Ήδη από μόνος του ο κατάλογος των παραληπτών της επιστολής αποτελεί μια εξαιρετική χαρτογράφηση του αθλητικού τοπίου της Ελλάδας στα μισά της δεκαετίας του 1920, αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το περιεχόμενό της, καθώς αναφέρεται σε μια από τις πρώτες εκδηλώσεις βίας μέσα σε αθλητικού χώρους, ειδικότερα μάλιστα στο ποδόσφαιρο. Αφορμή έχει ένα συμβάν στη διάρκεια φιλικού (όπως τονίζεται με έντονα κεφαλαία γράμματα στην επιστολή) ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα στον Άρη και στην Ένωση Κωνσταντινουπολιτών (τον σημερινό Π.Α.Ο.Κ. δηλαδή) που στην εν λόγω επιστολή περιγράφεται ως εξής:
«Δεινόν κατά πάσης περί αθλητισμού ιδεολογίας πλήγμα, βανδαλισμός πρωτάκουστος και τερατώδης στυγερά απόπειρα δολοφονίας κατ’ αθλητού του ημετέρου Συλλόγου εντός του στίβου έλαβεν χώραν χθες Κυριακήν 9ην τρέχοντος και ώραν 6:30 μ.μ. Καθ’ ήν στιγμήν η πρώτη ποδοσφαιρική ομάς του ημετέρου Συλλόγου ηγωνίζετο αγώνα ΦΙΛΙΚΟΝ κατά της αρτισυστάτου ενταύθα ποδοσφαιρικής ομάδος της «Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών» ο αθλητής ημών Αλέξανδρος Ζηνιζόπουλος έπιπτεν ολίγου δειν θύμα αγρίας δολοφονικής επιθέσεως του στρατιώτου του ενταύθα 3ου τάγματος της Δημοκρατικής Φρουράς Αριστείδου Στεργιοπούλου.»
Άρα με απλούστερα λόγια, στη διάρκεια φιλικού αγώνα του Άρη με την Ένωση Κωνσταντινουπολιτών της Θεσσαλονίκης, ένας ποδοσφαιριστής του Άρη δέχτηκε επίθεση από κάποιον στρατιώτη, «φίλο προφανώς αθλητού τινός της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών» όπως υποθέτει παρακάτω η επιστολή. Η επίθεση έγινε ενώ η ομάδα του Άρη κέρδιζε και με την αφορμή «μικροεπεισοδίου τινός δημιουργηθέντος μεταξύ των αγωνιζομένων αθλητών». Ο στρατιώτης εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο και όταν ο ποδοσφαιριστής του Άρη Ζηνιζόπουλος του υπέδειξε -πάντα κατά την επιστολή- να αποχωρήσει, εκείνος τράβηξε την ξιφολόγχη του και τραυμάτισε τον ποδοσφαιριστή στην κοιλιακή χώρα. Όπως επίσης διευκρινίζεται στην εξιστόρηση του συμβάντος, ο στρατιώτης συνελήφθη από το κοινό που τον αφόπλισε πριν προλάβει να προξενήσει μεγαλύτερη σωματική βλάβη στον ποδοσφαιριστή και ο τελευταίος διακομίστηκε σε χειρουργική κλινική για τις πρώτες βοήθειες.
Στη συνέχεια του γράμματος στηλιτεύεται με έντονο αποτροπιασμό η στάση των υπευθύνων του αθλητικού τμήματος της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών: «Αλλά των πάντων χείριστον, το γεγονός εκείνον το οποίον μας εκπλήττει και διαδηλοί ότι ολόκληρον τον Αθλητικόν Τμήμα της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών επεκρότησε την αθλίαν ταύτην πράξην του μυσαρού δολοφόνου...», είναι πως ο πρόεδρος του αθλητικού τμήματος της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών παρουσιάστηκε άμεσα, μαζί μάλιστα με δύο ακόμη μέλη της διοικούσας επιτροπής του συλλόγου του στο γραφείου του υπεύθυνου αξιωματικού του φρουραρχείου, όπου βρισκόταν ο συλληφθείς , και διαβεβαίωναν πως ο τελευταίος δεν έφερε μαζί την ξιφολόγχη του ενώ παρακολουθούσε τον αγώνα, άρα δεν επιτέθηκε με αυτή.
Αντί λοιπόν, λένε οι παράγοντες του Άρη για τους κωνσταντινουπολίτες συναδέλφους τους, να εκφράσουν την θλίψη τους για το γεγονός της επίθεσης, εκείνοι προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τον οπαδό της ομάδας τους. Απορούν λοιπόν οι άνθρωποι του Άρη πως με τέτοια συμπεριφορά οι παράγοντες της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών «αξιούν να συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαιοφόρων του αθλητισμού της πόλεως». Είναι αυτή μια άμεση κατηγορία κατά του νέου σωματείου που ακολουθεί την έμμεση εκείνη που αναφέρεται στην αρχή της επιστολής, δηλαδή τον σχεδόν με υποτιμητική έννοια χρησιμοποιημένο χαρακτηρισμό «αρτισύστατη» για τη Ένωση Κωνσταντινουπολιτών. Χαρακτηρισμό που ενδεχομένως να υπονοεί και την προσφυγική προέλευση του νέου συλλόγου, απαξιώντας του νεοφερμένους στην πόλη.
Βλέπουμε λοιπόν ήδη, από τον τρόπο που περιγράφεται το συμβάν στην επιστολή, την υφέρπουσα αντιπαλότητα ανάμεσα στα δύο σωματεία, που θα μεγαλώσει με την πάροδο των ετών και με την παγίωση και του Άρη και του ΠΑΟΚ ανάμεσα στις κορυφαίες αθλητικές πραγματικότητες της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης. Βλέπουμε επίσης ότι ήδη από τα πρώτα χρόνια του ελληνικού ποδοσφαίρου τα -έστω σποραδικά- βίαια συμβάντα δεν ήταν άγνωστα. Φανερή είναι επίσης και μια άλλη ομοιότητα με το σήμερα, καθώς από τότε παράγοντες και διοικήσεις των ομάδων φρόντιζαν να υποστηρίζουν τους οπαδούς τους που είχαν παρεκτραπεί.
Η επιστολή καταλήγει ζητώντας τη λήψη αυστηρών μέτρων κατά των κρουσμάτων βίας καθώς όπως τονίζει: «Ο Σύλλογος ημών, το τεράστιον τούτον αθλητικόν συγκρότημα διασείεται εκ θεμελίων και το φοβερόν της διαλύσεως φάσμα, διαβλέπομεν λείχον τας πτυχάς της σημαίας μας»