Ο Σάντε Πολάστρι σε μεγάλη ηλικία, μετά την αποφυλάκισή του. |
Τα πραγματικά συμβάντα και ο μύθος συχνά μπερδεύονται στις αφηγήσεις για αυτόν. Κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια για ποιον λόγο βγήκε στην παρανομία. Πιθανότερη είναι η υπόθεση πως αυτό συνέβη μετά από τη ληστεία του Ακίλε Καζαλένιο, πρώην αστυνομικού στους Καραμπινιέρι και τότε ταμία του τοπικού υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας της Ιταλίας, την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι πάνω στο ποδήλατό του και με τα χρήματα του ταμείου μαζί του. Φαίνεται ότι ο Καζαλένιο προσπάθησε να αντισταθεί τραβώντας το όπλο του και οι ληστές των σκότωσαν. Δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αν για τον θάνατό του ευθύνεται ο ίδιος ο Σάντε ή κάποιος από τους τρεις συνεργούς του, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και ο ιταλός αναρχικός Λουΐτζι Πεότα. Ο Σάντε έλεγε πάντα πως δεν ήταν εκείνος που σκότωσε τον ταμία, η ληστεία όμως ήταν σίγουρα δικής του έμπνευσης και σχεδίασης.
Μια ακόμα εκδοχή είναι πως βγήκε στην παρανομία όταν σκότωσε κάποιον πλούσιο τοκογλύφο που είχε βιάσει μια καλή παιδική του φίλη, ενώ μια τρίτη ιστορία θέλει τον Σάντε να γίνεται οριστικά παράνομος όταν οι καραμπινιέροι σκότωσαν τον σύζυγο της αδελφής του Καρμελίνα κάποια μέρα που είχαν πάει στο σπίτι της αναζητώντας τον ίδιο που κρυβόταν εκεί.
Όπως και να έχει πάντως η ουσία είναι πως ο Σάντε σαν παιδί πολύ φτωχής οικογένειας ο ίδιος, βρέθηκε έτσι κι αλλιώς στην παρανομία από μικρός λόγω της άμεσης ανάγκης επιβίωσης. Έκανε μικροκλοπές στα τρένα και στις πλούσιες εξοχικές κατοικίες που διατηρούσαν οι μεγαλοαστοί γενοβέζοι στο χωριό του. Η αντιπαλότητά του με τις αρχές, ειδικά με τους φασίστες που για τους καυγάδες μαζί τους λέγονται πολλές ιστορίες και την αστυνομία, σε μια εποχή που στην χώρα ο φασισμός εμπεδωνόταν και το κράτος γινόταν όλο και πιο ισχυρό, έκανε τον Σάντε λαϊκό ήρωα και τον έφερε σε επαφή με τους αναρχικούς κύκλους. Φίλος του υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πιο επιθετικούς αναρχικούς της εποχής στην Ιταλία, ο γενοβέζος ποιητής Αμπέλε Ριτσέρι Φεράρι, πιο γνωστός με το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ρέντσο Νοβατόρε. Ένα βράδυ οι δυο τους έτρωγαν στην Οστερία ντέλα Σαλούτε, αλλά η αστυνομία παρακολουθούσε τόσο στενά τον Νοβατόρε που σε ένα άλλο τραπέζι είχαν καθίσει γι αυτόν τον λόγο μερικοί αστυνομικοί με πολιτικά. Ο Σάντε τους αναγνώρισε, έβγαλε το όπλο του και στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν ο ποιητής και ο επικεφαλής των αστυνομικών Λουπάνο.
Η φήμη του Σάντε μεγάλωνε όλο και περισσότερο συνοδευόμενη από αφηγήσεις για επικές ληστείες, για έναν ανθυπασπιστή των Καραμπινιέρι που έχασε τα λογικά του από τον φόβο του μόλις τον αντίκρισε, για μια ατελείωτη σειρά φόνων, αλλά και για πολλές αγαθοεργίες που τον κάνουν έναν σύγχρονο Ρομπέν των Δασών. Και ήταν δύσκολο την εποχή εκείνη να καθιερωθεί στη λαϊκή συνείδηση ένας ληστής καθώς το φασιστικό καθεστώς δεν άφηνε να διοχετευθεί στις εφημερίδες ούτε το ένα δέκατο του πραγματικού αστυνομικού ρεπορτάζ καθώς ήθελε να περάσει μια εικόνα απολύτως ευνομούμενου κράτους που είχε εξαλείψει την εγκληματικότητα.
Ο Σάντε όμως είχε ένα πάθος. Την ποδηλασία, που τότε ήταν το λαϊκότερο και το δημοφιλέστερο σπορ στην Ιταλία και έστελνε κάθε Κυριακή όλους τους ιταλούς στα βουνά και στους επαρχιακούς δρόμους για να παρακολουθήσουν τα περάσματα των μυθικών πρωταθλητών της ηρωικής εποχής του αθλήματος. Τότε δηλαδή που ένας ποδηλάτης έπρεπε να ταξιδεύει ώρες ολόκληρες στη σέλα του ποδηλάτου του. Εκεί πάνω να τρώει και να πίνει και πάντα μόνος του να αλλάζει λάστιχο αν χρειαζόταν ή να επισκευάζει την αλυσίδα του που έσπασε ή να σταματά για να γεμίζει νερό από την πηγή που βρισκόταν στον δρόμο του. Ακόμη τα ποδήλατα δεν ήταν κατασκευασμένα από πανάκριβα υλικά αεροναυπηγικής και ακόμα οι περισσότεροι δρόμοι δεν ήταν ασφάλτινοι. Ο Σάντε υπήρξε κι αυτός ως έφηβος αθλητής της ποδηλασίας σαν τον συντοπίτη και φίλο του Κοστάντε Τζιραρντένγκο που μέσα στη δεκαετία του ‘20 αναδείχτηκε στον μεγαλύτερο μύθο του ποδηλατικού κόσμου της Ευρώπης κερδίζοντας πρακτικά όποιον αγώνα και όποιο τρόπαιο βρέθηκε στον δρόμο του.
Ο θρύλος θέλει τους δύο φίλους να βρίσκονται μαζί από τα παιδικά τους χρόνια, να παίζουν, να μεγαλώνουν και να ζουν αχώριστοι. Μάλλον ο θρύλος εδώ υπερβάλλει καθώς ο Τζιραρντένγκο παρ’ ότι γεννιέται και μεγαλώνει κι αυτός στο Νόβι Λίγκουρε παρ’ ότι κι αυτός προέρχεται από εξίσου φτωχή οικογένεια, είναι έξι χρόνια μεγαλύτερος από τον Πολάστρι. Όμως είναι βέβαιο πως οι δυο τους γνωρίζονταν, πως είχαν μια καλή φιλική σχέση και πως προπονήθηκαν κάποιες φορές μαζί καθώς μοιράζονταν τον ίδιο προπονητή.
Είναι Αύγουστος του 1927. Ο Τζιραρντένγκο βρίσκεται στο Παρίσι για να αντιμετωπίσει του γάλλους πρωταθλητές σε έναν αγώνα έξι ημερών σε πίστα. Είναι γνωστό πως η αντιπαλότητα Γαλλίας και Ιταλίας στην ποδηλασία είναι ανάλογη μ’ εκείνη της Βραζιλίας και της Αργεντινής ή του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού στο ποδόσφαιρο, έτσι οι αγώνες όπως αυτός των έξι ημερών προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον.
Κοστάντε Τζιραρντένγκο |
Στο Παρίσι όμως βρίσκεται κι ο Σάντε Πολάστρι. Έχει καταφέρει να περάσει αν και διωκόμενος τα ιταλικά σύνορα κι έχει μπορέσει να βρει καταφύγιο στη Γαλλία προστατευόμενος από κύκλους ιταλών και γάλλων αναρχικών. Εκεί οργανώνει και πραγματοποιεί μερικές από τις εντυπωσιακότερες ληστείες του, όπως αυτή του πολυτελέστατου κοσμηματοπωλείου Ρουμπέλ στο Παρίσι. Από την Ιταλία έχει έρθει με εντολή του ίδιου του Μουσολίνι και με την άδεια να δράσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία προκειμένου να συλλάβει τον Πολάστρι, ο επιθεωρητής Ρίτσο, ένας αστυνομικός με μεγάλη εμπειρία στη δίωξη των αναρχικών. Την υπόθεση στη Γαλλία έχει αναλάβει ο επιθεωρητής Γκιγιόμ από τον οποίο θα εμπνευστεί ο συγγραφέας Ζωρζ Σιμενόν τον χαρακτήρα του επιθεωρητή Μεγκρέ για τα αστυνομικά του.
Όταν έρχεται ο Τζιραρντένγκο στο Παρίσι για τον αγώνα, ο Σάντε θα πάει να τον συναντήσει. Αυτόν και τον Μπιάτζο Καβάνα, προπονητή του Τζιραρντένγκο και παλαιότερα του ίδιου του Σάντε. Λέγεται μάλιστα πως για να τον καταλάβουν, καθώς δεν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιων όλων, τους κάλεσε με ένα «τσιφουλό», έναν χαρακτηριστικό και μοναδικό τρόπο σφυρίγματος του τόπου τους, του Νόβι Λίγκουρε. Λίγο μετά, στις 10 Αυγούστου του 1927 οι επιθεωρητές Γκιγιόμ και Ρίτσο συνέλαβαν τον Σάντε Πολάστρι σε μια αποβάθρα του μετρό του Παρισιού. Είχαν καταφέρει να φτάσουν στον Πολάστρι μετά από κάποιες πληροφορίες που τους δόθηκαν από μια πολύ αξιόπιστη πηγή. Αν καταδότης του φίλου του υπήρξε ο ίδιος ο πολυπρωταθλητής Κοστάντε Τζιραρντένγκο, παραμένει άγνωστο, αν και όχι απίθανο.
Ο Σάντε θα δικαστεί στην Γαλλία και αργότερα θα εκδοθεί στην Ιταλία όπου θα δικαστεί πάλι (μάλιστα μάρτυρας στη δίκη ήταν κι ο Τζιραρντένγκο) και θα καταδικαστεί επίσης σε πολλές φορές ισόβια. Στη φυλακή, κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα οργανώσει μία εξέγερση με αιτήματα υπέρ των κρατουμένων και τελικά θα αποφυλακιστεί μετά από 32 χρόνια, στα 1959, με χάρη του προέδρου της ιταλικής δημοκρατίας Γκρόνκι. Ήταν ήδη 60 χρονών και πέρασε τα υπόλοιπα 20 χρόνια της ζωής του στο Νόβι Λίγκουρε στο σπίτι της αδελφής του Καρμελίνα, κάνοντας τον πλανόδιο έμπορο υφασμάτων με το ποδήλατό του. Όταν πέθανε εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άντρας στο σπίτι του πιο στενού φίλου του Σάντε και δηλώνοντας πως είναι ένας αναρχικός από το Βένετο, ρώτησε αν ο Σάντε είχε αφήσει απλήρωτα χρέη πριν πεθάνει και προσφέρθηκε να τα καλύψει. Ο Σάντε όμως δεν χρωστούσε τίποτα. Πολλές υποθέσεις έχουν γίνει για το ποιος άραγε να ήταν αυτός ο άντρας, μία από αυτές είναι πως επρόκειτο για τον συνεργό του σε πολλά κόλπα, τον Λουίτζι Πεότα, του οποίου τα ίχνη χάθηκαν κάποτε ξαφνικά και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ.
Ο Τζιραρντένγκο πρόλαβε να κερδίσει δύο φορές τον Γύρο της Ιταλίας, τρεις φορές τον Γύρο της Λομβαρδίας και έξι φορές τον κλασικό αγώνα Μιλάνο-Σανρέμο. Αφού αποσύρθηκε υπήρξε ομοσπονδιακός προπονητής της Ιταλίας και πέθανε στα 1978, λίγους μήνες πριν τον Σάντε Πολάστρι. Αν οι δυο τους συναντήθηκαν ξανά είναι άγνωστο, για την ιστορία τους πάντως και κυρίως με αφορμή αυτή, για τον μύθο των δύο φίλων που παίρνουν διαφορετικούς δρόμους αναγκασμένοι όμως από την ίδια ανάγκη της επιβίωσης έχουν γραφτεί πολλά πράγματα, έχει φτιαχτεί μια μικρή τηλεοπτική ταινία της RAI και ο Λουίτζι Γκρέκι έχει γράψει τη μουσική και τους στίχους για ένα τραγούδι που έκανε γνωστό η ερμηνεία του αδελφού του Φραντσέσκο Ντε Γκρεγκόρι, ακούστε το εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου