"...αποτελούνται από ακραιφνείς και επικινδύνους κομμουνιστάς..."

Ο εργατικός αθλητισμός, δηλαδή η δημιουργία αθλητικών σωματείων από ακτιβιστές της αριστεράς, με σκοπό την άθληση της νεολαίας των προλεταριακών στρωμάτων, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στα προπολεμικά χρόνια. Η άποψη πως ο αθλητισμός είναι δικαίωμα που συμβάλει στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των εργατών είναι κυρίαρχη στον χώρο της αριστεράς. Έτσι δημιουργούνται αρκετοί «λαϊκοί» ή «εργατικοί», όπως ονομάζονταν, αθλητικοί σύλλογοι.


Ένας σύλλογος που συγκεντρώνει κάποιον αριθμό ατόμων τα οποία επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό είναι -σχεδόν εξ ορισμού- αντικείμενο ενδιαφέροντος για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους. Πολύ περισσότερο φυσικά ένας σύλλογος που αυτοπροσδιορίζεται ως «εργατικός» και μάλιστα στην εποχή του βενιζελικού «ιδιωνύμου», δηλαδή του νόμου «Περί μέτρων προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που είχε ψηφιστεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα 1929 και στόχευε στην ποινικοποίηση των αριστερών οργανώσεων και στην καταστολή των συνδικαλιστικών ελευθεριών.



Σ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν έχει ενδιαφέρον μια επιστολή που φτάνει στο πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού στις 3 Φεβρουαρίου του 1931 και διατηρείται σήμερα στο ψηφιοποιημένο αρχείο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» των Χανίων. Η επιστολή έχει αποστολέα την Διεύθυνση Χωροφυλακής και Δημοσίας Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών και τίτλο «Περί των καταγγελλομένων της Αθλητικής Εργατικής Οργανώσεως περιφερείας Λαρίσσης κατ’ οργάνων της επιτοπίας Χωροφυλακής». Με αυτή η Διεύθυνση Χωροφυλακής απαντά στις καταγγελίες της Αθλητικής Εργατικής Οργάνωσης της Λάρισας που έχουν γίνει νωρίτερα (τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους) και που αφορούν σε παρεμβάσεις της τοπικής χωροφυλακής στο έργο του σωματείου. Από την ανάγνωση της επιστολής φαίνεται πως το πολιτικό γραφείο του Βενιζέλου είχε διαβιβάσει την καταγγελία του συλλόγου στη Διεύθυνση Χωροφυλακής και -περίπου δύο μήνες μετά- λαμβάνει απάντηση επί των αιτιάσεων του σωματείου και αφού χαρακτηρίζει "ακραιφνείς και επικινδύνους κομμουνιστάς" τα μέλη του, αποκαλύπτει στο τέλος την επικείμενη διάλυση του συλλόγου που έχει ζητήσει η Χωροφυλακή από τις δικαστικές αρχές. Νά στις πιο κάτω φωτογραφίες το πλήρες κείμενο, ιδιαιτέρως ενδεικτικό των συνθηκών κάτω από τις οποίες προσπαθούσε να επιβιώσει ο εργατικός αθλητισμός στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 20ου αι.





Ανατολικά του ποταμού Ουρουγουάη. (2ο μέρος)


Η Σελέστε που κατέκτησε το δεύτερο Κόπα Αμέρικα της ιστορίας της,
στα 1917, στο Μοντεβιδέο. Θα ακολουθήσουν άλλα 13 μέχρι σήμερα.

Η πρώτη και η δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα βρίσκουν την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης να συναγωνίζεται σε μόνιμη σχεδόν βάση εκείνη της Αργεντινής καθώς μιλάμε ήδη για τις δυο πιο προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στην αρχή ήταν το Κύπελλο Λίπτον και το Κύπελλο Νιούτον. Δυο διοργανώσεις που συνέβαιναν σε σχεδόν ετήσια βάση. Η πρώτη, το Κύπελλο Λίπτον, υπήρξε έμπνευση του φανατικού ποδοσφαιρόφιλου σερ Thomas Lipton, γνωστού φυσικά μεγιστάνα του τσαγιού. Επρόκειτο για έναν μόνο ποδοσφαιρικό αγώνα, ανάμεσα στις δύο αυτές εθνικές που διεξαγόταν εναλλάξ, μία χρονιά στο Μπουένος Άιρες και μία χρονιά στο Μοντεβιδέο. Μπορούσαν να συμμετάσχουν μόνο ποδοσφαιριστές γεννημένοι στις δύο χώρες. Ο νικητής της συνάντησης κατακτούσε το Κύπελλο και σε περίπτωση ισοπαλίας μετά από 90’ αγώνα, νικητής και τροπαιούχος θεωρείτο η φιλοξενούμενη ομάδα. Τα έσοδα τις διοργάνωσης πήγαιναν όλα σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Αν και από τις αρχές της δεκαετία του ‘20 το μεγάλο αρχικά ενδιαφέρον για το Κύπελλο Λίπτον ατόνησε και άρχισε να διοργανώνεται όλο και πιο αραιά, σαν θεσμός υπάρχει ακόμα και αποτελεί μια από τις αρχαιότερες εν ζωή (ή περίπου εν ζωή καθώς το τελευταίο μέχρι σήμερα Κύπελλο Λίπτον έλαβε χώρα στα 1992) ποδοσφαιρικές διοργανώσεις. Πάντως Κύπελλα Λίπτον διοργανώνονταν σποραδικά στη διάρκεια των πρώτων τριάντα ετών του προηγούμενου αιώνα και σε άλλες περιοχές του κόσμου, στην Νότια και Βόρεια Ιταλία, στην Γαλλία, στην Βρετανία, στην Ινδία και αλλού.


Περίπου ίδια είναι και η ιστορία του Κυπέλλου Νιούτον - από το όνομα ενός σημαντικού διοικητικού παράγοντα της AFA, δηλαδή της Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου της Αργεντινής . Διεξαγόταν κι αυτό μια φορά το χρόνο, επίσης εναλλάξ στο Μοντεβιδέο και στο Μπουένος Άιρες ανάμεσα στις ίδιες εθνικές ομάδες που απαρτίζονταν αποκλειστικά από γηγενείς ποδοσφαιριστές, το έσοδα πήγαιναν σε συγκεκριμένους φιλανθρωπικούς σκοπούς με στόχο την ενίσχυση των φτωχών παιδιών στις δύο χώρες και σε περίπτωση ισοπαλίας νικητής ήταν η φιλοξενούμενη ομάδα. Κι αυτό το κύπελλο ατόνησε μετά τη δεκαετία του ‘20 και διοργανωνόταν όλο και πιο σπάνια, αλλά κι αυτό υπάρχει θεωρητικώς ακόμα κι ας έχει να λάβει χώρα από το 1976.



Ύστερα ξεκίνησε το Κόπα Αμέρικα, αυτή που πραγματικά πια είναι η δεύτερη αρχαιότερη εν ζωή ποδοσφαιρική διοργάνωση ανάμεσα σε εθνικές ομάδες, μετά βεβαίως από τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ο θεσμός εγκαινιάστηκε στα 1916 στην Αργεντινή, την ίδια χρονιά που με πρωτεργάτη έναν ουρουγουανό, τον Hector Rivadavia Gomez, ιδρύθηκε η CONMEBOL, ή Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Νότιας Αμερικής. Δεν λεγόταν πάντα Κόπα Αμέρικα. Για πολλές δεκαετίες ήταν το Campeonato Sudamericano de Selecciones, που θα πει Νοτιοαμερικανικό Πρωτάθλημα Εθνικών Ομάδων. Από το 1916 μέχρι το 1922 έγιναν συνολικά έξι διοργανώσεις. Δύο φορές στην Αργεντινή, άλλε δύο στην Βραζιλία κι από μία σε Χιλή και Ουρουγουάη. Η Ουρουγουάη κατέκτησε τις τρεις από αυτές, η Βραζιλία δύο και η Αργεντινή μία. Η Αργεντινή και η Βραζιλία σήκωσαν τα τρόπαια στις διοργανώσεις που έγιναν στη χώρα τους, αντίθετα η Ουρουγουάη αναδείχτηκε μία φορά πρωταθλήτρια Νοτίου Αμερικής στην Χιλή, μία στην Αργεντινή και μία -φυσικά- μέσα στην έδρα της.



Είχε αρχίσει ήδη να γεννιέται ο μύθος της Σελέστε (όπως ονόμαζαν την εθνική τους οι ουρουγουανοί, εξ αιτίας των γαλάζιων χρωμάτων που φορούσε). Όμως από την επόμενη χρονιά, από το Κόπα Αμέρικα του 1923, με την ευτυχή συγκυρία της συνύπαρξης μιας σειράς εξαιρετικά ταλαντούχων ουρουγουανών ποδοσφαιριστών σε συνδυασμό με μια εντελώς καινοτόμο προσέγγιση στο παιχνίδι, θα ξεκινήσει η δεκαετία που ανέδειξε του ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης στο πρώτο πραγματικά ασυναγώνιστο δημιούργημα στην ιστορία του ποδοσφαίρου.





Συνεχίζεται...



Ανατολικά του ποταμού Ουρουγουάη. (1ο μέρος)


Το πλήρες όνομα της Ουρουγουάης είναι "Δημοκρατία Ανατολικά του Ουρουγουάη" (República Oriental del Uruguay) όπου Ουρουγουάης ο γνωστός ποταμός της Νότιας Αμερικής που στην γλώσσα των ιθαγενών γκουαρανί σημαίνει "το ποτάμι των πολύχρωμων πουλιών".


Σήμερα η Ουρουγουάη αποτελεί μια από τις μικρότερες κρατικές οντότητες της Λατινικής Αμερικής, με έκταση κάτι παραπάνω από 176 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό κάτι λιγότερο από τρία και μισό εκατομμύρια, δηλαδή περίπου όσο η Αθήνα.

Η περιοχή της Ουρουγουάης ανακαλύφθηκε από τους ευρωπαίους στις αρχές του 16ου αι. Οι ισπανοί λένε πως πρώτος έφτασε εκεί ο Juan Diaz de Solis για λογαριασμό του ισπανικού στέματος στα 1516, ενώ οι πορτογάλοι ισχυρίζονται πως τον είχαν προλάβει δύο χρόνια νωρίτερα κάποιοι ομοεθνείς τους, εξ ονόματος του πορτογαλικού θρόνου. Όπως και να έχει για αρκετές δεκαετίες μετά την πρώτη μόνιμη εγκατάσταση αποίκων, στο Soriano, στις όχθες του ποταμού Rio Negro, στα 1624, ισπανοί και πορτογάλοι αντιμάχονταν μεταξύ τους για να επιβάλουν την κυριαρχία τους. Λίγο αργότερα στην προσπάθεια κατάκτησης της Ουρουγουάης μπήκαν και οι βρετανοί. Στο τέλος πάντως επικράτησαν οι ισπανοί που επιβλήθηκαν με μεγάλη δυσκολία και στους όχι περισσότερους από δέκα χιλιάδες τσαρρούας τους ιθαγενείς της περιοχής που είχαν βρεθεί εδώ πιεσμένοι από τους γκουαρανί της Παραγουάης, αλλά αντιστάθηκαν σθεναρά στους αποίκους. Η ηρωική αντίσταση των τσαρρούας και η έλλειψη χρυσού έκανε την Ουρουγουάη μια περιοχή μειωμένου αποικιστικού ενδιαφέροντος. Έτσι η σημερινή πρωτεύουσα και μόνη μεγαλούπολη της Ουρουγουάης, το Μοντεβιδέο, ιδρύθηκε περισσότερο από έναν αιώνα μετά από την ανακάλυψη της χώρας, στα 1726.

Οι ισπανοί έφεραν στην περιοχή την εκτροφή των βοοειδών που αποτέλεσαν μια σημαντική πηγή πλούτου και οικονομικής ανάπτυξης. Σπουδαίος επίσης παράγοντας οικονομικής άνθισης υπήρξε και το λιμάνι του Μοντεβιδέο που έπαιξε κομβικό ρόλο στην εμπορευματική διακίνηση από και προς τη Νότια Αμερική.



Στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η Ουρουγουάη κέρδισε την ανεξαρτησία της μέσα από μια αντιαποικιοκρατική εξέγερση εναντίον των ισπανών με ηγέτη τον Jose Gervasio Artigas και μια σειρά πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις με την Βραζιλία που είχε κατά καιρούς προσαρτήσει μεγάλο μέρος των εδαφών της σημερινής Ουρουγουάης, αλλά και την Αργεντινή με την οποία ήταν ενωμένες για κάποια χρόνια οι ουρουγουανικές επαρχίες. Στη συνέχεια ένας εμφύλιος πόλεμος που διήρκεσε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, από το 1840 μέχρι το 1852, έφερε αντιμέτωπες τις δύο μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές παρατάξεις της χώρας. Τους Blancos που ήταν τρόπον τινά οι εκπρόσωποι της συντηρητικής παράδοσης των μεγάλων γαιοκτημόνων και τους Colorados που αντιπροσώπευαν τα φιλελεύθερα αστικά στρώματα του Μοντεβιδέο. Με την οριστική ήττα των δυνάμεων του δικτάτορα Rosas στα 1852 επικράτησαν οριστικά οι φιλελεύθεροι αστοί και έληξε ο εμφύλιος, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του οποίου είχε συμμετάσχει και ο μετέπειτα πρωταγωνιστής της ενοποίησης της Ιταλίας ο Giuseppe Garibaldi, καθώς από τότε το ιταλικό στοιχείο ανάμεσα στους μετανάστες στην Ουρουγουάη ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένο. Την ίδια χρονιά, στα 1852, καταργήθηκε οριστικά και η δουλεία. Ακολούθησαν κι άλλοι πόλεμοι με κυριότερο εκείνον της Τριπλής Συμμαχίας, όταν η Αργεντινή, η Βραζιλία και η Ουρουγουάη συνασπίσθηκαν εναντίον της Παραγουάης και από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η χώρα ακολούθησε λίγο πολύ την ιστορία των υπολοίπων κρατών της Λατινικής Αμερικής, σε μια συνεχή σχεδόν εναλλαγή ανάμεσα σε δικτατορικά και δημοκρατικά καθεστώτα. Στην διάρκεια της έβδομης και της όγδοης δεκαετίας του 20 αιώνα αίσθηση δημιούργησε το ένοπλο αριστερό κίνημα των Τουπαμάρος που ιδρύθηκε και έδρασε σε μια Ουρουγουάη που εκτός από τις συχνές δικτατορικές εκτροπές του πολιτεύματος, υπέφερε και από έντονη οικονομική κρίση. Από το 1985 και μετά έχει πια σταθεροποιηθεί ένα ομαλό κοινοβουλευτικό πολίτευμα προεδρικής δημοκρατίας, ενώ σημερινός πρόεδρος της χώρας είναι ο José Alberto Mujica Cordano, πρώην μαχητής των Τουπαμάρος.



Μορφολογικά η Ουρουγουάη αποτελεί μια ενδιάμεση ζώνη που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Πάμπα της Αργεντινής και τα υψώματα της Νότιας Βραζιλίας. Πεδινή κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της παρουσιάζει λίγους λοφώδεις σχηματισμούς που σπάνια ξεπερνούν τα 500 μέτρα σε υψόμετρο. Είναι εξάλλου μια περιοχή ιδιαίτερα πλούσια σε νερά καθώς διατρέχεται από πολλά ποτάμια. Το κλίμα είναι παρεμφερές με το μεσογειακό με υψηλότερη θερμοκρασία κατά τον Ιανουάριο (μ.ο.: 32 βαθμοί) και χαμηλότερη κατά τον Ιούνιο (μ.ο.: 6 βαθμοί).

Η δημογραφική εξέλιξη του πληθυσμού της Ουρουγουάης παρουσίασε πολύ αργή ανάπτυξη μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς δεν υπήρχε σπουδαίο αποικιστικό ενδιαφέρον για τη χώρα. Από εκεί και έπειτα είχαμε ραγδαία αύξηση των μεταναστεύσεων προς την Ουρουγουάη, κυρίως από τις χώρες της Ευρώπης και έτσι σήμερα το 88% των κατοίκων είναι ευρωπαϊκής καταγωγής (ίβηρες και ιταλοί κυρίως, αλλά και σκανδιναβοί ή γερμανοί). Η εκκλησία διαχωρίστηκε από το κράτος στα 1916 και είναι ελεύθερες οι εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας όλων των γνωστών θρησκειών. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι καθολικοί (66%) ενώ υπάρχουν προτεστάντες (11%) και εβραίοι (2%). Είκοσι δύο στους εκατό ουρουγουανούς δηλώνουν ότι δεν θρησκεύονται το δε επίσημο κράτος θεωρείται το πλέον κοσμικό του νοτίου ημισφαιρίου. Το προσδόκιμο ζωής είναι λίγο μεγαλύτερο από τα 73 χρόνια για τους άντρες και λίγο κάτω από τα 80 χρόνια για τις γυναίκες, ενώ ο δείκτης γεννητικότητας δείχνει ότι για κάθε γυναίκα στην Ουρουγουάη αντιστοιχούν 1,89 γεννήσεις. Ο μέσος όρος ηλικίας είναι στα 32,7 χρόνια.

Η πιο διαδεδομένη γλώσσα στη χώρα είναι τα ισπανικά στην τοπική εκδοχή του Rio de la Plata που παρουσιάζει κάποιες διαφορές (κυρίως προφοράς) με την κλασική ιβηρική διάλεκτο και κυριαρχεί επίσης στην Αργεντινή. Η χώρα έχει 18 επαρχίες συν την περιοχή του Μοντεβιδέο. Σε ορισμένες από αυτές, στα βόρεια, κοντά στα σύνορα με τη Βραζιλία χρησιμοποιείται μια διάλεκτος που έχει εμφανείς επιρροές από τα πορτογαλικά.





Στην Ουρουγουάη λένε πως μπορεί μητέρα του ποδοσφαίρου να είναι η Βρετανία, αλλά πατέρας του είναι οπωσδήποτε η Ουρουγουάη. Καθόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες η Ουρουγουάη είναι μια από τις ελάχιστες χώρες αρσενικού γένους. Το δεύτερο είναι πως η εθνική της ομάδα απετέλεσε την πρώτη παγκόσμια ποδοσφαιρική υπερδύναμη της ιστορίας. Παράξενο αυτό για μια τόσο μικρή χώρα, αλλά όπως επίσης λένε στα ανατολικά του ποταμού Ουρουγουάη, όποιο παιδί δεν παίζει μπάλα εκεί, είναι άρρωστο.



Ουρουγουάη είναι κυρίως το Μοντεβιδέο και το Μοντεβιδέο είναι λιμάνι και τα λιμάνια είναι γνωστό πως υπήρξαν οι πρώτοι οικοδεσπότες του νέου παιχνιδιού, που στα τελειώματα του 19ου αιώνα μετέφεραν οι βρετανοί ναυτικοί σε όλο τον πλανήτη, τουλάχιστον δηλαδή όπου υπήρχε θάλασσα για τα πλοία τους.

Το σενάριο της ανάπτυξης του ποδοσφαίρου στη χώρα είναι το τυπικό σενάριο που συναντάμε σε όλες τις περιοχές που φυτεύτηκε και καρποφόρησε το νέο παιχνίδι. Απλό στους κανόνες και στα μέσα που χρειαζόταν για να παιχτεί, παιδί της βιομηχανικής κοινωνίας, ιδανική κυριακάτικη ενασχόληση για τον βιομηχανικό εργάτη, γιατί μέσω του ποδοσφαίρου εύρισκε πάλι τη χαρά της επαφής με τη φύση και τη γη, που είχε χάσει όταν έφυγε από την αγροτική κοινωνία του χωριού του για την εκβιομηχανισμένη πόλη. Ακόμα και στις περιπτώσεις που για να βρει μια τέτοια πόλη χρειαζόταν να μεταναστεύσει στην άλλη άκρη του κόσμου, δηλαδή στο Μοντεβιδέο.



Κάπως έτσι το ποδόσφαιρο στην Ουρουγουάη (και γενικά στο Ρίο ντε λα Πλάτα) έγινε σχεδόν αμέσως το καθημερινό θέμα του ουρουγουανού. Οι πρώτες ποδοσφαιρικές ομάδες φτιάχνονται ήδη πριν φύγει η προτελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Κάποιες λίγα μόλις χρόνια αργότερα. Ορισμένες από αυτές υπάρχουν ακόμα και κυριαρχούν σε εθνικό, αλλά και διεθνές επίπεδο. Ποιος δεν έχει ακούσει για την Πενιαρόλ που ιδρύθηκε στα 1891 και θεωρείται σήμερα η πιο επιτυχημένη ομάδα του 20 αιώνα στην Λατινική Αμερική; Ή ποιος από τους ποδοσφαιρόφιλους που σέβονται τον τίτλο αυτόν δεν γνωρίζει για την μεγάλη της αντίπαλο στην πόλη του Μοντεβιδέο, την Νασιονάλ που ιδρύθηκε από συγχώνευση δύο προγενέστερων σωματείων της πόλης, στα 1899;

Οι περισσότερο ψαγμένοι μάλιστα θα ξέρουν εκτός των άλλων ότι ο πρώτος αγώνας εθνικών ομάδων εκτός βρετανικών νησιών σε παγκόσμιο επίπεδο έγινε στο Μοντεβιδέο, στις 16 Μαΐου του 1901, μόλις λίγους μήνες μετά την ίδρυση στα 1900 της Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης. Ήταν ανάμεσα στην Ουρουγουάη και την Αργεντινή, έληξε με νίκη της δεύτερης με 2-3 και εγκαινίασε την υπεραιωνόβια ποδοσφαιρική αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο χώρες που καλά κρατεί ακόμη. Άλλωστε οι κοινωνιολόγοι έχουν παραδεχτεί πως το ποδόσφαιρο σε μια χώρα σαν την Ουρουγουάη που αποτελείται στην τεράστια πλειοψηφία της από μετανάστες, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες δημιουργίας εθνισμού και εθνικής συνείδησης, ενσωμάτωσης στην κοινωνία και προώθησης της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Αν το καλοσκεφτείς έχουν δίκιο. Ποιος θυμάται για κάτι άλλο την Ουρουγουάη;





Συνεχίζεται...

«Δεινόν κατά πάσης περί αθλητισμού ιδεολογίας πλήγμα...»

Ένα από τα μείζονα προβλήματα της αθλητικής ιστοριογραφίας στην Ελλάδα είναι η έλλειψη οργανωμένων αρχείων. Ελάχιστοι είναι οι αθλητικοί σύλλογοι, οι ομοσπονδίες, οι αθλητικές ενώσεις, ακόμα και τα αθλητικά έντυπα που διατηρούν οργανωμένα αρχεία. Μια από τις λίγες εξαιρέσεις είναι το ιστορικό αρχείο του Ολυμπιακού Συνδέσμου Φιλάθλων Πειραιώς που ιδρύθηκε στα 1995, οργανώθηκε και ταξινομήθηκε κατά τις σύγχρονες αρχειονομικές επιταγές από την Π.Α.Ε. Ολυμπιακός. Ο κατάλογος του συγκεκριμένου αρχείου εκδόθηκε από το περιοδικό Δοκιμές, έκδοση των μεταπτυχιακών φοιτητών του τμήματος κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου , σε επιμέλεια και εισαγωγή του σημαντικού ερευνητή του αρχείου και καθηγητή οικονομικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Βασίλη Καρδάση. Στο παράρτημα της συγκεκριμένης έκδοσης συναντά κανείς, δίπλα σε άλλα ενδιαφέροντα ντοκουμέντα από το αρχείο του Ολυμπιακού Σ.Φ.Π., και μια επιστολή του Αθλητικού και Ποδοσφαιρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ο Άρης, του γνωστού μας δηλαδή Άρη Θεσσαλονίκης, με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1925. Η επιστολή έχει πολλούς παραλήπτες. Απευθύνεται προς τον πρωθυπουργό της χώρας, προς τους υπουργούς στρατιωτικών, εσωτερικών, δικαιοσύνης και παιδείας, προς τον υπουργό γενικό διοικητή Μακεδονίας, προς τον διοικητή στρατηγό του Γ’ Σώματος Στρατού, προς τον φρούραρχο και τον αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης και προς τους εισαγγελείς εφετών και πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Επίσης απευθύνεται σε μια σειρά από αθλητικούς φορείς. Στον ΣΕΓΑΣ καθώς και στις Ενώσεις Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας - Θράκης, Αθηνών και Πειραιώς. Ακόμα η επιστολή φτάνει και σε μια μακρά σειρά από ποδοσφαιρικά και εν γένει αθλητικά σωματεία. Από τα σωματεία της Θεσσαλονίκης απευθύνεται στον Ηρακλή, στον Μέγα Αλέξανδρο, στη Νέα Γενεά και στον Θερμαϊκό. Από εκείνα της Αθήνας στον Π.Α.Ο., στον Απόλλωνα, στον Πανιώνιο, στην Ένωση Αρμενίων, στην Ένωση Κων/λεως (δηλαδή στην Α.Ε.Κ.), στο Γουδή και στους Αίαντα, Ατρόμητο Λένορμαν, Εθνικό Αθηνών, Πανελλήνιο και Αμαρούσιον. Ακόμα απευθύνεται προς τα σωματεία του Πειραιά, Ολυμπιακό (στο αρχείο του οποίου τη βρίσκουμε σήμερα), Πειραϊκό Σύνδεσμο και Φαληρική΄Ένωση, καθώς επίσης και σε όλα τα αθλητικά σωματεία της χώρας, στον Μουσικογυμναστικόν Σύλλογον Ξάνθης «Ορφέαν», στον Γυμναστικόν Σύλλογον Εδέσσης «Μέγαν Αλέξανδρον» και στον Γυμναστικόν Σύλλογον Κομοτηνής «Ροδόπη». Τέλος αποδέκτες της επιστολής είναι όλοι οι διευθυντές των εφημερίδων και των αθλητικών εντύπων της επικράτειας.


Ήδη από μόνος του ο κατάλογος των παραληπτών της επιστολής αποτελεί μια εξαιρετική χαρτογράφηση του αθλητικού τοπίου της Ελλάδας στα μισά της δεκαετίας του 1920, αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το περιεχόμενό της, καθώς αναφέρεται σε μια από τις πρώτες εκδηλώσεις βίας μέσα σε αθλητικού χώρους, ειδικότερα μάλιστα στο ποδόσφαιρο. Αφορμή έχει ένα συμβάν στη διάρκεια φιλικού (όπως τονίζεται με έντονα κεφαλαία γράμματα στην επιστολή) ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα στον Άρη και στην Ένωση Κωνσταντινουπολιτών (τον σημερινό Π.Α.Ο.Κ. δηλαδή) που στην εν λόγω επιστολή περιγράφεται ως εξής:

«Δεινόν κατά πάσης περί αθλητισμού ιδεολογίας πλήγμα, βανδαλισμός πρωτάκουστος και τερατώδης στυγερά απόπειρα δολοφονίας κατ’ αθλητού του ημετέρου Συλλόγου εντός του στίβου έλαβεν χώραν χθες Κυριακήν 9ην τρέχοντος και ώραν 6:30 μ.μ. Καθ’ ήν στιγμήν η πρώτη ποδοσφαιρική ομάς του ημετέρου Συλλόγου ηγωνίζετο αγώνα ΦΙΛΙΚΟΝ κατά της αρτισυστάτου ενταύθα ποδοσφαιρικής ομάδος της «Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών» ο αθλητής ημών Αλέξανδρος Ζηνιζόπουλος έπιπτεν ολίγου δειν θύμα αγρίας δολοφονικής επιθέσεως του στρατιώτου του ενταύθα 3ου τάγματος της Δημοκρατικής Φρουράς Αριστείδου Στεργιοπούλου.»

Άρα με απλούστερα λόγια, στη διάρκεια φιλικού αγώνα του Άρη με την Ένωση Κωνσταντινουπολιτών της Θεσσαλονίκης, ένας ποδοσφαιριστής του Άρη δέχτηκε επίθεση από κάποιον στρατιώτη, «φίλο προφανώς αθλητού τινός της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών» όπως υποθέτει παρακάτω η επιστολή. Η επίθεση έγινε ενώ η ομάδα του Άρη κέρδιζε και με την αφορμή «μικροεπεισοδίου τινός δημιουργηθέντος μεταξύ των αγωνιζομένων αθλητών». Ο στρατιώτης εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο και όταν ο ποδοσφαιριστής του Άρη Ζηνιζόπουλος του υπέδειξε -πάντα κατά την επιστολή- να αποχωρήσει, εκείνος τράβηξε την ξιφολόγχη του και τραυμάτισε τον ποδοσφαιριστή στην κοιλιακή χώρα. Όπως επίσης διευκρινίζεται στην εξιστόρηση του συμβάντος, ο στρατιώτης συνελήφθη από το κοινό που τον αφόπλισε πριν προλάβει να προξενήσει μεγαλύτερη σωματική βλάβη στον ποδοσφαιριστή και ο τελευταίος διακομίστηκε σε χειρουργική κλινική για τις πρώτες βοήθειες.

Στη συνέχεια του γράμματος στηλιτεύεται με έντονο αποτροπιασμό η στάση των υπευθύνων του αθλητικού τμήματος της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών: «Αλλά των πάντων χείριστον, το γεγονός εκείνον το οποίον μας εκπλήττει και διαδηλοί ότι ολόκληρον τον Αθλητικόν Τμήμα της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών επεκρότησε την αθλίαν ταύτην πράξην του μυσαρού δολοφόνου...», είναι πως ο πρόεδρος του αθλητικού τμήματος της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών παρουσιάστηκε άμεσα, μαζί μάλιστα με δύο ακόμη μέλη της διοικούσας επιτροπής του συλλόγου του στο γραφείου του υπεύθυνου αξιωματικού του φρουραρχείου, όπου βρισκόταν ο συλληφθείς , και διαβεβαίωναν πως ο τελευταίος δεν έφερε μαζί την ξιφολόγχη του ενώ παρακολουθούσε τον αγώνα, άρα δεν επιτέθηκε με αυτή.

Αντί λοιπόν, λένε οι παράγοντες του Άρη για τους κωνσταντινουπολίτες συναδέλφους τους, να εκφράσουν την θλίψη τους για το γεγονός της επίθεσης, εκείνοι προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τον οπαδό της ομάδας τους. Απορούν λοιπόν οι άνθρωποι του Άρη πως με τέτοια συμπεριφορά οι παράγοντες της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών «αξιούν να συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαιοφόρων του αθλητισμού της πόλεως». Είναι αυτή μια άμεση κατηγορία κατά του νέου σωματείου που ακολουθεί την έμμεση εκείνη που αναφέρεται στην αρχή της επιστολής, δηλαδή τον σχεδόν με υποτιμητική έννοια χρησιμοποιημένο χαρακτηρισμό «αρτισύστατη» για τη Ένωση Κωνσταντινουπολιτών. Χαρακτηρισμό που ενδεχομένως να υπονοεί και την προσφυγική προέλευση του νέου συλλόγου, απαξιώντας του νεοφερμένους στην πόλη.

Βλέπουμε λοιπόν ήδη, από τον τρόπο που περιγράφεται το συμβάν στην επιστολή, την υφέρπουσα αντιπαλότητα ανάμεσα στα δύο σωματεία, που θα μεγαλώσει με την πάροδο των ετών και με την παγίωση και του Άρη και του ΠΑΟΚ ανάμεσα στις κορυφαίες αθλητικές πραγματικότητες της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης. Βλέπουμε επίσης ότι ήδη από τα πρώτα χρόνια του ελληνικού ποδοσφαίρου τα -έστω σποραδικά- βίαια συμβάντα δεν ήταν άγνωστα. Φανερή είναι επίσης και μια άλλη ομοιότητα με το σήμερα, καθώς από τότε παράγοντες και διοικήσεις των ομάδων φρόντιζαν να υποστηρίζουν τους οπαδούς τους που είχαν παρεκτραπεί.

Η επιστολή καταλήγει ζητώντας τη λήψη αυστηρών μέτρων κατά των κρουσμάτων βίας καθώς όπως τονίζει: «Ο Σύλλογος ημών, το τεράστιον τούτον αθλητικόν συγκρότημα διασείεται εκ θεμελίων και το φοβερόν της διαλύσεως φάσμα, διαβλέπομεν λείχον τας πτυχάς της σημαίας μας»



Ποδόσφαιρο στα χρόνια της μπούρκας.

Πριν από μερικές μέρες η FIFA, η παγκόσμια συνομοσπονδία του ποδοσφαίρου δηλαδή, απαγόρευσε στην εθνική ομάδα γυναικών του Ιράν να πάρει μέρος στο προολυμπιακό τουρνουά για να κερδίσει τη συμμετοχή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνουν στο Λονδίνο σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα. Αιτία; Η εμφάνιση των ποδοσφαιριστριών του Ιράν. Ένα ολόσωμο σύνολο που δεν άφηνε ακάλυπτο κανένα σημείο του σώματος των αθλητριών και κατέληγε σε μια, ελαφρώς προς το αθλητικότερο, παραλλαγή της μουσουλμανικής μαντίλας που καλύπτει το κεφάλι.


Η επίσημη θέση της FIFA είναι πως στις ποδοσφαιρικές εμφανίσεις απαγορεύεται οποιοδήποτε σύμβολο πολιτικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, άρα -ως θρησκευτικό σύμβολο- δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η μαντίλα ή κάποια κοντινή σ’ αυτήν εκδοχή καλύμματος του κεφαλιού. Έτσι κι αλλιώς πάντως κάπως έτσι είναι αναγκασμένες να παίζουν ποδόσφαιρο οι γυναίκες στα γήπεδα του Ιράν. Ίσως να είναι λίγο άβολο, ειδικώς τους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες, αλλά μάλλον πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς αν σκεφτεί κανείς τι συμβαίνει με το γυναικείο ποδόσφαιρο στο Αφγανιστάν.



Εκεί υπάρχει πρακτικά μία μόνο ομάδα γυναικείου ποδοσφαίρου που οι αθλήτριές της δεν χρειάζεται να φορέσουν ολόσωμα σύνολα, μαντίλες ή μπούρκες για να παίξουν μπάλα, αλλά όμως είναι αναγκασμένες να προπονούνται υπό την προστασία ένοπλων στρατιωτών, καθώς δέχονται συχνότατα απειλές, ακόμη και κατά της ζωής τους, από φανατικούς μουσουλμάνους που θεωρούν άσεμνη δραστηριότητα το γυναικείο ποδόσφαιρο. Ορισμένες παίκτριες παίζουν χωρίς να το γνωρίζει η οικογένειά τους, ενώ η αρχηγός της ομάδας όταν την πίεσαν να σταματήσει το ποδόσφαιρο προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Αυτό δεν είναι το μοναδικό τους πρόβλημα. Εξ ίσου σημαντικό είναι πως δεν έχουν άλλες ομάδες για να αγωνιστούν. Ο μόνος διαθέσιμος αντίπαλος είναι η γυναικεία ομάδα ποδοσφαίρου της αποστολής του ΝΑΤΟ στην Καμπούλ. Όταν κερδίζουν πάντως, πολλοί άνδρες θεατές πανηγυρίζουν μαζί τους τη νίκη.

Η "γιάφκα" του Ολυμπιακού κι ο "ινστρούχτορας" Νίκος Γιούτσος.

Στο φύλλο της Τρίτης 16ης Μαρτίου 1965, η "Ελευθερία" απαντά στην "κινδυνολογία".
Στις 18 Φεβρουαρίου του 1964 ο πρόεδρος της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση ύστερα από την ευρύτερη εκλογική νίκη που είχε πετύχει μέχρι τότε ένα πολιτικό κόμμα στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, καθώς μόλις λίγες μέρες νωρίτερα είχε επικρατήσει με ποσοστό 52,8%. Οι εκλογές αυτές ήταν οι δεύτερες που έγιναν μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Είχαν προηγηθεί εκείνες του Νοεμβρίου της προηγούμενης χρονιάς, στις οποίες η Ένωση Κέντρου είχε επικρατήσει, αλλά με ποσοστό 42,04%, πράγμα που δεν της έδινε κοινοβουλευτική αυτονομία. Έτσι χρειάστηκε τότε την στήριξη της Ε.Δ.Α. για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Οι αντίπαλοι του Γεωργίου Παπανδρέου είχαν προφανώς δει με κακό μάτι την -έστω και περιορισμένη- συνεργασία κέντρου και αριστεράς. Δεν παρέλειπαν λοιπόν να τονίζουν τον υποτιθέμενο φιλοκομμουνιστικό χαρακτήρα της κυβέρνησης Παπανδρέου, παρά το γεγονός πως αυτή απολάμβανε ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας χωρίς να στηρίζεται πλέον στους βουλευτές της Ε.Δ.Α. και βεβαίως παρά την πολιτική ιστορία του Γεωργίου Παπανδρέου που είχε παλαιότερα διακριθεί για τον αντικομμουνισμό του.
Εκείνη την εποχή μάλιστα άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος «κινδυνολογία» και με αυτόν ο τύπος του κέντρου κατηγορούσε εκείνον της δεξιάς πως έβλεπε πίσω από κάθε κυβερνητική ενέργεια τον περιλάλητο «κομμουνιστικόν δάκτυλον».
Ο χώρος του αθλητισμού δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από αυτό το κλίμα. Τα έντυπα και οι εφημερίδες της δεξιάς αντιπολίτευσης έβλεπαν άλωση του ελληνικού αθλητισμού από τους μπολσεβίκους. Οι αιτιάσεις ήταν ποικίλες. Ανέφεραν πως στην Ελλάδα εργάζονται πολλοί προπονητές προερχόμενοι από το «παραπέτασμα», δηλαδή το ανατολικό μπλοκ και στην ουσία λειτουργούσαν ως «ινστρούχτορες» . Ισχυρίζονταν πως οι αθλητικές ομοσπονδίες είχαν αλωθεί από τους κομμουνιστές ή πως διεξάγονται πολλοί φιλικοί αγώνες με ομάδες των ανατολικών χωρών, διότι οι διοργανωτές τους κινούμενοι εκ του πονηρού επιδιώκουν με αυτόν τον τρόπο την συμφιλίωση της ελληνικής νεολαίας με τον κομμουνισμό. Έφριτταν μάλιστα βλέποντας «το λαοφιλές σωματείον του Ολυμπιακού Πειραιώς» να έχει μεταβληθεί σε γιάφκα, καθώς είχε δεχτεί στις τάξεις του τον Νίκο Γιούτσο, γεννημένο στην Καστοριά, αλλά εκ Βουδαπέστης ορμώμενο καθώς ήταν παιδί πολιτικών προσφύγων που είχαν βρεθεί εκεί μετά τον Εμφύλιο. Μάλιστα ο Ολυμπιακός ετοιμαζόταν να φέρει και άλλους ποδοσφαιριστές ελληνικής καταγωγής από ανατολικές χώρες και -άκουσον, άκουσον- Ούγγρο προπονητή, πράγμα μάλιστα που οι υπεύθυνοι του σωματείου είχαν το θράσος να το διατυμπανίζουν. Όλοι καταλαβαίνουμε φυσικά πως πρόκειται για τον Ούγγρο Μάρτον Μπούκοβι, που λίγο διάστημα μετά τα σχετικά «κινδυνολογικά» δημοσιεύματα θα έρθει πράγματι στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ολυμπιακού και θα αλλάξει την ιστορία του συλλόγου, αλλά και συνολικά του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Έγραφαν λοιπόν σχετικά « Μια επιπόλαια και επικίνδυνος πολιτική έχει αρχίσει να αναπτύσσεται εις τον λαοφιλέστατον  Ολυμπιακόν, με κίνδυνον να μεταβάλη το ιστορικό αυτό σωματείο σε «γιάφκα». Εκεί ανεκαλύφθη μια μέθοδος «επαναπατρισμού» από το παραπάτεσμα, φυγάδων Ελλήνων, προς ενίσχυσιν του δυναμικού της ομάδος! Και ήδη μετά την έλευσιν εκ Βουδαπέστης του Γιούτσου, αγγέλλεται η προσεχής άφιξης εξ Ουγγαρίας των Σινάκτα, Τσάτσου, αδελφών Δινοπούλου κ.ά. Ταυτοχρόνως έχει εξαγγελθή η πρόσληψις δύο Ούγγρων προπονητών. Όλα δε αυτά επραγματοποιήθησαν με την άμεσον επέμβασιν και δραστηριοτάτην ανάμιξιν βουλευτού της ΕΔΑ και σημαίνοντος παράγοντός της.»

Ο "ινστρούχτορας" Νίκος Γιούτσος με τη φανέλα της "γιάφκας" του Ολυμπιακού.
Στην «κινδυνολογία που αντικατέστησε την σοβιετολογία» έρχεται να απαντήσει η εφημερίδα «Ελευθερία», μια από τις σημαντικές εφημερίδες του κεντρώου πολιτικού χώρου της εποχής, με άρθρο του συντάκτη της Σπύρου Γιαννάτου, στις 16 Μαρτίου 1965.  Εκεί διαβάζουμε πως είναι αστεία τα κινδυνολογικά δημοσιεύματα του αντιπολιτευόμενου τύπου καθώς ανέκαθεν στην Ελλάδα έρχονταν προπονητές προερχόμενοι από ανατολικές χώρες. Ακόμη και προπολεμικώς, όταν φυσικά οι χώρες αυτές δεν ανήκαν στον «κομμουνιστικό κόσμο». Άλλωστε -σημειώνει ο συντάκτης της «Ελευθερίας»- και στα 1963, όταν την Ελλάδα κυβερνούσε η δεξιά με την Ε.Ρ.Ε., είχαν έρθει πολλοί ανατολικοί προπονητές να εργασθούν στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια 5 Γιουγκοσλάβοι και 3 Ούγγροι. Συνολικά οκτώ, δηλαδή ένας περισσότερος από τους επτά ανατολικούς προπονητές που εργάστηκαν στην Ελλάδα την επόμενη χρονιά, επί κυβερνήσεως Ένωσης Κέντρου. Γιατί, αναρωτιέται η εφημερίδα, «κινδυνεύει ο ελληνικός αθλητισμός σήμερα και δεν κινδύνευε επί ΕΡΕ;».  Επίσης ανατρέπεται η άποψη πως διεξάγονται πολλοί φιλικοί διεθνείς αγώνες με ομάδες από χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού κι αυτό γιατί οι ελληνικές ομάδες έχουν αγωνισθεί περισσότερες φορές με δυτικές, παρά με ανατολικές ομάδες, παρ’ ότι οι ανατολικές βρίσκονται εγγύτερα στην χώρα μας και άρα τα έξοδα μετάκλησης ή ταξιδιού για αγώνες είναι αισθητά χαμηλότερα. Ακλόνητο επιχείρημα αν σκεφτεί κανείς πως το σημαντικότερο εμπόδιο για διεθνείς αγώνες εκείνη την εποχή ήταν το κόστος μετακίνησης.
Η «Ελευθερία» επισημαίνει επίσης πως καθόλου δεν έχουν περάσει οι αθλητικές ομοσπονδίες στα χέρια κομμουνιστών ή «συνοδοιπόρων» καθώς πολλές από αυτές διοικούνται από προβεβλημένα στελέχη της δεξιάς παράταξης. Τρανό παράδειγμα η ομοσπονδία της κολύμβησης στην οποία προεδρεύει ο σημαίνων παράγοντας της δεξιάς ναύαρχος Τούμπας. Για τον Ολυμπιακό τέλος παρατηρεί πως είναι δύσκολο να μεταβληθεί σε γιάφκα με πρόεδρο τον πρώην υπουργό και νυν βουλευτή της ΕΡΕ Ανδριανόπουλο.
Τελικά λέτε να μην ήταν «ινστρούχτορας» ο Γιούτσος;

Η "Λαϊκή Ολυμπιάδα" που δεν έγινε ποτέ.


Οι «Εργατικές Ολυμπιάδες» γεννήθηκαν από την αντίθεση της ευρωπαϊκής -κυρίως - αριστεράς στους παραδοσιακούς ολυμπιακούς αγώνες και στα αριστοκρατικά, αλλά και εμπορευματικά χαρακτηριστικά που ξεκάθαρα πια άρχισε να προσλαμβάνει το αθλητικό φαινόμενο μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Προκαθορισμένος σκοπός των «Εργατικών Ολυμπιάδων» ήταν η προώθηση του αθλητισμού σαν δικαίωμα της εργατικής τάξης που αποσκοπεί στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των λαϊκών στρωμάτων, που προωθεί το διεθνιστικό πνεύμα και την εργατική αλληλεγγύη ανάμεσα στους προλετάριους όλων των χωρών. Είναι χαρακτηριστικό πως στις Εργατικές Ολυμπιάδες δεν αναρτούσαν σημαίες εθνικών κρατών , αλλά μόνο μία κόκκινη σημαία που συμβόλιζε το παγκόσμιο εργατικό κίνημα.
Στην εποχή του Μεσοπολέμου αναπτύχθηκαν δύο μεγάλες διεθνείς εργατικές αθλητικές ομοσπονδίες. Η Σοσιαλιστική Εργατική Αθλητική Διεθνής («SASI» από τα αρχικά του τίτλου της στα γερμανικά: Sozialistische Arbeiter Sport Internationale) και η Διεθνής Ομοσπονδία των Ερυθρών Αθλητικών και Γυμναστικών Ενώσεων (International Association of Red Sports and Gymnastics Associations) πιο γνωστή ως Ερυθρά Αθλητική Διεθνής ή RSI ή Sportintern. Οι συζητήσεις για τη δημιουργία της πρώτης είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1913, αλλά τελικώς ιδρύθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα 1919. Στην αρχή συμμετείχαν όλες οι εργατικές αθλητικές ενώσεις και ομοσπονδίες, αλλά σύντομα η SASI κατέληξε να πρόσκειται στην σοσιαλδημοκρατική Β’ Διεθνή, ενώ κάποιες εργατικές αθλητικές ομοσπονδίες αποχώρησαν και σχημάτισαν στα 1921 την Sportintern που εξέφρασε την Γ’ Διεθνή και την Σοβιετική Ένωση.
Πιστές στην «παράδοση» της αριστεράς οι δύο εργατικές αθλητικές ομοσπονδίες διατήρησαν σημαντική αντιπαλότητα μεταξύ τους. Παρά ταύτα η SASI κατάφερε να διοργανώσει με εξαιρετική επιτυχία πέντε Διεθνείς Εργατικές Ολυμπιάδες, τρεις θερινές (1925, 1931, 1937) και δύο χειμερινές (1925, 1931). Εντυπωσιακό είναι μάλιστα το γεγονός πως η δεύτερη θερινή και η δεύτερη χειμερινή Ολυμπιάδα της SASI στα 1931 (σε Βιέννη και Μίρτσουσλαγκ της Αυστρίας αντίστοιχα) είχαν πολύ περισσότερες συμμετοχές από τους θερινούς και τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1932 που διοργάνωσε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή στο Λος Άντζελες και στο Λέικ Πλάσιντ των Η.Π.Α.
Η Sportintern από τη μεριά της διοργάνωνε κι εκείνη αγώνες ίδιου διαμετρήματος. Τους ονόμαζε «Σπαρτακιάδες» και έγραψαν σπουδαία ιστορία που συνεχίστηκε και μεταπολεμικά. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την ποδοσφαιρική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, που προφανώς ήταν προσκείμενη στην Γ’ Διεθνή και άρα στην Sportintern να συμμετάσχει και να κερδίσει στους αγώνες της 3ης Εργατικής Ολυμπιάδας της SASI, στην Αμβέρσα στα 1937.

Στα 1936 επρόκειτο να γίνουν οι «επίσημοι» ολυμπιακοί αγώνες της Δ.Ο.Ε. στο Βερολίνο. Η αλήθεια είναι πως οι αγώνες είχαν ανατεθεί στην Γερμανία πολύ πριν την άνοδο στην εξουσία των ναζιστών. Όμως η νέα πολιτική κατάσταση στη χώρα είχε θορυβήσει την παγκόσμια κοινότητα και - προφανώς - την αριστερά και τα συνδικάτα. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ζήτησε κάποιες εγγυήσεις από τον Χίτλερ, που αφορούσαν κυρίως στην χωρίς διακρίσεις συμμετοχή όλων στους αγώνες και εκείνος φυσικά έσπευσε να διαβεβαιώσει για τις αγνές προθέσεις του. Παρά ταύτα κατάφερε με διάφορες μεθοδεύσεις να μην συμμετέχει ούτε ένας αθλητής ή αθλήτρια εβραϊκής καταγωγής στην πολυπληθέστατη γερμανική ολυμπιακή ομάδα.
Όπως και νά ‘χει πάντως το εργατικό κίνημα αποφάσισε να οργανώσει μια «αντιολυμπιάδα» στην οποία δήλωσε συμμετοχή και η SASI και οι εθνικές εργατικές αθλητικές ομοσπονδίες που ανήκαν στη δύναμή της, αλλά και πολλές από τις αθλητικές εργατικές ομοσπονδίες που ανήκαν στην Ερυθρά Αθλητική Διεθνή, δηλαδή την Sportintern. Ιδανικότερη πόλη για την τέλεση της «Λαϊκής Ολυμπιάδας» όπως ονομάστηκε, ιδανικό «αντιΒερολίνο» δεν μπορούσε να είναι άλλο από τη Βαρκελώνη του κυβερνώντος Λαϊκού Μετώπου. Άλλωστε η νεοεκλεγμένη ισπανική δημοκρατική κυβέρνηση, είχε αποφασίσει να μποϋκοτάρει τους αγώνες του Βερολίνου.
Για τους αγώνες έφτασαν στη Βαρκελώνη περισσότεροι από 6000 αθλητές από πολλές χώρες της Ευρώπης, από τις Η.Π.Α., από τη Λατινική Αμερική, την Αλγερία, αλλά και εξόριστοι αθλητές εργάτες και συνδικαλιστές από τη Γερμανία (άλλωστε η Γερμανική Εργατική Αθλητική Ομοσπονδία ήταν η μεγαλύτερη από τις ομοσπονδίες της SASI) και την Ιταλία. Υπήρχαν επίσης αθλητές από συνδικάτα της Γαλικίας, της Καταλωνίας, της Χώρας των Βάσκων, της Αλσατίας και άλλων «αλύτρωτων» περιοχών της Ευρώπης. Εκτός από τα κλασικά ολυμπιακά αθλήματα , όπως ο στίβος, η γυμναστική, η ποδηλασία, το ποδόσφαιρο, η κολύμβηση κ.λπ. ήταν προγραμματισμένοι και αγώνες σκάκι, καθώς και αγώνες θεάτρου, μουσικής και λαϊκών χορών. Ημερομηνία έναρξης της Λαϊκής Ολυμπιάδας είχε προγραμματιστεί να είναι η 22 Ιουλίου του 1936. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 17 Ιουλίου, θα ξεσπάσει ο Ισπανικός Εμφύλιος και οι αγώνες θα ματαιωθούν. Από τους αθλητές που βρέθηκαν στη Βαρκελώνη για τους αγώνες, κοντά δύο χιλιάδες δεν θα φύγουν από την Ισπανία, αλλά θα μείνουν να πολεμήσουν στο πλευρό των δημοκρατικών από τις γραμμές των Διεθνών Ταξιαρχιών. Περισσότεροι από 300 θα θυσιαστούν στον αγώνα.





Περί εισβολών εντός του αγωνιστικού χώρου και άλλων παρεμφερών δαιμονίων.

Το ποδόσφαιρο είναι αρένα.Παιδί της βιομηχανικής επανάστασης και του καπιταλισμού. Βαλβίδα ασφαλείας του συστήματος. Πάντα έτσι ήταν. Ο Εγγλέζος βιομηχανικός εργάτης που είχε παρατήσει το χωριό του για να δουλέψει στο εργαστάσιο της πόλης, έπαιζε μπάλα κάθε Κυριακή για να εκτονώσει την ανάγκη του για επαφή με το χώμα, με τη γη που είχε χάσει. Ο χιλιανός οπαδός μόνο στο γήπεδο μπορούσε να φωνάξει και μόνο εκεί να βρεθεί με άλλους μαζί. Γιατί η ομάδα είναι ένταξη, συλλογικότητα και ταυτότητα. Γύρω από αυτά χτίζεται ένας ουρανοξύστης κερδών για πολλούς από τους εμπλεκόμενους στο χώρο. Πόσες πιθανότητες έχει ένας έφηβος στην σημερινή ελληνική κοινωνία (αλλά και έξω από αυτή σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες) να μην πορωθεί με την ομάδα του; Ελάχιστες. Στην πραγματικότητα αν δεν το κάνει θα μείνει στην άκρη της παρέας και θα θεωρείται "παράξενος". Πόσο χρήμα θα καταναλώσει ο έφηβος για την ομάδα και εξ αιτίας της ομάδας. Κυρίως μάλιστα το δεύτερο: εξ αιτίας της ομάδας. Όσο πιο "άρρωστος" είναι τόσο πιο πολύ χρήμα.

Παρακάτω: Ελλάδα=κοινωνία σε κρίση. Σφοδρή κρίση. Η βαλβίδα ασφαλείας που λέγαμε. Ε, όσο πιο μεγάλη κρίση, τόσο πιο συχνά θ' ανοίγει η βαλβίδα. Τόσο πιο συχνά θα μπουκάρουν στο γήπεδο. Μήπως μόνο εκεί άραγε θέλουν να μπουκάρουν; Για άστους ελεύθερους να δεις αν θα μείνει όρθιο πεζοδρόμιο.

Ακόμα παρακάτω: Το ποδόσφαιρο είναι το ομορφότερο παιχνίδι. Για να παίζεις. Όχι όμως στην Ελλάδα.Εδώ είσαι στην περιφέρεια του καπιταλισμού με τα ειδικά τοπικά σου σύνδρομα. Είσαι θεατής. Εδώ είσαι στην κυριαρχία της εικόνας. Παθητικός μέχρι τελικής. Δεν παίζεις ποδόσφαιρο, βλέπεις. Όπως βλέπεις στα κανάλια να χορεύουν, αλλά δεν χορεύεις ή να μαγειρεύουν, αλλά παραγγέλνεις ντιλίβερι. Ελλειπής και ημιμαθής, αγόμενος και φερόμενος.Ζυμάρι πού 'λεγε κι ο Μακρυγιάννης.

Η δίκη του κυρίου Anakin.

Είμαστε στην Μεγάλη Βρετανία του 1908. Εδώ και κάποιο διάστημα ένας σχετικός νόμος απαγορεύει τα τυχερά παιχνίδια σε όλα τα δημόσια καταστήματα ψυχαγωγίας, δηλαδή κυρίως στις γνωστές, κλασικές βρετανικές pub, χώρους καθημερινής συνάντησης και διασκέδασης των βρετανών.


Ο κύριος Foot Anakin, ιδιοκτήτης μιας τέτοιας pub στο Leeds της Αγγλίας, βρέθηκε κατηγορούμενος μετά από μήνυση που του έγινε εκ μέρους των τοπικών αρχών, διότι στο κατάστημά του παιζόταν ένα τυχερό παιχνίδι ονόματι «darts» . Θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε ελληνιστί τον όρο ως «βελάκια» και έτσι να καταλάβουμε όλοι πως πρόκειται για το κλασικό εκείνο παιχνίδι, που παίζεται πετώντας με το χέρι κάποια βελάκια με μεταλλική μύτη και ουρά που καταλήγει σε φτερά ,πάνω σε έναν στρογγυλό στόχο χωρισμένο και διαβαθμισμένο με αριθμούς από το ένα έως το είκοσι.

Τα κλασικά βελάκια με λίγα λόγια, που η ιστορία τους χάνεται αρκετά βαθειά στους αιώνες και στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Υπάρχουν πηγές που αναφέρουν πως ένα όμοιο με τα βελάκια παιχνίδι παιζόταν από τους ρωμαίους λεγεωνάριους που σημάδευαν με μικρά μαχαίρια κορμούς δέντρων. Αυτοί μάλλον έφεραν στα βρετανικά νησιά τη συνήθεια της σκοποβολής σε μικρούς στόχους, πάντως τις πρώτες γραπτές αναφορές στους όρους «Dart» και «Darting» (αν και με αρκετά διαφορετική από τη σημερινή τους σημασία) τις έχουμε στο «Oxford English Dictionary» του 1314. Ο μύθος λέει πως το παιχνίδι ήταν δημοφιλές στους «Προσκυνητές Πατέρες», μια θρησκευτική ομολογία, που βρίσκονταν ανάμεσα στους πρώτους αποίκους που ταξίδεψαν με το περίφημο «Mayflower» από την Αγγλία για τον Νέο Κόσμο. Αν και η πληροφορία αυτή μάλλον ανήκει στο χώρου του θρύλου, ο ιστορικός των darts Edmund Carl Hady παρουσιάζει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες πολλοί ταξιδιώτες του «Mayflower» (και όχι αποκλειστικά οι «Προσκυνητές Πατέρες» ) όταν δεν χάζευαν τα κύματα του Ατλαντικού, σκότωναν την ώρα τους πετώντας βελάκια πάνω σε έναν ξύλινο πάτο βαρελιού. Έτσι κι αλλιώς λίγο μετά τα μισά του 19ου αιώνα το παιχνίδι είχε γίνει πολύ δημοφιλές στις pub και ο ξύλινος πάτος του βαρελιού είχε αντικατασταθεί από τον γνωστό αριθμημένο στόχο που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Η διάταξη των αριθμών είναι τέτοια που βραβεύει τις πολύ ακριβείς βολές γι αυτό δίπλα σε κάθε νούμερο μεγάλης αξίας υπάρχουν αριθμοί μικρής αξίας, έτσι ώστε μια έστω και λίγο άστοχη βολή να έχει μεγάλες αρνητικές συνέπειες στην βαθμολογία του παίχτη. Ο στόχος και η διάταξη της αρίθμησής του λέγεται ότι παγιώθηκαν οριστικά από έναν ξυλουργό, τον Brian Gamlin από το Bury του Lancashire στα 1896.

Ακριβώς δώδεκα χρόνια μετά όμως ο κύριος Foot Anakin βρέθηκε κατηγορούμενος γιατί αυτό το παιχνίδι θεωρήθηκε τυχερό. Στο δικαστήριο παρουσιάστηκε με ένα σετ βελάκια και ένα στόχο. Για να αποδείξει πως η επιτυχία στα βελάκια δεν βασιζόταν στην τύχη, αλλά στην ικανότητα του παίχτη έριξε τρία βελάκια στον στόχο που και τα τρία καρφώθηκαν στην περιοχή του 20, δηλαδή στην υψηλότερη σε συγκομιδή βαθμών περιοχή του στόχου. Ύστερα προκάλεσε του ενόρκους ζητώντας κάποιος από αυτούς να ρίξει τρεις βολές που θα έχουν την ακρίβεια που είχαν οι δικές του. Ο πρόεδρος διάλεξε έναν νεαρό ανάμεσα στους παριστάμενους και του παρήγγειλε να δοκιμάσει. Οι δύο πρώτες βολές του νεαρού δεν βρήκαν καν τον στόχο, ενώ η τρίτη κατέληξε πολύ μακριά από το είκοσι. Τότε και ενώ ο πρόεδρος σκεφτόταν τι να αποφασίσει ο Anakin έριξε άλλες τρεις βολές που καρφώθηκαν και οι τρεις πάλι στο 20, αλλά σε εκείνη την πολύ μικρή περιοχή του στόχου όπου αν την πετύχεις διπλασιάζεται η αξία της βολής σου, δηλαδή στο διπλό 20 εν προκειμένω. Ο δικαστής ρώτησε τον κατηγορούμενο: «μπορείτε να το επαναλάβετε αυτό κύριε Anakin;» κι ο τελευταίος απάντησε «βεβαίως» και επανέλαβε τις βολές με την ίδια επιτυχία. Το δικαστήριο είχε πεισθεί, ο πρόεδρος εκστασιασμένος ανέκραξε: «Αυτό δεν είναι τυχερό παιχνίδι», ο κύριος Anakin αθωώθηκε πανηγυρικά και τα βελάκια διέσχισαν οριστικά τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη νομιμότητα απ’ την παρανομία...









Ο Μότσαρτ δεν παίζει για τον Χίτλερ. Η σύντομη ζωή του Ματίας Ζίντελαρ.

Ο Matthias Sindelar με τη φανέλα της Αυστρίας
O Ματίας Ζίντελαρ (Matthias Sindelar) γεννήθηκε ως Matěj Šindelář στο Κοσλόβ, στην Μοραβία της Τσεχίας, όταν αυτή ήταν κομμάτι της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, δηλαδή της Αυστροουγγαρίας, στα 1903.

Στη ζωή του πρόλαβε να εξελιχθεί στον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή της εποχής του και σε έναν από τους μεγαλύτερους του 20ου αι. Με το προσωνύμιο «Μότσαρτ του Ποδοσφαίρου» θα είναι μαζί με τον ιταλό Τζουζέπε Μεάτσα, τον ούγγρο Γκεόργκι Σάροζι και τον καταλανό Ρικάρντο Θαμόρα οι πρώτοι παίκτες διάσημοι σε όλο τον πλανήτη, οι πρώτοι «σταρ» του ποδοσφαίρου θα λέγαμε με σημερινούς όρους.

Η οικογένειά του είναι μάλλον εβραϊκής καταγωγής, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο. Το σίγουρο είναι πως μαστίζεται από τη φτώχεια και για οικονομικούς λόγους, όταν ο Ματίας είναι μόλις δύο ετών, μετακομίζει στην Βιέννη, όπου εγκαθίσταται σε μια συνοικία της πόλης με μεγάλη σλαβόφωνη κοινότητα τσεχικής προέλευσης. Εκεί, στους δρόμους της γειτονιάς του, πρωτοπαίζει μπάλα ο νεαρός Ζίντελαρ και έχει την τύχη να το κάνει σε μια χώρα που στα χρόνια που θα έρθουν θα πρωταγωνιστήσει, μαζί με τις άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Τσεχία (όλες βγαλμένες από την διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας με το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου) στην ανάπτυξη του ποδοσφαιρικού πολιτισμού της Ευρώπης.

Σε υψηλό επίπεδο θα αγωνιστεί ήδη από τα εφηβικά του χρόνια. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, στα 1918, αρχίζει να παίζει για την Χέρτα της Βιέννης και έξι χρόνια αργότερα, στα 1924 θα μεταγραφεί στην Αούστρια Βιέννης, που τότε ονομαζόταν Wiener Amateur-SV. Μαζί της θα κερδίσει πέντε φορές το Κύπελλο Αυστρίας, μία φορά το αυστριακό πρωτάθλημα και δύο το Μιτρόπα Καπ, τη μοναδική διασυλλογική ποδοσφαιρική οργάνωση της εποχής στην Ευρώπη, μία στα 1933 κόντρα στην Αμπροζιάνα του Μιλάνο, δηλαδή τη σημερινή Ίντερ και μία τρία χρόνια αργότερα εναντίον της Σλάβια Πράγας στον τελικό.

Από πολύ μικρός γίνεται μέλος της Εθνικής Αυστρίας και αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά μία από τις καλύτερες εθνικές ομάδες της προπολεμικής περιόδου. Οι περισσότεροι τη γνωρίζουν με τον αξιοζήλευτο χαρακτηρισμό Wunderteam (Βούντερτιμ) δηλαδή «Ομάδα Θαύμα» και έχει προπονητή τον Ούγκο Μάισλ έναν από τους πρώτους μεγάλους θεωρητικούς του ποδοσφαίρου. Μαζί της θα φτάσει μέχρι τον μικρό τελικό και την τέταρτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 στην Ιταλία. Εκτός αυτού η «Βούντερτιμ» στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 θα καταφέρει να συντρίψει τη Σκωτία με 5-0 και να δημιουργήσει έναν από τους ιστορικότερους προπολεμικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, όταν ηττήθηκε από την Αγγλία με 4-3 στο Λονδίνο. Ένα παιχνίδι στο οποίο έλαμψε πραγματικά το αστέρι του Ζίντελαρ και για το οποίο οι Τάιμς έγραψαν πως οι αυστριακοί ήταν οι ηθικοί νικητές. Τέλος με την εθνική του ομάδα, ο Ματίας Ζίντελαρ πανηγύρισε και την κατάκτηση ενός Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης στα 1932. Σήμερα θεωρείται ο μεγαλύτερος αυστριακός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.

Πριν τον αποκαλέσουν Μότσαρτ του Ποδοσφαίρου, ο Ζίντελαρ είχε ένα ακόμα παρατσούκλι: «Der Papierene», δηλαδή «Ο Χάρτινος». Το οφείλει στον «αεράτο» και τεχνικό τρόπο που είχε αναπτύξει στο παιχνίδι του, όντας κάτοχος εξαιρετικών τεχνικών δεξιοτήτων - σπάνιων σε σέντερ φορ όπως αυτός - και θέλοντας να αποφεύγει το σκληρό συχνά παιχνίδι των αντιπάλων του. Άλλωστε ένας τραυματισμός στον μηνίσκο και η συνακόλουθη - σαφώς δύσκολη για την εποχή- εγχείριση αποκατάστασης, τον έκαναν να παίζει πάντα με μια ειδική επιγονατίδα που έγινε σύντομα το σήμα κατατεθέν του.

Ο Ματίας Ζίντελαρ, υπήρξε ένας από τους πρώτους ποδοσφαιριστές που αμείφθηκε για την προώθηση μέσω της εικόνας του εμπορικών προϊόντων, μια μορφή επαγγελματισμού σχεδόν άγνωστη τότε, όμως ενδεικτική του πόσο αναγνωρίσιμος ήταν. Είχε πολλές προτάσεις να αγωνιστεί στο εξωτερικό, από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ , από σπουδαίες ιταλικές και γερμανικές ομάδες. Ποτέ όμως δεν θέλησε να εγκαταλείψει τη Βιέννη.

Στις 3 Απριλίου του 1938 ο μύθος του Ζίντελαρ παύει να είναι μόνο ποδοσφαιρικός. Εκείνη τη μέρα η Εθνική Αυστρίας αγωνίζεται τον τελευταίο της αγώνα. Ένα λαμπρό φιλικό παιχνίδι εναντίον της Εθνικής Γερμανίας στα πλαίσια των εορτασμών για το «Anschluss» , την ένωση δηλαδή ή καλύτερα την προσάρτηση του αυστριακού κράτους στο γερμανικό ράιχ που έχει επιτύχει ο Χίτλερ. Με προτροπή του ίδιου του Ζίντελαρ οι αυστριακοί δεν παίζουν με τις συνηθισμένες άσπρες και μαύρες εμφανίσεις, αλλά με κόκκινη φανέλα, λευκό σορτσάκι και κόκκινες κάλτσες, ακριβώς δηλαδή με τα χρώματα της αυστριακής σημαίας στη κανονική τους μάλιστα διάταξη. Για τον αγώνα που έγινε στο Πράτερ της Βιέννης έχουν γραφτεί πολλά. Οι περισσότερες μαρτυρίες συγκλίνουν στην άποψη πως ήταν συμφωνημένο να τελειώσει ισόπαλος, αλλά ο Ζίντελαρ έχοντας άλλη γνώμη όχι μόνο άνοιξε το σκορ, αλλά πήγε να πανηγυρίσει έξαλα και επιδεικτικά το γκολ που πέτυχε ακριβώς μπροστά από την εξέδρα των επισήμων με τους εκπροσώπους του ναζιστικού καθεστώτος. Είναι αυτός ο πρώτος πανηγυρισμός στην ιστορία του ποδοσφαίρου που συζητήθηκε τόσο. Οι αυστριακοί πάντως πέτυχαν και δεύτερο γκολ και ο αγώνας έληξε τελικώς με 2-0.

Μαζί με την προσάρτηση της χώρας προσαρτήθηκε και η Εθνική Αυστρίας σ’ εκείνη της Γερμανίας. Όχι όμως κι ο Ματίας Ζίντελαρ που αρνήθηκε επίμονα να αγωνιστεί για τη Γερμανία, προφασιζόμενος άλλοτε το προχωρημένο της ηλικίας του, ήταν ήδη 34 χρονών, άλλοτε τραυματισμούς. Αρνείται επίσης το ίδιο επίμονα να εγγραφεί στο ναζιστικό κόμμα.

Ζούσε στη Βιέννη με την αγαπημένη του Καμίλα Καστανιόλα (Camilla Castagnola), ιταλίδα εβραϊκής καταγωγής, που είχε γνωρίσει σε νοσοκομείο του Μιλάνο μετά από έναν τραυματισμό του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, όταν στις 23 Ιανουαρίου του 1939 βρέθηκαν κι οι δύο νεκροί στο σπίτι τους. Η επίσημη εκδοχή είναι πως πρόκειται για ατύχημα, για την ακρίβεια για δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, αλλά κανείς δεν θα την πιστέψει. Οι φήμες τονίζουν την άβολη για τον νέο καθεστώς ύπαρξη ενός διάσημου ποδοσφαιριστή εμφανώς αντικαθεστωτικού και πιθανώς εβραίου και της σαφώς εβραίας κοπέλας του, αφήνοντας έτσι ανοιχτή την υπόθεση της δολοφονίας από το ναζιστικό κράτος ή από παρακρατικές ναζιστικές ομάδες.

Ο αυστριακός ποιητής Friedrich Torberg θα γράψει ένα ποίημα με τίτλο «Auf den Tod eines Fußballers» («Για τον Θάνατο ενός Ποδοσφαιριστή») όπου θα εκφράσει - ποιητική αδεία βεβαίως- την άποψη πως ο Ζίντελαρ αυτοκτόνησε βλέποντας την πατρίδα του προσηρτημένη στην ναζιστική Γερμανία ενώ θα κυκλοφορήσουν, ειδικά μετά τον πόλεμο πολλές μυθιστορηματικές βιογραφίες του ποδοσφαιριστή. Μια από αυτές μάλιστα, πολύ πρόσφατη, εκδόθηκε μόλις το 2007 με τίτλο: «La partita dell'addio. Matthias Sindelar, il campione che non si piegò a Hitler» («Το παιχνίδι του αποχαιρετισμού. Ματίας Ζίντελαρ, ο πρωταθλητής που δεν λύγισε μπροστά στον Χίτλερ») θα γραφτεί από έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή, τον ιταλό Nello Governato.

Όπως και να έχει πάντως η ζωή, η στάση και ο θάνατος του Ματίας Ζίντελαρ, γέννησαν το πρώτο αντιναζιστικό σύμβολο της Ευρώπης. Κάτι περισσότερο δηλαδή από ένα σπουδαίο σέντερ φορ.







Το "Πανηγυράκι" της Αράχωβας.



 
Οι φωτογραφίες είναι από το webwalkerblog.wordpress.com
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις επιβίωσης μέχρι τις μέρες μας παραδοσιακών αθλητικών δραστηριοτήτων, είναι το Πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου στην Αράχωβα της Βοιωτίας. Το «Πανηγυράκι τ’ Άη Γιωργιού» ή σκέτο «Πανηγυράκι» όπως συνηθίζουν να τ’ ονομάζουν οι αραχωβίτες.




 Πρόκειται για ένα τριήμερο εκδηλώσεων που γίνονται πάνω στην γιορτή τ’ Αγίου Γεωργίου, κάθε 23η Απριλίου, ή -συνηθέστερα- τη Δευτέρα του Πάσχα όταν η επέτειος του Αγίου πέφτει μέσα στη σαρακοστή κι έτσι η γιορτή μεταφέρεται για την επομένη της Λαμπρής.

Οι φωτογραφίες είναι από το webwalkerblog.wordpress.com
Άλλωστε η περίοδος της Άνοιξης εκεί γύρω στο ορθόδοξο Πάσχα, κυρίως μάλιστα η Δευτέρα του Πάσχα, είναι εκείνη όπου εδώ και αιώνες στην ελληνική ύπαιθρο ανθούσαν μια σειρά από μαζικές εκδηλώσεις και έθιμα με χαρακτήρα αθλητικό, ατομικά γυμναστικά αγωνίσματα ή ομαδικά αθλητικά παιχνίδια.



Στην Αράχωβα με το «Πανηγυράκι» έχουμε ένα από τα λιγοστά εναπομείναντα δείγματα τέτοιων παραδοσιακών αθλητικών δραστηριοτήτων, που έλκουν την απώτερη καταγωγή τους από αθλητικές αναμνήσεις ριζωμένες βαθειά μέχρι την εποχή των αρχαίων Πυθίων που διοργανώνονταν στην περιοχή με επίκεντρο το διπλανό Μαντείο των Δελφών. Στο τριήμερο πανηγύρι κοντά σε μια σειρά άλλων τυπικών πανηγυριώτικων εκδηλώσεων, όπως οι θρησκευτικές λειτουργίες, οι χοροί, τα γλέντια, τα φαγοπότια και τα θεατρικά δρώμενα που αναπαριστούν το συναξάρι του Αγίου, έχουμε και ένα σχεδόν πλήρες πρόγραμμα παραδοσιακών ανταγωνιστικών γυμνασμάτων, κάτι σαν ολυμπιακούς αγώνες παραδοσιακών σπορ.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικός είναι ο αγώνας δρόμου σε ανήφορο, κάτι ανάμεσα σε σημερινό αγώνα ανωμάλου δρόμου και ορειβατική πεζοπορία που διεξάγεται χωρισμένος σε κατηγορίες νέων, ανδρών και γερόντων, στην τοποθεσία Μουστάμπεη, δηλαδή στο πεδίο όπου ο Καραϊσκάκης έδωσε την ιστορική Μάχη της Αράχωβας.

Ακολουθούν μια σειρά από άλλα αγωνίσματα. Δρόμος αντοχής 5 χιλιομέτρων, άλμα σε μήκος με φορά, άλμα σε μήκος άνευ φοράς, άλμα τριπλούν (ένα πατροπαράδοτο άθλημα των κλεφταρματωλών) και άλμα σε ύψος. Το πρόγραμμα συμπληρώνεται από αγωνίσματα για δυνατούς όπως το σήκωμα της πέτρας, όπου κερδίζει εκείνος που θα καταφέρει να σηκώσει περισσότερες φορές πάνω απ’ το κεφάλι του, με τα δυο του χέρια μια βαριά πέτρα, βάρους άνω των 60 κιλών, το πάλεμα, δηλαδή η γνωστή, κλασική πάλη, η σφαιροβολία και η λιθοβολία και τέλος η ιδιαίτερα διασκεδαστική διελκυστίνδα κατάλληλη για πολλά πειράγματα ανάμεσα στις παρέες.

Τα αγωνίσματα αυτά διεξάγονται στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, προστάτη της Αράχωβας και στα περισσότερα οι αθλητές φορούν τις παραδοσιακές φορεσιές τους.

Ο νικητής εκτός από τον γενικό έπαινο κερδίζει και ένα αρνί, τάμα των τσοπάνων της περιοχής για τον Άη Γιώργη. Μια παράδοση -εκείνη της προσφοράς αρνιού σαν τάμα στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου- που συναντιέται σε όλους σχεδόν τους λαούς (ακόμα και μη χριστιανικούς) των Βαλκανίων και της καθ’ ημάς ανατολής, από την Αρμενία ως την Αδριατική κι από την Κύπρο και την Κρήτη μέχρι τον Δούναβη.

Από αιχμάλωτος πολέμου, τερματοφύλακας...

To άγαλμα του Τράουτμαν στο μουσείο της Μάντσεστερ Σίτυ

Ο Bernhard Carl Trautmann, πιο γνωστός ως Bert Trautmann, γεννήθηκε στη Βρέμη της Γερμανίας στις 22 Οκτωβρίου του 1923. Όταν ξεκίνησε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μόλις 16 χρονών, αλλά στη διάρκεια του πολέμου πρόλαβε να ενηλικιωθεί και να υπηρετήσει ως αλεξιπτωτιστής στη Luftwaffe. Θα πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο, θα κερδίσει πέντε τιμητικές διακρίσεις και για τη δράση του στη μάχη του Άρνεμ θα τιμηθεί με το ανώτερο παράσημο του γερμανικού στρατού, τον «Σιδηρούν Σταυρό πρώτης τάξεως». Στη συνέχεια θα ξεκινήσει για τον Τράουτμαν μια σχεδόν κινηματογραφική περιπέτεια. Θα συλληφθεί αιχμάλωτος από τους σοβιετικούς και θα αποδράσει. Ύστερα από λίγο θα τον πιάσουν οι γάλλοι παρτιζάνοι, αλλά θα αποδράσει για δεύτερη φορά. Οι αμερικανοί είναι οι τρίτοι που τον συλλαμβάνουν και οι τρίτοι από τους οποίους καταφέρνει να αποδράσει. Στο τέλος θα βρεθεί για τέταρτη φορά αιχμάλωτος και θα κρατηθεί σε στρατόπεδο αιχμαλώτων του βρετανικού στρατού στο Άστον της Αγγλίας. Εκεί θα παίξει για πρώτη φορά στη ζωή του ποδόσφαιρο.


Διακρίνεται σαν αριστερό εξτρέμ στους αγώνες που γίνονται στο στρατόπεδο «POW Camp 50» μέχρι που ένας μικροτραυματισμός του προκαλεί ενοχλήσεις στο πόδι όταν πρέπει να τρέξει και τον κάνει να δοκιμάσει τη θέση του τερματοφύλακα. Αυτό ήταν αρκετό για να εκραγεί το ταλέντο του κάτω απ’ τα δοκάρια. Με τη λήξη της αιχμαλωσίας δεν θα επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά αντίθετα θα υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο σαν τερματοφύλακας της τοπικής St. Helens Town.

Η μεγάλη ώθηση στην καριέρα του όμως δίνεται στα 1949, όταν τον ανακαλύπτουν οι άνθρωποι της Μάντσεστερ Σίτυ και τον φέρνουν στο Maine Road για να αγωνιστεί σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Αγγλίας. Ο Τράουτμαν προορίζεται για διάδοχος του Frank Swift, αγαπημένου τερματοφύλακα των οπαδών της Σίτυ. Αυτό, αλλά πολύ περισσότερο το γεγονός πως ο Τράουτμαν όχι μόνο είναι γερμανός, αλλά έχει συμμετάσχει ενεργά στο πόλεμο του οποίου οι αναμνήσεις είναι και πολύ πρόσφατες και πολύ έντονες και φυσικά πολύ δυσάρεστες για τους βρετανούς, κάνουν τα γραφεία της ομάδας του Μάντσεστερ να κατακλειστούν κυριολεκτικά από επιστολές οπαδών της ομάδας, αλλά και γενικώς άγγλων ποδοσφαιρόφιλων, που ζητούν την απομάκρυνση του Τράουτμαν από αυτήν. Προφανώς το κλίμα είναι εξαιρετικά αρνητικό γι αυτόν, αλλά όπως κι ίδιος είπε αργότερα «όλα αυτά του φαίνονταν ασήμαντα μπροστά σε ό,τι είχε περάσει τα αμέσως προηγούμενα χρόνια στη ζωή του». Τελικά το ντεμπούτο θα γίνει σε αγώνα της Μάντσεστερ Σίτυ στο Λονδίνο, εναντίον της Φούλαμ και οι αρχικές αποδοκιμασίες θα μεταστραφούν με τη λήξη του ματς σε χειροκροτήματα για τη σπουδαία του εμφάνιση. Τον επευφημούν και τον συγχαίρουν ακόμα και οι αντίπαλοι οπαδοί και ποδοσφαιριστές. Είχε αρχίσει να γεννιέται ο μύθος του. Ο μύθος ενός από του σπουδαιότερους τερματοφύλακες του 20 αιώνα, δίπλα στον Γιασίν ή τον Θαμόρα.

Στην Σίτυ θα αγωνιστεί σχεδόν για μία αιωνιότητα... μέχρι το 1964, όπου σε ηλικία 41 ετών θα φύγει από την ομάδα για να περάσει στην Wellington Town με την οποία θα δώσει δύο μόλις παιχνίδια μέχρι να αποσυρθεί οριστικά από την ενεργό δράση.

Μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του παραμένει πάντως ο τελικός Κυπέλλου Αγγλίας του 1956, όταν και αγωνίστηκε για τα τελευταία 15’ του αγώνα με σπασμένο πόδι συμβάλλοντας καθοριστικά στη νίκη της Μάντσεστερ Σίτυ επί της Μπέρμινχαμ με 3-1 και κατακτώντας το πολύτιμο τρόπαιο. Υπήρξε αυτός ο τελικός η απόλυτη καταξίωση του Μπερτ Τράουτμαν στη συνείδηση των φιλάθλων. Δυστυχώς λίγους μήνες μετά θα χάσει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον μεγαλύτερο από τους τρεις γιους του, τον Τζον, σε ηλικία μόλις πέντε ετών.

Στον αποχαιρετιστήριο αγώνα προς τιμή του βρέθηκαν 60 χιλιάδες θεατές που τον αποθέωσαν, ενώ ακόμα και σήμερα κυκλοφορεί στο Μάντσεστερ ένα περιοδικό των φιλάθλων της Σίτυ με τίτλο: «Trautmann elmet»



Μετά το τέλος της καριέρας του σαν ποδοσφαιριστής ασχολήθηκε με την προπονητική, υπήρξε μέλος της ομάδας τεχνικών της γερμανικής ομοσπονδίας, αλλά συνεχίζοντας την πολυταξιδεμένη και περιπετειώδη ζωή διατέλεσε επίσης προπονητής των εθνικών ομάδων της Λιβερίας, της Τανζανίας και του Πακιστάν, ενώ προπόνησε και ομάδες μικρών επαγγελματικών και ερασιτεχνικών κατηγοριών στην Αγγλία και τη Γερμανία.

Σήμερα πλησιάζει τα 90 του και παραμένει πάντα ακμαίος. Ζει με την τρίτη του σύζυγο ανάμεσα στη Βαλένθια της Ισπανίας και στην κοιλάδα του Ρήνου, ενώ ασχολείται ενεργά με το Ίδρυμα Τράουτμαν που ίδρυσε ο ίδιος για την προώθηση της γερμανοαγγλικής φιλίας μέσω του ποδοσφαίρου.

Ένα πραξικόπημα, ένας δολοφονημένος τραγουδιστής κι ένας φαιδρός αγώνας ποδοσφαίρου.

Αν και η Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου του 1973 ήταν μία από τις πρώτες μέρες της άνοιξης για το νότιο ημισφαίριο, στο Σαντιάγο στην πρωτεύουσα της Χιλής ο καιρός δεν έμοιαζε καθόλου ανοιξιάτικος. Από το πρωί έβρεχε και από τα ξημερώματα ο στρατός της χώρας επιχειρούσε με επιτυχία να καταλάβει την εξουσία ανατρέποντας τον εκλεγμένο σοσιαλιστή πρόεδρο Σαλβαδόρ Αγιέντε, που ηγείτο μιας κυβερνητικής συμμαχίας, σοσιαλιστών, κομμουνιστών, ριζοσπαστών και χριστιανοδημοκρατών. Επικεφαλής της τετραμελούς στρατιωτικής επιτροπής (junta) που κατευθύνει το πραξικόπημα βρίσκεται ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοτσέτ και πίσω της η καθοδήγηση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.


Ο Αγιέντε θα χάσει τη ζωή του μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο, στο La Moneda, και την πτώση της δημοκρατίας θα ακολουθήσει άμεσα, από την πρώτη κιόλας μέρα, ένα όργιο βίας των στρατιωτικών. Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, δηλαδή σε διάστημα λιγότερο των τεσσάρων μηνών θα δολοφονηθούν τουλάχιστον διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι από αυτούς μετά από πολλά βασανιστήρια. Πολλοί δημόσιοι χώροι μετατρέπονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους προγραμμένους από το νέο καθεστώς. Ένας από αυτούς, ο μεγαλύτερος, είναι το Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο, που από τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος χρησιμοποιείται σαν φυλακή για τους συλληφθέντες. Εκεί μεταφέρονται μέσα στο αμέσως επόμενο διάστημα γύρω στις επτά χιλιάδες άνθρωποι. Ανάμεσά τους και ο Βίκτορ Χάρα, μουσικός, τραγουδιστής και ποιητής. Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σπουδαίου καλλιτεχνικού κινήματος του νέου λατινοαμερικάνικου τραγουδιού, γνωστού σήμερα με τον όρο Nueva Canciόn (Νουέβα Κανσιόν). Στις 16 του ίδιου μήνα, στο ίδιο στάδιο, εκεί που κάποτε έδινε τις συναυλίες του, ο Βίκτορ Χάρα θα δολοφονηθεί από τους φρουρούς του, αφού πρώτα του θρυμματίζουν τα χέρια για να μην μπορεί να παίζει κιθάρα.



Στο μεταξύ στον υπόλοιπο κόσμο συνεχίζονται τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, του οποίου η τελική φάση πρόκειται να διεξαχθεί μερικούς μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1974 στη Δυτική Γερμανία. Το σύστημα της προκριματικής φάσης προβλέπει πως ο νικητής του 9ου ευρωπαϊκού ομίλου που είναι η Σοβιετική Ένωση θα αντιμετωπίσει τον νικητή του 3ου ομίλου της Λατινικής Αμερικής, δηλαδή τη Χιλή. Διπλοί αγώνες, ένας στην έδρα των σοβιετικών και ένας σ’ εκείνη των χιλιανών. Ο πρώτος αγώνας γίνεται στη Μόσχα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1973 και λήγει χωρίς σκορ, 0-0. Ο επαναληπτικός στη Χιλή είχε το θλιβερό προνόμιο να πραγματοποιηθεί στις 21 Νοεμβρίου του ‘73 στο ίδιο αυτό Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο όπου μέχρι μόλις πριν λίγες μέρες η χιλιανή χούντα δολοφονούσε και βασάνιζε πολιτικούς κρατουμένους. Αλλά στην ιστορία δεν έμεινε μόνο για το τραγικό του πράγματος. Έμεινε και για την φαιδρότητά του, καθώς ήταν ένας αγώνας χωρίς αντίπαλο.

Έλεγε ο Σαρτρ πως αυτό που κάνει ενδιαφέρον το ποδόσφαιρο είναι η ύπαρξη του αντιπάλου, αλλά μάλλον η ΦΙΦΑ δεν ενστερνιζόταν την άποψή του. Έτσι όταν η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να συμμετάσχει στον επαναληπτικό, διαμαρτυρόμενη για το πραξικόπημα στη Χιλή, η Παγκόσμια Συνομοσπονδία του Ποδοσφαίρου οργάνωσε μια σπάνια ποδοσφαιρική οπερέτα. Έναν αγώνα με τη συμμετοχή μόνο της Εθνικής Ομάδας της Χιλής και των διαιτητών. Πράγματι η Χιλή και οι διαιτητές παρατάχθηκαν κανονικά για την έναρξη του παιχνιδιού. Το άλλο μισό του γηπέδου ήταν άδειο. Ο διαιτητής σφύριξε την έναρξη του αγώνα. Τέσσερις ποδοσφαιριστές από την ενδεκάδα της Χιλής άλλαξαν μερικές μπαλιές μεταξύ τους, εκ των οποίων οι μισές ήταν οφσάιντ καθώς δεν υπήρχαν αντίπαλοι αμυνόμενοι να τους καλύπτουν και πλησίασαν στην άδεια αντίπαλη εστία. Το ρεσιτάλ της γελοιότητας τελείωσε με ένα σουτ του αρχηγού της ομάδας της Χιλής, του επιθετικού χαφ Φρανθίσκο Τσαμάκο Βαλδές, που από μερικά εκατοστά απόσταση έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα του κενού τέρματος. Αυτό ήταν. Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Η Χιλή είχε νικήσει την αόρατη Σοβιετική Ένωση με 1-0 και είχε προκριθεί στα τελικά του μουντιάλ...

Η αλήθεια είναι πως οι κανονισμοί τότε προέβλεπαν τέτοιες αστείες διαδικασίες όταν μια ομάδα δεν κατέβαινε στον αγωνιστικό χώρο, όμως σε τόσο ψηλό ποδοσφαιρικό επίπεδο ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο.



Το τέλος της ιστορίας μας είναι γνωστό. Στη Χιλή μετά το πραξικόπημα στήθηκε ένα από τα πιο αιμοσταγή δικτατορικά καθεστώτα που γνώρισε η ανθρωπότητα και εφαρμόστηκαν οι οικονομικές ιδέες του άκρατου φιλελευθερισμού της Σχολής του Σικάγο και του Φρίντμαν που οδήγησαν τον λαό της στην πιο ακραία εξαθλίωση. Ο δικτάτορας Πινιτσέτ κυβέρνησε τη χώρα για δεκαεπτά χρόνια και πέθανε στο κρεβάτι του χωρίς ποτέ να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του.  Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και σαν χώρα (και σαν εθνική ομάδα) στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα.

Εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο το κατέκτησε τελικώς η Δυτική Γερμανία, αλλά η σημαντικότερη κληρονομιά που μας άφησε ήταν εκείνη της μεγάλης Ολλανδίας που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του ποδοσφαίρου.

Σήμερα το Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο λέγεται Στάδιο Βίκτορ Χάρα. Ακούστε εδώ ένα τραγούδι του και εδώ κι εδώ δείτε τον αγώνα παρωδία.

Arsenal-Barcelona

Το χθεσινό ήταν η σύγκρουση δύο τέλειων ομάδων, με διαφορετική όμως αντίληψη για το τι εστί τελειότητα. Τέλειο είναι για την Μπαρτσελόνα ένα παιχνίδι που γίνεται σε κλειστούς χώρους, ενώ για την Άρσεναλ ένα παιχνίδι που γίνεται σε ανοιχτούς. Από αυτή την άποψη η Άρσεναλ έχει κλασική ομορφιά, είναι κάτι σαν τον Παρθενώνα ή τον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ, ενώ η Μπαρτσελόνα είναι σαφώς νεωτερικότερη, θα έλεγα πως πρόκειται για τους Πινκ Φλόυντ του ποδοσφαίρου ή καλύτερα (λόγω εντοπιότητας) για μια πολυκατοικία του Γκαουντί.


Η Άρσεναλ, γνωρίζοντας πως ο αντίπαλός της στους κλειστούς χώρους, ειδικά πάνω στον άξονα του γηπέδου, είναι απίστευτα επικίνδυνος, προσπάθησε να δημιουργήσει μεγάλη συνγκέντρωση ποδοσφαιριστών ακριβώς εκεί. Προσπαθησε να αμυνθεί με το να κάνει τους χώρους ακόμα μικρότερους, σχεδόν ασφυκτικούς. Πως το έκανε; Απλά έφερε το σέντερ φορ της, τον Φαν Πέρσι, πολύ πιο κοντά στα χαφ, πράγμα που σε άλλα παιχνίδια δεν το συνηθίζει και τους ακραίους χαφ, τον Γουόλκοτ και τον Νασρί (ειδικά τον δεύτερο) πολύ πιο κλειστά στον άξονα. Εφ' όσον έτσι επέλεξε να αμυνθεί της ήταν δύσκολο να επιτεθεί αλλιώς, δηλαδή παίζοντας σε ανοιχτούς χώρους. Δεν είναι τυχαίο πως και οι δύο φάσεις που κάνει η Άρσεναλ στο πρώτο ημίχρονο, τις κάνει από τον άξονα. Η πρώτη σε εντελώς κλειστό πεδίο, η δεύτερη σε ανοιχτούς χώρους, αλλά πάλι από τον άξονα. Στην πρώτη υπάρχει μια πολύ καλή απόκρουση του Βαλντές. Έχει σημασία; Έχει, αλλά σίγουρα μικρότερη από τη σημασία που έχει το πρώτο γκολ που δέχτηκε ο ίδιος και για το οποίο έχει όλη την ευθύνη. Αν είχε μπει μπροστά στο σκορ η Άρσεναλ τόσο νωρίς, μπορεί να είχε αντιδράσει πολύ διαφορετικά η Μπαρτσελόνα.

Η Μπαρτσελόνα έπαιξε το παιχνίδι της. Κλειστό ποδόσφαιρο, πολλές μικρές πάσες, τεράστια κατοχή με τη αλάνθαστη λογική πως όταν έχουμε τη μπάλα, γκολ δεν μπορούμε να φάμε. Αυτό, το ποδόσφαιρο μέσα από την τρύπα της βελόνας, είναι η απόλυτη καινοτομία που εισάγει αυτή η ομάδα. Να κάνω μια ακόμα παρομοίωση; Είναι κάτι σαν το Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band, πρόκειται ν' αλλάξει όλη την ιστορία της ροκ...ε...συγγνώμη, του ποδοσφαίρου ήθελα να πω. Το θέμα είναι πως - αυτή τη στιγμή τουλάχιστον - καμία άλλη ομάδα στον κόσμο δεν μπορεί να το παίξει διότι σε καμιά άλλη ομάδα στον κόσμο δεν μπορούν όλοι οι ποδοσφαιριστές της από τη μέση και πάνω, να παίζουν άνετα ο ένας στη θέση του άλλου. Ζήτω η Χώρα της Τουλίπας λοιπόν, διότι κάπου εκεί βρίσκεται ο προπάππους ετούτης της τεχνοτροπίας...

Όσο συνέβαιναν όλα αυτά η Μπάρτσα έβαλε ένα γκολ κι έχασε ένα-δυο ακόμα. Νομίζω πως απέναντι σε μια τόσο καλή, γιατί ήταν καλή αμυντικά, Άρσεναλ και στον τερματοφύλακά της που είχε εξαιρετική τακτική αντίληψη, ήταν το περισσότερο που μπορούσε να κάνει. Στο δεύτερο ημίχρονο αντιθέτως μπορούσε να κάνει πιο πολλά. Κι αυτό γιατί η Άρσεναλ όντας πίσω στο σκορ, οπότε χαμένη για χαμένη, άρχισε να προσπαθεί να παίξει το παιχνίδι της, δηλαδή να ψάχνει επιθετικά για πιο πολλούς ανοιχτούς χώρους. Η είσοδος του Αρσάβιν, ακραίου επιθετικού ποδοσφαιριστή, δηλαδή εξ ορισμού δημιουργού και κυνηγού ανοιχτών πεδίων, είναι χαρακτηριστική. Ο άξονας έγινε πολύ πιο ελαφρύς για να οφεληθούν οι πτέρυγες. Ο Σονγκ έφυγε και ήρθε να παίξει -κατά συνθήκη- τη θέση του ο Νασρί. Ο Γουόλκοτ έφυγε κι αυτός και μπήκε ο Μπέντνερ για να παίξει δεξιά και να κρυφοκοιτάζει τη θέση του δεύτερου σέντερ φορ. Ο Φαν Πέρσι τραβήχτηκε μπροστά όπως συνηθίζει και οι χώροι άνοιξαν και η Μπάρτσα έπρεπε να αλωνίσει. Δεν το έκανε. Νομίζω για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι δεν είχε τις ανάσες για να το κάνει ή ότι βαριόταν να το κάνει. Θα το μάθουμε ποτέ; Όχι, θα μείνουμε με την απορία. Ο δεύτερος είναι μια λάθος αλλαγή. Του Κεϊτά στη θέση του Βίγια, καθώς ο πρώτος είναι έχας από τους ελάχιστους ποδοσφαιριστές που δεν μπορεί να παίξει παρά στη θέση του, αυτομάτως έχασε το αποκλειστικό προσόν της μαζικής εναλλαγής ρόλων των παικτών της. Μέσα σ' όλα η αλλαγή αυτή νομίζω πως μίλησε λίγο και στην ψυχολογία του συνόλου. Είναι μια αλλαγή που σου κλείνει το μάτι σα να σου λέει, "οκ, καλά είναι έτσι το σκορ, ας το κρατήσουμε".

Τελικά οι χώροι για την Άρσεναλ βρέθηκαν, τα γκολ ήρθαν (και με τη βοήθεια του Βαλντές- που πάντως δεν είναι κακός τερματοφύλακας) και η Άρσεναλ θα έχει να λέει πως κέρδισε αυτή τη Μπαρτσελόνα. Εγώ μένω ακόμα με την απορία για το τι θα συμβεί αν μια ομάδα προσπαθήσει να ανέβει ψηλά και να πιέσει την Μπαρτσελόνα. Οι πρώτες που θα το κάνουν μπορεί να φύγουν και με διψήφιο αριθμό τερμάτων σε βάρος τους, όμως κάποια θα καταφέρει όχι να την κερδίσει, αυτό το έκαναν κι άλλες, να της επιβληθεί.

Η Άρσεναλ λες να έχει ελπίδες να προκριθεί; Λίγες κι αυτές κυρίως επειδή η μπάλα είναι στρογγυλή. Αλλά όπως είπε και κάποιος κάπου,όταν η Άρσεναλ κερδίσει το Τσάμπιονς Λιγκ (γιατί θα το κερδίσει κάποτε) θα είναι η πρώτη ομάδα που δεν θα το έχει πάρει απλώς. Θα το έχει κατακτήσει...

Ο αναρχικός ληστής κι ο πρωταθλητής.

Ο Σάντε Πολάστρι σε μεγάλη ηλικία, μετά την αποφυλάκισή του.

Ο Σάντο Ντέτσιμο Πολάστρο ή αλλιώς Σάντε Πολάστρι υπήρξε ο «υπ’ αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος» στην Ιταλία των πρώτων ετών του φασιστικού καθεστώτος, δηλαδή στην τρίτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Γεννήθηκε στο Νόβι Λίγκουρε και στα περιπετειώδη χρόνια της ζωής του αναδείχθηκε ό μεγαλύτερος λαϊκός ήρωας της ιταλικής χερσονήσου.


Τα πραγματικά συμβάντα και ο μύθος συχνά μπερδεύονται στις αφηγήσεις για αυτόν. Κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια για ποιον λόγο βγήκε στην παρανομία. Πιθανότερη είναι η υπόθεση πως αυτό συνέβη μετά από τη ληστεία του Ακίλε Καζαλένιο, πρώην αστυνομικού στους Καραμπινιέρι και τότε ταμία του τοπικού υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας της Ιταλίας, την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι πάνω στο ποδήλατό του και με τα χρήματα του ταμείου μαζί του. Φαίνεται ότι ο Καζαλένιο προσπάθησε να αντισταθεί τραβώντας το όπλο του και οι ληστές των σκότωσαν. Δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αν για τον θάνατό του ευθύνεται ο ίδιος ο Σάντε ή κάποιος από τους τρεις συνεργούς του, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και ο ιταλός αναρχικός Λουΐτζι Πεότα. Ο Σάντε έλεγε πάντα πως δεν ήταν εκείνος που σκότωσε τον ταμία, η ληστεία όμως ήταν σίγουρα δικής του έμπνευσης και σχεδίασης.

Μια ακόμα εκδοχή είναι πως βγήκε στην παρανομία όταν σκότωσε κάποιον πλούσιο τοκογλύφο που είχε βιάσει μια καλή παιδική του φίλη, ενώ μια τρίτη ιστορία θέλει τον Σάντε να γίνεται οριστικά παράνομος όταν οι καραμπινιέροι σκότωσαν τον σύζυγο της αδελφής του Καρμελίνα κάποια μέρα που είχαν πάει στο σπίτι της αναζητώντας τον ίδιο που κρυβόταν εκεί.



Όπως και να έχει πάντως η ουσία είναι πως ο Σάντε σαν παιδί πολύ φτωχής οικογένειας ο ίδιος, βρέθηκε έτσι κι αλλιώς στην παρανομία από μικρός λόγω της άμεσης ανάγκης επιβίωσης. Έκανε μικροκλοπές στα τρένα και στις πλούσιες εξοχικές κατοικίες που διατηρούσαν οι μεγαλοαστοί γενοβέζοι στο χωριό του. Η αντιπαλότητά του με τις αρχές, ειδικά με τους φασίστες που για τους καυγάδες μαζί τους λέγονται πολλές ιστορίες και την αστυνομία, σε μια εποχή που στην χώρα ο φασισμός εμπεδωνόταν και το κράτος γινόταν όλο και πιο ισχυρό, έκανε τον Σάντε λαϊκό ήρωα και τον έφερε σε επαφή με τους αναρχικούς κύκλους. Φίλος του υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πιο επιθετικούς αναρχικούς της εποχής στην Ιταλία, ο γενοβέζος ποιητής Αμπέλε Ριτσέρι Φεράρι, πιο γνωστός με το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ρέντσο Νοβατόρε. Ένα βράδυ οι δυο τους έτρωγαν στην Οστερία ντέλα Σαλούτε, αλλά η αστυνομία παρακολουθούσε τόσο στενά τον Νοβατόρε που σε ένα άλλο τραπέζι είχαν καθίσει γι αυτόν τον λόγο μερικοί αστυνομικοί με πολιτικά. Ο Σάντε τους αναγνώρισε, έβγαλε το όπλο του και στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν ο ποιητής και ο επικεφαλής των αστυνομικών Λουπάνο.

Η φήμη του Σάντε μεγάλωνε όλο και περισσότερο συνοδευόμενη από αφηγήσεις για επικές ληστείες, για έναν ανθυπασπιστή των Καραμπινιέρι που έχασε τα λογικά του από τον φόβο του μόλις τον αντίκρισε, για μια ατελείωτη σειρά φόνων, αλλά και για πολλές αγαθοεργίες που τον κάνουν έναν σύγχρονο Ρομπέν των Δασών. Και ήταν δύσκολο την εποχή εκείνη να καθιερωθεί στη λαϊκή συνείδηση ένας ληστής καθώς το φασιστικό καθεστώς δεν άφηνε να διοχετευθεί στις εφημερίδες ούτε το ένα δέκατο του πραγματικού αστυνομικού ρεπορτάζ καθώς ήθελε να περάσει μια εικόνα απολύτως ευνομούμενου κράτους που είχε εξαλείψει την εγκληματικότητα.



Ο Σάντε όμως είχε ένα πάθος. Την ποδηλασία, που τότε ήταν το λαϊκότερο και το δημοφιλέστερο σπορ στην Ιταλία και έστελνε κάθε Κυριακή όλους τους ιταλούς στα βουνά και στους επαρχιακούς δρόμους για να παρακολουθήσουν τα περάσματα των μυθικών πρωταθλητών της ηρωικής εποχής του αθλήματος. Τότε δηλαδή που ένας ποδηλάτης έπρεπε να ταξιδεύει ώρες ολόκληρες στη σέλα του ποδηλάτου του. Εκεί πάνω να τρώει και να πίνει και πάντα μόνος του να αλλάζει λάστιχο αν χρειαζόταν ή να επισκευάζει την αλυσίδα του που έσπασε ή να σταματά για να γεμίζει νερό από την πηγή που βρισκόταν στον δρόμο του. Ακόμη τα ποδήλατα δεν ήταν κατασκευασμένα από πανάκριβα υλικά αεροναυπηγικής και ακόμα οι περισσότεροι δρόμοι δεν ήταν ασφάλτινοι. Ο Σάντε υπήρξε κι αυτός ως έφηβος αθλητής της ποδηλασίας σαν τον συντοπίτη και φίλο του Κοστάντε Τζιραρντένγκο που μέσα στη δεκαετία του ‘20 αναδείχτηκε στον μεγαλύτερο μύθο του ποδηλατικού κόσμου της Ευρώπης κερδίζοντας πρακτικά όποιον αγώνα και όποιο τρόπαιο βρέθηκε στον δρόμο του.

Ο θρύλος θέλει τους δύο φίλους να βρίσκονται μαζί από τα παιδικά τους χρόνια, να παίζουν, να μεγαλώνουν και να ζουν αχώριστοι. Μάλλον ο θρύλος εδώ υπερβάλλει καθώς ο Τζιραρντένγκο παρ’ ότι γεννιέται και μεγαλώνει κι αυτός στο Νόβι Λίγκουρε παρ’ ότι κι αυτός προέρχεται από εξίσου φτωχή οικογένεια, είναι έξι χρόνια μεγαλύτερος από τον Πολάστρι. Όμως είναι βέβαιο πως οι δυο τους γνωρίζονταν, πως είχαν μια καλή φιλική σχέση και πως προπονήθηκαν κάποιες φορές μαζί καθώς μοιράζονταν τον ίδιο προπονητή.



Είναι Αύγουστος του 1927. Ο Τζιραρντένγκο βρίσκεται στο Παρίσι για να αντιμετωπίσει του γάλλους πρωταθλητές σε έναν αγώνα έξι ημερών σε πίστα. Είναι γνωστό πως η αντιπαλότητα Γαλλίας και Ιταλίας στην ποδηλασία είναι ανάλογη μ’ εκείνη της Βραζιλίας και της Αργεντινής ή του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού στο ποδόσφαιρο, έτσι οι αγώνες όπως αυτός των έξι ημερών προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον.

Κοστάντε Τζιραρντένγκο
Στο Παρίσι όμως βρίσκεται κι ο Σάντε Πολάστρι. Έχει καταφέρει να περάσει αν και διωκόμενος τα ιταλικά σύνορα κι έχει μπορέσει να βρει καταφύγιο στη Γαλλία προστατευόμενος από κύκλους ιταλών και γάλλων αναρχικών. Εκεί οργανώνει και πραγματοποιεί μερικές από τις εντυπωσιακότερες ληστείες του, όπως αυτή του πολυτελέστατου κοσμηματοπωλείου Ρουμπέλ στο Παρίσι. Από την Ιταλία έχει έρθει με εντολή του ίδιου του Μουσολίνι και με την άδεια να δράσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία προκειμένου να συλλάβει τον Πολάστρι, ο επιθεωρητής Ρίτσο, ένας αστυνομικός με μεγάλη εμπειρία στη δίωξη των αναρχικών. Την υπόθεση στη Γαλλία έχει αναλάβει ο επιθεωρητής Γκιγιόμ από τον οποίο θα εμπνευστεί ο συγγραφέας Ζωρζ Σιμενόν τον χαρακτήρα του επιθεωρητή Μεγκρέ για τα αστυνομικά του.

Όταν έρχεται ο Τζιραρντένγκο στο Παρίσι για τον αγώνα, ο Σάντε θα πάει να τον συναντήσει. Αυτόν και τον Μπιάτζο Καβάνα, προπονητή του Τζιραρντένγκο και παλαιότερα του ίδιου του Σάντε. Λέγεται μάλιστα πως για να τον καταλάβουν, καθώς δεν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιων όλων, τους κάλεσε με ένα «τσιφουλό», έναν χαρακτηριστικό και μοναδικό τρόπο σφυρίγματος του τόπου τους, του Νόβι Λίγκουρε. Λίγο μετά, στις 10 Αυγούστου του 1927 οι επιθεωρητές Γκιγιόμ και Ρίτσο συνέλαβαν τον Σάντε Πολάστρι σε μια αποβάθρα του μετρό του Παρισιού. Είχαν καταφέρει να φτάσουν στον Πολάστρι μετά από κάποιες πληροφορίες που τους δόθηκαν από μια πολύ αξιόπιστη πηγή. Αν καταδότης του φίλου του υπήρξε ο ίδιος ο πολυπρωταθλητής Κοστάντε Τζιραρντένγκο, παραμένει άγνωστο, αν και όχι απίθανο.



Ο Σάντε θα δικαστεί στην Γαλλία και αργότερα θα εκδοθεί στην Ιταλία όπου θα δικαστεί πάλι (μάλιστα μάρτυρας στη δίκη ήταν κι ο Τζιραρντένγκο) και θα καταδικαστεί επίσης σε πολλές φορές ισόβια. Στη φυλακή, κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα οργανώσει μία εξέγερση με αιτήματα υπέρ των κρατουμένων και τελικά θα αποφυλακιστεί μετά από 32 χρόνια, στα 1959, με χάρη του προέδρου της ιταλικής δημοκρατίας Γκρόνκι. Ήταν ήδη 60 χρονών και πέρασε τα υπόλοιπα 20 χρόνια της ζωής του στο Νόβι Λίγκουρε στο σπίτι της αδελφής του Καρμελίνα, κάνοντας τον πλανόδιο έμπορο υφασμάτων με το ποδήλατό του. Όταν πέθανε εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άντρας στο σπίτι του πιο στενού φίλου του Σάντε και δηλώνοντας πως είναι ένας αναρχικός από το Βένετο, ρώτησε αν ο Σάντε είχε αφήσει απλήρωτα χρέη πριν πεθάνει και προσφέρθηκε να τα καλύψει. Ο Σάντε όμως δεν χρωστούσε τίποτα. Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει για το ποιος άραγε να ήταν αυτός ο άντρας, μία από αυτές είναι πως επρόκειτο για τον συνεργό του σε πολλά κόλπα, τον Λουίτζι Πεότα, του οποίου τα ίχνη χάθηκαν κάποτε ξαφνικά και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ.



Ο Τζιραρντένγκο πρόλαβε να κερδίσει δύο φορές τον Γύρο της Ιταλίας, τρεις φορές τον Γύρο της Λομβαρδίας και έξι φορές τον κλασικό αγώνα Μιλάνο-Σανρέμο. Αφού αποσύρθηκε υπήρξε ομοσπονδιακός προπονητής της Ιταλίας και πέθανε στα 1978, λίγους μήνες πριν τον Σάντε Πολάστρι. Αν οι δυο τους συναντήθηκαν ξανά είναι άγνωστο, για την ιστορία τους πάντως και κυρίως με αφορμή αυτή, για τον μύθο των δύο φίλων που παίρνουν διαφορετικούς δρόμους αναγκασμένοι όμως από την ίδια ανάγκη της επιβίωσης έχουν γραφτεί πολλά πράγματα, έχει φτιαχτεί μια μικρή τηλεοπτική ταινία της RAI και ο Λουίτζι Γκρέκι έχει γράψει τη μουσική και τους στίχους για ένα τραγούδι που έκανε γνωστό η ερμηνεία του αδελφού του Φραντσέσκο Ντε Γκρεγκόρι, ακούστε το εδώ:




Οι Συγχωνεύσεις της Χούντας

Στην διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, στις εποχές που απόλυτο κουμάντο στα ποδοσφαιρικά (και γενικότερα στα αθλητικά) πράγματα έκανε ο Κώστας Ασλανίδης, Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, εφαρμόστηκε η πολιτική των συγχωνεύσεων των ποδοσφαιρικών συλλόγων. Οι συγχωνεύσεις ήταν αποτέλεσμα πειθαναγκασμού και - όπου αυτό δεν αρκούσε- απλού εξαναγκασμού. Η επίσημη λογική της πρακτικής αυτής ήταν η δημιουργία λίγων, αλλά ισχυρών ομάδων. Το ιδανικό σχήμα θα ήταν η ύπαρξη ενός μόνο ισχυρού ποδοσφαιρικού συλλόγου, ικανού να έχει σταθερή παρουσία στα πρωταθλήματα εθνικών κατηγοριών, ανά νομό ή ανά μεγάλη αστική περιοχή. Στην πραγματικότητα με τη μέθοδο αυτή διαλύονταν τα σωματεία εκείνα που ήταν ύποπτα «ερυθράς» ή έστω δημοκρατικής δράσεως.



Δεν είναι μάλλον τυχαίο πως ένα σημαντικότατο μέρος των σωματείων που συγχωνεύονταν, χαρακτηριζόταν από τις προοδευτικές πεποιθήσεις των μελών τους. Πολλές φορές βεβαίως δεν ήταν καν απαραίτητη η ύπαρξη σαφούς αριστερής ιδεολογίας για να απαγορευθεί η ενασχόληση με τα ποδοσφαιρικά κάποιου. Νά τι λέει σχετικά ο Παναγιώτης Χατζίδης που υπήρξε ποδοσφαιριστής από το 1966 μέχρι το 1975 της Νεάπολης Νέας Ιωνίας: «Τότε, γίνονταν Διοικητικά Συμβούλια με την άδεια της αστυνομίας. Άμα ήσουν αριστερός, άμα τελείωνε το όνομά σου σε -ίδης όπως το δικό μου έπρεπε να πάρεις από την τοπική διεύθυνση ασφαλείας της Ν. Ιωνίας έγκριση. Πολλά άτομα παλιάς εποχής -χρόνια στο κουρμπέτι, όπως λέμε εδώ στη Ν. Ιωνία- απορρίφθηκαν κατά καιρούς από την ασφάλεια.»

Η ομάδα του Χατζίδη υπήρξε ένας από τους συλλόγους που βρέθηκε στη δίνη των συγχωνεύσεων της εποχής και μαζί με τους άλλους συλλόγους της ίδιας γειτονιάς, τη Σαφράμπολη, την Ελευθερούπολη, την Ιωνία και την Καλογρέζα διαλύθηκε για να συσταθούν οι δύο νέες ομάδες της Νέας Ιωνίας, η Ελπίδα και ο Ίκαρος, τα ονόματα των οποίων μάλιστα είχε εμπνευστεί ο ίδιος ο Ασλανίδης.

Η χούντα προσπάθησε -και προσωρινά κατάφερε- να επιβάλει τη συγχώνευση πολλών ποδοσφαιρικών ομάδων. Ο Π.Σ. Καλαμάτας ιδρύθηκε στα 1967 με την αναγκαστική συγχώνευση του Απόλλωνα Καλαμάτας, των Πράσινων Πουλιών και του Ολυμπιακού Καλαμάτας. Στην περίπτωση αυτή ο άβολος «αριστερίζων» σύλλογος που έπρεπε να απορροφηθεί ήταν τα Πράσινα Πουλιά, ομάδα στην οποία πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο ο Κλεάνθης Μαρόπουλος. Στη Κρήτη ο Εργοτέλης δεν ήταν ιδιαιτέρως αρεστός και έπρεπε να απορροφηθεί απ’ τον Ο.Φ.Η. Στη Χαλκίδα ο τοπικός Ολυμπιακός Χαλκίδας δεν περιποιούσε τιμή στο καθεστώς και ενώθηκε με τον Εύριπο για να δημιουργηθεί ο Α.Ο. Χαλκίς. Στην Τρίπολη ο Αστέρας Τρίπολης, η ΑΕΚ Τρίπολης, ο Ερμής Μερκοβουνίου και ο Όμιλος Τριπόλεως απορροφήθηκαν από τον Παναρκαδικό, στην Κέρκυρα διαλύθηκε ο Όλυμπος, ενώ στην Πάτρα τα τοπικά σωματεία Ολυμπιακός, Ηρακλής, Προοδευτική, Απόλλωνας, Αχιλλέας, Πατραϊκός και Θύελλα έδωσαν τον -καθαρευουσιάνικο κατά τα γλωσσικά γούστα των δικτατόρων- «Α.Π.Σ. Πάτραι». Η τελευταία αυτή συγχώνευση δεν ήταν και η πιο εύκολη. Πράγματι οι παράγοντες της Θύελλας Πατρών δεν συγκατάνευσαν και το καθεστώς έστειλε τους χωροφύλακες στα γραφεία του συλλόγου για να πάρουν το καταστατικό. Οι άνθρωποι της Θύελλας είχαν όμως ήδη προβλέψει να φυγαδεύσουν και να θάψουν σε κάποιο οικόπεδο το καταστατικό και τη σφραγίδα του σωματείου. Τα ανέσυραν μετά την πτώση της χούντας. Στη Ρόδο μεγάλη αντίσταση στα σχέδια του Ασλανίδη πρόβαλαν οι παράγοντες και οι φίλαθλοι του Διαγόρα που επίσης έκρυψαν σφραγίδες και καταστατικό στα σπίτια τους για να μην πέσουν στα χέρια των αστυνομικών δυνάμεων. Το σχέδιο προέβλεπε τη διάλυση του Διαγόρα, του Δωριέα και του Ροδιακού για τη ιδρυθεί ένα νέο σωματείο, ο Α.Σ. Ρόδου. Οι παράγοντες του Διαγόρα απειλήθηκαν με διώξεις αν δεν συναινούσαν μάλιστα στο νησί αναγκάστηκε να κατέβει ο ίδιος ο Ασλανίδης για να λύσει το ζήτημα. Σήμερα οι «διαγορίτες» λένε με περηφάνια πως δεν κατάφερε να τους διαλύσει ούτε οι Ιταλοί, ούτε η χούντα.

Οι ομάδες που προήλθαν από τις συγχωνεύσεις είχαν κάποιες μικρές επιτυχίες, πράγμα λογικό αφού σε μία ενωνόταν το αθλητικό δυναμικό δύο, τριών, τεσσάρων ή και παραπάνω σωματείων που προϋπήρχαν, όμως συνολικά καμία τους δεν ξεχώρισε ιδιαίτερα, δείγμα μάλλον πως ο εξαναγκασμός δεν αποτελεί την ασφαλέστερη οδό διακρίσεων.

Πολλά σωματεία που φτιάχτηκαν μέσω των υποχρεωτικών συνενώσεων υπάρχουν και δραστηριοποιούνται μέχρι σήμερα, αλλά μετά την επταετία η συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων που είχε συγχωνεύσει η χούντα επανιδρύθηκαν, καθώς σειρά δικαστικών αποφάσεων έκρινε παράνομες αυτές τις αναγκαστικές συγχωνεύσεις.





Ποδόσφαιρο στην παρανομία

Το ποδόσφαιρο δεν ήταν πάντα μια από τις πιο νομότυπες αθλητικές δραστηριότητες. Κατά καιρούς διώχθηκε από διάφορους φορείς εξουσίας, κρατικούς ή τοπικούς. Όποιος μεγάλωσε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 θα θυμάται σίγουρα στα πενιχρά λιλιπούτεια πάρκα των ελληνικών πόλεων, σ’ εκείνες τις ασήμαντες οάσεις ελεύθερου χώρου, κάποιες επιγραφές που προειδοποιούσαν πως «απαγορεύεται η μπάλα, το ποδήλατο και τα οικόσιτα ζώα» και απορούσες τελικά σε τι χρησίμευε ένα πάρκο επί του οποίου απαγορευόταν κάθε προφανής δραστηριότητα αναψυχής.


Αθήνα 2010, ποδόσφαιρο στο γήπεδο μπάσκετ στον Σταθμό Λαρίσης. Απαγορεύεται...

Φυσικά στην Ελλάδα εκείνων των ετών το ποδόσφαιρο - το παιδικό κυρίως ποδόσφαιρο- απαγορευόταν σχεδόν παντού. Στα προαύλια των σχολείων, στις αυλές των εκκλησιών, στις πλατείες, στα πάρκα, στις παραλίες, οπουδήποτε. Εις πείσμα φυσικά όλων των απαγορεύσεων, συνηθέστατα αυθαιρέτων, το ποδόσφαιρο παιζόταν σε όλα αυτά τα μέρη. Μάλιστα τείνω να πιστεύω πως η αυξημένη δημοφιλία του ανάμεσα στα παιδιά έχει να κάνει και με το γεγονός πως ήταν απαγορευμένο, υπό διωγμό κατά ένα τρόπο. Διωγμό σε ηθικό επίπεδο (καθώς ήταν με απόσταση το πιο απαξιωμένο από τα παιδικά παιχνίδια) και διωγμό σε υλικό επίπεδο (καθώς σε κάθε χώρο πρόσφορο για αυτοσχέδιο γήπεδο, ρητώς και σαφώς απαγορευόταν). Είναι γνωστό πως όσο περισσότερο απαγορεύεις κάτι στα παιδιά, τόσο πιο πολύ θα κάνουν το απαγορευμένο. Με αυτή τη σκέψη έρχομαι να προτείνω στους φορείς του αθλήματος στην σημερινή Ελλάδα να σκεφτούν σοβαρά την πιθανότητα ανέγερσης μνημείου αφιερωμένου στον «άγνωστο φύλακα» (κάτι σαν τον άγνωστο στρατιώτη) του πάρκου ή της πλατείας ή στον άγνωστο νεωκόρο της εκκλησίας που με ζήλο και αυταπάρνηση εκτελούσε το σπουδαιότερό του καθήκον, το οποίο άλλο δεν ήταν παρά να εμποδίζει τα πιτσιρίκια να παίζουν μπάλα, προκαλώντας τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε. Δίπλα σ’ αυτό θα μπορούσε να στηθεί και το μνημείο του «αγνώστου μαγκουροφόρου γέροντος» που επίσης συνέβαλε στην διάδοση του αθλήματος κυνηγώντας με τη μαγκούρα του τα αγοράκια που έπαιζαν μπάλα κοντά στο παγκάκι επί του οποίου ρέμβαζε.



Βέβαια κατά καιρούς το ποδόσφαιρο είχε τεθεί εκτός νόμου και από άλλες αρχές, απείρως σοβαρότερες και τρομακτικότερες των ελληνικών δήμων και κοινοτήτων. Στην Αγγλία του 1314 ο Εδουάρδος ο Β’ απαγόρευσε την αρχέγονη μορφή ποδοσφαίρου που παιζόταν τότε στο Λονδίνο, με το σκεπτικό ότι το κυνήγι μιας μεγάλης μπάλας από πολλούς ανθρώπους προκαλούσε μεγάλο θόρυβο και πολλές ζημιές στην πόλη. Ο Ερρίκος ο Ε’ οργάνωσε κανονικό διωγμό κατά του ποδοσφαίρου, αλλά και ο ηπιότερος Ερρίκος ο Ζ’ το απαγόρευσε, διότι ως ισχυριζόταν αποσπούσε τους άνδρες από την εκγύμνασή τους στην τοξοβολία.

Γενικώς η άποψη πως το ποδόσφαιρο είναι άχρηστο σπορ κυριαρχούσε μέχρι πολύ πρόσφατα και εκδηλωνόταν με διάφορους τρόπους. Από τον Ερρίκο τον 7ο που προτιμούσε την τοξοβολία μέχρι το ελληνικό υπουργείο παιδείας που στις αρχές του 20ου αιώνα θεωρούσε ανώφελο να εντάξει το ποδόσφαιρο στη σχολικές γυμναστικές δραστηριότητες και τη σημερινή ελληνίδα μάνα που σκέφτεται για τον γιο της: «δεν τον στέλνω στο ποδόσφαιρο γιατί θα μείνει κοντός, θα τον στείλω στο μπάσκετ να ψηλώσει»...


Φυσικά όσο απαγορευόταν το ποδόσφαιρο, τόσο πιο πολύ ρίζωνε στις αθλητικές συνήθειες των ανθρώπων, ειδικά των νέων. Και αυτό γινόταν παντού στον κόσμο. Το καλοκαίρι του 2002 η Εθνική Ομάδα της Τουρκίας κατέκτησε την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιαπωνίας και της Κορέας. Κι όμως περίπου εκατό χρόνια νωρίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα ο σουλτάνος είχε απαγορεύσει διά νόμου το παιχνίδι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ήδη σχηματισμένες ποδοσφαιρικές ομάδες της εποχής στις μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Θεσσαλονίκη βρέθηκαν σε καθεστώς παρανομίας.


Στην Ιταλία του Μουσολίνι το ποδόσφαιρο δεν απαγορεύθηκε, αλλά έγινε μια προσπάθεια να απαξιωθεί ως ξενόφερτο. Τη θέση του όφειλε να καταλάβει η Volata , ένα παιχνίδι με μπάλα βασισμένο στο ρωμαϊκό Harpostum που με τη σειρά του φαίνεται να αποτέλεσε πρόδρομο του πρώιμου βρετανικού ποδοσφαίρου (εκείνου που απαγόρευαν οι Ερρίκοι κι οι Εδουάρδοι). Τελικώς η Volata που δημιουργήθηκε από το φασιστικό καθεστώς και από αυτό χαρακτηρίστηκε ως η «ιταλικότερη των αθλοπαιδιών» απέτυχε να κατακτήσει την καρδιά των Ιταλών. Σε αντίθεση μάλιστα με το ποδόσφαιρο που ανέδειξε την Εθνική Ιταλίας ως την μεγαλύτερη ποδοσφαιρική δύναμη παγκοσμίως που σάρωσε όποιο Παγκόσμιο Κύπελλο και όποιους Ολυμπιακούς Αγώνες βρέθηκαν στον δρόμο της για δυο δεκαετίες από τις αρχές του 1930 μέχρι το αεροπορικό δυστύχημα της Superga (εκεί που χάθηκε η ομάδα της Τορίνο με τους 11 βασικούς διεθνείς ποδοσφαιριστές της) στα 1947.