Ο Matthias Sindelar με τη φανέλα της Αυστρίας |
Στη ζωή του πρόλαβε να εξελιχθεί στον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή της εποχής του και σε έναν από τους μεγαλύτερους του 20ου αι. Με το προσωνύμιο «Μότσαρτ του Ποδοσφαίρου» θα είναι μαζί με τον ιταλό Τζουζέπε Μεάτσα, τον ούγγρο Γκεόργκι Σάροζι και τον καταλανό Ρικάρντο Θαμόρα οι πρώτοι παίκτες διάσημοι σε όλο τον πλανήτη, οι πρώτοι «σταρ» του ποδοσφαίρου θα λέγαμε με σημερινούς όρους.
Η οικογένειά του είναι μάλλον εβραϊκής καταγωγής, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο. Το σίγουρο είναι πως μαστίζεται από τη φτώχεια και για οικονομικούς λόγους, όταν ο Ματίας είναι μόλις δύο ετών, μετακομίζει στην Βιέννη, όπου εγκαθίσταται σε μια συνοικία της πόλης με μεγάλη σλαβόφωνη κοινότητα τσεχικής προέλευσης. Εκεί, στους δρόμους της γειτονιάς του, πρωτοπαίζει μπάλα ο νεαρός Ζίντελαρ και έχει την τύχη να το κάνει σε μια χώρα που στα χρόνια που θα έρθουν θα πρωταγωνιστήσει, μαζί με τις άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Τσεχία (όλες βγαλμένες από την διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας με το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου) στην ανάπτυξη του ποδοσφαιρικού πολιτισμού της Ευρώπης.
Σε υψηλό επίπεδο θα αγωνιστεί ήδη από τα εφηβικά του χρόνια. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, στα 1918, αρχίζει να παίζει για την Χέρτα της Βιέννης και έξι χρόνια αργότερα, στα 1924 θα μεταγραφεί στην Αούστρια Βιέννης, που τότε ονομαζόταν Wiener Amateur-SV. Μαζί της θα κερδίσει πέντε φορές το Κύπελλο Αυστρίας, μία φορά το αυστριακό πρωτάθλημα και δύο το Μιτρόπα Καπ, τη μοναδική διασυλλογική ποδοσφαιρική οργάνωση της εποχής στην Ευρώπη, μία στα 1933 κόντρα στην Αμπροζιάνα του Μιλάνο, δηλαδή τη σημερινή Ίντερ και μία τρία χρόνια αργότερα εναντίον της Σλάβια Πράγας στον τελικό.
Από πολύ μικρός γίνεται μέλος της Εθνικής Αυστρίας και αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά μία από τις καλύτερες εθνικές ομάδες της προπολεμικής περιόδου. Οι περισσότεροι τη γνωρίζουν με τον αξιοζήλευτο χαρακτηρισμό Wunderteam (Βούντερτιμ) δηλαδή «Ομάδα Θαύμα» και έχει προπονητή τον Ούγκο Μάισλ έναν από τους πρώτους μεγάλους θεωρητικούς του ποδοσφαίρου. Μαζί της θα φτάσει μέχρι τον μικρό τελικό και την τέταρτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 στην Ιταλία. Εκτός αυτού η «Βούντερτιμ» στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 θα καταφέρει να συντρίψει τη Σκωτία με 5-0 και να δημιουργήσει έναν από τους ιστορικότερους προπολεμικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, όταν ηττήθηκε από την Αγγλία με 4-3 στο Λονδίνο. Ένα παιχνίδι στο οποίο έλαμψε πραγματικά το αστέρι του Ζίντελαρ και για το οποίο οι Τάιμς έγραψαν πως οι αυστριακοί ήταν οι ηθικοί νικητές. Τέλος με την εθνική του ομάδα, ο Ματίας Ζίντελαρ πανηγύρισε και την κατάκτηση ενός Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης στα 1932. Σήμερα θεωρείται ο μεγαλύτερος αυστριακός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.
Πριν τον αποκαλέσουν Μότσαρτ του Ποδοσφαίρου, ο Ζίντελαρ είχε ένα ακόμα παρατσούκλι: «Der Papierene», δηλαδή «Ο Χάρτινος». Το οφείλει στον «αεράτο» και τεχνικό τρόπο που είχε αναπτύξει στο παιχνίδι του, όντας κάτοχος εξαιρετικών τεχνικών δεξιοτήτων - σπάνιων σε σέντερ φορ όπως αυτός - και θέλοντας να αποφεύγει το σκληρό συχνά παιχνίδι των αντιπάλων του. Άλλωστε ένας τραυματισμός στον μηνίσκο και η συνακόλουθη - σαφώς δύσκολη για την εποχή- εγχείριση αποκατάστασης, τον έκαναν να παίζει πάντα με μια ειδική επιγονατίδα που έγινε σύντομα το σήμα κατατεθέν του.
Ο Ματίας Ζίντελαρ, υπήρξε ένας από τους πρώτους ποδοσφαιριστές που αμείφθηκε για την προώθηση μέσω της εικόνας του εμπορικών προϊόντων, μια μορφή επαγγελματισμού σχεδόν άγνωστη τότε, όμως ενδεικτική του πόσο αναγνωρίσιμος ήταν. Είχε πολλές προτάσεις να αγωνιστεί στο εξωτερικό, από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ , από σπουδαίες ιταλικές και γερμανικές ομάδες. Ποτέ όμως δεν θέλησε να εγκαταλείψει τη Βιέννη.
Στις 3 Απριλίου του 1938 ο μύθος του Ζίντελαρ παύει να είναι μόνο ποδοσφαιρικός. Εκείνη τη μέρα η Εθνική Αυστρίας αγωνίζεται τον τελευταίο της αγώνα. Ένα λαμπρό φιλικό παιχνίδι εναντίον της Εθνικής Γερμανίας στα πλαίσια των εορτασμών για το «Anschluss» , την ένωση δηλαδή ή καλύτερα την προσάρτηση του αυστριακού κράτους στο γερμανικό ράιχ που έχει επιτύχει ο Χίτλερ. Με προτροπή του ίδιου του Ζίντελαρ οι αυστριακοί δεν παίζουν με τις συνηθισμένες άσπρες και μαύρες εμφανίσεις, αλλά με κόκκινη φανέλα, λευκό σορτσάκι και κόκκινες κάλτσες, ακριβώς δηλαδή με τα χρώματα της αυστριακής σημαίας στη κανονική τους μάλιστα διάταξη. Για τον αγώνα που έγινε στο Πράτερ της Βιέννης έχουν γραφτεί πολλά. Οι περισσότερες μαρτυρίες συγκλίνουν στην άποψη πως ήταν συμφωνημένο να τελειώσει ισόπαλος, αλλά ο Ζίντελαρ έχοντας άλλη γνώμη όχι μόνο άνοιξε το σκορ, αλλά πήγε να πανηγυρίσει έξαλα και επιδεικτικά το γκολ που πέτυχε ακριβώς μπροστά από την εξέδρα των επισήμων με τους εκπροσώπους του ναζιστικού καθεστώτος. Είναι αυτός ο πρώτος πανηγυρισμός στην ιστορία του ποδοσφαίρου που συζητήθηκε τόσο. Οι αυστριακοί πάντως πέτυχαν και δεύτερο γκολ και ο αγώνας έληξε τελικώς με 2-0.
Μαζί με την προσάρτηση της χώρας προσαρτήθηκε και η Εθνική Αυστρίας σ’ εκείνη της Γερμανίας. Όχι όμως κι ο Ματίας Ζίντελαρ που αρνήθηκε επίμονα να αγωνιστεί για τη Γερμανία, προφασιζόμενος άλλοτε το προχωρημένο της ηλικίας του, ήταν ήδη 34 χρονών, άλλοτε τραυματισμούς. Αρνείται επίσης το ίδιο επίμονα να εγγραφεί στο ναζιστικό κόμμα.
Ζούσε στη Βιέννη με την αγαπημένη του Καμίλα Καστανιόλα (Camilla Castagnola), ιταλίδα εβραϊκής καταγωγής, που είχε γνωρίσει σε νοσοκομείο του Μιλάνο μετά από έναν τραυματισμό του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, όταν στις 23 Ιανουαρίου του 1939 βρέθηκαν κι οι δύο νεκροί στο σπίτι τους. Η επίσημη εκδοχή είναι πως πρόκειται για ατύχημα, για την ακρίβεια για δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, αλλά κανείς δεν θα την πιστέψει. Οι φήμες τονίζουν την άβολη για τον νέο καθεστώς ύπαρξη ενός διάσημου ποδοσφαιριστή εμφανώς αντικαθεστωτικού και πιθανώς εβραίου και της σαφώς εβραίας κοπέλας του, αφήνοντας έτσι ανοιχτή την υπόθεση της δολοφονίας από το ναζιστικό κράτος ή από παρακρατικές ναζιστικές ομάδες.
Ο αυστριακός ποιητής Friedrich Torberg θα γράψει ένα ποίημα με τίτλο «Auf den Tod eines Fußballers» («Για τον Θάνατο ενός Ποδοσφαιριστή») όπου θα εκφράσει - ποιητική αδεία βεβαίως- την άποψη πως ο Ζίντελαρ αυτοκτόνησε βλέποντας την πατρίδα του προσηρτημένη στην ναζιστική Γερμανία ενώ θα κυκλοφορήσουν, ειδικά μετά τον πόλεμο πολλές μυθιστορηματικές βιογραφίες του ποδοσφαιριστή. Μια από αυτές μάλιστα, πολύ πρόσφατη, εκδόθηκε μόλις το 2007 με τίτλο: «La partita dell'addio. Matthias Sindelar, il campione che non si piegò a Hitler» («Το παιχνίδι του αποχαιρετισμού. Ματίας Ζίντελαρ, ο πρωταθλητής που δεν λύγισε μπροστά στον Χίτλερ») θα γραφτεί από έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή, τον ιταλό Nello Governato.
Όπως και να έχει πάντως η ζωή, η στάση και ο θάνατος του Ματίας Ζίντελαρ, γέννησαν το πρώτο αντιναζιστικό σύμβολο της Ευρώπης. Κάτι περισσότερο δηλαδή από ένα σπουδαίο σέντερ φορ.