Ο Ιάσωνας Ζηργάνος ήταν ένα δραστήριο και κινητικό παιδί που, όπως πολλά παιδιά της εποχής του, εκμεταλλευόταν τον φυσικό στίβο του περιβάλλοντος για να αθληθεί. Σε μια εποχή που οι αθλητικές υποδομές στην Ελλάδα είναι μάλλον λίγες (στην ουσία ό,τι είχε απομείνει από τους Ολυμπιακούς του 1896 και τη Μεσολυμπιαδα του 1906) και αφορούν κυρίως τα αγωνίσματα του στίβου, τα παιδιά και οι έφηβοι ανακαλύπτουν τους δικούς τους προνομιακούς χώρους άθλησης στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον και στα προσφερόμενα από αυτό υλικά. Δυο κλαδιά ή δυο πέτρες αντικαθιστούν τα δοκάρια για να στηθεί ένα ποδοσφαιρικό τέρμα, μια μάντρα μετατρέπεται εύκολα σε πεδίο αναρρίχησης, η θάλασσα, μια λίμνη, ένα ποτάμι, καμμιά φορά ακόμη κι ένα αρδευτικό κανάλι αντικαθιστούν εύκολα το ανύπαρκτο κολυμβητήριο. Ιδιαιτέρως εκεί λοιπόν, στην κολύμβηση στον Παγασητικό, θα ξεχωρίσει ο Ζηργάνος από τους συνομίληκούς του. Για την ταχύτητα, αλλά κυρίως για τις αντοχές του, που του επιτρέπουν να κολυμπά αισθητά μεγάλες αποστάσεις όπως το πέρασμα από την ηπειρωτική ακτή της Μαγνησίας στο νησάκι Τρίκερι ή ακόμα και από το Τρίκερι ως τη Σκιάθο.
Ο χαρακτήρας του Βόλου πάντως στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα είναι αρκετά αστικός και τα αθλητικά μέσα δεν λείπουν εντελώς. Έτσι ο Ζηργάνος, ένα από τα δέκα παιδιά της οικογένειάς του, θα ασχοληθεί με ιδιαίτερη επιτυχία και με άλλα σπορ. Άλλωστε είμαστε στην εποχή που ο αθλητισμός δεν παρουσιάζει τη σημερινή έντονη εξιδίκευση. Ακόμα τότε ο αθλητής είναι πρώτιστα αθλητής και όχι ειδικευμένος αποκλειστικά σε ένα άθλημα ή ένα μεμονομένο αγώνισμα. Δεν είναι σπάνιο κάποιος να κάνει πρωταθλητισμό στον στίβο, στη σκοποβολή και στην άρση βαρών ταυτόχρονα, άλλος να πρωταγωνιστεί σαν ποδοσφαιριστής και την ίδια στιγμή να ρίχνει ακόντιο ή να τρέχει μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις, κάποιος να κερδίζει πρωταθλήματα στην ποδηλασία και να διακρίνεται και στο ξίφος ασκήσεως επίσης. Στο πνεύμα αυτό κι ο Ιάσωνας θα διακριθεί σε μια σειρά από αθλήματα όπως στον ακοντισμό στις καταδύσεις από τον παλιό φάρο του Βόλου που χρησιμοποιούσαν ως αυτοσχέδιο βατήρα, στην ορειβασία, στην ιππασία, στην πυγμαχία και στο μονόζυγο, στην ξιφασκία, στους δρόμους ημιαντοχής, ειδικότερα στα 1500 μ., στην πάλη.
Στα 1933 θα αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο πόλεμος θα τον βρει λοχαγό στο μέτωπο, όπου θα τιμηθεί με τέσσερα παράσημα για τη δράση του. Ακόμα όμως και στις ακραίες συνθήκες του αλβανικού μετώπου βρίσκει χρόνο να προπονηθεί, βουτώντας στα παγωμένα νερά των ποταμών της Πίνδου. Από τότε εκδηλώνει την επιθυμία του να παραγματοποιήσει κολυμπώντας τον διάπλου της Μάγχης, του Αγγλικού Καναλιού ή απλώς του "Καναλιού" όπως συνήθιζαν να το ονομάζουν οι παλιοί ναυτικοί, που αποτελούσε ανέκαθεν το απόλυτο φετίχ για του κολυμβητές μεγάλων αποστάσεων. Εμπιστεύεται την επιθυμία του αυτή και στον Γρηγόρη Λαμπράκη, που τότε δεν έχει γίνει ακόμη ο θρύλος του παγκόσμιου κινήματος ειρήνης, αλλά είναι σημαίνων αθλητής της εποχής και σπουδαίος γιατρός. Στις δεκαετίες του '40 και του '50 οι δύο τους βρίσκονται πολύ συχνά και συζητούν προσπαθώντας να βρουν τρόπους για να εμπλέξουν στον αθλητισμό την ελληνική νεολαία.
Ακολουθώντας τη στρατιωτική καριέρα που συνεπάγεται πολλές μεταθέσεις θα κολυμπήσει σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας. Οι διαδρομές του στον Αώο ποταμό ή από το Έντεμ στην Καστέλλα σε καθημερινή βάση, τα περάσματα Καβάλα-Θάσος, Αίγινα- Παλιό Φάληρο, Ζάκυνθος-Κυλλήνη, Πάτρα-Κρυονέρι, Τήνος-Σύρος, Ντία-Ηράκλειο Κρήτης, Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα και Λουτράκι-Κόρινθος αποτελούν γι αυτόν καλές προπονήσεις και μεγάλα αθλητικά γεγονότα για τους φιλάθλους και για τους τυχερούς συναθλητές του που κολυμπούν μαζί του (και αρκετά πίσω του προσπαθώντας να τον φτάσουν...). Χαρακτηριστική των συνθηκών της εποχής είναι η αφήγηση ενός νεαρού τότε κρητικού που στη διαδρομή Ντία-Ενετικό Λιμάνι Ηρακλείου βρισκόταν μέσα σε μια βάρκα φορτωμένη με εκατό πιάτα κουζίνας, εντεταλμένος να τα πετάξει ένα-ένα στη θάλασσα σε περίπτωση που κάποιος καρχαρίας απειλούσε τους κολυμβητές. Καθώς τα πιάτα θα βυθίζονταν στο νερό θα αποσπούσαν με τη γυαλάδα τους την προσοχή του κήτους και έτσι δεν θα κινδύνευαν οι κολυμβητές...
Τελικώς στα 1949, στα σαράντα του χρόνια, όντας πια ταγματάρχης, θα καταφέρει για πρώτη φορά να διαπλεύσει τη Μάγχη. Του χρειάστηκαν κάτι περισσότερο από 16 ώρες συνεχούς κολύμβησης. Το κατόρθωμα θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα και θα ενθουσιάσει τον κόσμο. Πρόκειται πραγματικά για σπουδαίο αθλητικό επίτευγμα καθώς είναι ένας από τους ελάχιστους κολυμβητές (μόλις τέσσερις) που το έχουν καταφέρει μέχρι τότε. Ενδεχομένως όμως να μην είναι ο πρώτος έλληνας που πραγματοποίησε τον άθλο. Στα 1930 αναφέρουν μερικές ανεπίσημες πηγές ότι το ίδιο είχε κάνει και ο Μανώλης Βελισσαρίου, ένας σαμιώτης ναύτης του -τότε- "Βασιλικού Ναυτικού". Όπως και να έχει πάντως ο Ζηργάνος με τη Μάγχη πέρασε και στον χώρο του θρύλου καθώς καταγράφηκε στην ελληνική συλλογική μνήμη δίπλα σε τεράστιες μορφές του ελληνικού αθλητισμού.
Τη Μάγχη θα την περάσει άλλες τέσσερις συνολικά φορές, στα 1950, '51, '54 και '59. Τη δεύτερη φορά μάλιστα, στα 1950, θα το κάνει στα πλαίσια του αγώνα διάπλου του "Καναλιού" που είχε προκηρύξει η αγγλική εφημερίδα "Ντέιλι Μίρορ". Θα τερματίσει στην έκτη θέση με χρόνο λίγο πάνω από τις 14 ώρες, δηλαδή βελτιωμένο κατά δύο και πλέον ώρες σε σχέση με τον πρώτο διάπλου ένα χρόνο νωρίτερα. Σ΄αυτόν τον αγώνα συμμετείχε και ένας άλλος έλληνας που προπονείτο μαζί με τον Ζηργάνο, ο Καμπέρος, ο οποίος όμως δυστυχώς δεν θα καταφέρει να τερματίσει καθώς δέχτηκε επίθεση από καρχαρίες και ως φαίνεται οι διοργανωτές δεν είχαν προβλέψει να εφοδιαστούν με πιάτα... Οι επιδόσεις πάντως του Ιάσωνα θα συνεχίσουν να βελτιώνονται και στις δύο επόμενες προσπαθειές του, το 1951 και το 1954.
Για να αφοσιωθεί συστηματικά στις προπονήσεις του αποφασίζει να παραιτηθεί απ' τον στρατό όπου οι συνεχείς μεταθέσεις δεν διευκολύνουν το πρόγραμμά του, καθώς τον φέρνουν συχνά σε περιοχές που απέχουν χιλιόμετρα από τη θάλασσα και σε χρόνια που κολυμβητήρια δεν υπήρχαν στην Ελλάδα.
Σε κατάδυση από τον παλιό Φάρο του Βόλου |
Ο Ζηργάνος είχε πάθος με τον αθλητισμό, ειδικά με τον ναυταθλητισμό. Αυτό τον έκανε να εκδώσει και μια εφημερίδα για τα θαλάσσια αθλήματα, ενώ στο βιβλίο του "Πως πέρασα την Μάγχην" περιγράφει το χρονικό της προετοιμασίας και του πρώτου διάπλου της Μάγχης στα 1949. Δέκα χρόνια μετά από εκείνον θα πραγματοποιήσει το πέμπτο πέρασμα του "Καναλιού" και στη συνέχεια θα επιχειρήσει ένα ακόμα πιο προκλητικό στόχο: να διασχίσει το Κανάλι της Ιρλανδίας ή Βόρειο Κανάλι όπως το λένε σήμερα, από το Ντονάχαντι της Βόρειας Ιρλανδίας ως το Πορτ Πάτρικ της Σκωτίας. Το κάνει στις 27 Σεπτεμβρίου του 1959. Φτάνει σχεδόν στο ένα μόλις μίλι από τη σκωτσέζικη ακτή όταν η παλίρροια τον τραβά πάλι πίσω όπου και χάνει τις αισθήσεις του από τον συνδιασμό κόπωσης και κρύου. Όταν τον ανασύρουν ο γιατρός του κάνει καρδιακές μαλάξεις με το μόνο διαθέσιμο εκείνη τη στιγμή μέσο, έναν απλό σουγιά. Ο Ιάσωνας ζητά ένα ζεστό τσάι, πίνει λίγο και αμέσως μετά πεθαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου