε προπολεμικώς τερματοφύλακας του Ολυμπιακού και της Εθνικής. "Έφυγε" πέρυσι σε ηλικία άνω των 100 , πάντα λεβέντης και διαυγής:



«Εγώ ήμουν αθλητής στίβου της Πειραϊκής από 12
χρόνων.Τερματοφύλακας έγινα από ένστικτο.Στην αλάνα
έπαιζα έξω δεξιά.Στα τρία κόρνερ ο αντίπαλος χτυπούσε τότε
πέναλτι.Λόγω αντανακλαστικών με έβαζαν κάτω από τα
δοκάρια. Καριέρα τερματοφύλακα ξεκίνησα το 1922 στην
πλατεία Αλεξάνδρας με τον Αρη.Στο Πασαλιμάνι με τον
Αήττητο έπαιζε ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος.Οποτε είχε ματς ο
Αρης, έπαιζα με τον Αρη.Οποτε είχε παιχνίδι ο
Αήττητος,καθόμουν κάτω από τα δοκάρια του Αήττητου.Φίλος
μου ήταν τότε ο Ντίνος ο Ανδριανόπουλος.“Ρε συ” μου λέει
κάποια μέρα “δεν έρχεσαι στο Φάληρο;”.“Στο Φάληρο” του
απαντάω “έρχομαι κάθε μέρα”.“Θα έρθεις” συνεχίζει “στον
Ολυμπιακό”.“Ωραία ομάδα έχει ο Ολυμπιακός,αλλά η δική μας
είναι καλύτερη” του λέω. “Ολα τα παιδιά είμαστε μια καλή
παρέα”...Αναγκάστηκαν τότε να δώσουν 800 δρχ.στον
Αρη,χωρίς εγώ να έχω δελτίο σε καμία ομάδα. Τα έδωσε ο
σύμβουλος του Ολυμπιακού Γιώργος Πατσαπέτρος.Κάπως έτσι
σε ηλικία 16 ετών βρέθηκα στον Ολυμπιακό το 1926,έναν
χρόνο μετά την ίδρυσή του.Προπονητή είχαμε τον
Τσεχοσλοβάκο τον Κόψιβα.Ηταν τερματοφύλακας στα νιάτα
του και ο πρώτος ξένος προπονητής που ήρθε στην
Ελλάδα .Παίζαμε τότε στο πρωτάθλημα Πειραιά.Εκτός από τον
Ολυμπιακό,καλές ομάδες ήταν τότε ο Εθνικός,ο Αρης και το
Μοσχάτο.

(...) Το 1930-31 που έγινε το πρώτο μεικτό πρωτάθλημα
Ελλάδας φθάσαμε στον τελικό με αντίπαλο τον Ηρακλή στη
Θεσσαλονίκη .Με ισοπαλία χάναμε το πρωτάθλημα.
Κατεβαίνουμε στο γήπεδο και μας κοπανάνε ένα γκολ,δύο γκολ
και η μπάλα στα έντεκα βήματα.Πέναλτι εις βάρος
μας.Παναγιά μου. Ερχεται ο Μαρμαρόπουλος με τον οποίο
είμαστε φίλοι και μου λέει “δύο και ένα τρία”.Πονηρά
σκεπτόμενος,παίρνω μια πέτρα και τη βάζω μπροστά στην
μπάλα.Σφυράει ο Ντούσκας,ο διαιτητής,σουτάρει ο
Μαρμαρόπουλος,μπαίνει η πέτρα γκολ και η μπάλα πηγαίνει
πάνω από τα δοκάρια.
Το ημίχρονο τελειώνει με τον Ηρακλή προηγούμενο 2-0.Πάμε
στην παράγκα που χρησιμοποιούταν για αποδυτήρια.“Ρε σεις”
τους λέω “πώς θα επιστρέψετε στον Πειραιά;Κοιτάξτε να
παίξετε μπάλα να τους κερδίσουμε”.Πράγματι,μπαίνουμε μέσα
και αρχίζουμε.Ενα,δύο, τρία γκολ υπέρ μας.Είμαστε στο
τελευταίο λεπτό του αγώνα και παίρνει την μπάλα ο
Καντιτσίρος ,ο οποίος έκανε τα 100 μ.σε 9΄΄,και έρχεται
καταπάνω μου.Την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στην
περιοχή, του φωνάζω ένα “ουου” και κάνω πλονζόν στα πόδια
του καπακώνοντας την μπάλα.Τελειώνει ο
αγώνας,πρωταθλητής ο Ολυμπιακός. Τότε γράφτηκε και ο
πρώτος ύμνος του Ολυμπιακού:“Παλικάρια διαλεχτά της νίκης
παιδιά/ Δύναμη τέχνη,ατσάλι καρδιά/ Ενα,δύο, τρία γκολ
παντού πανικός/ Θρίαμβος,νίκη,Ολυμπιακός”.

(...) Το 1934 δώσαμε τον πρώτο αγώνα για την προκριματική
φάση του Μουντιάλ,στο Μιλάνο με την Ιταλία.Από την Πάτρα
με το βαπόρι πήγαμε στο Πρίντεζι και από εκεί με το τρένο
Μπάρι ,Μπολόνια,Μιλάνο.Φθάσαμε δύο μέρες πριν. Στην
προπόνηση έρχεται ο κόουτς της Ιταλίας Βιτόριο Πότσο και
λέει χαριτολογώντας :“Την Κυριακή μη βάλετε αυτόν
τερματοφύλακα γιατί θα φάτε πολλά γκολ”.Παίζουμε την
Κυριακή και με πλακώνουνε στα σουτ.Πού να βάλουνε όμως
γκολ...Αν είχα λίγη τύχη,το πρώτο γκολ θα το πέταγα κόρνερ.Το
δεύτερο το έβαλε ο Χρυσακόπουλος.Εγινε μια
αναμπουμπούλα,πήγε να διώξει σε κόρνερ και την έριξε στα
δίχτυα.Στο ημίχρονο χάναμε 2-0.Στην επανάληψη... φάγαμε
άλλα δύο.Ενα από τον Φεράρι και ένα από τον Μεάτσα.Χάσαμε
και πέναλτι.“Αφήστε με να το χτυπήσω εγώ” τους φώναξα.Το
βάρεσε ο Μοσχολίβανος,όπως είχα βγάλει τον Αρμένη τον
Δανελιάν. Γεμάτο το Σαν Σίρο.Δεν έπεφτε καρφίτσα.Την ώρα
που ετοιμαζόμασταν στα αποδυτήρια να βγούμε για το
παιχνίδι ,βλέπω κάτι κινήσεις έξω.Κάνω έτσι και βλέπω τους
ιταλούς παίκτες να ετοιμάζονται.“Τι κοιτάζεις;” μου λέει ο
Αντώνης ο Μηγιάκης.“Κοίτα και εσύ να δεις” του λέω.“Αμάν
κάτι σώματα” λέει.“Τι λες βρε;” του φωνάζω.“Μάνα τούς έκανε
αυτούς,μάνα μάς γέννησε κι εμάς.Εμπρός όλοι μαζί” και
αρχίζω να τραγουδάω το “μαύρη είν΄ η νύχτα στα βουνά”.Οι
Ιταλοί τα χάσανε.Από εκεί που φώναζαν,σταμάτησαν.Σου λέει
“πάει,κάτι έπαθαν οι Ελληνες...”.
Βγήκαμε στο γήπεδο.Ο Κουράντης ως αρχηγός μάς λέει “πάνω
το χέρι,ρε”.Φασιστικά όπως ο Μουσολίνι που ήταν στην
εξέδρα.O Μουσολίνι με συνάντησε στο δημαρχείο,όταν ο
Βιτόριο Πότσο μού ζήτησε να μείνω στην Ιταλία και να παίξω
στην Αμπροζιάνα ,όπως λεγόταν τότε η Ιντερ,με 150.000
λιρέτες και με αυτοκίνητο.“Εγώ είμαι Ελλην και φυλάγω την
πατρίδα την ελληνική” του αποκρίνομαι.“Θα πας στην Ελλάδα
και θα φας την ελληνική σημαία” μου απάντησε ο Μουσολίνι.Ο
επαναληπτικός με την Ιταλία δεν έγινε ποτέ.Δεν ξέρω
γιατί.Ακούστηκαν διάφορα.Πάντως, επειδή εγώ συνήθιζα να μη
βγαίνω από το ξενοδοχείο,ο Παπαλεονάρδος που ήταν
αρχηγός της αποστολής με τον Αγγέλου του Αρεως μου έδωσαν
ένα πακέτο χρήματα να τα φυλάξω στο δωμάτιό μου .

(...) Κάτω από τα δοκάρια της Εθνικής είχα διαδεχθεί τον
Γιώργο Γιάμαλη της ΑΕΚ.Καλός τερματοφύλακας,όπως και ο
Χρήστος Ρίμπας, στον οποίο εγώ δίδαξα τα μυστικά της
μπάλας.Εδωσα και άλλον τερματοφύλακα στην ΑΕΚ.Τον
Διονύση Χιώτη.Δικό μου παιδί ήταν, όπως και ο Δημήτρης
Ελευθερόπουλος.Μετά τον πόλεμο κορυφαίος τερματοφύλακας
ήταν ο Νίκος Πεντζαρόπουλος του Πανιωνίου.Δεν με άκουσε
όμως και φταίει.Τον έπεισε ένας Λαΐνης από την Πάτρα να
πάει στην Ιταλία.“Νίκο, μην πας” του λέω.“Στην Ιταλία
υπάρχουν χύμα τερματοφύλακες. Θα πας και θα γυρίσεις
γρήγορα”. Οπως πήγε,έτσι και γύρισε σε έναν μήνα.Ο Λαΐνης
όμως κονόμησε. Μεγάλος τερματοφύλακας ήταν και ο Στάθης
Μανταλόζης του Εθνικού. Καλός παίκτης ήταν ο Κώστας
Νεγραπόντης.Ο “Κάντηνε- κάντηνε”. Οταν παίζαμε με την ΑΕΚ
για να του δώσουνε την μπάλα φώναζε “κάντηνε- κάντηνε” και
του έμεινε.Τα ντέρμπι ήταν όμως με τον Παναθηναϊκό.Είχε
καλούς παίκτες,όπως ο Αγγελος Μεσσάρης,αλλά εγώ υπολόγιζα
περισσότερο τον Μήτσο τον Μπαλτάση.Οταν παίζαμε,το ένα
μάτι το είχα σε αυτόν και το άλλο για τους υπόλοιπους.Αλλαζε
εύκολα την μπάλα από το ένα πόδι στο άλλο.Ο κόσμος
ετοιμαζόταν έναν μήνα πριν για τις αναμετρήσεις του
Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό . Οι κοπέλες φόραγαν
άσπρα,κόκκινα,πράσινα,έπαιρναν τα φαγητά που είχαν
ετοιμάσει και την ημέρα του αγώνα πήγαιναν από το πρωί στο
γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας .Παρέα όλοι.Παναθηναϊκοί
και Ολυμπιακοί.

(...) Αργότερα,αν και με ένα νεφρό, έγινα διεθνής διαιτητής.Την
εποχή εκείνη οι διαιτητές ήταν και πειναλέοι και σοβαροί.Θα
πω κάτι που δεν θα το πιστέψετε.Ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη
να παίξω διαιτητής στον αγώνα ΠΑΟΚ- Παναθηναϊκός.Το πρωί
έπαιζαν ΗρακλήςΕθνικός στο γήπεδο Χαριλάου.Λέω “δεν πάω
να δω το ματσάκι να περάσει η ώρα;”.Μπαίνω στον στίβο και
κάθομαι στον πάγκο.Σε κάποια στιγμή έρχεται να βαρέσει
αράουτ ένας παίκτης του Εθνικού.Κάνει να σκύψει να πάρει
την μπάλα και- τι βλέπω;- για επικαλαμίδες είχε
χιλιάρικα.Εκείνα τα κόκκινα,τα μεγάλα.“Βρε βλάκα” του λέω “τι
κάνεις;”.Σηκώνει τις κάλτσες του και τα κρύβει.Την ημέρα
εκείνη έχασε ο Εθνικός και οι ευθύνες αποδόθηκαν στον
διαιτητή .Σε κάποιο επόμενο παιχνίδι έπαιζε ο Εθνικός στο
Φάληρο με την ΑΕΚ ή τον Πανιώνιο,δεν θυμάμαι καλά.Λένε του
Μανώλη του Λυκόπουλου ότι αυτός είναι ο διαιτητής που
έπαιξε και τα πήρε στο παιχνίδι της Θεσσαλονίκης .Μπαίνει
μέσα ο Λυκόπουλος και του κάνει τη μούρη πλάκα.Να τα
αίματα.

(...) Οι περισσότεροι παλιοί ποδοσφαιριστές ως επί το
πλείστον κάναμε και στίβο.Με τον Χρήστο Βαρζάκη είχαμε
τρέξει πολλές φορές τον γύρο της Πειραϊκής.Για προπόνηση
στον Πειραϊκό ερχόταν και ο Γρηγόρης Λαμπράκης.Δεν έπαιζε
μπάλα,αλλά κάναμε παρέα.Εχω μάλιστα και το τελευταίο του
γράμμα.Θα ανοίξει για να διαβαστεί δημόσια μόνον όταν
πεθάνω.Στη διάρκεια του πολέμου το στέκι μας ήταν στην
Εμμανουήλ Μπενάκη. Είχαμε ιδρύσει την Ενωση Ελλήνων
Αθλητών.Παίκτες απ΄ όλες τις ομάδες,τον Ολυμπιακό,την
ΑΕΚ,τον Παναθηναϊκό,τον Απόλλωνα,είχαμε φτιάξει μια
ανεξάρτητη ομάδα,τα Πράσινα Πουλιά,και δίναμε αγώνες στον
Πανελλήνιο.Στο γήπεδο δεν έπεφτε καρφίτσα».