Η μπάλα στον ελληνικό κινηματογράφο.

Το ποδόσφαιρο με την όλο και αυξανόμενη δημοφιλία του από τη δεκαετία του 1950 κι ύστερα απασχόλησε συχνά τον ελληνικό κινηματογράφο, άλλοτε κρατώντας κεντρικό ρόλο στα σενάρια, άλλοτε σαν δευτερεύον στοιχείο της κινηματογραφικής πλοκής, άλλοτε πάλι σαν σκηνική αναφορά με ιδιαίτερη βαρύτητα.
Αναφορές στο ποδόσφαιρο λοιπόν ή ταινίες όπου το ποδόσφαιρο είναι το κεντρικό θέμα έχουμε σε όλη την πορεία του ελληνικού σινεμά και μάλιστα σε κάθε σχεδόν είδος του. Έργα του "λαϊκού" κινηματογράφου γυρίζονται με θέμα τη μπάλα, αλλά και ταινίες με καλλιτεχνικές απαιτήσεις αναφέρονται συχνά στο παιχνίδι.
Πρώτο και μεγαλύτερο παράδειγμα ταινίας αφιερωμένης εξ ολοκλήρου στο ποδόσφαιρο και κυρίως στους πρωταγωνιστές του, τους ποδοσφαιριστές, είναι  οι Κυριακάτικοι Ήρωες, με εναλλακτικό τίτλο "Οι Άσσοι των Γηπέδων". Πρόκειται για την πρώτη ταινία ενός πολύ σημαντικού Έλληνα σκηνοθέτη, του Βασίλη Γεωργιάδη, που γυρίστηκε στα 1956 και στην οποία πρωταγωνιστούν (αν και με ντουμπλαρισμένη φωνή) οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές ινδάλματα της εποχής. Ο Μουράτης, ο Λινοξυλάκης, ο Πετρόπουλος, ο Μανταλόζης και πολλοί΄άλλοι. Είναι μια πρώτη και πρωτοποριακή για την εποχή της προσπάθεια καταγραφής του κοινωνικού φαινομένου του ποδοσφαίρου και μάλλον της κοινωνίας της εποχής μέσω του ποδοσφαίρου, αν και από την εταιρία παραγωγής διαφημίζεται ως "αισθηματική", "κοινωνική" και "αθλητική", λίγο απ' όλα δηλαδή...


Από τις Ελληνίδες ηθοποιούς πάντως, εκείνη που βρίσκεται πολύ στενά συνδεδεμένη στον κινηματογράφο με το ποδόσφαιρο είναι η Μελίνα. Πρωταγωνιστεί σε δύο ταινίες που το παιχνίδι της μπάλας έχει σημαίνουσα παρουσία. Και στις δύο η χρήση του ποδοσφαίρου στην κινηματογραφική γλώσσα γίνεται για να τονιστεί η λαϊκή κοινωνική ένταξη των πρωταγωνιστών που εμπλέκονται μ' αυτό, δείγμα του γεγονότος πως ανέκαθεν το ποδόσφαιρο ταυτιζόταν στην Ελλάδα με τις λαϊκές μάζες. Λαϊκότερο φυσικά σωματείο από το Ολυμπιακό του κατ' εξοχήν λαϊκού τότε Πειραιά δεν υπάρχει. Έτσι στη "Στέλλα" του Μιχάλη Κακογιάννη η ομώνυμη λαϊκή τραγουδίστρια σχετίζεται με τον Μίλτο, "τον καλύτερο κυνηγό" του Ολυμπιακού που υποδύεται ο Γιώργος Φούντας και τελικά από το δικό του μαχαίρι σκοτώνεται. Η Στέλλα είναι παραγωγή του 1955 και παρότι έτυχε εξαιρετικής υποδοχής και πολλών βραβείων στο εξωτερικό, προκάλεσε αντιδράσεις στην Ελλάδα. Ο χαρακτήρας της πρωταγωνίστριας που εκφράζει ένα ισχυρό γυναικείο θέλω, αν και ανάγεται σε τραγική ηρωίδα αρχαίου δράματος, ξένισε την συντηρητική και ανδροκρατούμενη ακόμη ελληνική κοινωνία της εποχής. Ακόμα και από την Αριστερά ακούστηκαν κριτικές φωνές κατά του έργου, που δεν εστίαζαν πάντως στην ελευθεριότητα της "Στέλλας", αλλά περισσότερο στην ατομικότητα της συμπεριφοράς της και στην μοιρολατρική πορεία της προς τον θάνατο.

 
 
Στο "Ποτέ την Κυριακή" του Ζυλ Ντασέν, που γυρίστηκε στα 1960, η Μελίνα Μερκούρη είναι η Ίλια, μια ιερόδουλος στο λιμάνι του Πειραιά, όπου κάθε καλοκαίρι παρακολουθεί φανατικά τις παραστάσεις αρχαίου δράματος του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο, αλλάζοντας όμως στο μυαλό της τις ιστορίες και δίνοντάς τους συνήθως ευτυχισμένο τέλος. Έχει δε τον απαράβατο κανόνα να μην δέχεται ποτέ πελάτες τις Κυριακές, από 'κει άλλωστε και ο τίτλος του έργου. Γνωρίζεται με τον Όμερ έναν Αμερικανό διανοούμενο που επηρεασμένος από τις φροϋδικές θεωρίες και την απολύτως ιδεαλιστική εικόνα που έχει για την Ελλάδα, προσπαθεί να μετατρέψει την Ίλια σε "καθώς πρέπει" κυρία και γι αυτό επεμβαίνει και επιβάλλει αλλαγές στην καθημερινότητά της. Βγάζει από τον τοίχο του σπιτιού της τη φωτογραφία της ενδεκάδας του Ολυμπιακού και της απαγορεύει να ακούει λαϊκά τραγούδια. Όταν η Ίλια θα ανακαλύψει πως ο καλοπροαίρετος Όμερ χρηματοδοτείται για τις έρευνές του από τον σκληρότερο "προστάτη" του λιμανιού, θα εξεγερθεί και θα οργανώσει σε εξέγερση και τις υπόλοιπες ιερόδουλες. Σπάει τότε τους κανόνες που της έχει επιβάλει ο Όμερ και στην πιο εμβληματική σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου για το ποδόσφαιρο, ανασύρει την κρυμμένη κάτω απ' το κομοδίνο της φωτογραφία της ομάδας του Ολυμπιακού και βάζει στο ηλεκτρόφωνο ένα λαϊκό τραγούδι για την ομάδα της καρδιάς της. Είναι τα Παιδιά του Πειραιά, του Μάνου Χατζιδάκι, που θα κερδίσει το όσκαρ μουσικής, θα κάνει την ταινία διάσημη απανταχού του πλανήτη και τον Ολυμπιακό την πρώτη ομάδα-σύμβολο του παγκόσμιου σινεμά.
 
 
 
 
Ο Θανάσης Βέγγος αν και ολυμπιακός από τα παιδικά του χρόνια (όπως δήλωνε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ολυμπιακός Αγών στις 8/1/1966) ντύνεται φανατικός οπαδός τους Παναθηναϊκού για τις ανάγκες της ταινίας "Ο Τρελλάρας" στα 1963. Εκεί γνωρίζεται στο γήπεδο με τον μελλοντικό πεθερό του (στο ρόλο ο Κώστας Δούκας)  ο οποίος είναι για κακή τύχη του Θανάση εξίσου φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού. Η σύγκρουση αυτή θα οδηγήσει τον πρωταγωνιστή μας στο ψυχιατρείο, αλλά αργότερα στην αγκαλιά της αγαπημένης του Μαρίνας. Στην ταινία μάλιστα βλέπουμε μερικές σπάνιες εικόνες από αγώνες Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στην δεκαετία του '60.
 
 
 
Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα στα 1972, ο Αλέκος Σακελλάριος γράφει και σκηνοθετεί τη Ρένα Βλαχοπούλου, σε μια σάτιρα της ελληνικής ποδοσφαιρικής πραγματικότητας της εποχής, που εστιάζει κυρίως στο νέο τότε φαινόμενο του κατακλυσμού των ελληνικών γηπέδων από αλλοδαπούς ποδοσφαιριστές που υποτίθεται είχαν απώτερη ελληνική καταγωγή. Ένας από αυτούς, ο Χούλιο Μπάλμας που στην ταινία ερμηνεύεται από τον Νίκο Γαλανό θα βρεθεί στο δρόμο της μοδίστρας Ρένας και θα συνδεθεί συναισθηματικά με την κόρη της, παρά της αντιρρήσεις της μαμάς. Ευχάριστη ταινία με ωραίες, "σακελλαριακές" ατάκες και με το πολύ εύστοχο εύρημα να παρουσιάζονται οι εκπρόσωποι του "Κοκκιναϊκού", του "Πρασιναϊκού" και του "Κιτριναϊκού" (σαφής αλληγορία του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ) ντυμένοι με κόκκινα, πράσινα και κίτρινα κουστούμια αντιστοίχως, ενώ ερίζουν για την απόκτηση του μάγου της μπάλας Χούλιο. Αξέχαστη φυσικά η σκηνή όπου ο ίδιος ο Αλέκος Σακελλάριος σε ρόλο ένθερμου οπαδού του ΠΑΟ στις κερκίδες της Λεωφόρου, ξεπλέκει από αγωνία και νευρικότητα το πουλόβερ του.
 
 


 
 
 
 (συνεχίζεται...)