Ο Μότσαρτ δεν παίζει για τον Χίτλερ. Η σύντομη ζωή του Ματίας Ζίντελαρ.

Ο Matthias Sindelar με τη φανέλα της Αυστρίας
O Ματίας Ζίντελαρ (Matthias Sindelar) γεννήθηκε ως Matěj Šindelář στο Κοσλόβ, στην Μοραβία της Τσεχίας, όταν αυτή ήταν κομμάτι της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, δηλαδή της Αυστροουγγαρίας, στα 1903.

Στη ζωή του πρόλαβε να εξελιχθεί στον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή της εποχής του και σε έναν από τους μεγαλύτερους του 20ου αι. Με το προσωνύμιο «Μότσαρτ του Ποδοσφαίρου» θα είναι μαζί με τον ιταλό Τζουζέπε Μεάτσα, τον ούγγρο Γκεόργκι Σάροζι και τον καταλανό Ρικάρντο Θαμόρα οι πρώτοι παίκτες διάσημοι σε όλο τον πλανήτη, οι πρώτοι «σταρ» του ποδοσφαίρου θα λέγαμε με σημερινούς όρους.

Η οικογένειά του είναι μάλλον εβραϊκής καταγωγής, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο. Το σίγουρο είναι πως μαστίζεται από τη φτώχεια και για οικονομικούς λόγους, όταν ο Ματίας είναι μόλις δύο ετών, μετακομίζει στην Βιέννη, όπου εγκαθίσταται σε μια συνοικία της πόλης με μεγάλη σλαβόφωνη κοινότητα τσεχικής προέλευσης. Εκεί, στους δρόμους της γειτονιάς του, πρωτοπαίζει μπάλα ο νεαρός Ζίντελαρ και έχει την τύχη να το κάνει σε μια χώρα που στα χρόνια που θα έρθουν θα πρωταγωνιστήσει, μαζί με τις άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Τσεχία (όλες βγαλμένες από την διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας με το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου) στην ανάπτυξη του ποδοσφαιρικού πολιτισμού της Ευρώπης.

Σε υψηλό επίπεδο θα αγωνιστεί ήδη από τα εφηβικά του χρόνια. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, στα 1918, αρχίζει να παίζει για την Χέρτα της Βιέννης και έξι χρόνια αργότερα, στα 1924 θα μεταγραφεί στην Αούστρια Βιέννης, που τότε ονομαζόταν Wiener Amateur-SV. Μαζί της θα κερδίσει πέντε φορές το Κύπελλο Αυστρίας, μία φορά το αυστριακό πρωτάθλημα και δύο το Μιτρόπα Καπ, τη μοναδική διασυλλογική ποδοσφαιρική οργάνωση της εποχής στην Ευρώπη, μία στα 1933 κόντρα στην Αμπροζιάνα του Μιλάνο, δηλαδή τη σημερινή Ίντερ και μία τρία χρόνια αργότερα εναντίον της Σλάβια Πράγας στον τελικό.

Από πολύ μικρός γίνεται μέλος της Εθνικής Αυστρίας και αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά μία από τις καλύτερες εθνικές ομάδες της προπολεμικής περιόδου. Οι περισσότεροι τη γνωρίζουν με τον αξιοζήλευτο χαρακτηρισμό Wunderteam (Βούντερτιμ) δηλαδή «Ομάδα Θαύμα» και έχει προπονητή τον Ούγκο Μάισλ έναν από τους πρώτους μεγάλους θεωρητικούς του ποδοσφαίρου. Μαζί της θα φτάσει μέχρι τον μικρό τελικό και την τέταρτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 στην Ιταλία. Εκτός αυτού η «Βούντερτιμ» στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 θα καταφέρει να συντρίψει τη Σκωτία με 5-0 και να δημιουργήσει έναν από τους ιστορικότερους προπολεμικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, όταν ηττήθηκε από την Αγγλία με 4-3 στο Λονδίνο. Ένα παιχνίδι στο οποίο έλαμψε πραγματικά το αστέρι του Ζίντελαρ και για το οποίο οι Τάιμς έγραψαν πως οι αυστριακοί ήταν οι ηθικοί νικητές. Τέλος με την εθνική του ομάδα, ο Ματίας Ζίντελαρ πανηγύρισε και την κατάκτηση ενός Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης στα 1932. Σήμερα θεωρείται ο μεγαλύτερος αυστριακός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.

Πριν τον αποκαλέσουν Μότσαρτ του Ποδοσφαίρου, ο Ζίντελαρ είχε ένα ακόμα παρατσούκλι: «Der Papierene», δηλαδή «Ο Χάρτινος». Το οφείλει στον «αεράτο» και τεχνικό τρόπο που είχε αναπτύξει στο παιχνίδι του, όντας κάτοχος εξαιρετικών τεχνικών δεξιοτήτων - σπάνιων σε σέντερ φορ όπως αυτός - και θέλοντας να αποφεύγει το σκληρό συχνά παιχνίδι των αντιπάλων του. Άλλωστε ένας τραυματισμός στον μηνίσκο και η συνακόλουθη - σαφώς δύσκολη για την εποχή- εγχείριση αποκατάστασης, τον έκαναν να παίζει πάντα με μια ειδική επιγονατίδα που έγινε σύντομα το σήμα κατατεθέν του.

Ο Ματίας Ζίντελαρ, υπήρξε ένας από τους πρώτους ποδοσφαιριστές που αμείφθηκε για την προώθηση μέσω της εικόνας του εμπορικών προϊόντων, μια μορφή επαγγελματισμού σχεδόν άγνωστη τότε, όμως ενδεικτική του πόσο αναγνωρίσιμος ήταν. Είχε πολλές προτάσεις να αγωνιστεί στο εξωτερικό, από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ , από σπουδαίες ιταλικές και γερμανικές ομάδες. Ποτέ όμως δεν θέλησε να εγκαταλείψει τη Βιέννη.

Στις 3 Απριλίου του 1938 ο μύθος του Ζίντελαρ παύει να είναι μόνο ποδοσφαιρικός. Εκείνη τη μέρα η Εθνική Αυστρίας αγωνίζεται τον τελευταίο της αγώνα. Ένα λαμπρό φιλικό παιχνίδι εναντίον της Εθνικής Γερμανίας στα πλαίσια των εορτασμών για το «Anschluss» , την ένωση δηλαδή ή καλύτερα την προσάρτηση του αυστριακού κράτους στο γερμανικό ράιχ που έχει επιτύχει ο Χίτλερ. Με προτροπή του ίδιου του Ζίντελαρ οι αυστριακοί δεν παίζουν με τις συνηθισμένες άσπρες και μαύρες εμφανίσεις, αλλά με κόκκινη φανέλα, λευκό σορτσάκι και κόκκινες κάλτσες, ακριβώς δηλαδή με τα χρώματα της αυστριακής σημαίας στη κανονική τους μάλιστα διάταξη. Για τον αγώνα που έγινε στο Πράτερ της Βιέννης έχουν γραφτεί πολλά. Οι περισσότερες μαρτυρίες συγκλίνουν στην άποψη πως ήταν συμφωνημένο να τελειώσει ισόπαλος, αλλά ο Ζίντελαρ έχοντας άλλη γνώμη όχι μόνο άνοιξε το σκορ, αλλά πήγε να πανηγυρίσει έξαλα και επιδεικτικά το γκολ που πέτυχε ακριβώς μπροστά από την εξέδρα των επισήμων με τους εκπροσώπους του ναζιστικού καθεστώτος. Είναι αυτός ο πρώτος πανηγυρισμός στην ιστορία του ποδοσφαίρου που συζητήθηκε τόσο. Οι αυστριακοί πάντως πέτυχαν και δεύτερο γκολ και ο αγώνας έληξε τελικώς με 2-0.

Μαζί με την προσάρτηση της χώρας προσαρτήθηκε και η Εθνική Αυστρίας σ’ εκείνη της Γερμανίας. Όχι όμως κι ο Ματίας Ζίντελαρ που αρνήθηκε επίμονα να αγωνιστεί για τη Γερμανία, προφασιζόμενος άλλοτε το προχωρημένο της ηλικίας του, ήταν ήδη 34 χρονών, άλλοτε τραυματισμούς. Αρνείται επίσης το ίδιο επίμονα να εγγραφεί στο ναζιστικό κόμμα.

Ζούσε στη Βιέννη με την αγαπημένη του Καμίλα Καστανιόλα (Camilla Castagnola), ιταλίδα εβραϊκής καταγωγής, που είχε γνωρίσει σε νοσοκομείο του Μιλάνο μετά από έναν τραυματισμό του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, όταν στις 23 Ιανουαρίου του 1939 βρέθηκαν κι οι δύο νεκροί στο σπίτι τους. Η επίσημη εκδοχή είναι πως πρόκειται για ατύχημα, για την ακρίβεια για δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, αλλά κανείς δεν θα την πιστέψει. Οι φήμες τονίζουν την άβολη για τον νέο καθεστώς ύπαρξη ενός διάσημου ποδοσφαιριστή εμφανώς αντικαθεστωτικού και πιθανώς εβραίου και της σαφώς εβραίας κοπέλας του, αφήνοντας έτσι ανοιχτή την υπόθεση της δολοφονίας από το ναζιστικό κράτος ή από παρακρατικές ναζιστικές ομάδες.

Ο αυστριακός ποιητής Friedrich Torberg θα γράψει ένα ποίημα με τίτλο «Auf den Tod eines Fußballers» («Για τον Θάνατο ενός Ποδοσφαιριστή») όπου θα εκφράσει - ποιητική αδεία βεβαίως- την άποψη πως ο Ζίντελαρ αυτοκτόνησε βλέποντας την πατρίδα του προσηρτημένη στην ναζιστική Γερμανία ενώ θα κυκλοφορήσουν, ειδικά μετά τον πόλεμο πολλές μυθιστορηματικές βιογραφίες του ποδοσφαιριστή. Μια από αυτές μάλιστα, πολύ πρόσφατη, εκδόθηκε μόλις το 2007 με τίτλο: «La partita dell'addio. Matthias Sindelar, il campione che non si piegò a Hitler» («Το παιχνίδι του αποχαιρετισμού. Ματίας Ζίντελαρ, ο πρωταθλητής που δεν λύγισε μπροστά στον Χίτλερ») θα γραφτεί από έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή, τον ιταλό Nello Governato.

Όπως και να έχει πάντως η ζωή, η στάση και ο θάνατος του Ματίας Ζίντελαρ, γέννησαν το πρώτο αντιναζιστικό σύμβολο της Ευρώπης. Κάτι περισσότερο δηλαδή από ένα σπουδαίο σέντερ φορ.







Το "Πανηγυράκι" της Αράχωβας.



 
Οι φωτογραφίες είναι από το webwalkerblog.wordpress.com
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις επιβίωσης μέχρι τις μέρες μας παραδοσιακών αθλητικών δραστηριοτήτων, είναι το Πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου στην Αράχωβα της Βοιωτίας. Το «Πανηγυράκι τ’ Άη Γιωργιού» ή σκέτο «Πανηγυράκι» όπως συνηθίζουν να τ’ ονομάζουν οι αραχωβίτες.




 Πρόκειται για ένα τριήμερο εκδηλώσεων που γίνονται πάνω στην γιορτή τ’ Αγίου Γεωργίου, κάθε 23η Απριλίου, ή -συνηθέστερα- τη Δευτέρα του Πάσχα όταν η επέτειος του Αγίου πέφτει μέσα στη σαρακοστή κι έτσι η γιορτή μεταφέρεται για την επομένη της Λαμπρής.

Οι φωτογραφίες είναι από το webwalkerblog.wordpress.com
Άλλωστε η περίοδος της Άνοιξης εκεί γύρω στο ορθόδοξο Πάσχα, κυρίως μάλιστα η Δευτέρα του Πάσχα, είναι εκείνη όπου εδώ και αιώνες στην ελληνική ύπαιθρο ανθούσαν μια σειρά από μαζικές εκδηλώσεις και έθιμα με χαρακτήρα αθλητικό, ατομικά γυμναστικά αγωνίσματα ή ομαδικά αθλητικά παιχνίδια.



Στην Αράχωβα με το «Πανηγυράκι» έχουμε ένα από τα λιγοστά εναπομείναντα δείγματα τέτοιων παραδοσιακών αθλητικών δραστηριοτήτων, που έλκουν την απώτερη καταγωγή τους από αθλητικές αναμνήσεις ριζωμένες βαθειά μέχρι την εποχή των αρχαίων Πυθίων που διοργανώνονταν στην περιοχή με επίκεντρο το διπλανό Μαντείο των Δελφών. Στο τριήμερο πανηγύρι κοντά σε μια σειρά άλλων τυπικών πανηγυριώτικων εκδηλώσεων, όπως οι θρησκευτικές λειτουργίες, οι χοροί, τα γλέντια, τα φαγοπότια και τα θεατρικά δρώμενα που αναπαριστούν το συναξάρι του Αγίου, έχουμε και ένα σχεδόν πλήρες πρόγραμμα παραδοσιακών ανταγωνιστικών γυμνασμάτων, κάτι σαν ολυμπιακούς αγώνες παραδοσιακών σπορ.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικός είναι ο αγώνας δρόμου σε ανήφορο, κάτι ανάμεσα σε σημερινό αγώνα ανωμάλου δρόμου και ορειβατική πεζοπορία που διεξάγεται χωρισμένος σε κατηγορίες νέων, ανδρών και γερόντων, στην τοποθεσία Μουστάμπεη, δηλαδή στο πεδίο όπου ο Καραϊσκάκης έδωσε την ιστορική Μάχη της Αράχωβας.

Ακολουθούν μια σειρά από άλλα αγωνίσματα. Δρόμος αντοχής 5 χιλιομέτρων, άλμα σε μήκος με φορά, άλμα σε μήκος άνευ φοράς, άλμα τριπλούν (ένα πατροπαράδοτο άθλημα των κλεφταρματωλών) και άλμα σε ύψος. Το πρόγραμμα συμπληρώνεται από αγωνίσματα για δυνατούς όπως το σήκωμα της πέτρας, όπου κερδίζει εκείνος που θα καταφέρει να σηκώσει περισσότερες φορές πάνω απ’ το κεφάλι του, με τα δυο του χέρια μια βαριά πέτρα, βάρους άνω των 60 κιλών, το πάλεμα, δηλαδή η γνωστή, κλασική πάλη, η σφαιροβολία και η λιθοβολία και τέλος η ιδιαίτερα διασκεδαστική διελκυστίνδα κατάλληλη για πολλά πειράγματα ανάμεσα στις παρέες.

Τα αγωνίσματα αυτά διεξάγονται στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, προστάτη της Αράχωβας και στα περισσότερα οι αθλητές φορούν τις παραδοσιακές φορεσιές τους.

Ο νικητής εκτός από τον γενικό έπαινο κερδίζει και ένα αρνί, τάμα των τσοπάνων της περιοχής για τον Άη Γιώργη. Μια παράδοση -εκείνη της προσφοράς αρνιού σαν τάμα στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου- που συναντιέται σε όλους σχεδόν τους λαούς (ακόμα και μη χριστιανικούς) των Βαλκανίων και της καθ’ ημάς ανατολής, από την Αρμενία ως την Αδριατική κι από την Κύπρο και την Κρήτη μέχρι τον Δούναβη.

Από αιχμάλωτος πολέμου, τερματοφύλακας...

To άγαλμα του Τράουτμαν στο μουσείο της Μάντσεστερ Σίτυ

Ο Bernhard Carl Trautmann, πιο γνωστός ως Bert Trautmann, γεννήθηκε στη Βρέμη της Γερμανίας στις 22 Οκτωβρίου του 1923. Όταν ξεκίνησε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μόλις 16 χρονών, αλλά στη διάρκεια του πολέμου πρόλαβε να ενηλικιωθεί και να υπηρετήσει ως αλεξιπτωτιστής στη Luftwaffe. Θα πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο, θα κερδίσει πέντε τιμητικές διακρίσεις και για τη δράση του στη μάχη του Άρνεμ θα τιμηθεί με το ανώτερο παράσημο του γερμανικού στρατού, τον «Σιδηρούν Σταυρό πρώτης τάξεως». Στη συνέχεια θα ξεκινήσει για τον Τράουτμαν μια σχεδόν κινηματογραφική περιπέτεια. Θα συλληφθεί αιχμάλωτος από τους σοβιετικούς και θα αποδράσει. Ύστερα από λίγο θα τον πιάσουν οι γάλλοι παρτιζάνοι, αλλά θα αποδράσει για δεύτερη φορά. Οι αμερικανοί είναι οι τρίτοι που τον συλλαμβάνουν και οι τρίτοι από τους οποίους καταφέρνει να αποδράσει. Στο τέλος θα βρεθεί για τέταρτη φορά αιχμάλωτος και θα κρατηθεί σε στρατόπεδο αιχμαλώτων του βρετανικού στρατού στο Άστον της Αγγλίας. Εκεί θα παίξει για πρώτη φορά στη ζωή του ποδόσφαιρο.


Διακρίνεται σαν αριστερό εξτρέμ στους αγώνες που γίνονται στο στρατόπεδο «POW Camp 50» μέχρι που ένας μικροτραυματισμός του προκαλεί ενοχλήσεις στο πόδι όταν πρέπει να τρέξει και τον κάνει να δοκιμάσει τη θέση του τερματοφύλακα. Αυτό ήταν αρκετό για να εκραγεί το ταλέντο του κάτω απ’ τα δοκάρια. Με τη λήξη της αιχμαλωσίας δεν θα επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά αντίθετα θα υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο σαν τερματοφύλακας της τοπικής St. Helens Town.

Η μεγάλη ώθηση στην καριέρα του όμως δίνεται στα 1949, όταν τον ανακαλύπτουν οι άνθρωποι της Μάντσεστερ Σίτυ και τον φέρνουν στο Maine Road για να αγωνιστεί σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Αγγλίας. Ο Τράουτμαν προορίζεται για διάδοχος του Frank Swift, αγαπημένου τερματοφύλακα των οπαδών της Σίτυ. Αυτό, αλλά πολύ περισσότερο το γεγονός πως ο Τράουτμαν όχι μόνο είναι γερμανός, αλλά έχει συμμετάσχει ενεργά στο πόλεμο του οποίου οι αναμνήσεις είναι και πολύ πρόσφατες και πολύ έντονες και φυσικά πολύ δυσάρεστες για τους βρετανούς, κάνουν τα γραφεία της ομάδας του Μάντσεστερ να κατακλειστούν κυριολεκτικά από επιστολές οπαδών της ομάδας, αλλά και γενικώς άγγλων ποδοσφαιρόφιλων, που ζητούν την απομάκρυνση του Τράουτμαν από αυτήν. Προφανώς το κλίμα είναι εξαιρετικά αρνητικό γι αυτόν, αλλά όπως κι ίδιος είπε αργότερα «όλα αυτά του φαίνονταν ασήμαντα μπροστά σε ό,τι είχε περάσει τα αμέσως προηγούμενα χρόνια στη ζωή του». Τελικά το ντεμπούτο θα γίνει σε αγώνα της Μάντσεστερ Σίτυ στο Λονδίνο, εναντίον της Φούλαμ και οι αρχικές αποδοκιμασίες θα μεταστραφούν με τη λήξη του ματς σε χειροκροτήματα για τη σπουδαία του εμφάνιση. Τον επευφημούν και τον συγχαίρουν ακόμα και οι αντίπαλοι οπαδοί και ποδοσφαιριστές. Είχε αρχίσει να γεννιέται ο μύθος του. Ο μύθος ενός από του σπουδαιότερους τερματοφύλακες του 20 αιώνα, δίπλα στον Γιασίν ή τον Θαμόρα.

Στην Σίτυ θα αγωνιστεί σχεδόν για μία αιωνιότητα... μέχρι το 1964, όπου σε ηλικία 41 ετών θα φύγει από την ομάδα για να περάσει στην Wellington Town με την οποία θα δώσει δύο μόλις παιχνίδια μέχρι να αποσυρθεί οριστικά από την ενεργό δράση.

Μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του παραμένει πάντως ο τελικός Κυπέλλου Αγγλίας του 1956, όταν και αγωνίστηκε για τα τελευταία 15’ του αγώνα με σπασμένο πόδι συμβάλλοντας καθοριστικά στη νίκη της Μάντσεστερ Σίτυ επί της Μπέρμινχαμ με 3-1 και κατακτώντας το πολύτιμο τρόπαιο. Υπήρξε αυτός ο τελικός η απόλυτη καταξίωση του Μπερτ Τράουτμαν στη συνείδηση των φιλάθλων. Δυστυχώς λίγους μήνες μετά θα χάσει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον μεγαλύτερο από τους τρεις γιους του, τον Τζον, σε ηλικία μόλις πέντε ετών.

Στον αποχαιρετιστήριο αγώνα προς τιμή του βρέθηκαν 60 χιλιάδες θεατές που τον αποθέωσαν, ενώ ακόμα και σήμερα κυκλοφορεί στο Μάντσεστερ ένα περιοδικό των φιλάθλων της Σίτυ με τίτλο: «Trautmann elmet»



Μετά το τέλος της καριέρας του σαν ποδοσφαιριστής ασχολήθηκε με την προπονητική, υπήρξε μέλος της ομάδας τεχνικών της γερμανικής ομοσπονδίας, αλλά συνεχίζοντας την πολυταξιδεμένη και περιπετειώδη ζωή διατέλεσε επίσης προπονητής των εθνικών ομάδων της Λιβερίας, της Τανζανίας και του Πακιστάν, ενώ προπόνησε και ομάδες μικρών επαγγελματικών και ερασιτεχνικών κατηγοριών στην Αγγλία και τη Γερμανία.

Σήμερα πλησιάζει τα 90 του και παραμένει πάντα ακμαίος. Ζει με την τρίτη του σύζυγο ανάμεσα στη Βαλένθια της Ισπανίας και στην κοιλάδα του Ρήνου, ενώ ασχολείται ενεργά με το Ίδρυμα Τράουτμαν που ίδρυσε ο ίδιος για την προώθηση της γερμανοαγγλικής φιλίας μέσω του ποδοσφαίρου.